Skip to content

Αρθρογραφία

Σύμβαση Ανταλλαγής: Η Ανταλλαγή Ακινήτου Και Μετοχών

ανταλλαγή

Η Σύμβαση Ανταλλαγής, είναι ενοχική, υποσχετική και αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση από τη μία πλευρά της μεταβίβασης της κυριότητας πράγματος ή δικαιώματος και παράδοσης αυτού στον αντισυμβαλλόμενο, ο οποίος από την πλευρά του υπόσχεται, ως αντιπαροχή, τη μεταβίβαση της κυριότητος πράγματος ή δικαιώματος και παράδοσής του στον άλλο συμβαλλόμενο. 

Δύο βασικές περιπτώσεις ανταλλαγών στο εμπορικό δίκαιο είναι η ανταλλαγή ακινήτου και μετοχών.

Μεταβίβαση Ακινήτου Με Ανταλλαγή

Κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητος ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, δηλαδή για αιτία, που είναι υπαρκτή και αναγνωρίζεται από το νόμο. 

Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. 

Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 369 του Α.Κ., συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου, κατά δε το άρθρο 573 του ίδιου Κώδικα, στην ανταλλαγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την πώληση. Ο καθένας από τους συμβαλλομένους κρίνεται ως πωλητής για την παροχή που τον βαρύνει και ως αγοραστής για την παροχή που απαιτεί.

Οι εμπράγματες συμβάσεις για τη μεταβίβαση της κυριότητος είναι αιτιώδεις, δηλαδή στις περιπτώσεις αυτές το κύρος της εκποιητικής δικαιοπραξίας εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της υποσχετικής, ώστε η ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης συνεπιφέρει την ακυρότητα και της μεταβιβαστικής του πράγματος ή δικαιώματος συμβάσεως (ΑΠ 981/2019). 

Νόμιμη αιτία μεταβίβασης της κυριότητας αποτελεί, μεταξύ άλλων και η σύμβαση της ανταλλαγής.

Για την επέλευση, όμως, των αντίστοιχων εμπράγματων μεταβολών πρέπει να λάβουν χώρα είτε συγχρόνως, είτε μεταγενεστέρως οι ανάλογες εμπράγματες μεταβιβαστικές συμβάσεις. 

Στην ανταλλαγή, εφόσον εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την πώληση, ο καθένας από τους συμβαλλομένους κρίνεται, ο μεν πωλητής, για την παροχή που τον βαρύνει και ο αγοραστής, για την παροχή που απαιτεί (άρθρο 573 ΑΚ). 

Ανύπαρκτη Αιτία

Από δε το άρθρο 1033 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση για τη μεταβίβαση κυριότητος ακινήτου για αιτία ανύπαρκτη ή που δεν αναγνωρίζεται από το νόμο είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. 

Το ίδιο ισχύει, άλλως περί ανύπαρκτης αιτίας πρόκειται και όταν το πράγμα ή το δικαίωμα, που αφορά η σύμβαση πωλήσεως ή ανταλλαγής, ανήκει στο δέκτη της υποσχέσεως, οπότε πρόκειται για υπόσχεση χωρίς αντικείμενο, ήτοι παροχή που δεν είναι δημιουργική ενοχής. 

Ειδικότερα, οι ανωτέρω διατάξεις προϋποθέτουν ανάληψη υποχρέωσης μεταβίβασης κυριότητος πράγματος ξένου για τον αγοραστή, δεκτικού μεταβίβασης της κυριότητάς του σ’ αυτόν και τέτοιο, όμως, δεν είναι εκείνο που ήδη ανήκει στην κυριότητά του. 

Τούτο σημαίνει, ότι ευρισκομένου του περιουσιακού αγαθού στην ιδιοκτησία του δέκτη της υποσχέσεως δεν υπάρχει λόγος, ούτε ανάγκη περιουσιακής μετακίνησης και εντεύθεν ούτε έδαφος καθίδρυσης αντίστοιχου περιεχομένου συμβατικής δέσμευσης. 

