Οι Λόγοι Λύσης Της Ανώνυμης Εταιρείας

Οι λόγοι λύσης της ανώνυμης εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 164 του Ν. 4548/2018, είναι:

  • η πάροδος του χρόνου διάρκειάς της που ορίζει το καταστατικό,
  • η απόφαση της γενικής συνέλευσης (που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία),
  • η κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση και
  • η δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση των μετόχων ή από οιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 του παραπάνω νόμου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας αν διατάξει εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία και αυτή δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία.

Λύση Της Εταιρείας Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Των Μετόχων.

Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το 1/3 τουλάχιστον του καταβεβλημέ­νου κεφαλαίου, αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη. Σπουδαίος λόγος υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι 2 έως 4 μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

Μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των με­τοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι 20%.

Το παραπάνω, ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αγωγής (ΑΠ 337/2021)

Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας αν η διατασσόμενη εξαγορά δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία, εξαιτίας πταίσματος του υπόχρεου σε εξαγορά.

Δικονομικά – Ερμηνεία

Η λύση της εταιρείας αποτελεί το έσχατο μέσο, το οποίο τελεσφορεί όταν είναι ο μοναδικός αντιμετώπισης της κρίσης στο εσωτερικό της εταιρείας.

Επομένως, αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι υφίσταται ηπιότερος τρόπος άρσης του επικαλούμενου λόγου λύσης, ο οποίος εναπόκειται στη βούληση των μετόχων, θα απορρίψει την αγωγή. Τέτοια ηπιότερα μέτρα, σύμφωνα με τη θεωρία, είναι καταστατικές προβλέψεις, όπως τα δικαιώματα «sell out» ή «buy or sell» κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, εφόσον υφίσταται εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης.

Εξάλλου, το δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε γεγονός που κινείται εκτός των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη το οποίο καθιστά για τον μέτοχο τη συνέχιση της ΑΕ μη ανεκτή και δυσβάσταχτη και σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Περαιτέρω, δεν αρκεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου αλλά αυτός θα πρέπει: 1. να καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας και μάλιστα 2. κατά τρόπο μόνιμο και 3. προφανή.

Αδύνατη θεωρείται η συνέχιση της επιχείρησης όταν προκαλείται αδυναμία λειτουργίας των εταιρικών οργάνων και η άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων καθίσταται αναποτελεσματική με αποτέλεσμα να ματαιώνεται η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού.

Μονιμότητα συντρέχει όταν τα γεγονότα που καθιστούν τη λειτουργία της εταιρείας αδύνατη έχουν διαρκή, οριστικό και μη αναστρέψιμο χαρακτήρα και δεν πρόκειται για μια παροδική κατάσταση.

Προφανής είναι η αδυναμία λειτουργίας η οποία εξωτερικεύεται και καθιστά αναμφισβήτητα σαφές, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι η συνέχιση της ΑΕ δεν είναι ανεκτή για τον μέτοχο.

Τέλος, αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου στην εταιρεία. Η απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ ενώ, με την ίδια δικαστική απόφαση, διορίζονται και οι εκκαθαριστές. Η απόφαση μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους με όλα τα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα, ακόμα και με τριτανακοπή.

Λύση Της Εταιρείας Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Του Έχοντος Έννομο Συμφέρον

Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον αν:

  • κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλή­θηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο, ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, και εξακολουθεί να είναι μη καταβεβλημένο κατά την υποβολή της αίτησης (μη καταβολή συντρέχει και στην περίπτωση όπου οι ιδρυτές επέλεξαν την τμηματική καταβολή του κεφαλαίου αλλά δεν κατέβαλαν το ¼ της ονομαστικής αξίας της κάθε μετοχής με ταυτόχρονη καταβολή του ελάχιστα προβλεπόμενου από τον νόμο μετοχικού κεφαλαίου),
  • η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο,
  • η εταιρεία δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις 2 τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση.

Σημειωτέο ότι το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία μπορεί να είναι 2 έως 4 μήνες.

Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων. Συνήθη μέτρα είναι ο διορισμός προσωρινής διοίκησης, όταν υπάρχει έλλειψη διοίκησης ή σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ, καθώς και η χορήγηση δυνατότητας σύγκλησης ΓΣ σε ορισμένους μετόχους.

Δικονομικά – Ερμηνεία

Αιτιολογική βάση των παραπάνω αποτελεί η προστασία των συναλλαγών και των συναλλασσόμενων από κινδύνους, που παρουσιάζονται εαν ελλείψουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ίδρυσης ΑΕ.

Επομένως, τη δικαστική λύση της ΑΕ μπορεί να αιτηθεί κάθε τρίτος που θεμελιώνει έννομο συμφέρον. Σύμφωνα με τη θεωρία, έννομο συμφέρον θεμελιώνουν οι ελεγκτές της εταιρείας, το ΔΣ καθώς και οι δανειστές αυτής.

Ωστόσο, για να είναι βάσιμη η αγωγή του τρίτου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους άμεσο, ειδικό έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να είναι καθαρά οικονομικό ή ατομικό αλλά μπορεί να εξυπηρετεί ευρύτερους σκοπούς, όπως την προστασία των καταναλωτών ή των συναλλαγών.

Αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου στην εταιρεία, η οποία αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.

Η απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας είναι διαπλαστική, υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ και ισχύει erga omnes, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τους λόγους λύσης της Ανώνυμης Εταιρείας.

Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων (Shareholders’ agreement – SHA)

Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων (Shareholders’ agreement – SHA) είναι η σύμβαση μεταξύ των μετόχων μιας Ανώνυμης Εταιρείας (ή μεταξύ των μετόχων και τρίτων ή και της ίδιας της εταιρίας), η οποία αφορά την εταιρική σχέση.

Σύμφωνα με τις 1123/2013 και 569/2007 ΠολΠρΑθ, «Υπό τον όρο συμφωνίες μεταξύ μετόχων ή εξωεταιρικές συμβάσεις νοούνται οι συμβάσεις μεταξύ των μελών μιας εταιρίας, στην περίπτωση της ανώνυμης εταιρίας μετόχων, οι οποίες αφορούν την ενάσκηση εταιρικών δικαιωμάτων, το status ή και το μέλλον της ίδιας της εταιρικής συμμετοχής ή ακόμα γενικότερα ρυθμίζουν σχέσεις των μετόχων προς την εταιρία (λ.χ. χρηματοδότηση, άσκηση επιχειρηματικής πολιτικής) ή σχέσεις της εταιρίας προς τρίτους».

Η Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων συνάπτεται όταν οι συμφωνίες που εμπεριέχονται σε αυτή, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος του καταστατικού της Α.Ε.. Τούτο, λόγω του αναγκαστικού χαρακτήρα των κανόνων που διέπουν το δίκαιο της Α.Ε., το οποίο καθορίζεται αυστηρώς από τον Νόμο.

Για το λόγο αυτό, οι παραπάνω αποφάσεις αναφέρουν ότι η Εξωεταιρικές Συμφωνίες «δεν αποτελούν τμήμα του εταιρικού μηχανισμού, όμως τον αφορούν, αν και δεν δύνανται να αποτελέσουν στοιχείο της ιδρυτικής πράξης ή του καταστατικού».

Για παράδειγμα, συμφωνία μεταξύ των μετόχων μιας Ανώνυμης Εταιρείας για τα Δικαιώματα Συμπαράσυρσης (Drag Along Right) και τα Δικαιώματα Προσκολλήσεως (Tag Along Right), κατά κανόνα, δεν μπορούν να αποτελέσουν καταστατικό όρο, μπορούν όμως να είναι το αντικείμενο μιας Εξωεταιρικής Συμφωνίας.

Νομική Φύση

Σύμφωνα με την παραπάνω νομολογία, η Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων συνάπτεται με σκοπό να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των συμβαλλομένων. Θεμελιώνεται νομικά στη γενική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361).

