Σφράγιση Τουριστικών Επιχειρήσεων & Ενέργειες Αποσφράγισης

Η σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων και εγκαταστάσεων διενεργείται με απόφαση της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού (ΠΥΤ) ή του Υπουργού Τουρισμού, κατά τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, σε κάθε περίπτωση για την οποία η κείμενη τουριστική νομοθεσία προβλέπει την κύρωση ή το διοικητικό μέτρο της .

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης για τις κολυμβητικές δεξαμενές (πισίνες), τα κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και τους παιδότοπους που λειτουργούν εντός τουριστικών καταλυμάτων ή εντός ειδικής τουριστικής υποδομής.

Η επιβολή της διακοπής λειτουργίας τουριστικού καταλύματος, καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, κολυμβητικής δεξαμενής (πισίνας), παιδότοπου και τουριστικού γραφείου με τη σφράγισή τους, προβλέπεται ρητά από την τουριστική νομοθεσία και κατά δέσμια αρμοδιότητα, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νόμιμης λειτουργίας τους.

Νομοθεσία
Νόμος 4276/2014

Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 7 του νόμου αυτού σε τουριστικές επιχειρήσεις (πχ Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, spa κλπ), που λειτουργούν χωρίς το Ειδικό Σήμα Λειτουργίας (Ε.Σ.Λ.) ή τη Βεβαίωση Συνδρομής Νόμιμων Προϋποθέσεων (Β.Σ.Ν.Π.), ή χωρίς να έχουν υποβάλει γνωστοποίηση έναρξης, επιβάλλεται, με απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας τουρισμού, από τα όργανά της και με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής, σωρευτικά με τις διοικητικές κυρώσεις και το διοικητικό μέτρο της σφράγισης, εφόσον προκύπτει άμεσος κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον και παρίσταται έκτακτη ανάγκη αποτροπής του κινδύνου αυτού.

Κοινή Υπουργική Απόφαση 8592/2017

Περαιτέρω, στην ανωτέρω ΚΥΑ καθορίζεται το  πλαίσιο της έναρξης λειτουργίας τουριστικών καταλυμάτων.

Στο άρθρο 8 αυτής ορίζεται ότι εφ’ όσον κατά τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών στο τουριστικό κατάλυμα (είτε απλώς Ξενοδοχείο είτε Σύνθετο) διαπιστωθεί ότι ο φορέας δεν τηρεί στο φάκελο της επιχείρησης και τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά, ή έχει παραβιάσει οποιονδήποτε επιμέρους όρο και προϋπόθεση, που προβλέπεται για τη λειτουργία του τουριστικού καταλύματος ή και της κολυμβητικής δεξαμενής, επιβάλλονται οι κυρώσεις της κείμενης νομοθεσίας, οι οποίες περιλαμβάνουν την αναστολή ισχύος του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας (ΕΣΛ), η οποία συνεπάγεται τη διακοπή λειτουργίας του τουριστικού καταλύματος με τη σφράγισή του.

Υπ. Απόφαση 13387/2022

Η παραπάνω Υ.Α καθορίζει τις διαδικασίες, το περιεχόμενο και τα δικαιολογητικά για τη γνωστοποίηση λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός τουριστικών καταλυμάτων και εντός εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής.

Ταυτόχρονα, στο άρθρο 10 ορίζει ότι σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται, δύνανται να επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή και το διοικητικό μέτρο της διακοπής λειτουργίας με τη σφράγιση του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, εφόσον προκύπτει άμεσος κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον και παρίσταται έκτακτη ανάγκη αποτροπής του κινδύνου αυτού.

Κοινή Υπουργική Απόφαση 43650/2019

Η συγκεκριμένη ΚΥΑ ορίζει τους όρους, τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και τα δικαιολογητικά, για τη χορήγηση και την ανάκληση των αδειών ίδρυσης και λειτουργίας παιδότοπων.

Το άρθρο 12 αυτής προβλέπει ότι στις περιπτώσεις λειτουργίας παιδότοπου, χωρίς την προβλεπόμενη άδεια ίδρυσης και λειτουργίας, επιβάλλεται πρόστιμο 10.000 ευρώ και σφραγίζεται το κατάστημα που λειτουργεί ο παιδότοπος.