Μεταβίβαση Μετοχών Με Ανταλλαγή

Η σύμβαση ανταλλαγής με υποκείμενο μετοχές αποτελεί εξωχρηματιστηριακή (κυρίως) σύμβαση, που εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των συμβάσεων παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Συμβάσεις παραγώγων είναι εκείνες η αξία των οποίων προκύπτει ως αποτέλεσμα της συσχέτισής τους με την αξία άλλου πρωτογενούς υποκείμενου μέσου, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι μετοχές. 

Στη σύμβαση αυτή οι χρηματικές ροές, που ανταλλάσσονται, υπολογίζονται με βάση την χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής κατά την κατάρτιση της σύμβασης (“τιμή αναφοράς”) και την τιμή που αυτή θα έχει σε ένα μελλοντικό χρονικό σημείο (“τιμή διακανονισμού”), το οποίο προκαθορίζεται στη σύμβαση. 

Αντικείμενο της παροχής είναι η καταβολή της εκάστοτε προκύπτουσας από τη μεταβολή της τιμής της υποκείμενης μετοχής χρηματικής διαφοράς. Αν η τιμή της υποκείμενης μετοχής στο χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από την τιμή αναφοράς, ο εκδότης (συνήθως πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών) καταβάλλει στον χρήστη τη διαφορά μεταξύ των δύο τιμών επί τον αριθμό των υποκείμενων μετοχών. 

Αν, αντιθέτως, η τιμή κατά τη λήξη της σύμβασης είναι μικρότερη από την τιμή αναφοράς, τότε ο χρήστης θα καταβάλει στον εκδότη τη διαφορά μεταξύ των δύο τιμών επί του αριθμού των υποκείμενων μετοχών. Οι συμβάσεις ανταλλαγής επί μετοχών καταρτίζονται συνήθως ως συμβάσεις που προβλέπουν μόνον χρηματικό διακανονισμό στη λήξη τους, ανάλογα με την μεταβολή της τιμής των υποκείμενων μετοχών (διαφορά μεταξύ “settlement price” και “reference price”). 

Απόκτηση Κυριότητας Στη Λήξη

Δεν αποκλείεται, όμως, η σύμβαση ανταλλαγής να προβλέπει και δικαίωμα του χρήστη να αποκτήσει την κυριότητα των υποκείμενων μετοχών κατά τη λήξη της σύμβασης (ΑΠ 976/2018). 

Με την κατάρτιση σύμβασης ανταλλαγής επί μετοχών, ο χρήστης κερδίζει εάν η τιμή της μετοχής αυξηθεί σε σχέση με την τιμή την οποία είχε συμφωνήσει όταν κατήρτισε τη σύμβαση

Εκτός δε από τη διαφορά αυτή της τιμής, ο χρήστης εισπράττει και το μέρισμα των υποκείμενων μετοχών, απολαμβάνοντας έτσι όλα τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τη μετοχή, χωρίς να επιβαρύνεται με τα έξοδα που συνεπάγεται η απόκτηση της κυριότητάς τους. 

Από την άλλη πλευρά ο εκδότης, εισπράττει προμήθειες και τόκους για την έκδοσή του και, για να αντισταθμίσει τον κίνδυνο που αναλαμβάνει, από την ενδεχόμενη άνοδο της τιμής των υποκείμενων μετοχών και την υποχρέωση καταβολής στον χρήστη της διαφοράς μεταξύ της τιμής αναφοράς και της τιμής διακανονισμού, συνήθως, αλλά όχι αναγκαία, αποκτά την κυριότητα των υποκείμενων μετοχών, ώστε να έχει τη δυνατότητα να μετριάσει την ενδεχόμενη ζημία από την άνοδο της τιμής τους εκποιώντας αυτές.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις εμπορικές συμβάσεις.