Μια Εξωεταιρική Συμφωνία έχει πάντοτε ενοχικό χαρακτήρα, ήτοι ενεργεί μόνον μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Ανάλογα με το περιεχόμενό της, μπορεί να υπάγεται στην έννοια της:

  • σύμβασης εντολής (πχ συμφωνία δέσμευσης ψήφου),
  • μίσθωσης έργου (πχ άσκησης έναντι αμοιβής του δικαιώματος ψήφου),
  • ανεξαρτήτων υπηρεσιών (πχ δέσμευση της ψήφου για κάθε ή για περισσότερες Γ.Σ.),
  • μεικτής σύμβασης,
  • Αστικής Εταιρείας (ΑΠ 1448/2014),

οπότε ανάλογα προσδιορίζεται και το δίκαιο που τη διέπει.

Σύμφωνα με την ΑΠ 1448/2014, οι Εξωεταιρικές Συμφωνίες, με τις οποίες οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρίας ρυθμίζουν σε ατομικό επίπεδο ζητήματα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία αυτής και καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους και με τρίτους ως προς την άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων τους, αποτελούν εκδήλωση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και είναι έγκυρες, εφόσον δεν αντίκεινται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, στις διατάξεις του οικείου καταστατικού και στις γενικές αρχές του δικαίου της ανώνυμης εταιρίας.

Οι εν λόγω συμφωνίες παράγουν ενοχικού χαρακτήρα έννομες συνέπειες, δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών ως μετόχων της Α.Ε. ή ως μελών του Δ.Σ., ούτε το κύρος των αποφάσεων του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. της Α.Ε., που έχουν τυχόν ληφθεί κατά παράβαση των εξωεταιρικών συμφωνιών, η υπαίτια μη τήρηση των οποίων θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης του αναίτιου εταίρου κατά τις σχετικές διατάξεις του ενοχικού δικαίου.

Σχέση Καταστατικού Και Εξωεταιρικής Συμφωνίας Μετόχων
Θεωρία

Παρότι υφίσταται αδιαμφισβήτητη ιεραρχική υπεροχή του καταστατικού έναντι μιας Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Εντούτοις η τελευταία συνυπάρχει με το καταστατικό και λειτουργεί, καταρχήν, ανεξάρτητα από αυτό.

Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται όταν το Καταστατικό έρχεται σε σύγκρουση με την Εξωεταιρική Συμφωνία ή όταν, συνηθέστερα, μέτοχος παραβιάσει την τελευταία και ψηφίσει αντίθετα με αυτή.

Περαιτέρω, έχουν διατυπωθεί δύο βασικές αρχές για τη σχέση μεταξύ Καταστατικού Και Εξωεταιρικής Συμφωνίας Μετόχων:

Η αρχή του χωρισμού μεταξύ καταστατικού και Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Σύμφωνα με αυτή δεν επιτρέπεται καμία επιρροή της ενοχικής σφαίρας πάνω στην εταιρική σύμβαση. Η αυστηρά ενοχική φύση της Εξωεταιρικής Συμφωνίας, έχει ως αποτέλεσμα αυτή να παράγει έννομες συνέπειες μόνο αναφορικά με τις εσωτερικές σχέσεις των συμβαλλομένων.

Ταυτόχρονα, η παραβίασή τους έχει ως αποτέλεσμα να γεννάται αξίωση αποζημίωσης του συμβαλλομένου που ζημιώθηκε και όχι αξίωση για την εκτέλεση ή την ακύρωση κάποιας απόφασης που λήφθηκε στα πλαίσια της Γ.Σ.

Η αρχή της ενότητας μεταξύ καταστατικού και Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Σύμφωνα με αυτή τόσο το καταστατικό όσο και οι εξωεταιρικές συμφωνίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας της ανώνυμης εταιρείας.

Με τη θεωρία αυτή η εταιρική πραγματικότητα διαμορφώνεται από κοινού τόσο από το καταστατικό όσο και από την Εξωεταιρική Συμφωνία των μετόχων της Α.Ε.

Νομολογία
Υπέρ της Αρχής Του Διαχωρισμού

Η νομολογία αναγνωρίζει παγίως ως κρατούσα την αρχή του χωρισμού ανάμεσα στο καταστατικό και τις εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων.

Σύμφωνα με την ΑΠ 1121/2006, νομολογήθηκε ότι «…η συμφωνία των μετόχων ισχύει μεταξύ των σε αυτή συμβληθέντων, μη έχουσα συνέπειες εταιρικού δικαίου και μη δεσμεύουσα τη μη συμβληθείσα σ’ αυτήν ανώνυμη εταιρία…».

Περαιτέρω, σύμφωνα με την 569/2007 ΠολΠρΑθ αποφασίστηκε ότι «οι εξωεταιρικές συμφωνίες έχουν ενοχικό πάντοτε χαρακτήρα, ήτοι ενεργούν μόνον μεταξύ των συμβαλλομένων μερών», ενώ στην 3265/1991 ΠολΠρΑθ έγινε δεκτό πως «Το γεγονός ότι μέτοχοι, μέλη μιας εξωεταιρικής ομάδος, προαποφάσισαν ή δεσμεύτηκαν να ψηφίσουν προς ορισμένη κατεύθυνση, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι καταργήθηκαν οι διατάξεις εκείνες του νόμου και του καταστατικού που καθορίζουν τις αποκλειστικές και κυριαρχικές αρμοδιότητες του Δ.Σ. και της Γ.Σ. διότι, ανεξάρτητα από τις ενοχικής φύσεως δεσμεύσεις που δημιουργούνται μεταξύ των μελών της εξωεταιρικής ομάδος η Γ.Σ. και το Δ.Σ. δεν δεσμεύονται να ψηφίσουν προς την ίδια κατεύθυνση».

Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω κρατούσα νομολογία, η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας συναφθείσας ακόμα και από το σύνολο των μετόχων μιας ανώνυμης εταιρείας δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας της αποφάσεως που λαμβάνεται από το εταιρικό όργανο του νομικού προσώπου.

Τούτο διότι μια τέτοια ενοχική συμφωνία δεν αναπτύσσει εταιρικού δικαίου συνέπειες, δεσμεύοντας μόνο τους συμβαλλόμενους και μη αναπτύσσοντας τριενέργεια σε βάρος της μη συμβληθείσας ανώνυμης εταιρείας.

Η τυχόν υιοθέτηση της αντίθετης άποψης, θα προσέδιδε «οιονεί» καταστατική ισχύ στην ενοχική σύμβαση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αυτό, παρακάμπτοντας βασικές δομικές αρχές του ισχύοντος δικαίου.

Υπέρ της Αρχής Της Ενότητας

Αντιθέτως, σύμφωνα με την με αρ. 5723/2006 ΠολΠρΑθ, «…δεν αποτελεί μια απλή εξωεταιρική συμφωνία μεταξύ μετόχων μιας ανώνυμης εταιρίας, δήθεν μη δεσμευτική για την εναγόμενη (εταιρία) και τα εταιρικά όργανά της, … διότι, υπό τις περιστάσεις (συμμετοχή στη σύμβαση απάντων των μετόχων), η σύμβαση καθίσταται ουσιώδες ερμηνευτικό και συμπληρωματικό κείμενο του καταστατικού για τη ρύθμιση του τρόπου διοίκησης της εναγόμενης (εταιρίας)».

Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση, γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα σε μια εξωεταιρική συμφωνία η οποία συνάπτεται από μέρος μόνο των μετόχων μιας ΑΕ και σε μια «καθολική» εξωεταιρική συμφωνία που συνάπτεται από το σύνολο των μετόχων μιας Α.Ε.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με την απόφαση, η εξωεταιρική συμφωνία αναπτύσσει τριτενέργεια και δεσμεύει και την εταιρεία, με αποτέλεσμα τυχόν απόφαση της εταιρείας, κατά παράβαση της εξωεταιρικής συμφωνίας (δλδ με ψήφο μετόχου αντίθετη στη συμφωνία την οποία είχε υπογράψει), να καθιστά την ληφθείσα απόφαση του εταιρικού οργάνου άκυρη

Επιπλέον, περιπτωσιολογικά, η ΑΠ 1448/2014 έκρινε ότι «Η εξωεταιρική συμφωνία, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα ψήφου μετόχου (χωρίς να καταλήγει σε πλήρη στέρησή του) και με την οποία μέτοχοι δεσμεύονται να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση προς ορισμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε η σύνθεση του εκλεγόμενου διοικητικού συμβουλίου να αντιστοιχεί, ως προς τον αριθμό των μελών του, στη συμμετοχή τους στην εταιρία, αντικείμενο που δεν ταυτίζεται και δεν θίγει την αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης για εκλογή διοικητικού συμβουλίου και που η ανάκλησή τους όπως και του Δ/ντος Συμβούλου όταν παραβαίνουν τα καθήκοντά τους, είναι έγκυρη …, εφόσον πληροί τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και δεν αντίκειται στο εταιρικό συμφέρον.

Με τις προαναφερόμενες παραδοχές το Εφετείο, κρίνοντας ως άκυρη ολόκληρη την εξωεταιρική συμφωνία, …, χωρίς προηγουμένως το Εφετείο να αναζητήσει και να εξακριβώσει ότι η (υποθετική) βούληση των συμβαλλομένων μερών κατά τη σύναψη της όλης συμφωνίας (η οποία και κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου δεν αφορούσε μόνο τις προαναφερθείσες δύο μερικότερες συμφωνίες – όρους αλλά το σύνολο της συμφωνηθείσας συνδιοίκησης της εταιρείας), θα ήταν να μην προχωρήσουν στην κατάρτισή της, αν γνώριζαν την ακυρότητα των δύο μερικότερων και διακριτών συμφωνιών αυτής, έκαμε εσφαλμένη εφαρμογή της γενικής ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων (Shareholders’ agreement – SHA).

Προϋποθέσεις & Προδιαγραφές Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης

Με τον νέο νόμο 5170/2025 θεσπίστηκαν οι νέες προδιαγραφές για τα ακίνητα τα οποία διατίθενται προς βεραχυχρόνια μίσθωση, μέσω ψηφιακών πλατφορμών (Airbnb, Booking κλπ) στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού.

Σκοπός του παραπάνω νόμου είναι η θέσπιση των λειτουργικών προδιαγραφών των ακινήτων που μισθώνονται βραχυχρόνια και του πλαισίου ελέγχου των ακινήτων αυτών.

Ορισμοί

Σύμφωνα με τον Ν. 4446/2016, ο οποίος εισήγαγε το νομοθετικό πλαίσιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ως ακίνητο νοείται:

  • το διαμέρισμα,
  • η μονοκατοικία, εξαιρουμένων των μονοκατοικιών οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιες λόγω της κατάργησης της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας,
  • οποιαδήποτε άλλη μορφή οικήματος με δομική και λειτουργική αυτοτέλεια,
  • τα δωμάτια εντός διαμερισμάτων ή μονοκατοικιών.

Ως οικονομία του διαμοιρασμού ορίζεται κάθε μοντέλο, όπου οι ψηφιακές πλατφόρμες δημιουργούν μια ανοικτή αγορά για την προσωρινή χρήση αγαθών ή υπηρεσιών που συχνά παρέχουν ιδιώτες.

Ως ψηφιακές πλατφόρμες ορίζονται οι ηλεκτρονικές, διμερείς ή πολυμερείς αγορές, όπου δύο ή περισσότερες ομάδες χρηστών επικοινωνούν μέσω διαδικτύου με τη μεσολάβηση του διαχειριστή της πλατφόρμας προκειμένου να διευκολυνθεί μία συναλλαγή μεταξύ τους.

