Σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του.
Η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών είναι ενοχική σύμβαση, αμφοτεροβαρής κατά την οποία ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει με δική του πρωτοβουλία και κατά τρόπο ανεξάρτητο τις υπηρεσίες του, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη συμφωνημένη αμοιβή.
Αντίθετα, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές.
Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Κριτήρια Διάκρισης
Δηλαδή, βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι :
- ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης,
- η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και
- το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του (ΑΠ 522/2022).
Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε.
Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά.
Επομένως, εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.
Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ’ αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών.
Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών.
Δικαιοδοτική Λειτουργία
Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε (και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου), δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός).
Τούτο διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/2001).
Εξάλλου, η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού, από το δικαστήριο, της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, έργου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 και 3/2021), αφορά δε το διοικητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη Σύμβαση Ανεξάρτητων Υπηρεσιών και τη Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας.