Στις περισσότερες περιπτώσεις τραπεζικών λογαριασμών, ακόμα και εμπορικών λογαριασμών εταιρειών και επιχειρήσεων, υφίσταται συνδικαιούχος. Τούτο έχει σαν συνέπεια, σε περίπτωση οφειλών ενός εξ αυτών, το κατατεθειμένο ποσό να αποτελεί προϊόν ικανοποίησης των τρίτων δανειστών.
Νομικό Πλαίσιο
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 5638/1932, “χρηματική κατάθεση σε τράπεζα, σε ανοικτό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσότερων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι η περιέχουσα τον όρο ότι του λογαριασμού αυτής μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί εξ αυτών είτε και όλοι οι κατ` ιδία δικαιούχοι”.
Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα άρθρα 411, 489, 490 και 491 ΑΚ προκύπτει, ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων, σε κοινό λογαριασμό, παράγεται, μεταξύ των καταθετών ή του καταθέτη “ενεργητική ενοχή εις ολόκληρο ”. Επομένως, καθένας από αυτούς γίνεται δικαιούχος των χρημάτων, που κατατέθηκαν, και μπορεί να τα χρησιμοποιεί χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων, με την επιφύλαξη των φορολογικών διατάξεων.
Αντιμετώπιση Κοινού Λογαριασμού Έναντι Τρίτων
Κατάσχεση από τρίτους
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερόμενου νόμου 5638/1932 “κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατά ίσα μέρη“.
Δηλαδή, πριν από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού εκείνος ο τρίτος που έχει χρηματική απαίτηση, μάλιστα δε τυχόν τέτοια ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου, κατά κάποιου των καταθετών, δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαιτήσής του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου, τεκμαίρεται όμως αμαχήτως έναντι εκείνου ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ` ίσα μέρη, και, άρα, δικαιούται εκείνος να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη, που διαφεύγει την κατάσχεση, -συμβαίνει δε τούτο όχι διότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί, σύμφωνα με την υπό συζήτηση διάταξη, ακατάσχετο-, αλλά διότι τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη.
Συμψηφισμός Από Την Τράπεζα
Συχνότατα από πολλούς, λανθασμένα, θεωρείται και αναφέρεται ως “κατάσχεση” η αφαίρεση χρηματικού ποσού, από την ίδια την Τράπεζα στην οποία τηρείται ο λογαριασμός, για οφειλές κάποιου εκ των δικαιούχων σε αυτόν.
Στην περίπτωση αυτή, εαν η Τράπεζα στην οποία τηρείται ο τραπεζικός λογαριασμός, έχει απαίτηση κατά ενός εκ των δικαιούχων, τότε δεν θεωρείται ότι προχωρά σε κατάσχεση αλλά σε συμψηφισμό της απαίτησής της.
Τούτο προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ, με βάση τα οποία, ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση.
Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά το χρόνο επικλήσεως του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαδραμών χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε.
Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού δύναται να λάβει χώρα είτε εξωδίκως, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί. Όταν προταθεί ο συμψηφισμός, που είναι αδιάφορο πότε θα προταθεί, οι απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται αναδρομικώς από το χρόνο που συνυπήρξαν. Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξωδίκως, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικώς ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση “εξοφλήσεως” διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο.
Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 του ν. 5638/1932 αναφέρεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατά το άρθρο 982 του ΚΠολΔ. Δεν αφορά στην περίπτωση κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προέβη σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της που έχει κατά του ενός των περισσοτέρων καταθετών εις ολόκληρον συνδανειστών της, αφού ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, ενεργεί αντικειμενικά ως προς το αποσβεστικό αποτέλεσμα της εις ολόκληρον ενοχής.
Συναφώς, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης και εφαρμόζονται επ` αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθειμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή του.
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξαρτήτως του αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της ως άνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και καταθέσεως, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034).
Μη Ευθύνη της Τράπεζας
Με βάση τα παραπάνω, για να προχωρήσει η Τράπεζα σε συμψηφισμό της απαίτησής της κατά των καταθετών της, δεν είναι καν απαραίτητη η προηγούμενη δικαστική απόφαση, ενώ δεν αντιμετωπίζεται ως “τρίτος” ο οποίος οφείλει να περιορίζει την κατάσχεση στο ιδανικό μερίδιο του οφειλέτη της, αλλά ως “κυρία” των χρημάτων με δικαίωμα συμψηφισμού στο σύνολό της κατάθεσης.
Περαιτέρω, έχει νομολογηθεί από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 854/2017, 1010/2019) ότι, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της καταθέσεως, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως και όχι καθαυτή αδικοπραξία. Επομένως, η παράνομη αυτή πρακτική των Τραπεζών γεν γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσης.
Κρίθηκε, ότι η Τράπεζα δικαιούται κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ, να διαθέσει τα κατατεθειμένα σ’ αυτή χρήματα “κατ’ αρέσκεια“. Επομένως ακόμη και αν αρνείται αυτή παρανόμως να αποδώσει στον καταθέτη τα κατατεθειμένα χρήματα, ο καταθέτης δεν έχει εναντίον της την κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ αξίωση προς αποζημίωση, αλλά μόνο την αγωγή από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, κατά τα άρθρα 806, 822 και 830 ΑΚ.
Με την ερμηνεία όμως αυτή , οι Τράπεζες, όχι μόνο “εκ του ασφαλούς” μπορούν να προχωρούν σε συμψηφισμό κατά το δοκούν, ακόμα και απαιτήσεων που δεν έχουν κριθεί δικαστικά, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται ως “τρίτοι”, με αποτέλεσμα να μπορούν να συμψηφίζουν το σύνολο του τραπεζικού λογαριασμού, αλλά ακόμα περισσότερο, δεν έχουν καμία ευθύνη και μένουν ατιμώρητες και για τυχόν επαναλαμβανόμενες παράνομες πρακτικές.
Δημιουργείται δε, η απορία ως προς την τελευταία νομική αξιολόγηση, πόθεν προκύπτει η ανάγκη για προστασία των Τραπεζών σε αθέμιτες και παράνομες πρακτικές τους.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα Τραπεζικού Δικαίου.