Skip to content

Αρθρογραφία

Νέα Νομοθεσία Για Ψηφιακές / Ηλεκτρονικές Συμβάσεις Πώλησης

Ψηφιακές Ηλεκτρονικές Συμβάσεις & Πωλήσεις

Με τον πρόσφατο νόμο 4967/2022, για τις ψηφιακές συμβάσεις και πωλήσεις, ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη οι Οδηγίες 2019/770 και 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και αναθεωρήθηκε το σχετικό κεφάλαιο περί πωλήσεων του Αστικού Κώδικα.

Σκοπός του νόμου είναι: 
  • η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των σύγχρονων συναλλαγών και των συναλλασσομένων και 
  • ο εκσυγχρονισμός του δικαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, με έμφαση στην ψηφιακή διάσταση των οικείων συμβάσεων. 

Οι δύο οδηγίες συγκροτούν ένα ενιαίο συστηματικό σύνολο, λειτουργικά εναρμονισμένο, στενά συνδεδεμένο και αλληλοσυμπληρούμενο, που διαπνέεται από συναφή νομοθετική σύλληψη και κατατείνει σε κοινό ρυθμιστικό σκοπό.

Κατά το άρθρο 4 αμφοτέρων των Οδηγιών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν καταρχήν να υιοθετούν στο εθνικό δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Αυτό ισχύει τόσο για εθνικές διατάξεις που διευρύνουν όσο και για εθνικές διατάξεις που απομειώνουν το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή (αγοραστή) που διασφαλίζεται με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Υιοθετείται δηλαδή το μοντέλο της μέγιστης ή πλήρους εναρμόνισης. 

Πρόκειται για σημαντική μεταβολή σε σύγκριση με την προηγούμενη Οδηγία (1999/44), που ακολουθούσε το πρότυπο της ελάχιστης εναρμόνισης. Η μεταβολή αυτή έχει επίδραση στην ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου των εθνικών ρυθμίσεων που πρέπει να θεσπισθούν. 

Έτσι, δεν είναι πλέον, για παράδειγμα, δυνατή η μη υιοθέτηση της προβλεπόμενης στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 ιεραρχικής διαβάθμισης των δικαιωμάτων του καταναλωτή (αγοραστή) σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για μη ανταπόκριση του πράγματος στη σύμβαση. 

Υποκειμενικά Όρια Νόμου

Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών καταλαμβάνει αποκλειστικά συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου, που ενεργεί για σκοπούς που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητά του, το οποίο έχει την ιδιότητα του πωλητή ή του προμηθευτή αντίστοιχα, και καταναλωτή, ο οποίος έχει την ιδιότητα του αγοραστή ή του λήπτη αντίστοιχα, είναι δηλαδή περιορισμένο στο πεδίο πωλήσεων από επιχειρηματία προς καταναλωτή (Business to consumer – B2C). 

Ωστόσο, είναι δυνατή η επέκταση των ρυθμίσεών τους σε συμβάσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της. Επομένως, η ενωσιακή ρύθμιση μπορεί να καταλάβει κάθε είδους σύμβαση πώλησης ή παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών.

Ενόψει αυτού αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού, εάν η εθνική ρύθμιση πρέπει να ακολουθήσει το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής ή να το διευρύνει, ώστε να καταλάβει κάθε σύμβαση πώλησης, ανεξάρτητα από την ιδιότητα των συμβαλλομένων.

Για μία σειρά από ουσιώδεις λόγους αποφασίστηκε η γενίκευση της ρύθμισης και η ενσωμάτωσή της στον Αστικό Κώδικα. Ειδικότερα, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αφενός μεν, μέσω της αποφυγής νομοθετικής διάσπασης, η συνοχή του εξωτερικού συστήματος του δικαίου των συμβάσεων, αφετέρου δε προστατεύεται και ενισχύεται η τελολογική και συστηματική ενότητα του δικαίου αυτού. 

Κρίθηκε λοιπόν ότι με ευκαιρία την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 πρέπει να επικαιροποιηθούν οι διατάξεις του κεφαλαίου της πώλησης του Αστικού Κώδικα, ώστε να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην ψηφιακή οικονομία και να ρυθμίζεται κατά τρόπο ενιαίο κάθε πώληση, ανεξαρτήτως της ιδιότητας των συμβαλλομένων ως εμπόρων ή καταναλωτών. 

