Επαγγελματικά Τουριστικά Ημερόπλοια – Νομικό Πλαίσιο

Επαγγελματικά Τουριστικά Ημερόπλοια, σύμφωνα με το Ν. 4926/2022,  ορίζονται τα επαγγελματικά μικρά σκάφη μεταφοράς επιβατών, ή τα πλοία αναψυχής ή τα επιβατηγά τουριστικά πλοία το οποία εκτελούν περιηγητικούς πλόες, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, με σκοπό τη θαλάσσια περιήγηση ή τη λήψη θαλασσίου λουτρού.

Εξάλλου, «πλοίο αναψυχής» είναι το σκάφος ολικού μήκους άνω των 7 μέτρων, ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο, με κύρια κατά προορισμό χρήση την εκτέλεση ταξιδιών αναψυχής, βάσει της γενικής κατασκευής του.

Για την εκμετάλλευση και τη δραστηριοποίηση επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου που φέρει ελληνική σημαία, απαιτούνται:

  • βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης για την έναρξη εργασιών επαγγελματικής εκμετάλλευσης του πλοίου και
  • καταχώριση των στοιχείων του πλοίου στο Μητρώο Πλοίων.
Προϋποθέσεις Δραστηριοποίησης
Γενικές Προϋποθέσεις

Τα Επαγγελματικά Τουριστικά Ημερόπλοια εκτελούν κυκλικούς πλόες μεταξύ λιμένων, όρμων και ακτών της Ελληνικής Επικράτειας, όπου το σημείο έναρξης του πλου ταυτίζεται με το σημείο τερματισμού του και αποτελεί το σημείο αρχικής επιβίβασης και οριστικής αποβίβασης των επιβατών, με δυνατότητα προέκτασης στην αλλοδαπή.

Το θαλάσσιο ταξίδι εκτελείται βάσει προγράμματος, το οποίο έχει εκ των προτέρων καθοριστεί και δημοσιοποιηθεί, και έναντι ενιαίου εισιτηρίου, ατομικού ή ομαδικού.

Εξάλλου, επιτρέπεται να ορίζεται ως σημείο έναρξης και τερματισμού ταξιδιού όρμος ή ακτή, και να πραγματοποιείται η αρχική επιβίβαση και η οριστική αποβίβαση των επιβατών από πλοίο που βρίσκεται αγκυροβολημένο σε λιμένα ή όρμο, υπό την προϋπόθεση έγκρισης από την αρμόδια Λιμενική Αρχή.

Τέλος, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής, πριν την έναρξη της περιόδου δραστηριοποίησης, υποβάλλει δήλωση στις Λιμενικές Αρχές, στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται τα σημεία έναρξης και τερματισμού και των ενδιάμεσων προσεγγίσεων, εφόσον υπάρχουν, με την οποία γνωστοποιεί, αναλυτικά, τη χρονική περίοδο δραστηριοποίησης του πλοίου και το πρόγραμμα των θαλάσσιων ταξιδιών. Όμοια δήλωση απαιτείται για οποιαδήποτε τροποποίηση, πριν από την έναρξη του ημερήσιου θαλάσσιου ταξιδιού.

Ειδικές Προϋποθέσεις

Τα επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια ελλιμενίζονται, αγκυροβολούν ή παραβάλλουν για αναμονή, επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών, σε θέσεις ή σημεία που υποδεικνύονται από τον φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης του λιμένα ή της λιμενικής εγκατάστασης ή από τον προϊστάμενο της οικείας Λιμενικής Αρχής, κατά περίπτωση. Σε περίπτωση ανεπάρκειας των χώρων και λειτουργικής αδυναμίας εξυπηρέτησης των επαγγελματικών τουριστικών ημερόπλοιων, ο αρμόδιος φορέας καθορίζει τα αναγκαία μέτρα για την αγκυροβολία ή παραβολή ή θέση αναμονής, την επιβίβαση και την αποβίβαση.

Ειδικότερα, προκειμένου για όρμους και ακτές, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του για λόγους ασφάλειας ναυσιπλοΐας ή αδυναμίας λειτουργικής εξυπηρέτησης, να ορίσει ανώτατο αριθμό επαγγελματικών τουριστικών ημερόπλοιων που δραστηριοποιούνται ημερησίως στην περιοχή.

Εξάλλου, επιτρέπεται, μετά από έγκριση της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, η προσέγγιση επαγγελματικών τουριστικών ημερόπλοιων σε λουτρικές εγκαταστάσεις, εφόσον υπάρχει ειδική, προς τον σκοπό αυτό, θέση, προσδιορισμένη με σημαντήρες.

Τέλος, τα επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια δύνανται να δραστηριοποιούνται ως επαγγελματικά πλοία αναψυχής, ακόμα και στα πλαίσια ΝΕΠΑ, τηρουμένων, αναλογικά, των όρων και των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εκμετάλλευση και τη δραστηριοποίησή τους, εφόσον για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν εκτελούν, ταυτόχρονα, περιηγητικούς πλόες έναντι εισιτηρίου, ως επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια.

Θαλάσσια Ταξίδια
24ωρα Ημερήσια Θαλάσσια Ταξίδια

Το ημερήσιο θαλάσσιο ταξίδι εκτελείται εντός χρονικού διαστήματος 24 ωρών.

Στην περίπτωση όπου ημερήσιο θαλάσσιο ταξίδι περιλαμβάνει, ως ενδιάμεσο προορισμό, τουλάχιστον έναν ελληνικό λιμένα, ισχύουν τα εξής:

  • επιτρέπεται η αποβίβαση και παραμονή επιβατών στην ξηρά, υπό την προϋπόθεση επανεπιβίβασής τους στο πλοίο προ του απόπλου του για τη συνέχιση του πλου, και
  • απαγορεύεται η ενδιάμεση επιβίβαση και η οριστική αποβίβαση επιβατών στο πλοίο και από το πλοίο, αντίστοιχα, εκτός αν επιβάλλεται για λόγους ασφάλειας ή απρόβλεπτων συμβάντων.

Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία ημερήσιο θαλάσσιο ταξίδι δεν περιλαμβάνει ως ενδιάμεσο προορισμό ελληνικό λιμένα, παρά μόνο όρμους ή ακτές, επιτρέπεται η αποβίβαση και παραμονή επιβατών στην ξηρά χωρίς υποχρέωση για επανεπιβίβασή τους στο πλοίο κατά τον απόπλου του από το σημείο, υπό την προϋπόθεση επιστροφής του πλοίου στο σημείο, για την παραλαβή τους.

Ταξίδια Άνω Των 24 Ωρών

Επιτρέπεται η εκτέλεση ημερήσιου θαλάσσιου ταξιδιού ή θαλάσσιου ταξιδιού χρονικής διάρκειας άνω των 24 ωρών, που περιλαμβάνει διανυκτέρευση των επιβατών σε κατάλυμα της ξηράς, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

  • το ταξίδι εκτελείται στο πλαίσιο ίδιας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού,
  • ο λιμένας ή ο όρμος ή η ακτή οριστικής αποβίβασης των επιβατών είναι ο λιμένας ή ο όρμος ή η ακτή αρχικής επιβίβασης, και
  • το πλοίο παραμένει αγκυροβολημένο ή ελλιμενισμένο, κατά τη διάρκεια της διανυκτέρευσης των επιβατών, σε θέση για την οποία έχει εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη της Λιμενικής Αρχής στην περιοχή αρμοδιότητας της οποίας υπάγεται το σημείο παραμονής του πλοίου.

Εξάλλου, εάν το πλοίο δεν διαθέτει χώρους ενδιαίτησης για το πλήρωμα, κατά τη διανυκτέρευση των επιβατών στην ξηρά, στη μεταξύ του πληρώματος και του πλοιοκτήτη καταρτιζόμενη σύμβαση, προβλέπεται η διασφάλιση κατάλληλου καταλύματος για το πλήρωμα από τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, εκτός αν πρόκειται για τον τόπο κατοικίας του ναυτικού. Ως κατάλληλο κατάλυμα θεωρείται εκείνο που, ως προς τον κλιματισμό, τους κοιτώνες, τις κλίνες και τους χώρους υγιεινής, είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με αυτό που καθορίζεται από τη νομοθεσία για την ενδιαίτηση του πληρώματος.

Κατ’ Εξαίρεση Δραστηριοποίηση

Κατ’ εξαίρεση, λόγω έλλειψης ή ανεπάρκειας και ιδιομορφίας των υφιστάμενων συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων και συνθηκών ή για τον σκοπό της εξυπηρέτησης της τουριστικής κίνησης, επιτρέπονται:

  • η ενδιάμεση επιβίβαση επιβατών σε ελληνικό λιμένα ή όρμο ή ακτή στο πλαίσιο εκτέλεσης ημερήσιου θαλάσσιου ταξιδιού, εφόσον η οριστική αποβίβασή τους πραγματοποιηθεί στο σημείο αυτό και υπό την προϋπόθεση της έγκρισης της Λιμενικής Αρχής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο ενδιάμεσος λιμένας.
  • η αποβίβαση επιβατών σε ενδιάμεσο ελληνικό λιμένα στο πλαίσιο σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, εφόσον η οριστική αποβίβασή τους πραγματοποιηθεί στο σημείο της αρχικής επιβίβασής τους την ίδια ή διαφορετική ημερομηνία και υπό την προϋπόθεση έγκρισης της Λιμενικής Αρχής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το σημείο έναρξης του ταξιδίου.
  • η εκτέλεση θαλάσσιου ταξιδιού από επαγγελματικό τουριστικό ημερόπλοιο στο πλαίσιο συνδυασμένης μεταφοράς επιβατών και με έτερα μέσα μεταφοράς, εφόσον
    • το συνολικό ταξίδι πραγματοποιείται στο πλαίσιο ίδιας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού,
    • η διάρκειά του δεν υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες και υπό την προϋπόθεση της έγκρισης της Λιμενικής Αρχής, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το σημείο έναρξης του θαλάσσιου ταξιδιού.
  • κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, η εκτέλεση μεταφοράς επιβατών όπου το σημείο έναρξης του πλου και της αρχικής επιβίβασης των επιβατών δεν ταυτίζεται με το σημείο τερματισμού του πλου και της οριστικής αποβίβασης των επιβατών και εφόσον δεν παραβλάπτεται η λειτουργία της δρομολογιακής γραμμής, στην περίπτωση όπου η μονή διαδρομή εξυπηρετείται από δρομολογημένο πλοίο, κατόπιν απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας.
Ασφάλιση Τουριστικών Ημερόπλοιων

Ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής πλοίου αναψυχής ή επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου, υποχρεούται να διαθέτει ασφάλιση σε ισχύ, για την κάλυψη των αναφερόμενων κινδύνων και απαιτήσεων που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση πλόων, τον ελλιμενισμό και την αγκυροβολία.

Τα πλοία αναψυχής και τα επαγγελματικά τουριστικά ημερόπλοια ολικής χωρητικότητας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 «Ο.Χ.» (gross tonnage/gt), υπάγονται στο καθεστώς ασφάλισης του Π.Δ. 6/2012.

Το πλαίσιο υποχρεωτικής ασφάλισης επαγγελματικού τουριστικού ημερόπλοιου ολικής χωρητικότητας μικρότερης των 300 gt αφορά, κατ’ ελάχιστον, την κάλυψη της αστικής ευθύνης για σωματικές βλάβες ή θάνατο, υλικές ζημιές και πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία συνιστά ναυτικό ατύχημα.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα Επαγγελματικά Τουριστικά Ημερόπλοια.

Η Υπόσχεση (Σύμβαση) Ελευθερώσεως

Υπόσχεση ελευθερώσεως είναι η σύμβαση δυνάμει της οποίας τρίτος υπόσχεται προς τον οφειλέτη να απαλλάξει αυτόν από χρέος του που υπάρχει (478 ΑΚ).

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η ρύθμιση της ΑΚ 478 θέτει ερμηνευτικό κανόνα (“εν αμφιβολία“).

Τούτο σημαίνει πως, όταν γεννιέται αμφιβολία για το τι θέλησαν τα μέρη, τότε η σχέση λειτουργεί μόνο μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου και ο δανειστής δεν αποκτά άμεσο δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή (απλή υπόσχεση ελευθερώσεως).

Η σύμβαση αυτή, καλούμενη και σύμβαση ελευθερώσεως, είναι υποσχετική δικαιοπραξία, αιτιώδης, μπορεί δε να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση, οπότε εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καθενός.

Χαρακτηριστικά

Επομένως κύρια γνωρίσματα της απλής υποσχέσεως ελευθερώσεως είναι :

  • ότι αυτή γεννά ενοχή μόνο μεταξύ του υποσχεθέντα και του οφειλέτη (υπέρ του οποίου η υπόσχεση) κατά την έννοια της ΑΚ 410 (μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου) και
  • ότι ο τρίτος που υποσχέθηκε δεν υπεισέρχεται στη σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.

Η υπόσχεση του τρίτου δυνατό να αφορά τωρινό ή μελλοντικό χρέος του οφειλέτη.

Επίσης, η κατ’ άρθρο 478 σύμβαση ελευθερώσεως, δεν επιφέρει διάθεση του ξένου χρέους (γιατί δεν επιφέρει άμεση απαλλαγή του οφειλέτη) και κατά συνέπεια είναι υποσχετική δικαιοπραξία και επιπλέον αιτιώδης που γίνεται για οποιαδήποτε αιτία, χαριστική ή επαχθή , ακόμη δε μπορεί να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση.

Η σύμβαση ελευθερώσεως κατά κανόνα είναι άτυπη, εκτός αν η τήρηση τύπου επιβάλλεται από το αντικείμενό της ή την αιτία της.

Στην απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (δηλαδή εκείνη στην οποία ισχύει ο ερμηνευτικός κανόνας της ΑΚ 478) εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών το ειδικότερο περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών.

Έτσι από τη συμφωνία των μερών δυνατό να υποχρεώνεται ο τρίτος να εξοφλήσει ο ίδιος το χρέος, είτε να παραδώσει στον οφειλέτη το απαιτούμενο προς εξόφληση ποσό ή να απαλλάξει τον οφειλέτη από το χρέος με ορισμένο μόνο τρόπο (π.χ. μόνο με καταβολή ή συνάπτοντας με τον δανειστή την κατ’ άρθρο 471 ΑΚ στερητική αναδοχή).

Τέλος δε, αν ο οφειλέτης αναγκάστηκε να εξοφλήσει το δανειστή συνεπεία απειλής κατ’ αυτού αναγκαστικής εκτελέσεως, ο τρίτος υποχρεώνεται σε αποζημίωση του οφειλέτη λόγω του ότι ο οφειλέτης στην περίπτωση αυτή εξόφλησε ξένο χρέος, σύμφωνα πάντα με την εσωτερική σχέση που τον συνδέει με τον τρίτο.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη σύμβαση ελευθερώσεως.

Εικονική Εταιρεία: Έννοια Φορολογική & Ασφαλιστική Αντιμετώπιση

Εικονική εταιρεία, είναι η εταιρεία της οποίας η εταιρική σύμβαση ερείδεται σε εικονική δήλωση βούλησης, δηλαδή καταρτίστηκε μόνο φαινομενικά.

Εικονική δήλωση βούλησης είναι εκείνη η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και έχει ως σκοπό να δημιουργήσει σε άλλους την εν τύπωση μεταβολής ορισμένης νομικής κατάστασης, χωρίς να υφίσταται πρόθεση στον δηλούντα τέτοιας νομικής μεταβολής. Αναλυτικά:

Εικονική Δήλωση Βούλησης

Σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ. α ΑΚ ορίζεται ότι «Δήλωση βούλησης που δεν έγινε σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη».

Περαιτέρω, στο άρθρο 138 παρ. β ΑΚ αναφέρεται ότι  «Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της».

Διακρίσεις Εικονικής Δήλωσης Βούλησης

Με βάση το παραπάνω άρθρο, γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε:

  • απόλυτη, η οποία επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εικονικής δικαιοπραξίας, όταν αυτή δεν καλύπτει έτερη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία ορισμένη έννομη μεταβολή, και σε
  • σχετική, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας, που δεν έγινε στα σοβαρά, όχι όμως και εκείνης που κρύβεται κάτω από αυτήν, η οποία είναι έγκυρη, εάν την ήθελαν τα συμβαλλόμενα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της.
Ακυρότητα Εικονικής Δήλωσης Βούλησης

Επομένως, από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 138 ΑΚ, συνάγεται ότι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε.

Εικονική δύναται να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία, δε, περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητα από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος και συμφωνία όλων των κατά τον χρόνο κατάρτισης συμβαλλομένων ότι η σύμβαση που συνάφθηκε δεν παράγει έννομες συνέπειες.

Εάν ο δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, η εικονικότητα (της δήλωσης βούλησης) κρίνεται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευόμενου.

Έτσι, για την εικονικότητα της σύμβασης αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, το οποίο συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της (ΑΠ 502/2018) προκύπτουν ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει έτερη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωσή της ο δόλος του οφειλέτη εις βάρος των δανειστών του ή εν γένει πρόθεση εξαπατήσεως.

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 138 ΑΚ, δεν είναι προσδιοριστική της εικονικότητας, υπό την έννοια ότι οριοθετεί απλώς την έκταση και την ενέργειά της, αλλά έχει αυτοτέλεια, διότι στηρίζεται σε νέα πραγματικά γεγονότα, διαφορετικά από εκείνα που απαρτίζουν την εικονικότητα της εμφανούς δικαιοπραξίας (ΑΠ 291/2018).

Συνέπειες Εικονικότητας Δήλωσης Βούλησης

Η έννοια της εικονικότητας είναι καθ’ εαυτήν ορισμένη και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας ισχυρισμού, να περιέχεται και το στοιχείο ότι άπαντες οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της εικονικότητας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό, ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητας, θεωρείται αυτονόητο ως συντρέχον.

Την εικονικότητα μίας δικαιοπραξίας μπορεί να επικαλεσθεί αυτός που έκανε τη δήλωση ή οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του, οι δανειστές του και έκαστος τρίτος μη συμβαλλόμενος, όταν έχει έννομο συμφέρον, το οποίο δύναται να είναι υλικό ή ηθικό, ενώ υφίσταται όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη σχέση και κίνδυνος για τα συμφέροντά του, είτε άμεσος, είτε επικείμενος.

Ο εικονικώς δικαιοπρακτήσας δύναται να αντιτάξει την εικονικότητα και την ακυρότητα από αυτήν της δικαιοπραξίας τόσο κατά του αντισυμβληθέντος, όσο και κατά του τρίτου, που συναλλάχθηκε εν γνώσει της εικονικότητας, όχι όμως και κατά εκείνου που αγνοούσε οπωσδήποτε αυτήν.

Εικονική Εταιρεία

Σε εικονικότητα (προσωπικής ή κεφαλαιουχικής) εταιρείας, δεν δύναται να γίνει λόγος για δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων που απορρέουν από την εταιρική σύμβαση, για διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και εταιρικών μερίδων, ούτε δημιουργείται υποχρέωση για τον εντολοδόχο από σύμβαση εντολής για τη διαχείριση εταιρικών υποθέσεων εικονικής προσωπικής εταιρείας.

Τα παραπάνω, δε, ασχέτως ορισμένων συνεπειών που δύνανται να επέλθουν για το παρελθόν, χάριν ιδίως του συμφέροντος των τρίτων από την πραγματική λειτουργία της εταιρείας, της οποίας αγνοούσαν την εικονικότητα,

Συνέπειες Εικονικότητας

Όπως προαναφέρθηκε, καθε δικαιοπραξία, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης εταιρείας, εάν καταρτίσθηκε κατά τα φαινόμενα μόνο, είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενόμενη.

Επιπλέον είναι αδιάφορο εάν κατά την κατάρτιση της εικονικής αυτής σύμβασης μετείχε ο ένας από τους συμβαλλομένους κατ’ εντολή του ετέρου, αφού και τότε δεν παράγονται έννομες συνέπειες, καθόσον λόγω της εικονικότητάς της ουδεμία μεταβολή επέρχεται στις μεταξύ των σχέσεις, ούτε ορισμένο δικαίωμα γεννάται υπέρ αυτών.

Η εικονικότητα μπορεί να αφορά τόσο στο ότι η εταιρεία υποκρύπτεται υπό έτερη σύμβαση, όσο και ότι η εταιρεία υποκρύπτει έτερη ή και καμία σύμβαση.

Μεταξύ των δυνατών περιπτώσεων εικονικότητας ανήκει και η εικονική συμμετοχή εταίρου ή η εικονικότητα ύψους συμμετοχής, δίχως εικονικότητα της όλης εταιρείας.

Εικονική Συμμετοχή Εταίρου

Περαιτέρω, με έρεισμα την “de facto” εταιρεία (άρθρο 251 § 3 εδαφ. β Ν. 4072/2012) πρέπει να θεωρηθεί, ως περιεχόμενο της καλής πίστεως, ότι οι εταιρικές ακυρότητες θεωρούνται καταρχήν μερικές ακυρότητες, οι οποίες δεν επηρεάζουν το λοιπό περιεχόμενο της συμβάσεως.

Συνακόλουθα, η εταιρεία, στην οποία ορισμένος από τους συνεταίρους συμμετέχει εικονικώς, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως μερικώς άκυρη, δηλαδή καθ’ ο μέρος αφορά στην εικονική συμμετοχή του σε αυτήν, δίχως η μερική αυτή ακυρότητα να επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εταιρείας, εφόσον δεν συνάγεται ότι η εταιρεία δεν θα είχε συσταθεί χωρίς την εικονική αυτή συμμετοχή.

Επιπλέον, εικονικότητα υφίσταται και όταν κάποιος, επιθυμώντας να διατηρήσει μυστική έναντι των τρίτων τη συμμετοχή του σε ορισμένη δικαιοπραξία, χρησιμοποιεί για την κατάρτιση αυτής έτερο (παρένθετο) πρόσωπο, το οποίο, εμφανιζόμενο ως κατ’ επίφαση συμβαλλόμενος, συνάπτει τη δικαιοπραξία φαινομενικώς, μεν, στο όνομά του, στην πραγματικότητα, όμως, για λογαριασμό του υποκρυπτομένου προσώπου, εν γνώσει του αντισυμβαλλομένου, ο οποίος και αποδέχεται τη συνομολόγηση της συμβάσεως υπέρ του υποκρυπτομένου προσώπου.

Στην περίπτωση αυτή, η καταρτισθείσα σύμβαση ισχύει, κατά τη βούληση των συμβληθέντων υπέρ του καλυπτομένου προσώπου.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και όταν, κατ’ ειδική νομοθετική διάταξη, για τη σύσταση της συμβάσεως απαιτείται ορισμένος τύπος, αρκεί να έχει περιβληθεί τον τύπο αυτό η εικονική, ως προς το πρόσωπο του συμβληθέντος, σύμβαση.

Επομένως, κάποιος επιθυμώντας να συστήσει (προσωπική ή κεφαλαιουχική) εταιρεία, χωρίς να γνωρίζουν άλλοι τη συμμετοχή του σε αυτήν, μπορεί να χρησιμοποιεί προς τούτο παρένθετο πρόσωπο, το οποίο συμπράττει στην ιδρυτική της εν λόγω εταιρείας σύμβαση, φαινομενικώς, μεν, στο όνομά του, στην πραγματικότητα, όμως, για λογαριασμό του υποκρυπτομένου προσώπου.

Συνέπειες Εικονικότητας Ως Προς Τα Πρόσωπα

Στην περίπτωση εικονικότητας ως προς τα πρ΄όσωπα, ενώ είναι άκυρη, ως εικονική, για τις μεταξύ των σχέσεις η συμμετοχή του παρενθέτου προσώπου στην εταιρεία, παραμένει έγκυρη η, υπό την εικονική αυτή σύμβαση, καλυπτόμενη και υπό των συμβληθέντων θεληθείσα έτερη σύμβαση, βάσει της οποίας αληθής εταίρος τυγχάνει το υπό του παρενθέτου υποκρυπτόμενο πρόσωπο, εφόσον για την κατάρτιση της συμβάσεως τηρήθηκε ο αξιούμενος, κατ’ ειδική νομοθετική διάταξη, τύπος (ΠολΠρΓιαν 6/2025).

Ως εκ τούτου, τα δια της εταιρικής συμβάσεως αποκτώμενα εταιρικά μερίδια ή οι μετοχές υπό του παρενθέτου προσώπου περιέρχονται άνευ ετέρου στο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο είναι και ο αληθής εταίρος και το οποίο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των εκ της εταιρικής σχέσεως δικαιωμάτων του από το παρένθετο πρόσωπο, δικαιούται να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση αυτών.

Φορολογική & Ασφαλιστική Αντιμετώπιση Εικονικής Εταιρείας

Σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1008/16-01-2017 έγινε αποδεκτή από τον Διοικητή ΑΑΔΕ η υπ’ αριθ. 275/2016 Γνωμοδότηση της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του ΝΣΚ.

Με την ανωτέρω γνωμοδότηση έγινε ομόφωνα δεκτό ότι σε περίπτωση ύπαρξης βεβαιωμένης ληξιπρόθεσμης οφειλής σε βάρος εικονικής επιχείρησης, οι πραγματικοί υπόχρεοι που υποκρύπτονται δεν έχουν την ιδιότητα των συνυπόχρεων προσώπων κατά την έννοια του ΚΕΔΕ.

Τούτο διότι, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται ανεξαρτήτως από τα φαινόμενα πρόσωπα (εκείνα, δηλαδή, που εικονικά φέρονται ότι ασκούν την επιχείρηση) και κατά συνέπεια λαμβάνονται σε βάρος τους όλα τα προβλεπόμενα διοικητικά, ασφαλιστικά, αναγκαστικά και λοιπά μέτρα είσπραξης, αφού συνταχθεί ιδιαίτερη έκθεση ελέγχου όπου θα καταλογιστούν οι ανάλογες κυρώσεις και σ’ αυτά.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικό με την εικονική εταιρεία.

Το Έννομο Συμφέρον Στις Εμπορικές Διαφορές

Έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία.

Περαιτέρο, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι κατάλληλο μέσο άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής του προκαλουμένου στο συμφέρον του ενάγοντος κινδύνου από αυτήν.

Κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.

Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει ότι, είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της υπάρξεως ή ανυπαρξίας έννομης σχέσεως εμπορικού δικαίου, ήτοι ιδιωτικού δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον.

Έννομη Σχέση

Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου που αναφέρεται σε έτερο πρόσωπο ή υλικό αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο.

Δεν αποτελούν έννομη σχέση, υπό την ως άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα δίχως τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται μέσω της αγωγής η προστασία.

Επίσης, δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων δίχως καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή όπου υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΠΠρΓιαν 6/2025).

Περιεχόμενο Εννόμου Συμφέροντος

Περαιτέρω, έννομο συμφέρον υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητουμένη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές με αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικώς, με δύναμη δεδικασμένου.

Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία ή προδικαστικά ζητήματα αυτής, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και έτερα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα, δηλαδή, στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν δύνανται να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής.

Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζητήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, και να είναι άμεσο, κατά την έννοια του άρθρου 68 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο.

Συμφέρον Άμεσο Και Παρόν

Το έννομο συμφέρον, όπως έχει κριθεί και κατά την ερμηνεία της όμοιας διάταξης του άρθρου 68 ΚΠολΔ, πρέπει εκτός από έννομο, να είναι ατομικό του αιτούντος και άμεσο, δηλαδή το απειλούμενο με την αίτηση δικαίωμα του αιτούντος πρέπει να είναι υπαρκτό κατά την άσκηση της αίτησης (ΑΠ 55/2020)

Άμεσο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν από την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης (άκυρη δικαιοπραξία κ.λπ.), προκαλείται αβεβαιότητα ως προ ορισμένη έννομη σχέση του ενάγοντος με τρίτο πρόσωπο και συνακόλουθος κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτού, (άμεσος και επικείμενος ή και εξαρτώμενος από πρόσθετα μελλοντικά περιστατικά), για την αποτροπή του οποίου ζητείται, ως πρόσφορη και αναγκαία δικαιοδοτική πράξη, η έκδοση δικαστικής απόφασης.

Εξάλλου, παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες, και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες.

Τέλος, νομιμοποίηση των διαδίκων ως διακριτή, μη ταυτιζόμενη με το έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε για το έννομο συμφέρον στις εμπορικές διαφορές και την αστική δίκη.

Η Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (Ν.Ε.Π.Α.) – Νομοθεσία

Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (ΝΕΠΑ) είναι η κεφαλαιουχική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, η οποία θεωρείται εμπορική, και η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά.

Το νομικό πλαίσιό της καθορίζεται στο Ν. 4926/2022 και στις αντίστοιχες αποφάσεις άλλων οργάνων της Διοίκησης

Ίδρυση

Η ΝΕΠΑ ιδρύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, τους ιδρυτές, ενώ μπορεί δύναται να καταστεί και μονοπρόσωπη.

Για τα χρέη της εταιρείας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της. Η σύσταση εταιρειών άλλης νομικής μορφής, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις με το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας, δεν αποκλείεται. Επίσης, μια ΝΕΠΑ μπορεί να συμμετέχει σε άλλες ΝΕΠΑ

Η σύμβαση με την οποία συστήνεται η ΝΕΠΑ αποτελεί το καταστατικό της, καταρτίζεται εγγράφως ή ψηφιακά από έναν τουλάχιστον ιδρυτή και καταχωρίζεται υπογεγραμμένη, στο Μητρώο ΝΕΠΑ.

Το καταστατικό της ΝΕΠΑ και οι τροποποιήσεις αυτού, εφόσον είναι ιδιωτικά έγγραφα, καθώς και οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου της και τα πρακτικά αυτών μπορούν να συντάσσονται, εκτός της ελληνικής, και σε μία από τις άλλες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

Η ΝΕΠΑ αποκτά νομική προσωπικότητα από την ημερομηνία καταχώρισης του καταστατικού της στο Μητρώο ΝΕΠΑ

Ευθύνη Ιδρυτών Κατά Το Ιδρυτικό Στάδιο 

Πρόσωπα που έχουν ενεργήσει στο όνομα της υπό ίδρυση ΝΕΠΑ ευθύνονται για τις πράξεις αυτές απεριόριστα και εις ολόκληρον. Μόνη η εταιρεία εύθυνεται για τις πράξεις που έγιναν στο όνομά της κατά το ιδρυτικό στάδιο αν, μέσα σε 3 μήνες από τη σύστασή της, ανέλαβε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές τις πράξεις.

Οι ιδρυτές είναι υπεύθυνοι για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η εταιρεία ή οι καλόπιστοι τρίτοι, μέτοχοι ή μη, από παράλειψη υποχρεωτικής διάταξης του καταστατικού ή ανακριβείς πληροφορίες που δόθηκαν κατά την εγγραφή στο κεφάλαιο ή περιλήφθηκαν στο καταστατικό, από τη μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την εκτίμηση και την καταβολή των εισφορών, καθώς και από την κήρυξη της ακυρότητας της εταιρείας, αν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τις σχετικές πλημμέλειες. 

Η αξίωση αποζημίωσης παραγράφεται μετά την παρέλευση πέντε 5 ετών από την ίδρυση της ΝΕΠΑ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΕΠΑ
Καταστατικό

Το καταστατικό πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά: 

  • την επωνυμία και τον σκοπό της εταιρείας, 
  • την έδρα της εταιρείας, 
  • το ύψος του εταιρικού κεφαλαίου, τον τρόπο καταβολής του και τις μετοχές της εταιρείας, 
  • τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες σύγκλησης του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης των μετόχων
  • τα δικαιώματα των μετόχων και 
  • τις διαδικασίες για τη διάλυση και την εκκαθάριση της περιουσίας της εταιρείας.

 Στο καταστατικό ορίζονται τα μέλη του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της ΝΕΠΑ

Επωνυμία – Έδρα

Η επωνυμία της ΝΕΠΑ περιλαμβάνει τις λέξεις «ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ» ή το ακρωνύμιο «ΝΕΠΑ». Για τις διεθνείς συναλλαγές της εταιρείας η επωνυμία μπορεί να αποτυπώνεται με λατινικούς χαρακτήρες και να συνοδεύεται από τις λέξεις «MARITIME COMPANY FOR PLEASURE YACHTS» ή το ακρωνύμιο «M.C.P.Y.».

Η επωνυμία της ΝΕΠΑ αποκλείεται σε περίπτωση πρόκλησης σύγχυσης με άλλη ΝΕΠΑ, Εταιρεία Ιδιωτικών Πλοίων Αναψυχής (Ε.Ι.Π.Α.) ή άλλη εταιρεία εγγεγραμμένη στο Γ.Ε.ΜΗ.

Η ΝΕΠΑ έχει την έδρα της σε Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού που βρίσκεται στην Ελλάδα και τη διεύθυνση που αναφέρεται στο καταστατικό της.

Σε κάθε έντυπο της εταιρείας αναγράφονται τουλάχιστον η επωνυμία, η έδρα και ο αριθμός μητρώου της.

Διάρκεια

Η ΝΕΠΑ έχει διάρκεια ορισμένου χρόνου που καθορίζεται στο καταστατικό. Σε περίπτωση που δεν ορίζεται στο καταστατικό συγκεκριμένη διάρκεια, η διάρκεια της ΝΕΠΑ είναι 30 έτη.

Η διάρκεια ορισμένου χρόνου μπορεί να παραταθεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία. Αν δεν ορίζεται συγκεκριμένος χρόνος παράτασης στην απόφαση αυτή, η διάρκεια της ΝΕΠΑ γίνεται αόριστης διάρκειας.

Με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, η διάρκεια της ΝΕΠΑ μπορεί να μετατραπεί από ορισμένου σε αορίστου χρόνου και αντίστροφα.

Μετοχικό Κεφάλαιο

Ως ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο για την ίδρυση της ΝΕΠΑ ορίζεται το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο καταβάλλεται ολοσχερώς εντός 2 μηνών από τη σύσταση της ΝΕΠΑ Η καταβολή του κεφαλαίου γίνεται σε χρήμα.

Το αρχικό κεφάλαιο της ΝΕΠΑ καλύπτεται, σύμφωνα με το καταστατικό της, από έναν ή περισσότερους ιδρυτές και καταβάλλεται εντός 2 μηνών από τη σύσταση της ΝΕΠΑ, στο σύνολό του. 

Σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου, αυτό καλύπτεται στο σύνολό του από μετόχους ή τρίτους, σύμφωνα με τον νόμο, και καταβάλλεται στο ταμείο της ΝΕΠΑ

Η καταβολή σε μετρητά του αρχικού κεφαλαίου ή των αυξήσεων αυτού, καθώς και οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου πραγματοποιούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της εταιρείας, που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, στην ΕΕ, ή σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), με προσκόμιση του σχετικού παραστατικού στο Μητρώο ΝΕΠΑ 

Η παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό δεν επάγεται ακυρότητα, αν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό δαπανήθηκε για τους σκοπούς της εταιρείας, με την προϋπόθεση ότι αυτό έχει ειδικά προβλεφθεί στο καταστατικό.

Μετοχές

Οι μετοχές της ΝΕΠΑ είναι μόνο ονομαστικές και ενσωματώνονται σε τίτλο της μιας ή περισσότερων μετοχών.

Η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί κατώτερη του 1 ευρώ. Τα δικαιώματα του μετόχου που πηγάζουν από τη μετοχή είναι ανάλογα προς το ποσοστό του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει η μετοχή.

Η μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών γίνεται με εγγραφή στο βιβλίο των μετόχων. Η εγγραφή αυτή χρονολογείται και υπογράφεται από τον κύριο και από αυτόν στον οποίο γίνεται η μεταβίβαση της μετοχής. 

Μετά τη μεταβίβαση κάθε ονομαστικής μετοχής, εκδίδεται νέος τίτλος ή γίνεται σημείωση από την εταιρεία στον τίτλο που υπάρχει για τη μεταβίβαση που έγινε. Για την εταιρεία μέτοχος θεωρείται αυτός που γράφεται στο βιβλίο μετόχων.

Επιτρέπεται με το καταστατικό να επιβάλλονται περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η σχετική διάταξη του καταστατικού αναγράφεται πάνω στον τίτλο της μετοχής.

Αύξηση & Μείωση Εταιρικού Κεφαλαίου 

Επιτρέπεται να ορίζεται στο καταστατικό ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ή η γενική συνέλευση μπορούν να αποφασίζουν την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας μέχρι του συνολικού ποσού που αναφέρεται στο καταστατικό, με έκδοση νέων μετοχών. Στο καταστατικό ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου. 

Η καταβολή του ποσού της αύξησης του κεφαλαίου γίνεται σε χρήμα.

Σε κάθε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου παρέχεται δικαίωμα προτίμησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο υπέρ των κατά τον χρόνο της αύξησης μετόχων της εταιρείας, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο εταιρικό κεφάλαιο. 

Αν κάποιος μέτοχος δεν ασκήσει το δικαίωμα προτίμησης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο καταστατικό, που δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη των 3 μηνών ή δηλώσει ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει, οι μετοχές που δεν έχουν αναληφθεί διατίθενται στους μετόχους που άσκησαν το δικαίωμα προτίμησης κατ΄ αναλογία συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο.

Υπόλοιπο που δεν αναλήφθηκε διατίθεται ελεύθερα από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας.

Η προθεσμία καταβολής της αύξησης του κεφαλαίου ορίζεται από το όργανο που έλαβε τη σχετική απόφαση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 14 ημερών ούτε μεγαλύτερη των 4 μηνών από την ημέρα που καταχωρήθηκε η απόφαση αυτή στο Μητρώο ΝΕΠΑ

Αντίστοιχα, επιτρέπεται η γενική συνέλευση να αποφασίζει τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου μέχρι το ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, είτε με μείωση του αρχικού αριθμού μετοχών, είτε με μείωση της ονομαστικής αξίας αυτών.

Με την υποβολή πρακτικού γενικής συνέλευσης αναγγελίας της μείωσης του εταιρικού κεφαλαίου υποβάλλεται περίληψη της απόφασης αυτής δημοσιευμένη τουλάχιστον δύο φορές σε εφημερίδα ή εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας με συννημένα τα σχετικά φύλλα.

Οι αυξομειώσεις του εταιρικού κεφαλαίου δεν αποτελούν τροποποίηση του καταστατικού.

 ΟΡΓΑΝΑ ΝΕΠΑ
Το Διοικητικό Συμβούλιο

Η ΝΕΠΑ διοικείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από 3, τουλάχιστον, φυσικά πρόσωπα ως μέλη, μετόχους ή μη.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, εκλέγονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων. Το διοικητικό συμβούλιο είναι ελευθέρως ανακλητό και επανεκλέξιμο.

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται υποχρεωτικά Πρόεδρος, αντιπρόεδρος και γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η ιδιότητα του προέδρου ταυτίζεται με αυτή του Διευθύνοντα Συμβούλου.

Η ΝΕΠΑ εκπροσωπείται από το διευθύνοντα σύμβουλο.

Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου είναι εξαετής. Αν λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου και για οποιονδήποτε λόγο δεν εκλεγεί νέο Διοικητικό Συμβούλιο, η θητεία του παλαιού παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την εκλογή νέου από την αμέσως επόμενη γενική συνέλευση.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για θέματα που αφορούν στη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της, την παροχή εγγυήσεων και κάθε εμπράγματης ασφάλειας υπέρ άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και για κάθε θέμα για την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού.

Από την αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου εξαιρούνται τα θέματα που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης.

Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους, τηρούν τον νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος, εποπτεύουν την εκτέλεση των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης και ενημερώνουν τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου για τις εταιρικές υποθέσεις.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν υποχρέωση πίστεως απέναντι στην εταιρεία. Ιδίως:

  • Δεν επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας.
  • Αποκαλύπτουν έγκαιρα και με επάρκεια στα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τα ίδια συμφέροντά τους, που ενδέχεται να ανακύψουν από συναλλαγές της εταιρείας, οι οποίες εμπίπτουν στα καθήκοντά τους, καθώς και κάθε σύγκρουση των συμφερόντων τους με εκείνα της εταιρείας, η οποία ανακύπτει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ως επαρκής αποκάλυψη θεωρείται εκείνη που περιλαμβάνει περιγραφή τόσο της συναλλαγής όσο και των ιδίων συμφερόντων.
  •  Τηρούν αυστηρή εχεμύθεια για τις εταιρικές υποθέσεις και τα απόρρητα της εταιρείας, τα οποία κατέστησαν γνωστά σε αυτούς λόγω της ιδιότητάς τους ως συμβούλων.

Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης των παραπάνω η ΝΕΠΑ δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση. Μπορεί, όμως, αντί της αποζημίωσης να απαιτήσει, προκειμένου μεν για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό του ίδιου του συμβούλου, να θεωρηθεί ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν για λογαριασμό της ΝΕΠΑ, προκειμένου δε για πράξεις που έγιναν για λογαριασμό τρίτου, να δοθεί στη ΝΕΠΑ η αμοιβή για τη μεσολάβηση ή να εκχωρηθεί σε αυτήν η σχετική απαίτηση.

Τέλος, επιτρέπεται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να ενεργούν, εκτός αν απαγορεύεται από σχετική πρόβλεψη του καταστατικού, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται στους σκοπούς της εταιρείας, καθώς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι ή ως μέτοχοι ή εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν όμοιους σκοπούς.

Ευθύνη Μελών Διοικητικού Συμβουλίου

Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνεται έναντι της ΝΕΠΑ για ζημία που αυτή υφίσταται λόγω πράξης ή παράλειψης που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του.

Η ευθύνη αυτή δεν υφίσταται, αν το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αποδείξει ότι κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες. Η επιμέλεια αυτή κρίνεται με βάση την ιδιότητα κάθε μέλους και τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί κατά τον νόμο, το καταστατικό ή με απόφαση των αρμόδιων εταιρικών οργάνων.

Επίσης, η ευθύνη κ δεν υφίσταται, προκειμένου για πράξεις ή παραλείψεις που στηρίζονται σε σύννομη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή που αφορούν σε εύλογη επιχειρηματική απόφαση, η οποία ελήφθη:

  • με καλή πίστη,
  • με βάση επαρκή, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πληροφόρηση και 
  • με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. 

Οι αξιώσεις της εταιρείας κατά το παρόν άρθρο παραγράφονται μετά από ένα έτος από την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη. Η παραγραφή αναστέλλεται ενόσω ο υπεύθυνος έχει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου.

Η Γενική Συνέλευση 

Η γενική συνέλευση συνέρχεται στην έδρα της ΝΕΠΑ, τουλάχιστον μία φορά σε κάθε εταιρική χρήση. 

Η Γ.Σ. συγκαλείται τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, από το Διοικητικό Συμβούλιο. και συνεδριάζει εγκύρως, αν είναι παρόντες ή εκπροσωπούνται σε αυτή όλοι οι μέτοχοι ακόμα και αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις.

Αρμοδιότητα Γενικής Συνέλευσης

Η γενική συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση. Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης δεσμεύουν όλους τους μετόχους, ακόμη και αυτούς που είναι απόντες ή διαφωνούν.

Η γενική συνέλευση είναι αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίζει για τα ακόλουθα θέματα:

  • τις τροποποιήσεις του καταστατικού, 
  • την εκλογή και ανάκληση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, 
  • την έγκριση του ισολογισμού ή της λογιστικής κατάστασης της εταιρείας και τη διάθεση των κερδών, 
  • την απαλλαγή μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από κάθε ευθύνη, 
  • την παράταση της διάρκειας ή τη διάλυση της εταιρείας, 
  • τον διορισμό εκκαθαριστών και 
  • τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου.
Συνεδρίαση 

Στη γενική συνέλευση έχει δικαίωμα να συμμετέχει κάθε μέτοχος, o οποίος έχει και αποδεικνύει την ιδιότητα αυτή κατά την ημέρα διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης. Μέτοχοι που είναι νομικά πρόσωπα μετέχουν στη γενική συνέλευση διά των εκπροσώπων τους. 

Η δυνατότητα συμμετοχής κάθε μετόχου στη γενική συνέλευση εξασφαλίζεται και από το βιβλίο μετόχων.  

Η γενική συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως, όταν είναι παρόντες ή αντιπροσωπεύονται σε αυτήν μέτοχοι που εκπροσωπούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% του εταιρικού κεφαλαίου.

Αν δεν υπάρχει απαρτία, η γενική συνέλευση συνέρχεται και πάλι την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία που ματαιώθηκε η συνεδρίαση. Κατά την επαναληπτική αυτή συνεδρίαση, η συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως με τα θέματα της αρχικής ημερήσιας διάταξης, με οποιοδήποτε ποσοστό εταιρικού κεφαλαίου εκπροσωπείται σε αυτή.

Επιτρέπεται με το καταστατικό να ορίζονται θέματα για τα οποία απαιτούνται αυξημένα ποσοστά απαρτίας σε σχέση με όσα προβλέπονται παραπάνω.

Λήψη Αποφάσεων

Κάθε μετοχή παρέχει δικαίωμα μιας ψήφου.

Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων που εκπροσωπούνται σε αυτή. Ωστόσο, επιτρέπεται με το καταστατικό να ορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία.

Ακυρότητα Αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης

Απόφαση της γενικής συνέλευσης που αντίκειται στον νόμο ή στο καταστατικό είναι άκυρη.

Η ακυρότητα κηρύσσεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ύστερα από αίτηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή μετόχων που εκπροσωπούν το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, εάν αυτοί δεν συμφώνησαν στη λήψη της απόφασης ή δεν ήταν παρόντες στη γενική συνέλευση.

Η αίτηση για ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης ασκείται μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από τη χρονολογία λήψης της απόφασης και απευθύνεται κατά της εταιρείας.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ & ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Φορολογία ΝΕΠΑ

Οι Ν.Ε.Π.Α. που διαχειρίζονται ή εκμεταλλεύονται επαγγελματικά πλοία αναψυχής και ανήκουν σε τρίτους, τηρούν διπλογραφικά βιβλία και έχουν όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ε.Λ.Π.).

Περαιτέρω, το βασικό πλεονέκτημα της ΝΕΠΑ είναι ότι τα κέρδη της είναι αφορολόγητα, εφόσον η φορολόγηση της διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 27/1975. Ειδικότερα η ΝΕΠΑ απαλλάσεται από κάθε φόρο, τέλος και οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου, εκτός τελών χαρτοσήμου.

Επομένως απαλλάσσεται από:

  • φόρο εισοδήματος αλλά και
  • φόρο μερισμάτων

Ειδικότερα, τα κέρδη δηλώνονται στον κωδικό 559 των φορολογικών δηλώσεων, ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να συμπληρωθεί και ο αντίστοιχος κωδικός της «Κατάστασης Φορολογικής Αναμόρφωσης», με βά­ση τις αντίστοιχες δαπάνες που αφορούν στα απαλ­λασσόμενα έσοδα για λόγους εκκαθάρισης της δή­λωσης. 

Ασφάλιση ΝΕΠΑ

Σύμφωνα με την εγκύκλιο 69/28.12.2021 του ΕΦΚΑ, τα μέλη ΔΣ που παράλληλα κατέχουν ποσοστό μετοχών 3% και άνω στο κεφάλαιο της εταιρίας ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Το ίδιο ισχύει και για τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας.

Περαιτέρω, ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λογίζεται η πρώτη ημέρα του μήνα καταχώρησης του πρακτικού μεταβολής (σύσταση ή αντικατάσταση εκπροσώπου) στο Μητρώο Εταιρειών ΝΕΠΑ, ενώ ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης λογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα καταχώρησης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις ΝΕΠΑ.

Παραγραφή Τόκων Υπερημερίας Δανείου & Διαταγής Πληρωμής

Η παραγραφή τόκων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 250 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, ενώ κατά το άρθρο 251 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 253 ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερημερίας.

Η συγκεκριμένη βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει.

Παραγραφή Τόκων Από Διαταγή Πληρωμής

Εξάλλου, κατά το άρθρο 268 ΑΚ κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπάγεται σε συντομότερη παραγραφή.

Αξιώσεις όμως παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά, όπως οι τόκοι, και βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη παραγραφή.

Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση του κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των με τελεσίδικη απόφαση βεβαιωθεισών αξιώσεων, όταν πρόκειται περί περιοδικής παροχής, όπως είναι οι τόκοι, εφόσον κατά την τελεσιδικία της απόφασης, που την βεβαιώνει, δεν είναι απαιτητή ως καθισταμένη μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμη, η περί αυτής αξίωση του κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των, με τελεσίδικη απόφαση, βεβαιωθεισών απαιτήσεων, υπόκεινται στην βραχυπρόθεσμη πενταετή παραγραφή.

Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 634 ΚΠολΔ, η επίδοση της διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφή.

Τέλος, οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα σχετικά με τους λόγους διακοπής της παραγραφής προβλέπουν, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 270 ότι αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφού περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή.

Παραγραφή Τόκων Δανείου

Περαιτέρω, οι αξιώσεις εκ δανείου υπόκεινται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ ενώ κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 15 και 253 ΑΚ, ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. 

Χρεώλυτρο“, κατά την έννοια των παραπάνω άρθρων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το “τοκοχρεώλυτρο“.

Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες  χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές.

Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεωλύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων (Ad hoc ΕιρΑκρ 44/2023).

Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή (AΠ 747/2012).

Νομιμότητα Ένστασης Παραγραφής

Προσέτι, από τη διάταξη του άρθρ. 277 ΑΚ, ορίζεται ότι το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την παραγραφή που δεν έχει προταθεί, συνάγεται ότι, όπως ο ισχυρισμός για παραγραφή της αξίωσης συνιστά ένσταση του υπόχρεου,

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 262 ΚΠολΔ και 249, 250 και 277 του ΑΚ συνάγεται ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής περιοδικών παροχών που αναφέρονται σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, πρέπει να εκτίθενται προς θεμελίωση της:

  • ο χρόνος γέννησης κάθε περιοδικής παροχής
  • το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής ανά έτος, εφόσον οι τόκοι που συνιστούν την περιοδική παροχή δεν εξάγονται για όλη τη μελλοντική περίοδο βάσει σταθερού κεφαλαίου, διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη,
  • ο χρόνος έναρξης της παραγραφής κάθε επί μέρους παροχής για να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές και ο χρόνος επίδοσης της διαταγής πληρωμής προκειμένου να διαπιστωθεί αν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής, από της οποίας διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής (ΑΠ 623/2011).

Σημειώνεται, τέλος, ότι και ο ισχυρισμός για διακοπή ή αναστολή της παραγραφής συνιστά αντένσταση στην ένσταση παραγραφής, που πρέπει να προτείνει ο δικαιούχος της αξίωσης και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την παραγραφή τόκων δανείου & διαταγής πληρωμής.

Σφράγιση Τουριστικών Επιχειρήσεων & Ενέργειες Αποσφράγισης

Η σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων και εγκαταστάσεων διενεργείται με απόφαση της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού (ΠΥΤ) ή του Υπουργού Τουρισμού, κατά τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, σε κάθε περίπτωση για την οποία η κείμενη τουριστική νομοθεσία προβλέπει την κύρωση ή το διοικητικό μέτρο της .

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης για τις κολυμβητικές δεξαμενές (πισίνες), τα κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και τους παιδότοπους που λειτουργούν εντός τουριστικών καταλυμάτων ή εντός ειδικής τουριστικής υποδομής.

Η επιβολή της διακοπής λειτουργίας τουριστικού καταλύματος, καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, κολυμβητικής δεξαμενής (πισίνας), παιδότοπου και τουριστικού γραφείου με τη σφράγισή τους, προβλέπεται ρητά από την τουριστική νομοθεσία και κατά δέσμια αρμοδιότητα, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νόμιμης λειτουργίας τους.

Νομοθεσία
Νόμος 4276/2014

Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 7 του νόμου αυτού σε τουριστικές επιχειρήσεις (πχ Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, spa κλπ), που λειτουργούν χωρίς το Ειδικό Σήμα Λειτουργίας (Ε.Σ.Λ.) ή τη Βεβαίωση Συνδρομής Νόμιμων Προϋποθέσεων (Β.Σ.Ν.Π.), ή χωρίς να έχουν υποβάλει γνωστοποίηση έναρξης, επιβάλλεται, με απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας τουρισμού, από τα όργανά της και με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής, σωρευτικά με τις διοικητικές κυρώσεις και το διοικητικό μέτρο της σφράγισης, εφόσον προκύπτει άμεσος κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον και παρίσταται έκτακτη ανάγκη αποτροπής του κινδύνου αυτού.

Κοινή Υπουργική Απόφαση 8592/2017

Περαιτέρω, στην ανωτέρω ΚΥΑ καθορίζεται το  πλαίσιο της έναρξης λειτουργίας τουριστικών καταλυμάτων.

Στο άρθρο 8 αυτής ορίζεται ότι εφ’ όσον κατά τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών στο τουριστικό κατάλυμα (είτε απλώς Ξενοδοχείο είτε Σύνθετο) διαπιστωθεί ότι ο φορέας δεν τηρεί στο φάκελο της επιχείρησης και τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά, ή έχει παραβιάσει οποιονδήποτε επιμέρους όρο και προϋπόθεση, που προβλέπεται για τη λειτουργία του τουριστικού καταλύματος ή και της κολυμβητικής δεξαμενής, επιβάλλονται οι κυρώσεις της κείμενης νομοθεσίας, οι οποίες περιλαμβάνουν την αναστολή ισχύος του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας (ΕΣΛ), η οποία συνεπάγεται τη διακοπή λειτουργίας του τουριστικού καταλύματος με τη σφράγισή του.

Υπ. Απόφαση 13387/2022

Η παραπάνω Υ.Α καθορίζει τις διαδικασίες, το περιεχόμενο και τα δικαιολογητικά για τη γνωστοποίηση λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός τουριστικών καταλυμάτων και εντός εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής.

Ταυτόχρονα, στο άρθρο 10 ορίζει ότι σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται, δύνανται να επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή και το διοικητικό μέτρο της διακοπής λειτουργίας με τη σφράγιση του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εφόσον προκύπτει άμεσος κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον και παρίσταται έκτακτη ανάγκη αποτροπής του κινδύνου αυτού.

Κοινή Υπουργική Απόφαση 43650/2019

Η συγκεκριμένη ΚΥΑ ορίζει τους όρους, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τα δικαιολογητικά, για τη χορήγηση και την ανάκληση των αδειών ίδρυσης και λειτουργίας παιδότοπων.

Το άρθρο 12 αυτής προβλέπει ότι στις περιπτώσεις λειτουργίας παιδότοπου, χωρίς την προβλεπόμενη άδεια ίδρυσης και λειτουργίας, επιβάλλεται πρόστιμο 10.000 ευρώ και σφραγίζεται το κατάστημα που λειτουργεί ο παιδότοπος.

Αν ο παιδότοπος λειτουργεί εντός χώρου που ασκείται διαφορετική δραστηριότητα, εκτός από το πρόστιμο, σφραγίζονται μόνο οι παιχνιδοκατασκευές και τα παιχνίδια.

Κοινή Υπουργική Απόφαση 7888/2017

Η παραπάνω ΚΥΑ προβλέπει ορίζει και περιγράφει τη διαδικασία γνωστοποίησης στη Διοίκηση της λειτουργίας των κολυμβητικών δεξαμενών εντός των τουριστικών καταλυμάτων.

Πέραν των προστίμων που προβλέπονται, στο άρθρο 7 ορίζεται επιπλεόν ότι, εφόσον κατά τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών σε κολυμβητικές δεξαμενές διαπιστωθεί ότι ο φορέας δεν τηρεί στο φάκελο της επιχείρησης τα προβλεπόμενα στην δικαιολογητικά, ή έχει παραβιάσει οποιοδήποτε επιμέρους όρο και προϋπόθεση που προβλέπεται για τη λειτουργία της κολυμβητικής δεξαμενής, απαγορεύεται η λειτουργία της κολυμβητικής δεξαμενής μέχρι συμμόρφωσης του φορέα.

Εξάλλου, όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται η κύρωση της αφαίρεσης άδειας λειτουργίας κολυμβητικής δεξαμενής, ως τέτοια νοείται η διακοπή λειτουργίας και χρήσης της κολυμβητικής δεξαμενής με τη σφράγισή της.

Υπουργική Απόφαση 7471/2019

Η συγκεκριμένη ΥΑ καθορίζει το συνολικό πλαίσιο και την ακριβή διαδικασία για τη σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων, καθώς και καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και κολυμβητικών δεξαμενών που βρίσκονται εντός τουριστικών καταλυμάτων.

Η διαδικασία σφράγισης έχει αναλυτικά ως κατωτέρω.

Διαδικασία Σφράγισης
Έναρξη Διαδικασίας

Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να εκκινήσει τη διαδικασία ελέγχου είτε αυτεπαγγέλτως είτε, συνηθέστερα, μετά από αναφορά ή καταγγελία ιδιώτη.

Η αναφορά ή καταγγελία κατατίθεται στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού (ΠΥΤ) και αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση, παραθέτοντας αναλυτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις για παράβαση της κείμενης τουριστικής νομοθεσίας.

Ενναλακτικά, διαβιβάζεται στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού από την Ελληνική Αστυνομία, Υγειονομικές Υπηρεσίες, Πυροσβεστική, Επιθεωρητές Περιβάλλοντος, Έκθεση Ελέγχου με διαπιστωθείσες παραβάσεις.

Τέλος, μπορεί να κατατεθεί στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού καταγγελία, από ιδιώτες, η οποία αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση και παραθέτει αναλυτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις για παράβαση της κείμενης τουριστικής νομοθεσίας.

Εντολή & Διενέργεια Ελέγχου

Ο Αρμόδιος Διευθυντής δίνει γραπτή εντολή σε δύο τουλάχιστον υπαλλήλους της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού για τη διενέργεια ελέγχου.

Εφόσον κρίνεται απαραίτητο υλοποιείται επιτόπια επιθεώρηση και στη συνέχεια συντάσσεται Έκθεση Ελέγχου. Είναι πιθανό να γίνει και διαδικτυακή έρευνα για να διαπιστωθούν τυχόν παραβάσεις της τουριστικής επιχείρησης.

Κλήση Για Παροχή Εξηγήσεων

Η οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού, αποστέλλει στην επιχείρηση, συστημένη επιστολή στην οποία αναγράφονται οι διαπιστωθείσες παραβάσεις, καλώντας την σε υποβολή έγγραφων εξηγήσεων και αντιρρήσεων, καθώς και στην αποστολή κάθε αποδεικτικού στοιχείου, για να τεκμηριώσει την απάντησή της, εντός 15 ημερών από την παραλαβή της επιστολής.

Εκτίμηση Εξηγήσεων – Θέση Στο Αρχείο

Εφόσον η υπηρεσία λάβει τις εξηγήσεις της επιχείρησης, ή εφόσον παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, επεξεργάζεται εκ νέου το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης.

Εφόσον δεν προκύψουν αδιαμφησβήτητα στοιχεία παράβασης η υπόθεση αρχειοθετείται. Εάν προκύψουν, ακολουθούνται τα παρακάτω.

Έκδοση Απόφασης Σφράγισης

Εφόσον προκύψουν αδιαμφησβήτητα στοιχεία και, εφόσον σύμφωνα με την κείμενη τουριστική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σφράγισης, η υπηρεσία συντάσσει και εκδίδει αιτιολογημένη Πράξη Επιβολής Σφράγισης.

Στην Απόφαση για τη σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων προσδιορίζονται οι υπάλληλοι της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού που θα είναι μέλη της επιτροπής σφράγισης.

Η Απόφαση κοινοποιείται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής στην οποία εδρεύει η επιχείρηση, το οποίο καλείται να ορίσει εκπρόσωπο στην επιτροπή σφράγισης.

Στην Απόφαση επισημαίνεται μεταξύ άλλων η υποχρέωση της επιχείρησης για την έγκαιρη απομάκρυνση τυχόν πελατών, προσωπικού και ευπαθών προϊόντων καθώς και η ανάγκη έγκαιρης τακτοποίησης τυχόν εκκρεμοτήτων και λήψης όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας και προστασίας του κοινού και των εγκαταστάσεων.

Η Απόφαση για την σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων κοινοποιείται στον εκπρόσωπο της επιχείρησης που αφορά.

Εκτέλεση Σφράγισης

Η εκτέλεση της απόφασης σφράγισης πραγματοποιείται εντός 30 ημερών από την έκδοση της και τουλάχιστον 5 ημέρες μετά την κοινοποίηση στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού του αποδεικτικού ταχυδρομικής παραλαβής ή του αποδεικτικού αστυνομικής επίδοσης ή του πρακτικού θυροκόλλησης της απόφασης σφράγισης.

Η σφράγιση διενεργείται από Επιτροπή αποτελούμενη από 2 υπαλλήλους της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού και έναν αστυνομικό υπάλληλο του αστυνομικού τμήματος της περιοχής στην οποία εδρεύει η επιχείρηση.

Η Επιτροπή συντάσσει σχετική έκθεση σφράγισης, η οποία συνυπογράφεται από τα μέλη της επιτροπής και από τον εκπρόσωπο της επιχείρησης ή τον υπεύθυνο λειτουργίας ή εργαζόμενο αυτής, εφόσον το επιθυμεί.

Αντίγραφο της έκθεσης σφράγισης κοινοποιείται στην επιχείρηση και στην οικεία αστυνομική αρχή.

Ανάκληση Σφράγισης – Αποσφράγιση

Η επιχείρηση μπορεί να καταθέσει αίτηση αναστολής και αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης σφράγισης, στο αρμόδιο Δικαστήριο.

Σημειώνεται ότι πρέπει να προσβληθεί εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι τυχόν προπαρασκευαστική ενέργεια, αλλιώς η Προσφυγή είναι απαράδεκτη (ΤρΔΠρΑθ 1252/2018).

Σε περίπτωση που παύσουν να συντρέχουν οι λόγοι και οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της απόφασης σφράγισης, ή σε περίπτωση Δικαστικής Απόφασης, η διαδικασία ματαιώνεται και εκδίδεται σχετική απόφαση ανάκλησης της σφράγισης.

Διαδικασία Αποσφράγισης

Η αποσφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων που έχουν σφραγιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Υπουργικής Απόφασης 7471/2019, διενεργείται όταν αποδεδειγμένα παύσουν να συντρέχουν οι λόγοι και οι νόμιμες προϋποθέσεις επιβολής της σφράγισης.

Κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή αυτεπαγγέλτως, η οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού εκδίδει απόφαση αποσφράγισης, η οποία κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και απευθύνεται στην οικεία αστυνομική αρχή, η οποία προβαίνει στην αποσφράγιση και στη σύνταξη σχετικής έκθεσης αποσφράγισης.

Αντίστοιχη με την παραπάνω διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση αιτήματος προσωρινής αποσφράγισης από μέρους της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί και ουσιαστικοί λόγοι και με την προϋπόθεση της απαγόρευσης ενδεχόμενης λειτουργίας των εγκαταστάσεων κατά το χρονικό διάστημα διαρκείας της αποσφράγισης.

Τέλος, σημειώνεται ότι η παραβίαση της σφράγισης τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα με φυλάκιση. Στην περίπτωση παραβίασης σφράγισης, η οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού δεν εκδίδει νέα απόφαση σφράγισης αλλά προβαίνει σε νέα εκτέλεση της αρχικώς εκδοθείσας απόφασης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων και τις ενέργειες αποσφράγισης.

Το Δεδικασμένο Στις Εμπορικές Διαφορές Και Την Πολιτική Δίκη

Δεδικασμένο, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες.

Περαιτέρω, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία.

Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή.

Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1255/2015).

Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί.

Τούτο σημαίνει ότι εμποδίζεται το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων.

Τέλος, κατά το άρθρο 332 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης,

Επενέργεια Δεδικασμένου

Η παραπάνω απαγόρευση αυτή ενεργεί με δύο τρόπους:

  • Κατ’ αρχάς ενεργεί θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη.
  • Επίσης, επενεργεί και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο.
Εξαιρέσεις

Εξαίρεση από την παραπάνω διπλή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση.

Τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης.

Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα.

Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 2028/2014).

Έκταση Δεδικασμένου

Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού.

Έννομη σχέση“, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννoµες συνέπειες.

Επίσης, το δεδικασμένο, εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.

Για να επεκταθεί το δεδικασμένο στο ζήτημα που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως, πρέπει το ζήτημα αυτό να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης (ΑΠ 266/2022).

Δηλαδή, απαιτείται το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί στοιχείο – όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στον οποίο θεμελιώνεται το κύριο, ουσιαστικό ή δικονομικό, ζήτημα, το δε κύριο ζήτημα (να αποτελεί) την έννομη συνέπεια του κανόνα αυτού, την οποία δέχθηκε ή απέρριψε το δικαστήριο.

Ζήτημα, που κρίθηκε “παρεμπιπτόντως“, νοείται πάντοτε έννομη σχέση (υπό την έννοια που προεκτέθηκε), δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου.

Το Δεδικασμένο Στη Διαταγή Πληρωμής

Η άσκηση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, δημιουργεί υποχρέωση του καθ’ ου η εκτέλεση-οφειλέτη να προτείνει τις κατά του τίτλου και της απαίτησης ενστάσεις του και γενικά τους ισχυρισμούς του, όπως αυτούς που αφορούν την βασιμότητα της απαίτησης ή του ύψους αυτής.

Η τελεσίδικη επί της ανακοπής απόφαση, έστω απορριπτική, αποτελεί δεδικασμένο, που δεσμεύει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.

Εξάλλου, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου ως προς την επιδικασθείσα απαίτηση και στην περίπτωση που επιδοθεί δύο φορές στον οφειλέτη, και ο οφειλέτης δεν ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής ή αν η ασκηθείσα ανακοπή είναι εκπρόθεσμη.

Στην περίπτωση δε που η διαταγή πληρωμής αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καθίσταται απαράδεκτη η προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά το κύρος της βάσει αυτής εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, παρόλο που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν με μία από τις δύο ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής ή δεν προβλήθηκαν εμπρόθεσμα ή προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν, έστω και για τυπικούς λόγους, έστω και αν υπάρχει προθεσμία προβολής (ΜΠΠ 363/2021).

Εξάλλου το απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, εκτός βέβαια αν στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί με κύρια αγωγή (γνήσια ένσταση).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε για το δεδικασμένο στις εμπορικές διαφορές και την αστική δίκη.

Πωλήσεις Και Εκθέσεις Καλλιτεχνικών Δημιουργημάτων Από Δ.Υ.

Η δυνατότητα ενός καλλιτέχνη δημοσίου υπαλλήλου (Δ.Υ.) να εκθέτει τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες ή και να πωλεί αυτές, έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τον νομοθέτη, τη νομολογία και τα όργανα της Δημόσιας Διοίκησης.

Ειδικότερα απασχόλησε το ερώτημα εάν οι εκθέσεις και πωλήσεις πνευματικών δημιουργιών αποτελούν εμπορική πράξη.

Κατά συνέπεια, εάν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας του δημοσίου υπαλλήλου και της άσκησης εμπορικής δραστηριότητάς, ή έργου επ’ αμοιβή.

Νομοθεσία

Σύμφωνα με τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως ισχύει σήμερα μετά την αναθεώρησή του με τον Ν. 5149/2024 ισχύουν τα εξής:

  1. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.
  2. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο (…).
  3. Δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
Θέση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Προϋποθέσεις

Περαιτέρω, όπως έχει γίνει δεκτό από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) με την υπ’ αριθμ. 436/2012 Γνωμοδότηση της Ολομέλεια Διακοπών αυτού, οι προϋποθέσεις έκδοσης από τη Διοίκηση της προβλεπόμενης άδειας για άσκηση εξωυπηρεσιακής επαγγελματικής δραστηριότητας με αμοιβή, είναι σωρευτικά οι εξής:

  1. Η άδεια να αφορά σε συγκεκριμένο έργο ή εργασία, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς από τον υπάλληλο στη αίτησή του (τόπος, χρόνος, είδος και συνθήκες απασχόλησης).
  2. Το ιδιωτικό έργο ή εργασία να συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου, θα πρέπει δηλαδή να συνάδει με το αντικείμενο της αρμοδιότητας που ασκεί, να μην συγκρούεται το ιδιωτικό συμφέρον του υπαλλήλου προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, γενικότερα, να μη μειώνει το κύρος της.
  3. Το κατά τα ανωτέρω, εκτός του νομίμου ωραρίου λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, αιτηθέν από τον υπάλληλο ιδιωτικό έργο ή εργασία να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην παρακωλύει ή επηρεάζει την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του και την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του.

Ο έλεγχος της συνδρομής των κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεων εναπόκειται στην  ουσιαστική  κρίση  του  εκάστοτε  επιλαμβανόμενου  υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο, προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτήσεων των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων, προβαίνει στην αξιολόγησή τους και κατ’ επέκταση, στην αποδοχή τους ή μη, με βάση τα, κατά περίπτωση τεθέντα ενώπιόν του πραγματικά στοιχεία (βλ και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 391/2010, 447/2009, 462/2008).

Η γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου προβλέπεται ως ουσιώδης τύπος της ανωτέρω διαδικασίας, αφού με αυτήν διαπιστώνεται, αφενός μεν, η συμβατότητα του έργου ή της εργασίας με την υπηρεσιακή ιδιότητα του αιτουμένου υπαλλήλου και το κύρος της υπηρεσίας, αφετέρου δε, η δυνατότητα του τελευταίου να τα εκτελέσει χωρίς να παρεμποδίζεται η ομαλή εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, καθώς και εάν μπορεί να γίνει σε τόπο και χρόνο που δεν θα επηρεάσουν τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί στα κύρια καθήκοντά του.

Ασυμβίβαστο

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ad hoc με αρ. 81/2021 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. αναφέρεται πως :

«…γίνεται δεκτό ότι κύριος σκοπός του καλλιτέχνη είναι η δημιουργία, με ικανοποίηση της αντίστοιχης φιλοδοξίας του, ενώ το οικονομικό μέρος είναι γι’ αυτόν παρεπόμενο στοιχείο, φέρει δε η πώληση των έργων από τον ίδιο τον δημιουργό τους και κατά την οικονομική της ακόμα πλευρά, τον χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ξένης προς την εμπορία.

Κατά συνέπεια, η από τον καλλιτέχνη πώληση των δικών του καλλιτεχνικών του δημιουργημάτων δεν αποτελεί εμπορική πράξη, καθόσον δεν έχει τα γνωρίσματα της εμπορικής πράξης, προσβλέποντας είτε στην χειροτεχνία, είτε στη διαμεσολάβηση»

Τα ανωτέρω ακολουθούν την παγία νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, κάνοντας μάλιστα η Γνωμοδότηση ρητή αναφορά στην με αρ. 669/1994 απόφαση του Αρείου Πάγου καθώς και στην με αρ. 953/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Η παραπάνω με αρ. 81/2021 Γνωμοδότηση κατέληξε στην εξής απάντηση προς τη Διοίκηση:

«… η από τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, κατασκευή και πώληση καλλιτεχνικών δημιουργημάτων … δεν συνιστούν άσκηση εμπορίας κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 του ΥΚ. Οι λοιπές προϋποθέσεις όμως για τη χορήγηση από τη Διοίκηση της σχετικής άδειας στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, … ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης».

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την δυνατότητα καλλιτέχνη δημοσίου υπαλλήλου να εκθέτει ή να πωλεί τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες.