ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Έννοια Και Υπόχρεοι
Το επιχειρηματικό απόρρητο αποτελείται από μία ευρεία κατηγορία πληροφοριακών αγαθών, που ενσωματώνουν σημαντική οικονομική αξία για τον φορέα του και είναι συνδεδεμένα με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Φορείς του επιχειρηματικού απορρήτου είναι τόσο τα φυσικά, όσο και τα νομικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ως έννοια γένους τα επιχειρηματικό απόρρητο καταλαμβάνει κάθε είδους πληροφοριακό αγαθό που ανήκει σε μία επιχείρηση, είτε ως αποτέλεσμα δημιουργικής συνεργασίας των εργαζομένων, είτε ως γνώση που παραχωρήθηκε συμβατικά, είναι συνδεδεμένο με την λειτουργία της επιχείρησης σε οποιοδήποτε επίπεδο (οργανωτικά, εμπορικό, παραγωγικά) και λόγω της μυστικότητας που περιβάλλεται η αξιοποίησή του είναι δυνατόν να προκαλέσει ανταγωνιστικό προβάδισμα στην αγορά.
Ο όρος επιχειρηματικά απόρρητο εμπεριέχει ειδικότερες κατηγορίες απορρήτων, όπως
- τα εμπορικό απόρρητο,
- την εμπιστευτική πληροφόρηση,
- τα βιομηχανικό απόρρητο και
- την απόρρητη τεχνογνωσία.
Ως εμπορικό απόρρητο λογίζεται κάθε σημαντική εμπορική πληροφορία, η οποία δεν είναι ευρύτερα γνωστή και προσβάσιμη σε τρίτους, έχει πραγματική ή δυνητική αξία για τον κάτοχό της, επειδή προσδίδει στην επιχείρηση ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, και ο ίδιος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να την κρατήσει μυστική.
Στην ως άνω έννοια εντάσσονται κυρίως στρατηγικές επιχειρηματικής οργάνωσης και διοίκησης, όπως καταστάσεις πελατών, δίκτυο διανομέων ή προμηθευτών, μελέτες για την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών, σχεδιασμός τιμολογιακής πολιτικής, κατάλογοι με αξιολόγηση πωλήσεων και με προβλέψεις για την εξέλιξή τους κλπ,
Οι υπόχρεοι στην τήρηση των εμπορικών απορρήτων είναι :
- πρόσωπα που απέκτησαν την απόρρητη πληροφορίας εμπιστευτικά από τον κάτοχο του απορρήτου τα οποία:
- συνεργάζονται με την επιχείρηση βάσει συμβάσεως έργου ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και στα πλαίσια της εργασίας τους ο κάτοχος του απορρήτου τους το εμπιστεύθηκε (π.χ. εργολάβος που αναλαμβάνει την επέκταση ενός εργοστασίου πληροφορείται μια νέα απόρρητη μέθοδο παραγωγής, που απαιτεί ειδικές χωροταξικές ρυθμίσεις),
- συνδέονται με τον κάτοχο με συμβάσεις, παρεπόμενο αντικείμενο των οποίων αποτελεί η εμπίστευση απορρήτων πληροφοριών (π.χ. συμβάσεις αντιπροσωπείας, δικαιόχρησης),
- συνδέονται με του κάτοχο του απορρήτου με συμβάσεις που έχουν ως άμεσο αντικείμενο την εμπίστευση απορρήτων πληροφοριών (π.χ. συμβάσεις μεταφοράς τεχνογνωσίας), και
- πρόσωπα, τα οποία χωρίς να έχουν συμβατική σχέση με την επιχείρηση, διατηρούν μια συναλλακτική επαφή μαζί της και για διάφορους λόγους λαμβάνουν γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών αυτής (μεγάλοι πελάτες ή πιθανοί συνεργάτες),
- εργαζόμενοι σε μία επιχείρηση, οι οποίοι λόγω της έννομης σχέσης που έχουν με αυτήν, υποχρεούνται να ενεργούν με γνώμονα τα συμφέροντα μιας επιχείρησης και όχι τα προσωπικά τους. Πρόκειται για την υποχρέωση πίστης των εργαζομένων, η οποία πηγάζει ευθέως από το άρθρα 288 ΑΚ. Ανάλογα με την ιδιότητα και την θέση του κάθε εργαζομένου σε μία επιχείρηση διαβαθμίζεται και η υποχρέωση πίστεως άλλα και εχεμύθειας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις υψηλόβαθμων στελεχών ή διευθυντών μιας επιχείρησης περιλαμβάνεται και σχετικός δεσμευτικός όρκος στην σύμβαση εργασίας, που αυτά υπογράφουν,
- πρόσωπα που δεν σχετίζονται με την επιχείρηση και με παράνομα μέσα έχουν αποκτήσει απόρρητες πληροφορίες.
