Η ανατροπή της κατάσχεσης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, πραγματοποιείται, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος από τότε που επιβλήθηκε, ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό και εφόσον το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η απόφαση εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων
Σκοπός
Σκοπός του θεσμού της ανατροπής κατάσχεσης που εισάγεται με τη διάταξη αυτή, είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, ως επίσης και η αποφυγή μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, προς όφελος όχι μόνον του ιδίου αλλά και της κοινωνικής οικονομίας.
Όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, το συμφέρον του οφειλέτη αλλά και η αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών που διατρέχει το Δίκαιο, επιβάλλουν την αποδέσμευση του αντικειμένου της κατάσχεσης και την επανένταξη του στον κύκλο των συναλλαγών (ΕιρΛαυρίου 6/2021).
Προϋποθέσεις
Η ανατροπή της κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά διατάσσεται με διαπλαστική δικαστική απόφαση.
Προϋποθέτει :
- την ύπαρξη αναγκαστικής κατάσχεσης,
- την πάροδο απράκτων προθεσμιών και
- το έννομο συμφέρον του αιτούντος.
Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1019, συνάγεται ότι το Δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου, κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε επικαλείται έννομο συμφέρον, καθόσον τούτο εκπληρώνει νομιμοποιητική λειτουργία, και υποχρεούται να ανατρέψει την κατάσχεση, εφόσον κατά το χρόνο συζήτησης συντρέχει η προϋπόθεση της παρελεύσεως του νομίμου χρόνου που αρχίζει από την κατάσχεση (ΑΠ 1531/1995).
Πάροδος Προθεσμιών
Η προθεσμία για την ανατροπή της κατάσχεσης άρχεται από την επόμενη της κατάσχεσης και όταν ακόμη επακολουθήσει αναγγελία που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, ώστε να εξομοιώνεται με κατάσχεση.
Από τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1019, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η ύπαρξη χρονικών διαστημάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων εμποδίζεται η πρόοδος της εκτελεστικής διαδικασίας.
Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν εξαιρέσεις του γενικού κανόνα των προθεσμιών, πλην, όμως, από τη διατύπωση της διάταξης, στην οποία δεν γίνεται χρήση του στερητικού μορίου «μόνο», δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών.
Επομένως, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης και όχι σε αδράνεια, για να καλυφθούν τα κενά,
Συνεπώς, στο διάστημα του έτους ή εξαμήνου, δεν υπολογίζεται:
- το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίστηκε με αυτή,
- ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη,
- το διάστημα κατά το οποίο ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών, όπως (πχ εκλογές, αναστολή με ΠΝΠ κλπ), καθώς και
- ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου.
Επίσης, με την αναστολή με δικαστική απόφαση εξομοιώνεται και η συμφωνία, δηλαδή η με συνδικαιοπραξία (δικονομική ή διαδικαστική) αναστολή της εκτέλεσης, ανεξάρτητα αν η αναστολή είναι προθεσμιακή ή γίνεται με μετατόπιση της ημερομηνίας διενέργειας του πλειστηριασμού (Ειρ.Αταλ. 16/2017).
Έννομο Συμφέρον
Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, την ανατροπή της κατάσχεσης μπορεί να ζητήσει οποιοσδήποτε δικαιολογεί προς τούτο, έννομο συμφέρον.
Τέτοιο συμφέρον έχει, πρωτίστως, ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης. Επίσης, έννομο συμφέρον έχουν, μεταξύ των άλλων και οι δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση, ανεξάρτητα απο την αιτία και τον τίτλο που διαθέτουν, ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου ακινήτου, ακόμη και ο ίδιος ο επισπεύδων
Το έννομο συμφέρον του τελευταίου συνήθως συνίσταται στην ευχέρεια επιβολής νέας αναγκαστικής κατάσχεσης, χωρίς να αποκλείεται να έχει και διαφορετικό περιεχόμενο. Πάντως η συνδρομή ή όχι του εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του αιτούντος, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως, θα κριθεί κατά τη διάταξη της 68 ΚΠολΔ.
Αποτέλεσμα
Το Δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγράφει σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή της κατάσχεσης λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευθεί η απόφαση.
Αμεση συνέπεια της εκδιδόμενης απόφασης είναι η κατάργηση εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων και του πλειστηριασμού, ο οποίος, εάν τυχόν γίνει, πάσχει δικονομικώς, εφόσον έγινε σε χρόνο που δεν υπήρχε πλέον η κατάσχεση.
Ωστόσο, ο πλειστηριασμός που θα διενεργηθεί μετά την ανατροπή της κατάσχεσης δεν είναι αυτοδικαίως άκυρος και, εφόσον δεν προσβάλλεται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αναπτύσσει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του. Έτσι, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, ο πλειστηριασμός ισχυροποιείται και καθίσταται πλέον απρόσβλητος (ΑΠ 1508/2018).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την ανατροπή κατάσχεσης.