Η Ευθύνη Του Παραγωγού Για Ελαττωματικά Προϊόντα

Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα καθορίζεται από τον Ν. 2251/1994 (“Προστασία των Καταναλωτών”), όπως αυτός ισχύει σήμερα, μετά την κωδικοποίηση του με την Υπ. Απόφαση 5338/2018.

Ο παραπάνω νόμος, ενσωματώνει τις κοινοτικές προβλέψεις των Οδηγιών 85/374/ΕΟΚ και 93/13/ΕΟΚ.

Έννοια Καταναλωτή

Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα. 

Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα, σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν την διοχετεύει σε τρίτους (Ολ. ΑΠ 13/2015). 

Εξ’ αντιδιαστολής προκύπτει ότι η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα δεν καταλαμβάνει εταιρείες (νομικά πρόσωπα), καθώς και συναλλαγές για τις οποίες εκδόθηκε τιμολόγιο (και όχι απόδειξη).

Έννοια Προϊόντος

Από τη διατύπωση του άρθρου 6 του ως άνω Νόμου προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της ευθύνης του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, ως προϊόν θεωρείται κάθε κινητό πράγμα, δηλαδή κάθε ενσώματο αντικείμενο ( όπως το ορίζει η ΑΚ 947), ακόμη και αν έχει ενσωματωθεί ως συστατικό σε άλλο πράγμα κινητό ή ακίνητο. 

Ειδικότερα προβλέπεται πως προϊόντα θεωρούνται και τα κινητά πράγματα που ενσωματώθηκαν ως συστατικά σε άλλα πράγματα κινητά ή ακίνητα.  Προϊόντα θεωρούνται, εξάλλου, οι φυσικές δυνάμεις, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο.

Επίσης, υπάγεται στην εφαρμογή του Νόμου κάθε προϊόν που προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές, ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινούργιο είτε μεταχειρισμένο ή ανασκευασμένο. 

Δεν αποτελούν προϊόντα τα οποία καλύπτονται από τον Νόμο, τα μεταχειρισμένα προϊόντα που διατίθενται ως αντίκες ή ως προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανασκευαστούν πριν από τη χρήση τους, εφόσον ο προμηθευτής ενημερώνει σχετικώς τον καταναλωτή.

Ελαττωματικό Προϊόν

Ελαττωματικό, είναι ένα προϊόν το οποίο δεν παρέχει την προβλεπόμενη απόδοση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ή και την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών και, ιδίως, της εξωτερικής εμφάνισής του, της αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. 

Επίσης, σε κάθε πώληση ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει στον καταναλωτή τα αγαθά με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα.

Δηλαδή, ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορίας και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε (ΑΠ 1359/2018). 

Επίσης, δεν είναι ελαττωματικό ένα προϊόν για μόνο το λόγο ότι μεταγενέστερα τέθηκε σε κυκλοφορία άλλο τελειότερο.. 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο το προϊόν παρέχει την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις και ιδίως η εξωτερική εμφάνιση, η ευλόγως αναμενόμενη χρησιμοποίηση και ο χρόνος θέσεως του προϊόντος σε κυκλοφορία. 

Τρόπο παρουσίασης του προϊόντος (ή διαφορετική εξωτερική εμφάνιση του προϊόντος) αποτελούν και οι ενδείξεις κινδύνου και πρόληψης, οι οδηγίες ασφαλούς χρήσης, οι κάθε είδους ανακοινώσεις που δημιουργούν στους αγοραστές του προϊόντος συγκεκριμένες προσδοκίες, όσον αφορά την παρεχόμενη ασφάλεια κ.λπ. 

Ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό ή μη ελαττωματικότητας του προϊόντος θα πρέπει να δίδεται στις οδηγίες χρήσης ή προφύλαξης με τις οποίες συνοδεύει το προϊόν ο παραγωγός, οι οποίες πρέπει να είναι εύκολα κατανοητές, σαφείς και πλήρεις. 

Εξάλλου ως εύλογα αναμενόμενη χρησιμοποίηση του προϊόντος νοείται η αντικειμενικά αναμενόμενη χρησιμοποίησή του, δηλαδή η κοινωνικά πρόσφορη ή πιθανή και όχι μόνο η χρησιμοποίηση που είναι σύμφωνη με τον προορισμό του.

Συνεπώς ο παραγωγός οφείλει να υπολογίζει και το ενδεχόμενο λανθασμένης χρήσης του πράγματος, όχι όμως και κατάχρησής του. 

Ασφαλές Προϊόν

Ασφαλές θεωρείται το προϊόν το οποίο, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας της και της θέσης αυτού σε λειτουργία, της εγκατάστασής του και των αναγκών συντήρησής του, ή δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει κινδύνους ήσσονος σημασίας, που είναι συνυφασμένοι με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των ακόλουθων στοιχείων:

  • των χαρακτηριστικών του προϊόντος και ιδίως της σύνθεσης, της συσκευασίας, των οδηγιών συναρμολόγησης, της εγκατάστασης και της συντήρησής του,
  • των επιπτώσεων που έχει το προϊόν σε άλλα προϊόντα, εφόσον, ευλόγως, μπορεί να προβλεφθεί ότι το προϊόν αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα,
  • της παρουσίασης του προϊόντος, της επισήμανσής του, των προειδοποιήσεων κινδύνου και των οδηγιών χρήσης και διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας ή πληροφορίας σχετικής με το προϊόν,
  • των κατηγοριών καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω της χρησιμοποίησης του προϊόντος, ιδίως των ανηλίκων και των ηλικιωμένων.

Ρητά προβλέπεται ότι η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή προμήθειας άλλων προϊόντων, χαμηλότερης επικινδυνότητας, δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως μη ασφαλούς ή επικινδύνου.

Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού προϊόντος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. 

Έννοια Παραγωγού

Ο παραπάνω Νόμος ορίζει ευρύτατα την έννοια του παραγωγού (του ευθυνόμενου δηλαδή προς αποζημίωση) και περιλαμβάνει όχι μόνο τον πραγματικό παραγωγό, αλλά και άλλα πρόσωπα, που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και διανομής, καθώς απώτερος σκοπός του νομοθέτη ήταν να μπορεί ο ζημιωθείς σε κάθε περίπτωση να βρει κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο, προς το οποίο να είναι δυνατόν να προβάλει της αξιώσεις του. 

Ειδικότερα ορίζεται ότι ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα.

Επίσης, ευθύνεται όπως ο παραγωγός και κάθε πρόσωπο το οποίο εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας.

Στην έννοια του πραγματικού παραγωγού, δηλαδή του προσώπου – φυσικού ή νομικού – στην κατασκευαστική δραστηριότητα του οποίου αποδίδεται το προϊόν, υπάγονται ο παραγωγός του τελικού προϊόντος, ο παραγωγής της πρώτης ύλης και ο παραγωγός συστατικού μέρους που ενσωματώθηκε στο τελικό προϊόν. 

Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, σε αγορά αυτοκινήτου κρίθηκε ότι και ο διανομέας θεωρείται “παραγωγός”.

Τέλος, ο Νομος θέλοντας να προστατεύσει πλήρως τον καταναλωτή σε περίπτωση όπου η ανεύρεση του παραγωγού είναι δυσχερής προβλέπει πως όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θεωρείται παραγωγός, εκτός αν μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν.

Ευθύνη Παραγωγού

Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 του άνω νόμου. 

Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του.

Απορρέει έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των παραγωγών προμηθευτών.

Ο παραγωγός του τελικού προϊόντος ευθύνεται για όλα τα ελαττώματα τα οποία παρουσιάζει το προϊόν, ακόμη και όταν το ελάττωμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή στην παραγωγική διαδικασία, αλλά βαρύνει τμήμα του προϊόντος προερχόμενο από άλλο επιχειρηματία, από τον οποίο το παρήγγειλε και το προμηθεύτηκε. 

Αντιθέτως, ο παραγωγός συστατικού πράγματος ευθύνεται κατά τις διατάξεις του νόμου υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το ελάττωμα που προκάλεσε τη ζημία εκπορεύεται από το συγκεκριμένο συστατικό μέρος πράγματος. 

Η ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων (ΑΠ 891/2013). 

Βάρος Απόδειξης
Βάρος Απόδειξης Καταναλωτή

Ο ενάγων, δηλαδή ο καταναλωτής, έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης

Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. 

Γίνεται έτσι δεκτό, με ανάλογη εφαρμογή του αρθ. 925 ΑΚ, που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται (αρθ. 71 και 922 ΑΚ). 

Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΕφΑθ 47/2006). 

Βάρος Απόδειξης Παραγωγού

Αντίθετα, για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιούμενων προσώπων, πρέπει αυτοί να επικαλεστούν και να αποδείξουν την συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητάς τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική. 

Τέλος, η ζημία, που κατά το χρόνο αυτό πρέπει να αποκατασταθεί, περιορίζεται στο θάνατο και τη σωματική βλάβη προσώπων, καθώς επίσης και στη βλάβη η καταστροφή κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος, εφόσον τούτο προοριζόταν κατά τη φύση του και πράγματι από τον ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση. 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά στην ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα .

Πρόωρη Αποχώρηση Μισθωτή Από Το Μίσθιο – Δικαιώματα Μερών

Η πρόωρη αποχώρηση του μισθωτή από το μίσθιο, ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Ο κανόνας είναι ότι στη σύμβαση μίσθωσης, σε περίπτωση πρόωρης αποχώρησης του μισθωτή, ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει όλα τα μισθώματα μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, ενώ ο εκμισθωτής οφείλει να προχωρήσει σε προσπάθεια ανεύρεσης νέου μισθωτή. Ταυτόχρονα, ερευνάται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα.

Κατά δε το άρθρο 596 ΑΚ ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο.

Έχει δικαίωμα όμως να αφαιρέσει από το μίσθωμα καθετί που ωφελήθηκε ο εκμισθωτής χρησιμοποιώντας το μίσθιο με άλλο τρόπο, ακόμη και ό,τι δολίως ή από αμέλεια αυτός δεν ωφελήθηκε, παραλείποντας την εκμετάλλευση του μισθίου με άλλο τρόπο ή καταχρηστικά.

Δικαιώματα Εκμισθωτή

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι επί μίσθωσης ορισμένης διάρκειας ο μισθωτής, στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου, υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα στο μισθωτή, και αν ακόμη αδυνατεί από λόγους που αφορούν τον ίδιο ή δεν θέλει να κάνει χρήση του μισθίου.

Έτσι, αν ο μισθωτής εγκαταλείψει το μίσθιο πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου χωρίς νόμιμο ή συμβατικό δικαίωμα, η μίσθωση δεν λύνεται και ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα για ολόκληρο το μέχρι τη λήξη υπόλοιπο χρόνο της μίσθωσης, έστω και αν δεν κάνει χρήση του μισθίου για λόγους που αφορούν τον ίδιο, ή δεν οφείλει κανένα μίσθωμα κατά το χρόνο της εγκατάλειψης του μισθίου (ΑΠ 1730/2013).

Επιπλέον, η εγγύηση η οποία δόθηκε κατά την έναρξη της μίσθωσης, η οποία αποτελεί εγγυοδοσία και ειδικότερα προκαταβολή έναντι ενδεχόμενου μελλοντικού χρέους του μισθωτή, δεν επιστρέφεται.

Δικαιώματα Μισθωτή

Περαιτέρω, όταν ο εκμισθωτής αρνείται ή παραλείπει να εκμισθώσει το μίσθιο μετά την αποχώρηση του μισθωτή σε ορισμένο ενδιαφερόμενο προς τούτο πρόσωπο, παρότι η εκμίσθωσή του είναι ευχερής, ευθύνεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ, ως καταχρώμενος το δικαίωμά του, αφού η άρνησή του αυτή αντίκειται στην καλή πίστη.

Ακόμη, το πιο πάνω δικαίωμα του εκμισθωτή υπόκειται και στον κανόνα του άρθρου 300 ΑΚ, αφού ο εκμισθωτής έχει συντελέσει με τη συμπεριφορά του στην επέλευση της ζημίας του και στην έκταση αυτής, παραλείποντας να αποτρέψει ή να περιορίσει αυτή με την εκμίσθωση του ακινήτου του μετά την πρόωρη αποχώρηση του μισθωτή του (ΜονΠρΘηβ 231/2017).

Δεν υπάρχει όμως κατάχρηση δικαιώματος, κατά τα ανωτέρω, στην περίπτωση που ο εκμισθωτής αμέσως μετά την οικειοθελή πρόωρη αποχώρηση του μισθωτή και χωρίς να περάσει εύλογος χρόνος επιμελήθηκε και εκμίσθωσε σε τρίτον το μίσθιο και ζητεί τα οφειλόμενα μισθώματα μέχρι την εκμίσθωσή ή τις διαφορές των μισθωμάτων, όταν το εκμίσθωσε με μικρότερο μίσθωμα (ΑΠ 1330/2020).

Σπουδαίος Λόγος

Ο μισθωτής απαλλάσσεται από το μίσθωμα εάν καταγγείλει τη μίσθωση για σπουδαίο λόγο, που, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 588, 672 και 766 ΑΚ, συντρέχει όταν δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η μίσθωση ή όταν η συνέχιση της είναι υπέρμετρα δυσβάστακτη γι’ αυτόν. Η συνδρομή ή μη σπουδαίου λόγου αξιολογείται με κριτήρια αντικειμενικά, δεν απαιτείται δηλαδή καταρχήν πταίσμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία.

Επιβάλλεται, λοιπόν, να γίνει δεκτό ότι σπουδαίος λόγος συντρέχει στις περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καθιστούν την εξακολούθηση της μίσθωσης για το συμβαλλόμενο που την καταγγέλλει μη αξιώσιμη, σύμφωνα με την καλή πίστη. Έχει κριθεί, για παράδειγμα, ότι η συνταξιοδότηση δημοσίου λειτουργού ο οποίος, λόγω της υπηρεσίας του, διέμενε σε τόπο διαφορετικό της κατοικίας του, αποτελεί σπουδαίο λόγο λύσης και καταγγελίας της μίσθωσης.

Τα πραγματικά δε περιστατικά που συνθέτουν τον σπουδαίο λόγο δεν είναι απαραίτητο να αφορούν μόνο εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία δηλαδή να αφορούν το πρόσωπο του ή να εμπίπτουν στη σφαίρα των κινδύνων του χωρίς, όμως, να απαιτείται και πταίσμα αυτού – αλλά, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναφέρονται και στη σφαίρα συμφερόντων του καταγγέλλοντος, ή και μόνον του καταγγέλλοντος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του και τούτο διότι κατά γενική αρχή του δικαίου, κανείς δεν μπορεί να αποκομίσει ωφελήματα από την παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά του ή από δικό του πταίσμα (ΑΠ 208/2018).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την πρόωρη αποχώρηση μισθωτή από το μίσθιο.

Δικαίωμα Οίκησης Σε Περίπτωση Κατάσχεσης & Πλειστηριασμού

Δικαίωμα Οίκησης” αποτελεί το περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα ουσίας και συγκεκριμένα προσωπική δουλεία, η οποία παρέχει στο δικαιούχο της το αποκλειστικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί προς κατοικία ξένη οικοδομή ή διαμέρισμα αυτής (1183 ΑΚ).

Ο δικαιούχος της οίκησης δικαιούται να νέμεται το πράγμα, διάνοια δικαιούχου δουλείας, έναντι του κυρίου αλλά και παντός τρίτου, ενώ η νομή του κυρίου ασκείται διά του δικαιούχου της δουλείας.

Επομένως, πρόκειται για δικαίωμα αυστηρά προσωποπαγές, αμεταβίβαστο, ακληρονόμητο και ως προς την άσκησή του αδιαίρετο, ακόμη και αν στη συστατική πράξη προβλέπεται η μεταβίβαση ή η κληρονομία. Τούτο αποτελεί και τη βασική διαφορά του με την επικαρπία.

Ως εκ τούτου, το δικαίωμα οίκησης δεν μπορεί να κατασχεθεί ή να υποθηκευτεί.

Ως εμπράγματο δικαίωμα η οίκηση διέπεται από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας.

Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας ορίζει ότι σε περίπτωση που στο ίδιο πράγμα συρρέουν περισσότερα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, η ικανοποίηση των δανειστών καθορίζεται με βάση το χρόνο σύστασης των εμπράγματων ασφαλειών, ήτοι οι προγενέστερες ικανοποιούνται πρώτες (ΑΠ 1276/2007).

Ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας εφαρμόζεται και όταν συγκρούονται δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας με άλλα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα (“δουλείες“), οπότε προηγείται και πάλι αυτό που συστάθηκε πρώτα.

ΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΗ

Με βάση την παραπάνω αρχή αντιμετωπίζεται το ζήτημα της συνάντησης στο ίδιο ακίνητο της οίκησης με δικαίωμα υποθήκης. Έτσι, γίνεται πάγια δεκτό ότι αν ο κύριος βεβαρημένου με υποθήκη ακινήτου παραχωρήσει στο ίδιο ακίνητο οίκηση υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή ή τρίτου, η μεταγενέστερη οίκηση δεν επηρεάζει την τύχη της υποθήκης. Αυτό σημαίνει ότι, αν καταλήξει σε πλειστηριασμό το βεβαρημένο ακίνητο, ο υπερθεματιστής το αποκτά ελεύθερο από κάθε βάρος.

Αντίστροφα, αν προηγηθεί σύσταση οίκησης και ακολουθήσει σύσταση υποθήκης, στο ίδιο ακίνητο, υπέρ του δικαιούχου οίκησης ή τρίτου, η υποθήκη καταλαμβάνει το ακίνητο όπως είναι βεβαρημένο. Εκτείνεται, δηλαδή, μόνο στην περιορισμένη, κατά τις εξουσίες που αποτελούν το περιεχόμενο της οίκησης, κυριότητα.

Πλειστηριασμός Ενυπόθηκου Ακινήτου Με Δικαίωμα Οίκησης

Αν πλειστηριαστεί το ακίνητο, ο υπερθεματιστής το αποκτά βεβαρημένο με την οίκηση. Η δικαιολογική βάση της ως άνω διάκρισης ειδικά όσον αφορά τον πλειστηριασμό του ενυπόθηκου είναι η εξής:

Κατά την αναγκαστική εκτέλεση επί ενυπόθηκου ακινήτου εκδηλώνεται έντονα η φύση της υποθήκης ως εμπραγμάτου δικαιώματος αξίας. Ο ενυπόθηκος δανειστής έχει την εκ του δικαιώματος της υποθήκης απορρέουσα αξίωση προς προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης του από την αξία του ενυπόθηκου.

Η αξίωση δε αυτή, ως απορρέουσα από εμπράγματο δικαίωμα, στρέφεται κατά του εκάστοτε κυρίου του ενυπόθηκου, των εχόντων μεταγενέστερο εμπράγματο δικαίωμα επ` αυτού, των λοιπών δανειστών του ενυπόθηκου οφειλέτη κλπ.

Περαιτέρω, ενώ επί του συνήθους πλειστηριασμού ο υπερθεματιστής αποκτά το πλειστηριαζόμενο σε όποια νομική και πραγματική κατάσταση αυτό βρίσκεται στον καθ` ου η αναγκαστική εκτέλεση οφειλέτη, επί του πλειστηριασμού ενυπόθηκου ο υπερθεματιστής αποκτά αυτό σε όποια νομική και πραγματική κατάσταση καταλαμβάνεται από το δικαίωμα της υποθήκης.

Επομένως, τα μεταγενέστερα της εγγραφής της υποθήκης εμπράγματα δικαιώματα επί του ενυπόθηκου θίγονται από την εξουσία διαθέσεως του ενυπόθηκου δανειστή, καθόσον η υποθήκη καταλαμβάνει το ενυπόθηκο ελεύθερο των μετά την εγγραφή αυτής επί του ενυπόθηκου κτηθέντων περιορισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων και αντίστροφα: τα προγενέστερα της εγγραφής της υποθήκης εμπράγματα δικαιώματα επί του ενυπόθηκου δεν θίγονται από την εξουσία διαθέσεως του ενυπόθηκου δανειστή, καθότι η υποθήκη καταλαμβάνει το ενυπόθηκο βεβαρημένο διά των προ της εγγραφής αστής επί του ενυπόθηκου κτηθέντων περιορισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων.

Συνεπώς, ο υπερθεματιστής αποκτά το ενυπόθηκο ελεύθερο μεν των μετά την εγγραφή της υποθήκης επ’ αυτού κτηθέντων περιορισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων, βεβαρημένο δε διά των προ της εγγραφής της υποθήκης υφιστάμενων επί του ενυπόθηκου περιορισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων (ad hoc 21912/2002 ΜονΠρΘεσαλ).

ΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Η ίδια λύση γίνεται δεκτή και όταν συναντάται η οίκηση ή άλλο περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα όπως σε περίπτωση προσημείωση υποθήκης.

Πράγματι, η προσημείωση υποθήκης αποτελεί κατά την κρατούσα γνώμη υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση, δηλαδή η προσημείωση χορηγεί δικαίωμα προτίμησης για την απόκτηση υποθήκης υπό την διπλή αναβλητική αίρεση αφενός μεν της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης και αφετέρου της τροπής σε υποθήκη εντός της προθεσμίας του άρθρου 1323 ΑΚ.

Η καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επιφέρει απόσβεση της υποθήκης ή προσημείωσης που υπάρχει επάνω στο ακίνητο η οποία δικαιολογείται από την φύση της υποθήκης και της προσημείωσης ως εμπραγμάτων δικαιωμάτων αξίας που στερούνται λόγο ύπαρξης μετά τον πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου.

Συνεπώς, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης επί του βεβαρημένου ακινήτου χρονικό σημείο μέχρι του οποίου μπορεί να γίνει τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, να πληρωθεί δηλαδή η πρώτη εκ των αναβλητικών αιρέσεων υπό τις οποίες τελεί η προσημείωση, είναι αυτό της καταβολής του πλειστηριάσματος.

Από το χρονικό αυτό σημείο και μετά η πλήρωση της αίρεσης αυτής καθίσταται εκ του νόμου πλέον αδύνατη. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η προσημείωση καθίσταται ανενεργός.

Το δικαίωμα της προσημείωσης ως δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας αποσβέννυται μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος ως βάρος του πράγματος, οι εξουσίες όμως που πηγάζουν από το δικαίωμα αστό ως δικαίωμα επί της αξίας του βεβαρημένου πράγματος κατευθύνονται πλέον στην αξία του πράγματος, δηλαδή στο πλειστηρίασμα.

Έτσι, όπως γίνεται πάγια δεκτό, μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος και εφόσον η προσημείωση δεν έχει τραπεί σε υποθήκη, διατηρείται μόνο η δεύτερη καθαρά ουσιαστικού δικαίου αίρεση, δηλαδή αυτή της τελεσίδικης επιδίκασης της ασφάλιζόμενης απαίτησης, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται η εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης απαίτηση, όπως και η ασφαλισμένη με την υποθήκη απαίτηση, προνομιακά μεν, δηλαδή κατά τη σειρά εγγραφής της προσημείωσης, αλλά τυχαία, δηλαδή υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης.

Εξάλλου, γίνεται πλέον δεκτό ότι και ο προσημειούχος δανειστής, εφόσον διαθέτει υπέρ της απαιτήσεως του τίτλο εκτελεστό, μπορεί να επισπεύσει κατάσχεση και πλειστηριασμό του βεβαρημένου ακινήτου κατά του τρίτου κυρίου ή νομέα πριν από τη μετατροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, αν δε κατά το χρόνο της κατάταξης η προσημείωση δεν έχει μετατραπεί σε υποθήκη, ο προσημειούχος δανειστής θα καταταγεί τυχαία.

Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι τόσο από άποψη ουσιαστικού όσο και από άποψη δικονομικού δικαίου η μεταχείριση της προσημείωσης υποθήκης είναι αντίστοιχη με αυτή της υποθήκης.

Χαρακτηριστικά, το άρθρο 41 του ΕισΝΚΠολΔ ορίζει ότι οι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην προσημείωση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού ακινήτου επί του οποίου υπάρχει εγγεγραμμένη προσημείωση υποθήκης, ανεξάρτητα από το αν την αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδει ο προσημειούχος ή άλλος δανειστής του καθού η εκτέλεση, ο υπερθεματιστής αποκτά το ακίνητο ελεύθερο των μεταγενέστερων της εγγραφής της προσημείωσης περιορισμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Δικαίωμα Οίκησης.

Άκυρες, Ακυρώσιμες, Ανυπόστατες Αποφάσεις Ανώνυμης Εταιρείας

ΑΚΥΡΕΣ, ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ & ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ

Σύμφωνα με το Ν. 4548/2018, οι ελαττωματικές αποφάσεις της Γ.Σ. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: 

  • τις άκυρες (άρθρ. 138),
  • τις ακυρώσιμες (άρθρ. 137),
  • τις ανυπόστατες (άρθρ. 139 & 140 ).
Άκυρες Αποφάσεις  Γενικής Συνέλευσης

Άκυρες είναι οι αποφάσεις της ΓΣ αν δεν υπήρξε σύγκληση του οργάνου, ήτοι νόμιμη πρόσκληση και συνεδρίαση ή αν το περιεχόμενο της απόφασης είναι αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό της εταιρείας.

