Οι λόγοι λύσης της ανώνυμης εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 164 του Ν. 4548/2018, είναι:
- η πάροδος του χρόνου διάρκειάς της που ορίζει το καταστατικό,
- η απόφαση της γενικής συνέλευσης (που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία),
- η κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση και
- η δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση των μετόχων ή από οιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 του παραπάνω νόμου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας αν διατάξει εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία και αυτή δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία.
Λύση Της Εταιρείας Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Των Μετόχων.
Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το 1/3 τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη. Σπουδαίος λόγος υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι 2 έως 4 μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.
Μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των μετοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι 20%.
Το παραπάνω, ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αγωγής (ΑΠ 337/2021)
Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας αν η διατασσόμενη εξαγορά δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία, εξαιτίας πταίσματος του υπόχρεου σε εξαγορά.
Δικονομικά – Ερμηνεία
Η λύση της εταιρείας αποτελεί το έσχατο μέσο, το οποίο τελεσφορεί όταν είναι ο μοναδικός αντιμετώπισης της κρίσης στο εσωτερικό της εταιρείας.
Επομένως, αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι υφίσταται ηπιότερος τρόπος άρσης του επικαλούμενου λόγου λύσης, ο οποίος εναπόκειται στη βούληση των μετόχων, θα απορρίψει την αγωγή. Τέτοια ηπιότερα μέτρα, σύμφωνα με τη θεωρία, είναι καταστατικές προβλέψεις, όπως τα δικαιώματα «sell out» ή «buy or sell» κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, εφόσον υφίσταται εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης.
Εξάλλου, το δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε γεγονός που κινείται εκτός των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη το οποίο καθιστά για τον μέτοχο τη συνέχιση της ΑΕ μη ανεκτή και δυσβάσταχτη και σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.
Περαιτέρω, δεν αρκεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου αλλά αυτός θα πρέπει: 1. να καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας και μάλιστα 2. κατά τρόπο μόνιμο και 3. προφανή.
Αδύνατη θεωρείται η συνέχιση της επιχείρησης όταν προκαλείται αδυναμία λειτουργίας των εταιρικών οργάνων και η άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων καθίσταται αναποτελεσματική με αποτέλεσμα να ματαιώνεται η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού.
Μονιμότητα συντρέχει όταν τα γεγονότα που καθιστούν τη λειτουργία της εταιρείας αδύνατη έχουν διαρκή, οριστικό και μη αναστρέψιμο χαρακτήρα και δεν πρόκειται για μια παροδική κατάσταση.
Προφανής είναι η αδυναμία λειτουργίας η οποία εξωτερικεύεται και καθιστά αναμφισβήτητα σαφές, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι η συνέχιση της ΑΕ δεν είναι ανεκτή για τον μέτοχο.
Τέλος, αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου στην εταιρεία. Η απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ ενώ, με την ίδια δικαστική απόφαση, διορίζονται και οι εκκαθαριστές. Η απόφαση μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους με όλα τα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα, ακόμα και με τριτανακοπή.
Λύση Της Εταιρείας Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Του Έχοντος Έννομο Συμφέρον
Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον αν:
- κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο, ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, και εξακολουθεί να είναι μη καταβεβλημένο κατά την υποβολή της αίτησης (μη καταβολή συντρέχει και στην περίπτωση όπου οι ιδρυτές επέλεξαν την τμηματική καταβολή του κεφαλαίου αλλά δεν κατέβαλαν το ¼ της ονομαστικής αξίας της κάθε μετοχής με ταυτόχρονη καταβολή του ελάχιστα προβλεπόμενου από τον νόμο μετοχικού κεφαλαίου),
- η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο,
- η εταιρεία δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις 2 τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση.
Σημειωτέο ότι το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία μπορεί να είναι 2 έως 4 μήνες.
Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων. Συνήθη μέτρα είναι ο διορισμός προσωρινής διοίκησης, όταν υπάρχει έλλειψη διοίκησης ή σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ, καθώς και η χορήγηση δυνατότητας σύγκλησης ΓΣ σε ορισμένους μετόχους.
Δικονομικά – Ερμηνεία
Αιτιολογική βάση των παραπάνω αποτελεί η προστασία των συναλλαγών και των συναλλασσόμενων από κινδύνους, που παρουσιάζονται εαν ελλείψουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ίδρυσης ΑΕ.
Επομένως, τη δικαστική λύση της ΑΕ μπορεί να αιτηθεί κάθε τρίτος που θεμελιώνει έννομο συμφέρον. Σύμφωνα με τη θεωρία, έννομο συμφέρον θεμελιώνουν οι ελεγκτές της εταιρείας, το ΔΣ καθώς και οι δανειστές αυτής.
Ωστόσο, για να είναι βάσιμη η αγωγή του τρίτου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους άμεσο, ειδικό έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να είναι καθαρά οικονομικό ή ατομικό αλλά μπορεί να εξυπηρετεί ευρύτερους σκοπούς, όπως την προστασία των καταναλωτών ή των συναλλαγών.
Αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου στην εταιρεία, η οποία αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.
Η απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας είναι διαπλαστική, υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ και ισχύει erga omnes, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τους λόγους λύσης της Ανώνυμης Εταιρείας.