Ως βραχυχρόνια μίσθωση ορίζεται η μίσθωση ή υπεκμίσθωση ακινήτου, ανεξάρτητα αν είναι αναρτημένο σε ψηφιακή πλατφόρμα στο πλαίσιο της οικονομίας διαμοιρασμού ή όχι και ανεξάρτητα αν η σύμβαση συνάπτεται μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας, για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, μικρότερη των 60 ημερών και εφόσον δεν παρέχονται άλλες υπηρεσίες πλην της διαμονής και της παροχής κλινοσκεπασμάτων.

Προϋποθέσεις

Ως προϋποθέσεις καταχώρησης ακινήτου σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης αρχικά ορίζονταν:

  • Ο διαχειριστής ακινήτου να έχει εγγραφεί στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής» που τηρείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).
  • O αριθμός εγγραφής στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής υποχρεωτικά να συνοδεύει την ανάρτηση του ακινήτου, σε εμφανές σημείο, στις ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και σε κάθε μέσο προβολής (Σημ: Στις περιπτώσεις που οι διαχειριστές ακινήτων διαθέτουν Ειδικό Σήμα Λειτουργίας (Ε.Σ.Λ.) δεν υποχρεούνται να εγγραφούν στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής, έχουν όμως την υποχρέωση να αναγράφουν σε εμφανές σημείο, τον αριθμό του Ε.Σ.Λ. ή της γνωστοποίησης, κατά την ανάρτηση του ακινήτου στις ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και σε κάθε μέσο προβολής).
  • Υποβολής Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας.

Πλέον, μετά την ψήφιση του παραπάνω νόμου, απαιτείται τα ακίνητα που μισθώνονται βραχυχρόνια, να πληρούν επιπλέον τις κάτωθι προδιαγραφές :

  • Να αποτελούν χώρους κύριας χρήσης και διαθέτουν φυσικό φωτισμό, αερισμό και κλιματισμό,
  • Να διαθέτουν ασφάλιση έναντι αστικής ευθύνης για ζημιές ή ατυχήματα που μπορεί να προκληθούν,
  • Να διαθέτουν υπεύθυνη δήλωση ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη, πυροσβεστήρες και ανιχνευτές καπνού, ρελέ διαρροής ή ρελέ αντιηλεκτροπληξιακό και ενδείξεις σήμανσης διαφυγής, και
  • Να διαθέτουν πιστοποιητικό μυοκτονίας και απεντόμωσης, φαρμακείο με είδη πρώτων βοηθειών, καθώς και οδηγό με τηλέφωνα πρώτης ανάγκης.
Ειδικές Διατάξεις Για το Έτος 2025

Από την 1η Ιανουαρίου 2025 έως την 31η Δεκεμβρίου 2025 δεν επιτρέπεται η εγγραφή για πρώτη φορά στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής για ακίνητα που βρίσκονται στο 1ο, 2ο και 3ο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων.
Σε κύριο, νομέα, επικαρπωτή, υπεκμισθωτή ή τρίτο διαχειριστή, ο οποίος προβαίνει σε βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτου του πρώτου εδαφίου, ανεξαρτήτως αν η βραχυχρόνια μίσθωση καταρτίζεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ή με άλλον τρόπο, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ίσο με το 50% του εισοδήματος που αποκτάται από βραχυχρόνια μίσθωση μετά από την 1η Ιανουαρίου 2025 μέχρι τον έλεγχο και πάντως όχι πέραν του παραπάνω χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν είναι κατώτερο από 20.000 ευρώ.
Αν, μετά την επιβολή της προηγούμενης κύρωσης , διαπιστωθεί νέα παράβαση εντός του ίδιου φορολογικού έτους, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το ποσό των εισπραχθέντων μισθωμάτων από τον προηγούμενο έως τον νέο έλεγχο και όχι πέραν του παραπάνω χρονικού διαστήματος, που δεν είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά στην βραχυχρόνια μίσθωση.