Νομική Θεμελίωση
Η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου θεμελιώνεται κυρίως στα άρθρα 16, 17 και 18 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», οι οποίες συντρέχουν και στην περίπτωση λήξης ή λύσης της εργασιακής σχέσης ιδίως εάν έχει συμφωνηθεί και η μετά την λύση της σχέσεως υποχρέωση μη αποκάλυψης απορρήτου.
Ως εμπορικά απόρρητα κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων νοούνται τα απόρρητα εμπορικής και οργανωτικής φύσης της επιχείρησης, όπως κατάλογοι πελατών, κατάλογοι πηγών προμήθειας, κοστολόγια και υπολογισμοί τιμών κλπ.
Προστατευόμενο πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές είναι ο φορέας του απορρήτου απέναντι σε πράξεις προσβολής (ΑΠ 1717/2013).
Ως υποκείμενο του αδικήματος νοείται υπάλληλος, εργάτης και κάθε πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες με σχέση εργασίας σε εμπορική επιχείρηση. Διχογνωμία επικρατεί ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως στα όργανα του νομικού προσώπου τα οποία δεν έχουν παράλληλα και την ιδιότητα του μισθωτού.
Υποκείμενο του αδικήματος της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 146/1914 μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιαδήποτε ιδιότητα. Τα απόρρητο θα πρέπει να έχει αποκτηθεί από του δράστη με κάποιον μεμπτό τρόπο και συγκεκριμένα είτε με αποκάλυψη από εργαζόμενο που διέπραξε τα αδίκημα, είτε με δική του παράνομη πράξη ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη.
Εξάλλου με το άρθρο 17 του ν. 146/1914 υποκείμενο τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος νοείται μόνο τρίτο πρόσωπο και όχι υπάλληλος της εταιρίας, τα οποίο έχει με του κάτοχο του απορρήτου κάποια συναλλακτική σχέση στα πλαίσια της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Τα σχέδια ή οι κανόνες τεχνικής φύσεως θα πρέπει να έχουν εμπιστευθεί ρητά από τον κάτοχό τους στου δράστη λόγω της εμπιστευτικής σχέσης που υπάρχει ή να προκύπτει αυτό από τις περιστάσεις (σιωπηρά) ενώ αποκλείονται πρόσωπα που έχουν με τον κάτοχο άλλου είδους σχέσεις, όπως φιλικές, οικογενειακές κλπ., όπως και οι μισθωτοί εργαζόμενοι στην επιχείρηση, για τους οποίους εφαρμόζεται τα άρθρο 16 του ν. 146/1914. Με βάση, δηλαδή, την ιδιότητα του δράστη η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη χαρακτηρίζεται ως γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα.
Επίσης το άρθρο 17 αναφέρεται περιοριστικά σε σχέδια ή κανόνες τεχνικής φύσεως, τα οποία από την φύση τους εντάσσονται στα βιομηχανικά απόρρητα ή στην τεχνογνωσία. Το σχέδια είναι αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως πρότυπα για την παραγωγή νέων αντικειμένων και είναι δυνατόν να έχουν τεχνικό ή αισθητικά χαρακτήρα, ενώ μαζί με τα σχέδια Θα πρέπει να ενταχθούν και τα υποδείγματα, τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία.