Θεωρείται ότι συγκλήθηκε νόμιμα η γενική συνέλευση αν υπήρξε πρόσκλησή της προερχόμενη από την εταιρεία και περιέχουσα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της γενικής συνέλευσης και η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε κατά τον νόμο και το καταστατικό.

Ενεργητική Νομιμοποίηση

Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον. Επίσης, η ακυρότητα μπορεί να ληφθεί και αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο εντός της ετήσιας προθεσμίας. 

Η προβολή ακυρότητας εκ μέρους μετόχου λόγω έλλειψης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης δεν είναι επιτρεπτή, αν ο μέτοχος αυτός μεταγενέστερα δήλωσε προς την εταιρεία εγγράφως ή με δήλωσή του στα πρακτικά, ότι η γενική συνέλευση συνεδρίασε νομίμως.

Προθεσμία

Ο νόμος προβλέπει αποκλειστική προθεσμία ενός έτους, η οποία άρχεται από τη λήψη της απόφασης ή την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ, αν αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα. 

Δημοσιότητα

Η αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας απόφασης της γενικής συνέλευσης, που έχει καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ., η δικαστική απόφαση παντός βαθμού δικαιοδοσίας που αναγνωρίζει την ακυρότητά της και η δικαστική απόφαση με την οποία διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα ή αναστέλλεται η ισχύς της υποβάλλονται σε δημοσιότητα.

Ακυρώσιμες Αποφάσεις Γενικής Συνέλευσης

Ακυρώσιμες είναι οι αποφάσεις ΓΣ μιας ΑΕ όταν λήφθηκαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό.

Επομένως, δεν μπορεί να ζητηθεί ακύρωση αν η απόφαση έρχεται σε αντίθεση με εσωτερικό κανονισμό. Ειδικότερο ζήτημα υπάρχει αν η απόφαση έρχεται σε αντίθεση με εξωεταιρική συμφωνία

Περαιτέρω, ακυρώσιμη είναι η απόφαση όταν λήφθηκε: 

  • χωρίς να παρασχεθούν πληροφορίες για τις υποθέσεις της εταιρείας, στο μέτρο που αυτές είναι σχετικές με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, 
  • όταν η εξουσία της πλειοψηφίας ασκήθηκε καταχρηστικά και 
  • όταν πρόκειται παραβίαση επουσιωδών διατάξεων για τη λήψη απόφασης ΓΣ χωρίς συνεδρίαση.

Εξάλλου, αποκλείεται ρητώς η ακυρωσία σε περίπτωση:

  • συμμετοχής προσώπων στη Γ.Σ. που δεν είχαν δικαίωμα και η συμμετοχή τους δεν ήταν αποφασιστική για την απαρτία ή η ψήφος για την πλειοψηφία, 
  • ακυρότητας ή ακυρωσίας επιμέρους ψήφων που δεν ήταν αποφασιστικές για την πλειοψηφία, 
  • αοριστιών ή πλημμελειών του πρακτικού, εκτός αν άπτονται της διάγνωσης του περιεχομένου της απόφασης, 
  • ελαττώματος στην απόφαση ΔΣ για σύγκληση ΓΣ, εκτός αν επέφερε μη έγκαιρη και επαρκή πληροφόρηση μετόχων και
  • που δεν τηρήθηκαν ή τηρήθηκαν πλημμελώς οι διατάξεις για την αποστολή email για επικείμενες ΓΣ , για τη θέση στη διάθεση των μετόχων πρόκλησης για σύγκληση ΓΣ, αριθμού μετοχών, εντύπων και επιπλέον πληροφοριών των εταιριών που οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.

Επίσης, δεν υπάρχει νόμιμη βάση ακύρωσης για αποφάσεις που επικυρώθηκαν με νεότερη απόφαση της ΓΣ. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, εξακολουθεί να υφίσταται δικαίωμα αποζημίωσης στους ζημιωθέντες.

Τέλος, η αγωγή ακύρωσης δικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας και στρέφεται κατά της εταιρείας.

Ενεργητική Νομιμοποίηση

Την ακύρωση μπορεί να ζητήσει οποιοσδήποτε μέτοχος κατέχει το 2% των μετοχών του κεφαλαίου, εφόσον δεν παρέστη στη συνέλευση ή αντιτάχθηκε στην απόφαση, καθώς και κάθε μέλος του Δ.Σ. ξεχωριστά. 

Μέτοχοι που δεν μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση, επειδή δεν έχουν το απαιτούμενο ποσοστό μετοχών, μπορούν να αξιώσουν από την εταιρεία αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν. Αξίωση αποζημίωσης έχουν οι μέτοχοι και αν ακόμη η απόφαση ακυρώθηκε. 

Προθεσμία

Προβλέπεται εκ του νόμου αποκλειστική προθεσμία 4 μηνών, η οποία άρχεται από τη λήψη της απόφασης ή την καταχώρισή της στο Γ.Ε.ΜΗ, αν αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα. 

Δημοσιότητα

Τέλος, η άσκηση της αγωγής ακύρωσης καθώς και η δικαστική απόφαση που ακυρώνει την απόφαση της Γ.Σ. υποβάλλεται σε δημοσιότητα και ισχύει έναντι όλων. Προστατεύονται όμως οι καλόπιστοι τρίτοι με ρητή διάταξη, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε το ελάττωμα της απόφασης.

Ανυπόστατες Αποφάσεις Γενικής Συνέλευσης

Ανυπόστατες είναι οι αποφάσεις ΓΣ μιας ΑΕ όταν στη ψηφοφορία συμμετέχουν πρόσωπα, τα οποία στο σύνολό τους:

  • δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή 
  • είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα.

Επίσης, στην περίπτωση προσυπογραφής πρακτικού χωρίς συνεδρίαση, η απόφαση είναι ανυπόστατη, αν η κατάρτιση και η υπογραφή πρακτικού δεν έλαβε χώρα από όλους τους μετόχους.

ΑΚΥΡΕΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΩΣΙΜΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 

Άκυρες είναι οι αποφάσεις του ΔΣ μιας ΑΕ όταν το περιεχόμενό τους αντίκειται στο νόμο, στα χρηστά ήθη ή στο καταστατικό.

Αντίθετα, η λήψη απόφασης με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο και το καταστατικό, δεν είναι άκυρες εφόσον η απόφαση αυτή λήφθηκε από όλα τα μέλη του ΔΣ με ομοφωνία.

Εξάλλου, άλλες διατάξεις του νόμου δεν απαιτούν ομοφωνία στην απόφαση για να θεραπευτεί η πλημμέλεια αλλά αρκεί και απλή συμμετοχή των μελών χωρίς κανένα από αυτά να αντιλέξει. Τέτοιες είναι οι αποφάσεις:

  • συνεδρίασης του ΔΣ εκτός της έδρας του
  • η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του ΔΣ ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση

Επίσης, προβλέπεται ακυρότητα και ακυρωσία των αποφάσεων του Δ.Σ. κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τη Γενική Συνέλευση. Οι περιπτώσεις αυτές είναι: 

  • περιορισμός ή αποκλεισμός του δικαιώματος προτίμησης, 
  • έκδοση τίτλων κτήσης μετοχών, 
  • ομολογιακό δάνειο, 
  • αύξηση κεφαλαίου,
  • τροποποίηση καταστατικού από το Δ.Σ. και
  • απορρόφηση της ανώνυμης εταιρίας. 

Στις περιπτώσεις αυτές θα πρόκειται για παράδειγμα για άκυρη απόφαση αν δεν υπήρξε σύγκληση του Δ.Σ., ενώ για ακυρώσιμη αν συμμετείχαν πρόσωπα που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό και η συμμετοχή αυτή ήταν αποφασιστική για την επίτευξη απαρτίας ή πλειοψηφίας.

Αντίθετα ο νόμος αποκλείει ρητά ως λόγο ακυρότητας ή ακυρωσίας την κατάχρηση της εξουσίας πλειοψηφίας (λόγος που προβλέπεται για τη Γ.Σ.).

Τέλος, οι άκυρες και ακυρώσιμες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με  ρητή διάταξη (κατ’ εφαρμογή των οδηγιών 2009/101 και 2017/1132) αλλά και πάγια νομολογία (ενδεικτικά: ΑΠ 2034/2022) δεν μπορούν να αντιταχθούν έναντι τρίτων για πράξεις καθ’ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή για περιορισμούς της εξουσίας του Δ.Σ.

Ενεργητική Νομιμοποίηση

Την ακυρότητα μπορούν να επικαλεστούν τα μέλη του Δ.Σ. αλλά και τρίτοι, μέτοχοι ή μη, αν έχουν προσωπικό και ειδικό έννομο συμφέρον. 

Προθεσμία

Ο νόμος θέτει αποκλειστική προθεσμία 6 μηνών, η οποία άρχεται από την καταχώρηση της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ., για όσες αποφάσεις υποβάλλονται σε δημοσιότητα, άλλως από την καταχώρηση στο βιβλίο πρακτικών.

Δημοσιότητα

Η απόφαση του δικαστηρίου που αναγνωρίζει την ακυρότητα ή κηρύσσει την ακυρωσία υπόκειται σε δημοσιότητα, αν η απόφαση του ΔΣ της οποίας η ακυρότητα αναγνωρίστηκε δικαστικά υπέκειτο σε δημοσιότητα.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις ελαττωματικές αποφάσεις των οργάνων της Ανώνυμης Εταιρείας.

Σύμβαση Ανεξάρτητων Υπηρεσιών Και Εξαρτημένης Εργασίας

Σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του.

Η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών είναι ενοχική σύμβαση, αμφοτεροβαρής κατά την οποία ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει με δική του πρωτοβουλία και κατά τρόπο ανεξάρτητο τις υπηρεσίες του, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη συμφωνημένη αμοιβή.

Αντίθετα, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές.

Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. 

Κριτήρια Διάκρισης

Δηλαδή, βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι :

  • ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης,
  • η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και
  • το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του (ΑΠ 522/2022).

Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε.

Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά.

Επομένως, εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.

Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ’ αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών.

Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών.

Δικαιοδοτική Λειτουργία

Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε (και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου), δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός).

Τούτο διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/2001).

Εξάλλου, η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού, από το δικαστήριο, της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, έργου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 και 3/2021), αφορά δε το διοικητικό και εργατοτεχνικό προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη Σύμβαση Ανεξάρτητων Υπηρεσιών και τη Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας.

Οι Λόγοι Λύσης Της Ανώνυμης Εταιρείας

Οι λόγοι λύσης της ανώνυμης εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 164 του Ν. 4548/2018, είναι:

  • η πάροδος του χρόνου διάρκειάς της που ορίζει το καταστατικό,
  • η απόφαση της γενικής συνέλευσης (που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία),
  • η κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση και
  • η δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση των μετόχων ή από οιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 45 του παραπάνω νόμου, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας αν διατάξει εξαγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία και αυτή δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία.

Λύση Της Εταιρείας Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Των Μετόχων.

Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το 1/3 τουλάχιστον του καταβεβλημέ­νου κεφαλαίου, αν υφίσταται προς τούτο σπουδαίος λόγος, που, κατά τρόπο προφανή και μόνιμο, καθιστά τη συνέχιση της εταιρείας αδύνατη. Σπουδαίος λόγος υφίσταται, ιδίως, αν, λόγω ίσων συμμετοχών στην εταιρεία, η εκλογή διοικητικού συμβουλίου είναι αδύνατη ή η εταιρεία δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία και τους μετόχους εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, ιδίως μέσω εξαγοράς μετοχών μεταξύ των μετόχων, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι 2 έως 4 μήνες. Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων.

Μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/3 τουλάχιστον του κεφαλαίου, μπορούν να παρέμβουν στη σχετική δίκη και να ζητήσουν την εξαγορά από αυτούς του συνόλου των μετοχών του αιτούντος ή των αιτούντων. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο διατάσσει την εξαγορά και ορίζει και το αντάλλαγμα, που πρέπει να είναι δίκαιο και να ανταποκρίνεται στην αξία των με­τοχών αυτών, καθώς και τους όρους καταβολής του. Για τον προσδιορισμό της αξίας, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. Η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που πιθανολογείται ότι θα λάβουν οι ενάγοντες σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας, το οποίο το δικαστήριο μπορεί να προσαυξήσει μέχρι 20%.

Το παραπάνω, ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αγωγής (ΑΠ 337/2021)

Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη λύση της εταιρείας αν η διατασσόμενη εξαγορά δεν ολοκληρωθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία, εξαιτίας πταίσματος του υπόχρεου σε εξαγορά.

Δικονομικά – Ερμηνεία

Η λύση της εταιρείας αποτελεί το έσχατο μέσο, το οποίο τελεσφορεί όταν είναι ο μοναδικός αντιμετώπισης της κρίσης στο εσωτερικό της εταιρείας.

Επομένως, αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι υφίσταται ηπιότερος τρόπος άρσης του επικαλούμενου λόγου λύσης, ο οποίος εναπόκειται στη βούληση των μετόχων, θα απορρίψει την αγωγή. Τέτοια ηπιότερα μέτρα, σύμφωνα με τη θεωρία, είναι καταστατικές προβλέψεις, όπως τα δικαιώματα «sell out» ή «buy or sell» κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, εφόσον υφίσταται εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης.

Εξάλλου, το δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ως σπουδαίος λόγος θεωρείται κάθε γεγονός που κινείται εκτός των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη το οποίο καθιστά για τον μέτοχο τη συνέχιση της ΑΕ μη ανεκτή και δυσβάσταχτη και σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Περαιτέρω, δεν αρκεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου αλλά αυτός θα πρέπει: 1. να καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της εταιρείας και μάλιστα 2. κατά τρόπο μόνιμο και 3. προφανή.

Αδύνατη θεωρείται η συνέχιση της επιχείρησης όταν προκαλείται αδυναμία λειτουργίας των εταιρικών οργάνων και η άσκηση των μετοχικών δικαιωμάτων καθίσταται αναποτελεσματική με αποτέλεσμα να ματαιώνεται η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού.

Μονιμότητα συντρέχει όταν τα γεγονότα που καθιστούν τη λειτουργία της εταιρείας αδύνατη έχουν διαρκή, οριστικό και μη αναστρέψιμο χαρακτήρα και δεν πρόκειται για μια παροδική κατάσταση.

Προφανής είναι η αδυναμία λειτουργίας η οποία εξωτερικεύεται και καθιστά αναμφισβήτητα σαφές, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι η συνέχιση της ΑΕ δεν είναι ανεκτή για τον μέτοχο.

Τέλος, αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου στην εταιρεία. Η απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ ενώ, με την ίδια δικαστική απόφαση, διορίζονται και οι εκκαθαριστές. Η απόφαση μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους με όλα τα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα, ακόμα και με τριτανακοπή.

Λύση Της Εταιρείας Με Δικαστική Απόφαση Ύστερα Από Αίτηση Του Έχοντος Έννομο Συμφέρον

Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον αν:

  • κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλή­θηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο, ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, και εξακολουθεί να είναι μη καταβεβλημένο κατά την υποβολή της αίτησης (μη καταβολή συντρέχει και στην περίπτωση όπου οι ιδρυτές επέλεξαν την τμηματική καταβολή του κεφαλαίου αλλά δεν κατέβαλαν το ¼ της ονομαστικής αξίας της κάθε μετοχής με ταυτόχρονη καταβολή του ελάχιστα προβλεπόμενου από τον νόμο μετοχικού κεφαλαίου),
  • η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο,
  • η εταιρεία δεν έχει υποβάλλει προς καταχώριση χρηματοοικονομικές καταστάσεις 2 τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση.

Σημειωτέο ότι το δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, παρέχει στην εταιρεία εύλογη προθεσμία για άρση των λόγων λύσης, εκτός αν αιτιολογημένα θεωρεί ότι το μέτρο αυτό είναι άσκοπο. Η προθεσμία μπορεί να είναι 2 έως 4 μήνες.

Αν παρασχεθεί η παραπάνω προθεσμία, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση των εταιρικών υποθέσεων. Συνήθη μέτρα είναι ο διορισμός προσωρινής διοίκησης, όταν υπάρχει έλλειψη διοίκησης ή σύγκρουση συμφερόντων των μελών του ΔΣ με την ΑΕ, καθώς και η χορήγηση δυνατότητας σύγκλησης ΓΣ σε ορισμένους μετόχους.

Δικονομικά – Ερμηνεία

Αιτιολογική βάση των παραπάνω αποτελεί η προστασία των συναλλαγών και των συναλλασσόμενων από κινδύνους, που παρουσιάζονται εαν ελλείψουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ίδρυσης ΑΕ.

Επομένως, τη δικαστική λύση της ΑΕ μπορεί να αιτηθεί κάθε τρίτος που θεμελιώνει έννομο συμφέρον. Σύμφωνα με τη θεωρία, έννομο συμφέρον θεμελιώνουν οι ελεγκτές της εταιρείας, το ΔΣ καθώς και οι δανειστές αυτής.

Ωστόσο, για να είναι βάσιμη η αγωγή του τρίτου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους άμεσο, ειδικό έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να είναι καθαρά οικονομικό ή ατομικό αλλά μπορεί να εξυπηρετεί ευρύτερους σκοπούς, όπως την προστασία των καταναλωτών ή των συναλλαγών.

Αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση κοινοποιείται επί ποινή απαραδέκτου στην εταιρεία, η οποία αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.

Η απόφαση που κηρύσσει τη λύση της εταιρείας είναι διαπλαστική, υποβάλλεται σε δημοσιότητα στο ΓΕΜΗ και ισχύει erga omnes, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τους λόγους λύσης της Ανώνυμης Εταιρείας.

Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων (Shareholders’ agreement – SHA)

Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων (Shareholders’ agreement – SHA) είναι η σύμβαση μεταξύ των μετόχων μιας Ανώνυμης Εταιρείας (ή μεταξύ των μετόχων και τρίτων ή και της ίδιας της εταιρίας), η οποία αφορά την εταιρική σχέση.

Σύμφωνα με τις 1123/2013 και 569/2007 ΠολΠρΑθ, «Υπό τον όρο συμφωνίες μεταξύ μετόχων ή εξωεταιρικές συμβάσεις νοούνται οι συμβάσεις μεταξύ των μελών μιας εταιρίας, στην περίπτωση της ανώνυμης εταιρίας μετόχων, οι οποίες αφορούν την ενάσκηση εταιρικών δικαιωμάτων, το status ή και το μέλλον της ίδιας της εταιρικής συμμετοχής ή ακόμα γενικότερα ρυθμίζουν σχέσεις των μετόχων προς την εταιρία (λ.χ. χρηματοδότηση, άσκηση επιχειρηματικής πολιτικής) ή σχέσεις της εταιρίας προς τρίτους».

Η Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων συνάπτεται όταν οι συμφωνίες που εμπεριέχονται σε αυτή, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος του καταστατικού της Α.Ε.. Τούτο, λόγω του αναγκαστικού χαρακτήρα των κανόνων που διέπουν το δίκαιο της Α.Ε., το οποίο καθορίζεται αυστηρώς από τον Νόμο.

Για το λόγο αυτό, οι παραπάνω αποφάσεις αναφέρουν ότι η Εξωεταιρικές Συμφωνίες «δεν αποτελούν τμήμα του εταιρικού μηχανισμού, όμως τον αφορούν, αν και δεν δύνανται να αποτελέσουν στοιχείο της ιδρυτικής πράξης ή του καταστατικού».

Για παράδειγμα, συμφωνία μεταξύ των μετόχων μιας Ανώνυμης Εταιρείας για τα Δικαιώματα Συμπαράσυρσης (Drag Along Right) και τα Δικαιώματα Προσκολλήσεως (Tag Along Right), κατά κανόνα, δεν μπορούν να αποτελέσουν καταστατικό όρο, μπορούν όμως να είναι το αντικείμενο μιας Εξωεταιρικής Συμφωνίας.

Νομική Φύση

Σύμφωνα με την παραπάνω νομολογία, η Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων συνάπτεται με σκοπό να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των συμβαλλομένων. Θεμελιώνεται νομικά στη γενική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361).

Μια Εξωεταιρική Συμφωνία έχει πάντοτε ενοχικό χαρακτήρα, ήτοι ενεργεί μόνον μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Ανάλογα με το περιεχόμενό της, μπορεί να υπάγεται στην έννοια της:

  • σύμβασης εντολής (πχ συμφωνία δέσμευσης ψήφου),
  • μίσθωσης έργου (πχ άσκησης έναντι αμοιβής του δικαιώματος ψήφου),
  • ανεξαρτήτων υπηρεσιών (πχ δέσμευση της ψήφου για κάθε ή για περισσότερες Γ.Σ.),
  • μεικτής σύμβασης,
  • Αστικής Εταιρείας (ΑΠ 1448/2014),

οπότε ανάλογα προσδιορίζεται και το δίκαιο που τη διέπει.

Σύμφωνα με την ΑΠ 1448/2014, οι Εξωεταιρικές Συμφωνίες, με τις οποίες οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρίας ρυθμίζουν σε ατομικό επίπεδο ζητήματα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία αυτής και καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους και με τρίτους ως προς την άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων τους, αποτελούν εκδήλωση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και είναι έγκυρες, εφόσον δεν αντίκεινται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, στις διατάξεις του οικείου καταστατικού και στις γενικές αρχές του δικαίου της ανώνυμης εταιρίας.

Οι εν λόγω συμφωνίες παράγουν ενοχικού χαρακτήρα έννομες συνέπειες, δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών ως μετόχων της Α.Ε. ή ως μελών του Δ.Σ., ούτε το κύρος των αποφάσεων του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. της Α.Ε., που έχουν τυχόν ληφθεί κατά παράβαση των εξωεταιρικών συμφωνιών, η υπαίτια μη τήρηση των οποίων θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης του αναίτιου εταίρου κατά τις σχετικές διατάξεις του ενοχικού δικαίου.

Σχέση Καταστατικού Και Εξωεταιρικής Συμφωνίας Μετόχων
Θεωρία

Παρότι υφίσταται αδιαμφισβήτητη ιεραρχική υπεροχή του καταστατικού έναντι μιας Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Εντούτοις η τελευταία συνυπάρχει με το καταστατικό και λειτουργεί, καταρχήν, ανεξάρτητα από αυτό.

Ζήτημα, ωστόσο, τίθεται όταν το Καταστατικό έρχεται σε σύγκρουση με την Εξωεταιρική Συμφωνία ή όταν, συνηθέστερα, μέτοχος παραβιάσει την τελευταία και ψηφίσει αντίθετα με αυτή.

Περαιτέρω, έχουν διατυπωθεί δύο βασικές αρχές για τη σχέση μεταξύ Καταστατικού Και Εξωεταιρικής Συμφωνίας Μετόχων:

Η αρχή του χωρισμού μεταξύ καταστατικού και Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Σύμφωνα με αυτή δεν επιτρέπεται καμία επιρροή της ενοχικής σφαίρας πάνω στην εταιρική σύμβαση. Η αυστηρά ενοχική φύση της Εξωεταιρικής Συμφωνίας, έχει ως αποτέλεσμα αυτή να παράγει έννομες συνέπειες μόνο αναφορικά με τις εσωτερικές σχέσεις των συμβαλλομένων.

Ταυτόχρονα, η παραβίασή τους έχει ως αποτέλεσμα να γεννάται αξίωση αποζημίωσης του συμβαλλομένου που ζημιώθηκε και όχι αξίωση για την εκτέλεση ή την ακύρωση κάποιας απόφασης που λήφθηκε στα πλαίσια της Γ.Σ.

Η αρχή της ενότητας μεταξύ καταστατικού και Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Σύμφωνα με αυτή τόσο το καταστατικό όσο και οι εξωεταιρικές συμφωνίες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας της ανώνυμης εταιρείας.

Με τη θεωρία αυτή η εταιρική πραγματικότητα διαμορφώνεται από κοινού τόσο από το καταστατικό όσο και από την Εξωεταιρική Συμφωνία των μετόχων της Α.Ε.

Νομολογία
Υπέρ της Αρχής Του Διαχωρισμού

Η νομολογία αναγνωρίζει παγίως ως κρατούσα την αρχή του χωρισμού ανάμεσα στο καταστατικό και τις εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων.

Σύμφωνα με την ΑΠ 1121/2006, νομολογήθηκε ότι «…η συμφωνία των μετόχων ισχύει μεταξύ των σε αυτή συμβληθέντων, μη έχουσα συνέπειες εταιρικού δικαίου και μη δεσμεύουσα τη μη συμβληθείσα σ’ αυτήν ανώνυμη εταιρία…».

Περαιτέρω, σύμφωνα με την 569/2007 ΠολΠρΑθ αποφασίστηκε ότι «οι εξωεταιρικές συμφωνίες έχουν ενοχικό πάντοτε χαρακτήρα, ήτοι ενεργούν μόνον μεταξύ των συμβαλλομένων μερών», ενώ στην 3265/1991 ΠολΠρΑθ έγινε δεκτό πως «Το γεγονός ότι μέτοχοι, μέλη μιας εξωεταιρικής ομάδος, προαποφάσισαν ή δεσμεύτηκαν να ψηφίσουν προς ορισμένη κατεύθυνση, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι καταργήθηκαν οι διατάξεις εκείνες του νόμου και του καταστατικού που καθορίζουν τις αποκλειστικές και κυριαρχικές αρμοδιότητες του Δ.Σ. και της Γ.Σ. διότι, ανεξάρτητα από τις ενοχικής φύσεως δεσμεύσεις που δημιουργούνται μεταξύ των μελών της εξωεταιρικής ομάδος η Γ.Σ. και το Δ.Σ. δεν δεσμεύονται να ψηφίσουν προς την ίδια κατεύθυνση».

Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω κρατούσα νομολογία, η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας συναφθείσας ακόμα και από το σύνολο των μετόχων μιας ανώνυμης εταιρείας δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας της αποφάσεως που λαμβάνεται από το εταιρικό όργανο του νομικού προσώπου.

Τούτο διότι μια τέτοια ενοχική συμφωνία δεν αναπτύσσει εταιρικού δικαίου συνέπειες, δεσμεύοντας μόνο τους συμβαλλόμενους και μη αναπτύσσοντας τριενέργεια σε βάρος της μη συμβληθείσας ανώνυμης εταιρείας.

Η τυχόν υιοθέτηση της αντίθετης άποψης, θα προσέδιδε «οιονεί» καταστατική ισχύ στην ενοχική σύμβαση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αυτό, παρακάμπτοντας βασικές δομικές αρχές του ισχύοντος δικαίου.

Υπέρ της Αρχής Της Ενότητας

Αντιθέτως, σύμφωνα με την με αρ. 5723/2006 ΠολΠρΑθ, «…δεν αποτελεί μια απλή εξωεταιρική συμφωνία μεταξύ μετόχων μιας ανώνυμης εταιρίας, δήθεν μη δεσμευτική για την εναγόμενη (εταιρία) και τα εταιρικά όργανά της, … διότι, υπό τις περιστάσεις (συμμετοχή στη σύμβαση απάντων των μετόχων), η σύμβαση καθίσταται ουσιώδες ερμηνευτικό και συμπληρωματικό κείμενο του καταστατικού για τη ρύθμιση του τρόπου διοίκησης της εναγόμενης (εταιρίας)».

Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση, γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα σε μια εξωεταιρική συμφωνία η οποία συνάπτεται από μέρος μόνο των μετόχων μιας ΑΕ και σε μια «καθολική» εξωεταιρική συμφωνία που συνάπτεται από το σύνολο των μετόχων μιας Α.Ε.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, σύμφωνα με την απόφαση, η εξωεταιρική συμφωνία αναπτύσσει τριτενέργεια και δεσμεύει και την εταιρεία, με αποτέλεσμα τυχόν απόφαση της εταιρείας, κατά παράβαση της εξωεταιρικής συμφωνίας (δλδ με ψήφο μετόχου αντίθετη στη συμφωνία την οποία είχε υπογράψει), να καθιστά την ληφθείσα απόφαση του εταιρικού οργάνου άκυρη

Επιπλέον, περιπτωσιολογικά, η ΑΠ 1448/2014 έκρινε ότι «Η εξωεταιρική συμφωνία, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα ψήφου μετόχου (χωρίς να καταλήγει σε πλήρη στέρησή του) και με την οποία μέτοχοι δεσμεύονται να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση προς ορισμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε η σύνθεση του εκλεγόμενου διοικητικού συμβουλίου να αντιστοιχεί, ως προς τον αριθμό των μελών του, στη συμμετοχή τους στην εταιρία, αντικείμενο που δεν ταυτίζεται και δεν θίγει την αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης για εκλογή διοικητικού συμβουλίου και που η ανάκλησή τους όπως και του Δ/ντος Συμβούλου όταν παραβαίνουν τα καθήκοντά τους, είναι έγκυρη …, εφόσον πληροί τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και δεν αντίκειται στο εταιρικό συμφέρον.

Με τις προαναφερόμενες παραδοχές το Εφετείο, κρίνοντας ως άκυρη ολόκληρη την εξωεταιρική συμφωνία, …, χωρίς προηγουμένως το Εφετείο να αναζητήσει και να εξακριβώσει ότι η (υποθετική) βούληση των συμβαλλομένων μερών κατά τη σύναψη της όλης συμφωνίας (η οποία και κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου δεν αφορούσε μόνο τις προαναφερθείσες δύο μερικότερες συμφωνίες – όρους αλλά το σύνολο της συμφωνηθείσας συνδιοίκησης της εταιρείας), θα ήταν να μην προχωρήσουν στην κατάρτισή της, αν γνώριζαν την ακυρότητα των δύο μερικότερων και διακριτών συμφωνιών αυτής, έκαμε εσφαλμένη εφαρμογή της γενικής ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την Εξωεταιρική Συμφωνία Μετόχων (Shareholders’ agreement – SHA).

Ξενοδοχειακή Σύμβαση: Κράτηση Allotment & Κράτηση Guarantee

Η κράτηση των δωματίων ενός ξενοδοχείου, μπορεί να γίνει, είτε απ’ ευθείας από τους ενδιαφερόμενους μεμονωμένους πελάτες, είτε από ταξιδιωτικούς οργανισμούς ή τουριστικά γραφεία, που τα διαθέτουν στη συνέχεια στους πελάτες τους (τουρίστες).

Στη δεύτερη περίπτωση, που χαρακτηρίζεται ως “χονδρική μίσθωση”, πρόκειται για Ξενοδοχειακή Μίσθωση. Η χονδρική μίσθωση ξενοδοχειακών κλινών (δωματίων) μπορεί να πάρει ανάλογα με το νόμο, την συμφωνία των μερών, αλλά και την συναλλακτική πρακτική, κυρίως, δύο ειδικότερες μορφές (χωρίς να αποκλείεται φυσικά εντός των ορίων της συμβατικής ελευθερίας η επιλογή και άλλων τύπων ή και ο συνδυασμός τους):

  • Τη Βέβαιη Κράτηση (“Guarantee ή Commitment“) και
  • Τη Κράτηση Κατά Μερίδιο (“Allotment“)
Βέβαιη Κράτηση

Η πρώτη μορφή, λεγόμενη και ως βέβαιη ή εγγυημένη κράτηση (κράτηση “Guarantee ή Commitment“), στο πεδίο λειτουργίας της οποίας ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρεί τον συμφωνηθέντα αριθμό κλινών (και να προσφέρει και τις συναφείς ξενοδοχειακές παροχές) για την προκαθορισμένη περίοδο στον αντισυμβαλλόμενό του (ακριβέστερα στους υπ’ αυτού υποδειχθησόμενους τρίτους – πελάτες του), ο οποίος, με την σειρά του, οφείλει το συμφωνηθέν ολικό αντίτιμο μίσθωμα, ανεξάρτητα του εάν έκανε χρήση των μισθωθεισών κλινών, παραχωρώντας την (τη χρήση) στους δικούς του πελάτες.

Στη σύμβαση δηλαδή αυτή τον επιχειρηματικό κίνδυνο να μη καλυφθούν οι συμφωνηθείσες κλίνες φέρει το τουριστικό γραφείο, το οποίο βάσει της συμφωνίας θα καταβάλει το συνολικό αντίτιμο.

Κράτηση Allotment

Η δεύτερη μορφή, λεγόμενη και ως κράτηση κατά μερίδιο (κράτηση “Allotment“), ρυθμίζονταν αρχικά από το άρθρο 11 της με αρ. 503007/29.1.1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ε.Ο.Τ 503007/1976, στην οποία (απόφαση), το άρθρο 8 Ν. 1652/1986 έδωσε ισχύ τυπικού νόμου. Το παραπάνω άρθρο, ωστόσο, καταργήθηκε με το Ν. 4254/2014.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της συμφωνίας είναι ο συμβατικός προσδιορισμός δύο ακραίων ποσοτικών ορίων μισθωμένων κλινών, ενός ανώτατου και ενός κατώτατου, εντός μιας η περισσότερων χρονικών περιόδων. Ο ξενοδόχος είναι υποχρεωμένος να διατηρεί δεσμευμένο για τον αντισυμβαλλόμενό του το ανώτατο όριο κλινών, υποχρεούμενος σε αντίθετη περίπτωση, σε αποζημίωσή του, ενώ ο μισθωτής των κλινών καταβάλει το μίσθωμα, μόνο για όσες κλίνες χρησιμοποίησε, χωρίς υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για τις μη χρησιμοποιηθείσες κλίνες.

Νομική Φύση Ξενοδοχιακής Σύμβασης

Η Ξενοδοχειακή Σύμβαση είναι μικτή σύμβαση προεχόντως μισθωτικού χαρακτήρα, πέρα από τα στοιχεία μίσθωσης υπηρεσιών, πώλησης, προμήθειας (ΜΠρΑθ 1/2025). Στην ξενοδοχειακή σύμβαση, η μίσθωση του ακινήτου έχει τον προέχοντα, οικονομικά, ρόλο και είναι εκείνη η οποία, κατά την πρόθεση των συμβαλλομένων, θεωρείται η κύρια παροχή.

Οι λοιπές παροχές που ανήκουν σε άλλους συμβατικούς τύπους στην ξενοδοχειακή σύμβαση δεν έχουν ισότιμο με τη μίσθωση του ακινήτου ρόλο, όποιο δε και αν είναι το κόστος τους, δεν έχουν δυνατότητα εκτίμησης, χωρίς, τη μίσθωση του ακινήτου (ΑΠ 1179/2023).

Επομένως, ο πρωτεύων μισθωτικός χαρακτήρας της ξενοδοχειακής σύμβασης, σύμφωνα με τη θεωρία της απορρόφησης, έχει ως συνέπεια την εφαρμογή των άρθρ. 574 επ. ΑΚ και την εκδίκαση των κύριων ή παρεπόμενων διαφορών από την μίσθωση αυτή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρ. 614 κ.επ. ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου.

Μίσθωμα – Αντάλλαγμα

Υπόχρεος για την καταβολή του μισθώματος (ανταλλάγματατος της κράτησης) είναι ο συμβαλλόμενος με τον ξενοδόχο ταξιδιωτικός πράκτορας και εφόσον ο τελευταίος ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου ταξιδιωτικού πράκτορα, ο αντιπροσωπευόμενος, υπέρ και κατά του οποίου επέρχονται τα αποτελέσματα της σύμβασης (ΑΚ 211).

Μπορεί, όμως, κατά την κατάρτιση της ξενοδοχειακής μίσθωσης ο ταξιδιωτικός πράκτορας να συμβάλλεται τόσο ως αντιπρόσωπος άλλου ταξιδιωτικού πράκτορα όσο και για τον εαυτό του, οπότε συμβαλλόμενοι ως μισθωτές (συμμισθωτές) είναι και οι δύο πράκτορες.

Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν υπάρχει πρόβλεψη ότι κάθε μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει ολόκληρο το μίσθωμα (“ενοχή εις ολόκληρον”)”, ούτε προκύπτει η έκταση οφειλής καθενός με βάση τον αριθμό κλινών που αντιστοιχούν στον ίδιο, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 480 του ΑΚ, κατά την οποία, αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας, κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την Ξενοδοχειακή Σύμβαση, τις κρατήσεις Allotment και Guarantee / Commitment.

Προμέρισμα & Προσωρινή Απόληψη (Προκαταβολή) Κερδών 

Προσωρινό Μέρισμα (Προμέρισμα), για τις ΑΕ, ή Προκαταβολή Διανομής (Προσωρινή Απόληψη) Κερδών, για τις λοιπές εταιρικές μορφές, είναι η προκαταβολή στους μετόχους ή εταίρους χρηματικού ποσού, εντός της τρέχουσας χρήσης, έναντι των οριστικών μερισμάτων και κερδών.

Ανώνυμες Εταιρείες

Για τις Ανώνυμες Εταιρίες, η έκδοση προμερίσματος ρυθμίζεται από το άρθρο 162 του Ν. 4548/2018.

Σύμφωνα με αυτό, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται εντός της χρήσης, είναι δυνατή η διανομή προσωρινών μερισμάτων με τις εξής προϋποθέσεις:

  • καταρτίζονται οικονομικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει ότι υφίστανται τα προς τούτο αναγκαία ποσά,
  • οι παραπάνω οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται στις διατυπώσεις δημοσιότητας δύο μήνες πριν από τη διανομή.

Το ποσό που θα διανεμηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων, προσαυξημένο με τα κέρδη, τα οποία προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και δεν έχουν διατεθεί, και τα αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε η διανομή τους, και μειωμένο: 

  • κατά το ποσό των πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν αποτελούν πραγματοποιημένα κέρδη, 
  • κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων και 
  • κατά τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό.
Διανομή κερδών και προαιρετικών αποθεματικών μέσα στην τρέχουσα εταιρική χρήση είναι δυνατή και με απόφαση γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου, υποκείμενη σε δημοσιότητα.

Κατά την διανομή προσωρινών μερισμάτων η ανώνυμη εταιρεία δεν καταβάλλει τον εταιρικό φόρο εισοδήματος που αναλογεί σε αυτά κατά τον χρόνο διανομής τους. Ο φόρος εισοδήματος καταβάλλεται στον χρόνο που προσδιορίζεται, από τις διατάξεις του άρθρου 68 του Ν.4172/2013, που αφορά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας Εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων και καταβολή του φόρου του φορολογικού έτους που αφορά.

Κατά την καταβολή των προμερισμάτων διενεργείται παρακράτηση φόρου (σήμερα 5%). Ο χρόνος κατά τον οποίο δηλώνεται το προμέρισμα είναι ο χρόνος λήψης της απόφασης για την έγκριση της διανομής τους από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου. Η παρακράτηση εξαντλεί την φορολογική υποχρέωση, δηλαδή δεν καταβάλλεται επιπλέον φόρος κατά την έγκρισή τους ως μερισμάτων.

Οι παραπάνω διατάξεις ενσωματώνουν στο εσωτερικό δίκαιο, τις διατάξεις της παραγρ 5 του άρθρου 56 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 163 του ίδιου νόμου, κάθε ποσό που διανέμεται στους μετόχους κατά παράβαση του νόμου, επιστρέφεται από αυτούς που το εισέπραξαν, αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι μέτοχοι γνώριζαν ή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι διανομές που έγιναν σ’ αυτούς δεν ήταν σύννομες.

ΕΠΕ και ΙΚΕ

Στις ΕΠΕ και στις ΙΚΕ δεν υπάρχει η έννοια του προσωρινού μερίσματος (προμερίσματος), αλλά αυτή “προσωρινής απόληψης κερδών”. 

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Ν. 4541/2018, που αναμόρφωσε το δίκαιο των ΕΠΕ, το παλαιό άρθρο 24 του ν. 3190/1955, πλέον προβλέπει ότι, οι εταίροι έχουν δικαιώματα επί των καθαρών κερδών που προκύπτουν από τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ανάλογα με τα εταιρικά τους μερίδια. Επιπλέον, αν πραγματοποιήθηκε διανομή μη πραγματικών κερδών, οι εταίροι που έλαβαν αυτά υποχρεούνται να τα αποδώσουν.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να διενεργηθεί προσωρινή διανομή κερδών, παρά μόνον διανομή μέρους των κερδών, οι οποίες πραγματοποιούνται κατόπιν έγκρισης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων. Οι απολήψεις των οικονομικών καταστάσεων, αντιμετωπίζονται φορολογικά ως μερίσματα, διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 5%.

Ομοίως και στις ΙΚΕ δεν υπάρχει η έννοια του προσωρινού μερίσματος (προμερίσματος), αλλά αυτή “προσωρινής απόληψης κερδών”. 

ΟΕ, ΕΕ, Προσωπικές Εταιρείες & Λοιπές Οντότητες

Για τις προσωπικές εταιρείες που τηρούν διπλογραφικά αρχεία, καθώς και για άλλες νομικές οντότητες (κοινωνίες αστικού δικαίου, ΑΜΚΕ, κοινοπραξίες, αφανείς εταιρείες κλπ) με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικού συστήματος και δυνατότητα διανομής κερδών, η διαδικασία είναι απλούστερη, καθώς δεν υπάρχουν οι διατυπώσεις δημοσιότητας. 

Σε περίπτωση απόληψης κερδών από νομικά πρόσωπα που τηρούν απλογραφικά βιβλία, δεν ενεργείται παρακράτηση φόρου, καθόσον τα κέρδη αυτά φορολογούνται μόνο στο όνομα του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, αφού λόγω της φύσης των βιβλίων δεν νοείται παρακράτηση.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το προμέρισμα και την προσωρινή απόληψη κερδών.