Αν ο παιδότοπος λειτουργεί εντός χώρου που ασκείται διαφορετική δραστηριότητα, εκτός από το πρόστιμο, σφραγίζονται μόνο οι παιχνιδοκατασκευές και τα παιχνίδια.

Κοινή Υπουργική Απόφαση 7888/2017

Η παραπάνω ΚΥΑ προβλέπει ορίζει και περιγράφει τη διαδικασία γνωστοποίησης στη Διοίκηση της λειτουργίας των κολυμβητικών δεξαμενών εντός των τουριστικών καταλυμάτων.

Πέραν των προστίμων που προβλέπονται, στο άρθρο 7 ορίζεται επιπλεόν ότι, εφόσον κατά τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών σε κολυμβητικές δεξαμενές διαπιστωθεί ότι ο φορέας δεν τηρεί στο φάκελο της επιχείρησης τα προβλεπόμενα στην δικαιολογητικά, ή έχει παραβιάσει οποιοδήποτε επιμέρους όρο και προϋπόθεση που προβλέπεται για τη λειτουργία της κολυμβητικής δεξαμενής, απαγορεύεται η λειτουργία της κολυμβητικής δεξαμενής μέχρι συμμόρφωσης του φορέα.

Εξάλλου, όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται η κύρωση της αφαίρεσης άδειας λειτουργίας κολυμβητικής δεξαμενής, ως τέτοια νοείται η διακοπή λειτουργίας και χρήσης της κολυμβητικής δεξαμενής με τη σφράγισή της.

Υπουργική Απόφαση 7471/2019

Η συγκεκριμένη ΥΑ καθορίζει το συνολικό πλαίσιο και την ακριβή διαδικασία για τη σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων, καθώς και καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και κολυμβητικών δεξαμενών που βρίσκονται εντός τουριστικών καταλυμάτων.

Η διαδικασία σφράγισης έχει αναλυτικά ως κατωτέρω.

Διαδικασία Σφράγισης
Έναρξη Διαδικασίας

Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να εκκινήσει τη διαδικασία ελέγχου είτε αυτεπαγγέλτως είτε, συνηθέστερα, μετά από αναφορά ή καταγγελία ιδιώτη.

Η αναφορά ή καταγγελία κατατίθεται στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού (ΠΥΤ) και αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση, παραθέτοντας αναλυτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις για παράβαση της κείμενης τουριστικής νομοθεσίας.

Ενναλακτικά, διαβιβάζεται στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού από την Ελληνική Αστυνομία, Υγειονομικές Υπηρεσίες, Πυροσβεστική, Επιθεωρητές Περιβάλλοντος, Έκθεση Ελέγχου με διαπιστωθείσες παραβάσεις.

Τέλος, μπορεί να κατατεθεί στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού καταγγελία, από ιδιώτες, η οποία αφορά συγκεκριμένη επιχείρηση και παραθέτει αναλυτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις για παράβαση της κείμενης τουριστικής νομοθεσίας.

Εντολή & Διενέργεια Ελέγχου

Ο Αρμόδιος Διευθυντής δίνει γραπτή εντολή σε δύο τουλάχιστον υπαλλήλους της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού για τη διενέργεια ελέγχου.

Εφόσον κρίνεται απαραίτητο υλοποιείται επιτόπια επιθεώρηση και στη συνέχεια συντάσσεται Έκθεση Ελέγχου. Είναι πιθανό να γίνει και διαδικτυακή έρευνα για να διαπιστωθούν τυχόν παραβάσεις της τουριστικής επιχείρησης.

Κλήση Για Παροχή Εξηγήσεων

Η οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού, αποστέλλει στην επιχείρηση, συστημένη επιστολή στην οποία αναγράφονται οι διαπιστωθείσες παραβάσεις, καλώντας την σε υποβολή έγγραφων εξηγήσεων και αντιρρήσεων, καθώς και στην αποστολή κάθε αποδεικτικού στοιχείου, για να τεκμηριώσει την απάντησή της, εντός 15 ημερών από την παραλαβή της επιστολής.

Εκτίμηση Εξηγήσεων – Θέση Στο Αρχείο

Εφόσον η υπηρεσία λάβει τις εξηγήσεις της επιχείρησης, ή εφόσον παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, επεξεργάζεται εκ νέου το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης.

Εφόσον δεν προκύψουν αδιαμφησβήτητα στοιχεία παράβασης η υπόθεση αρχειοθετείται. Εάν προκύψουν, ακολουθούνται τα παρακάτω.

Έκδοση Απόφασης Σφράγισης

Εφόσον προκύψουν αδιαμφησβήτητα στοιχεία και, εφόσον σύμφωνα με την κείμενη τουριστική νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή σφράγισης, η υπηρεσία συντάσσει και εκδίδει αιτιολογημένη Πράξη Επιβολής Σφράγισης.

Στην Απόφαση για τη σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων προσδιορίζονται οι υπάλληλοι της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού που θα είναι μέλη της επιτροπής σφράγισης.

Η Απόφαση κοινοποιείται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής στην οποία εδρεύει η επιχείρηση, το οποίο καλείται να ορίσει εκπρόσωπο στην επιτροπή σφράγισης.

Στην Απόφαση επισημαίνεται μεταξύ άλλων η υποχρέωση της επιχείρησης για την έγκαιρη απομάκρυνση τυχόν πελατών, προσωπικού και ευπαθών προϊόντων καθώς και η ανάγκη έγκαιρης τακτοποίησης τυχόν εκκρεμοτήτων και λήψης όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας και προστασίας του κοινού και των εγκαταστάσεων.

Η Απόφαση για την σφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων κοινοποιείται στον εκπρόσωπο της επιχείρησης που αφορά.

Εκτέλεση Σφράγισης

Η εκτέλεση της απόφασης σφράγισης πραγματοποιείται εντός 30 ημερών από την έκδοση της και τουλάχιστον 5 ημέρες μετά την κοινοποίηση στην οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού του αποδεικτικού ταχυδρομικής παραλαβής ή του αποδεικτικού αστυνομικής επίδοσης ή του πρακτικού θυροκόλλησης της απόφασης σφράγισης.

Η σφράγιση διενεργείται από Επιτροπή αποτελούμενη από 2 υπαλλήλους της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Τουρισμού και έναν αστυνομικό υπάλληλο του αστυνομικού τμήματος της περιοχής στην οποία εδρεύει η επιχείρηση.

Η Επιτροπή συντάσσει σχετική έκθεση σφράγισης, η οποία συνυπογράφεται από τα μέλη της επιτροπής και από τον εκπρόσωπο της επιχείρησης ή τον υπεύθυνο λειτουργίας ή εργαζόμενο αυτής, εφόσον το επιθυμεί.

Αντίγραφο της έκθεσης σφράγισης κοινοποιείται στην επιχείρηση και στην οικεία αστυνομική αρχή.

Ανάκληση Σφράγισης – Αποσφράγιση

Η επιχείρηση μπορεί να καταθέσει αίτηση αναστολής και αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης σφράγισης, στο αρμόδιο Δικαστήριο.

Σημειώνεται ότι πρέπει να προσβληθεί εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι τυχόν προπαρασκευαστική ενέργεια, αλλιώς η Προσφυγή είναι απαράδεκτη (ΤρΔΠρΑθ 1252/2018).

Σε περίπτωση που παύσουν να συντρέχουν οι λόγοι και οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της απόφασης σφράγισης, ή σε περίπτωση Δικαστικής Απόφασης, η διαδικασία ματαιώνεται και εκδίδεται σχετική απόφαση ανάκλησης της σφράγισης.

Διαδικασία Αποσφράγισης

Η αποσφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων που έχουν σφραγιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Υπουργικής Απόφασης 7471/2019, διενεργείται όταν αποδεδειγμένα παύσουν να συντρέχουν οι λόγοι και οι νόμιμες προϋποθέσεις επιβολής της σφράγισης.

Κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή αυτεπαγγέλτως, η οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού εκδίδει απόφαση αποσφράγισης, η οποία κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και απευθύνεται στην οικεία αστυνομική αρχή, η οποία προβαίνει στην αποσφράγιση και στη σύνταξη σχετικής έκθεσης αποσφράγισης.

Αντίστοιχη με την παραπάνω διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση αιτήματος προσωρινής αποσφράγισης από μέρους της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί και ουσιαστικοί λόγοι και με την προϋπόθεση της απαγόρευσης ενδεχόμενης λειτουργίας των εγκαταστάσεων κατά το χρονικό διάστημα διαρκείας της αποσφράγισης.