Οι λόγοι που επέβαλαν την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 2019/771 ισχύουν κατά βάση και για την Οδηγία (ΕΕ) 2019/770. Εξάλλου υπάρχει ταύτιση ρυθμίσεων, όπως καταδεικνύουν, ιδίως, οι νέες διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν στο πράγμα με ψηφιακά στοιχεία. 

Επιπλέον, η ύπαρξη ριζικά διαφορετικού πεδίου εφαρμογής μεταξύ των δύο νομοθετημάτων θα δημιουργούσε σημαντικά συστηματικά ζητήματα, ρυθμιστικά κενά και νομοθετική ασυνέπεια στη ρύθμιση όμοιων προβλημάτων. 

Το κυριότερο είναι ότι και οι διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 καλύπτουν ρυθμιστική ανάγκη τόσο στις καταναλωτικές όσο και στις μη καταναλωτικές συμβάσεις, καθώς παρέχουν σαφή και ασφαλή νομική ρύθμιση για ουσιώδη στοιχεία των ρυθμιζόμενων σχέσεων, και μάλιστα καθ’ υπέρβαση των δυσχερών στο ρυθμιστικό αυτό πεδίο τυπολογικών διακρίσεων των συμβάσεων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η χρησιμότητα ένταξης μιας σχέσης σε έναν γνωστό συμβατικό τύπο, ιδίως για ζητήματα που απουσιάζει ρύθμιση). 

Αντικειμενικά Όρια Νόμου

Στο αντικειμενικό πεδίο της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771, εμπίπτουν συμβάσεις πώλησης, καθώς και συμβάσεις για την προμήθεια αγαθών που πρόκειται να κατασκευαστούν ή να παραχθούν. 

Ως προς την πρώτη περίπτωση ισχύουν σε κάθε περίπτωση τα άρθρα 513 επ. ΑΚ. Αντίθετα, μία σύμβαση για την προμήθεια αγαθού που πρόκειται να κατασκευαστεί ή να παραχθεί, μπορεί να υπαχθεί κατά περίπτωση στον τύπο της πώλησης ή σε άλλο συμβατικό τύπο, όπως ιδίως σε εκείνον της σύμβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ).

Ως προς τη δεύτερη περίπτωση τέθηκε το ερώτημα εάν πρέπει η απαιτούμενη εναρμόνιση του εθνικού δικαίου να γίνει στον Αστικό Κώδικα ή σε ειδικό νομοθέτημα, με περιορισμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής (B2C). 

Προκειμένου να αποφευχθεί μία δραστική επέμβαση στο δίκαιο της σύμβασης έργου του ΑΚ επ’ αφορμή μίας ενωσιακής ρύθμισης, που ως κύριο αντικείμενο έχει τη σύμβαση πώλησης, αποφασίστηκε να υιοθετηθεί η δεύτερη λύση. 

Ενόψει των ανωτέρω αποφασίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 να ενσωματωθεί στον Αστικό Κώδικα και ειδικότερα στα άρθρα 513 επ., ενώ κάποιες μεμονωμένες ρυθμίσεις να εισαχθούν στον ν. 2251/1994, που αφορά στην προστασία του καταναλωτή

Αντίθετα, παρά την επιλογή της γενίκευσης της ρύθμισης και σε μη καταναλωτικές συμβάσεις, δεν υιοθετήθηκε η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/770 στον Αστικό Κώδικα. Θα συνεπάγονταν, μεταξύ άλλων, εκτενείς τροποποιήσεις και νομοτεχνικές προκλήσεις που δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης υπόψη και της ανάγκης προσαρμογής στην Οδηγία. Για τον λόγο αυτό προκρίθηκε η δημιουργία ειδικού (εκτός του Αστικού Κώδικα κειμένου) αυτοτελούς νομοθετήματος.

Βασικοί Ορισμοί
  1. «Σύμβαση Παροχής Ψηφιακού Περιεχομένου ή Ψηφιακής Υπηρεσίας»: Με τη σύμβαση παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας ο προμηθευτής έχει υποχρέωση να παράσχει στον λήπτη ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία και ο λήπτης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο αντάλλαγμα.
  2. «Ψηφιακό Περιεχόμενο»: δεδομένα τα οποία παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή,
  3. «Ψηφιακή Υπηρεσία»: α) υπηρεσία που επιτρέπει στον λήπτη να δημιουργεί, να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει δεδομένα σε ψηφιακή μορφή ή να έχει πρόσβαση σε αυτά, ή β) υπηρεσία που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων σε ψηφιακή μορφή ή κάθε άλλη αλληλεπίδραση με τα δεδομένα αυτά, τα οποία αναφορτώνονται ή δημιουργούνται από τον λήπτη ή άλλους χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας,
  4. «Πράγμα Με Ψηφιακά Στοιχεία»: κάθε κινητό πράγμα που ενσωματώνει ή διασυνδέεται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η απουσία του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας να εμποδίζει την εκτέλεση των λειτουργιών του,
  5. «Ενσωμάτωση»: σύνδεση και ένταξη του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας στα συστατικά μέρη του ψηφιακού περιβάλλοντος του λήπτη ώστε το ψηφιακό αντικείμενο να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις ανταπόκρισης που προβλέπονται στο παρόν,
  6. «Ψηφιακό Περιβάλλον»: υλισμικό, λογισμικό και κάθε σύνδεση δικτύου που χρησιμοποιεί ο λήπτης για να προσπελάσει ή να χρησιμοποιήσει ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία,
Βασικές Τροποποιήσεις Του Αστικού Κώδικα

Μεταξύ άλλων, τροποποιήθηκαν ή προστέθηκαν τα παρακάτω άρθρα του Α.Κ.

Προστίθεται άρθρο 513Α

Άρθρο 513A 

Πώληση πράγματος με ψηφιακά στοιχεία

Οι διατάξεις για την πώληση εφαρμόζονται και στην πώληση πράγματος με ψηφιακά στοιχεία, αν τα ψηφιακά στοιχεία αποτελούν μέρος της σύμβασης πώλησης, ανεξάρτητα αν αυτά παρέχονται από τον πωλητή ή τρίτο. Πράγμα με ψηφιακά στοιχεία είναι κάθε κινητό πράγμα που ενσωματώνει ή διασυνδέεται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η απουσία του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας να εμποδίζει την εκτέλεση των λειτουργιών του. Ως ψηφιακό περιεχόμενο νοούνται τα δεδομένα που παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή. Ως ψηφιακή υπηρεσία νοείται η υπηρεσία που παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα να δημιουργεί, επεξεργάζεται, αποθηκεύει, διαμοιράζει, αποκτά πρόσβαση ή να αλληλεπιδρά σε δεδομένα σε ψηφιακή μορφή. Σύμβαση πώλησης με αντικείμενο πράγμα με ψηφιακά στοιχεία περιλαμβάνει, σε περίπτωση αμφιβολίας, και την παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας.

Προστίθεται άρθρο 535Α

Άρθρο 535Α 

Υποκειμενικές απαιτήσεις ανταπόκρισης

Ο πωλητής εκπληρώνει την υποχρέωση του άρθρου 535, όταν το πράγμα έχει τις ιδιότητες που έχουν συμφωνήσει τα μέρη και ιδίως:

  1. αντιστοιχεί στην περιγραφή, το είδος, την ποσότητα και την ποιότητα και διαθέτει τη λειτουργικότητα και τα λοιπά χαρακτηριστικά που προβλέπονται στη σύμβαση,
  2. είναι κατάλληλο για την ειδική χρήση που προβλέπεται στη σύμβαση,
  3. παραδίδεται με όλα τα εξαρτήματα, τις συσκευασίες και τις οδηγίες που προβλέπονται στη σύμβαση,
  4. διαθέτει την ικανότητα να λειτουργεί με υλισμικό ή λογισμικό με το οποίο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα πράγματα του ίδιου είδους, χωρίς να απαιτείται η μετατροπή των πραγμάτων, του υλισμικού ή του λογισμικού (συμβατότητα), καθώς και την ικανότητα να λειτουργεί με υλισμικό ή λογισμικό διαφορετικό από εκείνο με το οποίο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα πράγματα του ίδιου είδους (διαλειτουργικότητα), όπως προβλέπεται στη σύμβαση, και
  5. επικαιροποιείται με τις ενημερώσεις που προβλέπονται στη σύμβαση.
Προστίθεται άρθρο 535Β

Άρθρο 535Β 

Αντικειμενικές απαιτήσεις ανταπόκρισης

Ο πωλητής εκπληρώνει την υποχρέωση του άρθρου 535 όταν το πράγμα: 

  1. είναι κατάλληλο για τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιούνται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας, 
  2. έχει την ποιότητα και ανταποκρίνεται στο δείγμα ή το υπόδειγμα, το οποίο ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον αγοραστή, 
  3. παραδίδεται μαζί με τα εξαρτήματα, τις συσκευασίες και τις οδηγίες που είναι εύλογο να αναμένει να λάβει ο αγοραστής, 
  4. διαθέτει την ικανότητα να διατηρεί τις απαιτούμενες λειτουργίες και επιδόσεις του στο πλαίσιο της συνήθους χρήσης (ανθεκτικότητα), την οποία είναι εύλογο να αναμένει ο αγοραστής, 
  5. αντιστοιχεί στην ποσότητα και διαθέτει τα ποιοτικά και άλλα χαρακτηριστικά, αναλόγως της φύσης του, ιδίως αναφορικά με τη λειτουργικότητα, τη συμβατότητα και την ασφάλεια, που είναι συνήθη για πράγματα της ίδιας κατηγορίας και που είναι εύλογο να αναμένει ο αγοραστής. Για τον προσδιορισμό των εύλογων προσδοκιών του αγοραστή, λαμβάνονται υπόψη οι δημόσιες δηλώσεις του πωλητή ή του αντιπροσώπου του ή άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του παραγωγού, ιδίως στο πλαίσιο διαφήμισης ή επισήμανσης. Ο πωλητής δεν δεσμεύεται από δημόσιες δηλώσεις, αν αποδείξει ότι δεν γνώριζε ούτε μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τη σχετική δημόσια δήλωση ή ότι κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης η δημόσια δήλωση είχε διορθωθεί με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο με αυτόν που είχε πραγματοποιηθεί ή ότι η απόφαση του αγοραστή δεν μπορούσε να επηρεαστεί από τη δημόσια δήλωση.
Προστίθεται άρθρο 538

Άρθρο 538 

Ενημερώσεις του πράγματος με ψηφιακά στοιχεία

Ο πωλητής πράγματος με ψηφιακά στοιχεία υποχρεούται να διασφαλίσει ότι στον αγοραστή κοινοποιείται και παρέχεται, εκτός από τις ενημερώσεις ασφαλείας, και κάθε άλλη ενημέρωση που είναι απαραίτητη, προκειμένου το πράγμα να ανταποκρίνεται στη σύμβαση. Αν η σύμβαση πώλησης είναι εκτελεστέα με μια ή περισσότερες διαδοχικές παροχές των ψηφιακών στοιχείων, ο πωλητής ευθύνεται για την παροχή ενημερώσεων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ο αγοραστής δικαιούται ευλόγως να αναμένει την παροχή ενημερώσεων, δεδομένου του είδους και του σκοπού του πράγματος και των ψηφιακών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και της φύσης της σύμβασης. Αν η σύμβαση πώλησης είναι εκτελεστέα με διαρκή παροχή των ψηφιακών στοιχείων, ο πωλητής ευθύνεται για την παροχή ενημερώσεων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της υποχρέωσης παροχής των ψηφιακών στοιχείων.

Το άρθρο 540 ΑΚ αντικαθίσταται

Άρθρο 540 

Μη ευθύνη του πωλητή επί έλλειψης ανταπόκρισης πράγματος με ψηφιακά στοιχεία

Ο πωλητής δεν ευθύνεται για έλλειψη ανταπόκρισης του πράγματος με ψηφιακά στοιχεία στη σύμβαση, όταν αυτή απορρέει αποκλειστικά από την απουσία συγκεκριμένης ενημέρωσης, την οποία δεν εγκατέστησε ο αγοραστής εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την παροχή της, εφόσον: 

  1. ο πωλητής ενημέρωσε τον αγοραστή σχετικά με τη διαθεσιμότητα της ενημέρωσης και τις συνέπειες της μη εγκατάστασής της και 
  2. η αδυναμία του αγοραστή να εγκαταστήσει την ενημέρωση ή η εσφαλμένη εγκατάστασή της από αυτόν δεν οφειλόταν σε ατελείς οδηγίες εγκατάστασης που παρασχέθηκαν στον αγοραστή.

Τέλος, διατάξεις του ΑΚ τροποποιούνται ως προς την αντικατάσταση των όρων «ελάττωμα», «έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων» και «έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας» από τον όρο «έλλειψη ανταπόκρισης».

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις ψηφιακές συμβάσεις και ψηφιακές πωλήσεις.