Πέραν της γενικής προστασίας των άρθρων 16-18 του Ν. 146/1914, η οποίο παρέχεται ανεξαρτήτως του υλικού φορέα στου οποίο είναι ενσωματωμένο τα απόρρητα, η διάταξη του άρθρου 370Β παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα παρέχει επιπλέον ειδική προστασία όταν πρόκειται για απόρρητο αποθηκευμένο σε ψηφιακή μορφή ή για απόρρητο πρόγραμμα υπολογιστή, αναδεικνύοντας σε αυτοτελές έννομο αγαθό την προστασία των απόρρητων ηλεκτρονικών δεδομένων και προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη “όποιος αθέμιτα αντιγράφει, αποτυπώνει, χρησιμοποιεί, αποκαλύπτει σε τρίτους ή οπωσδήποτε παραβιάζει στοιχεία ή προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών τα οποία συνιστούν κρατικά, επιστημονικά ή επαγγελματικά απόρρητα ή απόρρητα επιχείρησης του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Ως απόρρητα θεωρούνται και εκείνα που ο νόμιμος κάτοχός τους από δικαιολογημένο συμφέρον τα μεταχειρίζεται ως απόρρητα, ιδίως όταν έχει λάβει μέτρα για να παρεμποδίζονται τρίτοι να λάβουν γνώση τους“.
Τα πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως είναι κατά πολύ ευρύτερο των διατάξεων των άρθρων 14-16 του ν. 146/1914, αφού περιλαμβάνει και κρατικά, επιστημονικά και επαγγελματικά απόρρητα, ενώ στα επιχειρηματικά απόρρητα περιλαμβάνονται και αυτά των δημοσίων επιχειρήσεων.
Τόσο η διάταξη του άρθρου 370Β ΠΚ, όσο και αυτές των άρθρων 16-18 του Ν. 146/1914 παρέχουν ποινική προστασία σε απόρρητο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή ανεξάρτητα από την θεώρησή τους ως έργου πνευματικής ιδιοκτησίας και κατά συνέπεια ενεργοποιούνται ακόμη και σε περίπτωση προσβολής προγράμματος που είναι αποτέλεσμα αντιγραφής.
Στοιχείο της έννοιας του επιχειρηματικού απορρήτου στην διάταξη του άρθρου 370Β παρ. 1 ΠΚ αποτελεί η ψηφιακή μορφή αυτού, προϋπόθεση που συντρέχει ούτως ή άλλως για τα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Από μόνο του κάθε στοιχείο ή πρόγραμμα υπολογιστή, που αναφέρεται σε ορισμένη επιχείρηση, εφόσον δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις της μυστικότητας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόρρητο (για τα παραπάνω αναλυτικά σε ΕφΘεσ. 664/2019).
Η αντιγραφή από του δράστη χωρίς δικαίωμα τέτοιου μη απορρήτου προγράμματος υπολογιστή μπορεί να θεμελιώσει απλώς παράβαση του άρθρου 370Γ ΠΚ (ΑΠ 121/2003).
Κοινοτικό Δίκαιο
Με την Οδηγία (EE) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους, θεσπίστηκαν νέοι, ενιαίοι για σύνολο της Ε.Ε., κανόνες προστασίας από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων.
Τούτο διότι διαπιστώθηκε ότι οι καινοτόμες επιχειρήσεις εκτίθενται ολοένα και περισσότερο σε πρακτικές αντίθετες στα χρηστά ήθη που αποβλέπουν στην υπεξαίρεση εμπορικών απορρήτων, όπως κλοπή, μη επιτρεπόμενη αντιγραφή, οικονομική κατασκοπεία ή παραβίαση των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, είτε από το εσωτερικό είτε εκτός της Ένωσης.
Η ανωτέρω Οδηγία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με τον Νόμο 4605/2019 με τον οποίο επιδιώκεται η εναρµόνιση των εθνικών νοµοθεσιών όσον αφορά τα µέτρα, τις διαδικασίες και τα µέσα ένδικης προστασίας από την παράνοµη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εµπορικών απορρήτων.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Νόμου, στόχος είναι η εύρυθµη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς έρευνας και καινοτοµίας, µέσω της καθιέρωσης ενός επαρκούς και συνεκτικού επιπέδου έννοµης προστασίας από την παράνοµη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εµπορικών απορρήτων σε ολόκληρη την Ένωση, χωρίς, όµως, να διακυβεύονται ή να υπονοµεύονται θεµελιώδη δικαιώµατα και ελευθερίες ή το δηµόσιο συµφέρον, όπως η δηµόσια ασφάλεια, η προστασία των καταναλωτών, η δηµόσια υγεία και η προστασία του περιβάλλοντος, και µη θιγοµένης της κινητικότητας των εργαζοµένων.
Με τις ρυθµίσεις του Νόμου θεσπίζονται τα κατάλληλα µέτρα, διαδικασίες και µέσα ένδικης προστασίας από την παράνοµη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εµπορικών απορρήτων, χωρίς, όµως, να περιορίζεται η κινητικότητα των εργαζοµένων και διασφαλίζοντας την προστασία του γενικού δηµοσίου συµφέροντος και το σεβασµό θεµελιωδών δικαιωµάτων και ελευθεριών.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η νομοθετική προστασία του Επιχειρηματικού Απορρήτου, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω, από μόνη της δεν επαρκεί για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες διαφύλαξης των εμπορικών μυστικών μιας επιχείρησης.
Τούτο διότι η προστασία αυτή είναι γενική και, επομένως, υπάρχει η ανάγκη εξειδίκευσης των προστατευτικών νομοθετικών διατάξεων στις ανάγκες κάθε μιας εταιρίας και των απορρήτων της.
Αυτό επιτυγχάνεται μέσω των συμβάσεων εμπιστευτικότητας ή συμβάσεων εχεμύθειας (Non Disclosure Agreement – NDA).
Ορισμός
Εξαιτίας της έλλειψης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου (παρακάτω: “Πλαίσιο – Ιδιαιτερότητες”) δεν υπάρχει ένας ενιαιος και κοινά αποδεκτός ορισμός για τη σύμβαση εμπιστευτικότητας.
Σε γενικές γραμμές, σύμβαση εμπιστευτικότητας είναι η συμφωνία (σύμβαση) μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, με την οποία το ένα μέρος (ή και περισσότερα) δεσμεύεται να μην αποκαλύψει σε τρίτο τις πληροφορίες που θα έρθουν σε γνώση του, εξ’ αφορμής μιας συνεργασίας (πχ εργασιακή σχέση, due diligence, σύμβαση εμπορικής συνεργασίας κλπ).
Πλαίσιο – Ιδιαιτερότητες
Η ιδιαιτερότητα των συμβάσεων εμπιστευτικότητας έγκειται στο ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο που να τις ρυθμίζει.
Αυτές θεμελιώνονται νομικά στο (γενικό) άρθρο 361 του ΑΚ που ορίζει ότι “Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά” και στην γενική αρχή της ελευθερία των συμβάσεων η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία).
Η νομολογία, ωστόσο, αναγνωρίζει τις συμβάσεις εμπιστευτικότητας και ότι από αυτές απορρέουν συγκεκριμένα έννομα δικαιώματα και -κυρίως- υποχρεώσεις για τα μέρη (ΑΠ 1369/2019).
Η σύμβαση εμπιστευτικότητας, εξάλλου, μπορεί είτε να είναι ιδιαίτερο αυτοτελές έγγραφο είτε και να ενσωματώνεται στο πλαίσιο κάποιας άλλης σύμβασης, ως όρος για παράδειγμα σε μια σύμβαση συνεργασίας.
Τα παραπάνω καθιστούν ακόμα πιο σημαντική την ορθή και ολοκληρωμένη σύνταξη της σύμβασης εμπιστευτικότητας καθώς αυτή και μόνο, καθορίζει το πλαίσιο προστασίας των πληροφοριών, στο σύνολο τους.
Περιεχόμενο
Η σύμβαση εμπιστευτικότητας πρέπει κατ’ ελάχιστο να περιέχει:
- Περιγραφή της συμφωνίας
- Σκοπό και προστατευόμενα έννομα συμφέροντα
- Καταγραφή των πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο της σύμβασης
- Διάρκεια
- Οφειλόμενες Ενέργειες
- Ποινικές Ρήτρες ή άλλες μορφές αποζημίωσης και αποκατάστασης της ζημίας.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι όσο και αν είναι εύκολο να αναζητήσει και να βρει κανείς στο διαδίκτυο μια έτοιμη “προκατ” σύμβαση εμπιστευτικότητας, αυτή δεν θα προσφέρει ποτέ την εξασφάλιση που μπορεί να παρέχει η εξειδικευμένη σύνταξη στα μέτρα της κάθε, μοναδικής, περίπτωσης.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα επιχειρηματικά απόρρητα και τις συμβάσεις εμπιστευτικότητας (NDA)