Τέλος, σημειώνεται ότι η παραβίαση της σφράγισης τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα με φυλάκιση. Στην περίπτωση παραβίασης σφράγισης, η οικεία Περιφερειακή Υπηρεσία Τουρισμού δεν εκδίδει νέα απόφαση σφράγισης αλλά προβαίνει σε νέα εκτέλεση της αρχικώς εκδοθείσας απόφασης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αφράγιση τουριστικών επιχειρήσεων και τις ενέργειες αποσφράγισης.

Το Δεδικασμένο Στις Εμπορικές Διαφορές Και Την Πολιτική Δίκη

Δεδικασμένο, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες.

Περαιτέρω, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία.

Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή.

Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1255/2015).

Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί.

Τούτο σημαίνει ότι εμποδίζεται το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων.

Τέλος, κατά το άρθρο 332 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης,

Επενέργεια Δεδικασμένου

Η παραπάνω απαγόρευση αυτή ενεργεί με δύο τρόπους:

  • Κατ’ αρχάς ενεργεί θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη.
  • Επίσης, επενεργεί και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο.
Εξαιρέσεις

Εξαίρεση από την παραπάνω διπλή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση.

Τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης.

Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα.

Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 2028/2014).

Έκταση Δεδικασμένου

Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού.

Έννομη σχέση“, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννoµες συνέπειες.

Επίσης, το δεδικασμένο, εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.

Για να επεκταθεί το δεδικασμένο στο ζήτημα που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως, πρέπει το ζήτημα αυτό να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης (ΑΠ 266/2022).

Δηλαδή, απαιτείται το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί στοιχείο – όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στον οποίο θεμελιώνεται το κύριο, ουσιαστικό ή δικονομικό, ζήτημα, το δε κύριο ζήτημα (να αποτελεί) την έννομη συνέπεια του κανόνα αυτού, την οποία δέχθηκε ή απέρριψε το δικαστήριο.

Ζήτημα, που κρίθηκε “παρεμπιπτόντως“, νοείται πάντοτε έννομη σχέση (υπό την έννοια που προεκτέθηκε), δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου.

Το Δεδικασμένο Στη Διαταγή Πληρωμής

Η άσκηση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, δημιουργεί υποχρέωση του καθ’ ου η εκτέλεση-οφειλέτη να προτείνει τις κατά του τίτλου και της απαίτησης ενστάσεις του και γενικά τους ισχυρισμούς του, όπως αυτούς που αφορούν την βασιμότητα της απαίτησης ή του ύψους αυτής.

Η τελεσίδικη επί της ανακοπής απόφαση, έστω απορριπτική, αποτελεί δεδικασμένο, που δεσμεύει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.

Εξάλλου, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου ως προς την επιδικασθείσα απαίτηση και στην περίπτωση που επιδοθεί δύο φορές στον οφειλέτη, και ο οφειλέτης δεν ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής ή αν η ασκηθείσα ανακοπή είναι εκπρόθεσμη.

Στην περίπτωση δε που η διαταγή πληρωμής αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καθίσταται απαράδεκτη η προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά το κύρος της βάσει αυτής εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, παρόλο που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν με μία από τις δύο ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής ή δεν προβλήθηκαν εμπρόθεσμα ή προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν, έστω και για τυπικούς λόγους, έστω και αν υπάρχει προθεσμία προβολής (ΜΠΠ 363/2021).

Εξάλλου το απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, εκτός βέβαια αν στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί με κύρια αγωγή (γνήσια ένσταση).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε για το δεδικασμένο στις εμπορικές διαφορές και την αστική δίκη.

Πωλήσεις Και Εκθέσεις Καλλιτεχνικών Δημιουργημάτων Από Δ.Υ.

Η δυνατότητα ενός καλλιτέχνη δημοσίου υπαλλήλου (Δ.Υ.) να εκθέτει τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες ή και να πωλεί αυτές, έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τον νομοθέτη, τη νομολογία και τα όργανα της Δημόσιας Διοίκησης.

Ειδικότερα απασχόλησε το ερώτημα εάν οι εκθέσεις και πωλήσεις πνευματικών δημιουργιών αποτελούν εμπορική πράξη.

Κατά συνέπεια, εάν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας του δημοσίου υπαλλήλου και της άσκησης εμπορικής δραστηριότητάς, ή έργου επ’ αμοιβή.

Νομοθεσία

Σύμφωνα με τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως ισχύει σήμερα μετά την αναθεώρησή του με τον Ν. 5149/2024 ισχύουν τα εξής:

  1. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.
  2. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο (…).
  3. Δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
Θέση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Προϋποθέσεις

Περαιτέρω, όπως έχει γίνει δεκτό από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) με την υπ’ αριθμ. 436/2012 Γνωμοδότηση της Ολομέλεια Διακοπών αυτού, οι προϋποθέσεις έκδοσης από τη Διοίκηση της προβλεπόμενης άδειας για άσκηση εξωυπηρεσιακής επαγγελματικής δραστηριότητας με αμοιβή, είναι σωρευτικά οι εξής:

  1. Η άδεια να αφορά σε συγκεκριμένο έργο ή εργασία, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς από τον υπάλληλο στη αίτησή του (τόπος, χρόνος, είδος και συνθήκες απασχόλησης).
  2. Το ιδιωτικό έργο ή εργασία να συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου, θα πρέπει δηλαδή να συνάδει με το αντικείμενο της αρμοδιότητας που ασκεί, να μην συγκρούεται το ιδιωτικό συμφέρον του υπαλλήλου προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, γενικότερα, να μη μειώνει το κύρος της.
  3. Το κατά τα ανωτέρω, εκτός του νομίμου ωραρίου λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, αιτηθέν από τον υπάλληλο ιδιωτικό έργο ή εργασία να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην παρακωλύει ή επηρεάζει την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του και την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του.

Ο έλεγχος της συνδρομής των κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεων εναπόκειται στην  ουσιαστική  κρίση  του  εκάστοτε  επιλαμβανόμενου  υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο, προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτήσεων των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων, προβαίνει στην αξιολόγησή τους και κατ’ επέκταση, στην αποδοχή τους ή μη, με βάση τα, κατά περίπτωση τεθέντα ενώπιόν του πραγματικά στοιχεία (βλ και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 391/2010, 447/2009, 462/2008).

Η γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου προβλέπεται ως ουσιώδης τύπος της ανωτέρω διαδικασίας, αφού με αυτήν διαπιστώνεται, αφενός μεν, η συμβατότητα του έργου ή της εργασίας με την υπηρεσιακή ιδιότητα του αιτουμένου υπαλλήλου και το κύρος της υπηρεσίας, αφετέρου δε, η δυνατότητα του τελευταίου να τα εκτελέσει χωρίς να παρεμποδίζεται η ομαλή εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, καθώς και εάν μπορεί να γίνει σε τόπο και χρόνο που δεν θα επηρεάσουν τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί στα κύρια καθήκοντά του.

Ασυμβίβαστο

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ad hoc με αρ. 81/2021 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. αναφέρεται πως :

«…γίνεται δεκτό ότι κύριος σκοπός του καλλιτέχνη είναι η δημιουργία, με ικανοποίηση της αντίστοιχης φιλοδοξίας του, ενώ το οικονομικό μέρος είναι γι’ αυτόν παρεπόμενο στοιχείο, φέρει δε η πώληση των έργων από τον ίδιο τον δημιουργό τους και κατά την οικονομική της ακόμα πλευρά, τον χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ξένης προς την εμπορία.

Κατά συνέπεια, η από τον καλλιτέχνη πώληση των δικών του καλλιτεχνικών του δημιουργημάτων δεν αποτελεί εμπορική πράξη, καθόσον δεν έχει τα γνωρίσματα της εμπορικής πράξης, προσβλέποντας είτε στην χειροτεχνία, είτε στη διαμεσολάβηση»

Τα ανωτέρω ακολουθούν την παγία νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, κάνοντας μάλιστα η Γνωμοδότηση ρητή αναφορά στην με αρ. 669/1994 απόφαση του Αρείου Πάγου καθώς και στην με αρ. 953/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Η παραπάνω με αρ. 81/2021 Γνωμοδότηση κατέληξε στην εξής απάντηση προς τη Διοίκηση:

«… η από τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, κατασκευή και πώληση καλλιτεχνικών δημιουργημάτων … δεν συνιστούν άσκηση εμπορίας κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 του ΥΚ. Οι λοιπές προϋποθέσεις όμως για τη χορήγηση από τη Διοίκηση της σχετικής άδειας στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, … ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης».

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την δυνατότητα καλλιτέχνη δημοσίου υπαλλήλου να εκθέτει ή να πωλεί τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες.