Skip to content

Αρθρογραφία

Ευθύνη Από Διαπραγματεύσεις

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 παρ. 1 ΑΚ, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Όποιος δε, κατά το στάδιο αυτό των διαπραγματεύσεων, προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει, ακόμη  και αν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε. 

Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, λοιπόν, που διαφέρει από την ευθύνη από την αδικοπραξία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ματαίωσης της σύμβασης ή της ακυρότητας αυτής. Τούτο συμβαίνει όταν ο υπαίτιος της ματαίωσης έδωσε διαβεβαιώσεις για την κατάρτιση της σύμβασης ή απέκρυψε τους λόγους της ακυρότητας αυτής, οπότε έχει υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας του άλλου που πίστεψε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης.

Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, για την ύπαρξη ευθύνης από διαπραγματεύσεις απαιτεί­ται:

Ι/ Στάδιο διαπραγματεύσεων προς σύναψη συμβάσεως.

Οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν όταν εκδηλωθεί με οποιονδή­ποτε τρόπο, ακόμη και προφορικά ή σιωπηρά, ενδιαφέρον για τη σύναψη της σύμβασης. Λήγουν, είτε με την οριστική διακοπή τους, είτε με την κατάρτιση έγκυρης οριστικής σύμβασης ή εγκύρου προσυμφώνου.

Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών (197 και 198 Α.Κ.) διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη ορισμένης συμβάσεως με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεων τους, σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης, μέχρι την τελική σύμπτωση τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης.

Κατά το στάδιο αυτό επιβάλλεται η παροχή διασαφηστικών πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του άλλου, δηλαδή η λεγόμενη υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας.

Εντούτοις, έχει κριθεί ότι η υποχρέωση της διαφώτισης και προστασίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα.

ΙΙ/ Υπαίτια παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατά το στάδιο αυτό, από το ένα μέρος. 

Ως υπαιτιότητα (πταίσμα), κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Το πταίσμα κρίνεται κατά το άρθρο 330 του ΑΚ, επομένως δεν απαιτείται δόλος αλλά αρκεί και αμέλεια.

Πέραν της ανωτέρω αναφερόμενης υποχρέωσης διαφώτισης και προστασίας, υφίσταται και υποχρέωση προς κατάρτιση μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, το οποίο αποτελεί και το συνηθέστερο σημείο τριβής.

Η αδικαιολόγητη διακοπή των διαπραγματεύσεων, αντίκειται στις αρχές αυτές μόνο όταν οι διαπραγμα­τεύσεις είχαν ουσιαστικά περατωθεί και υπολειπόταν μόνο η τυπική κατάρτιση της συμβάσεως, ή όταν υπήρχαν διαβεβαιώ­σεις ότι θα καταρτιζόταν η σκοπούμενη σύμβαση.

Δηλαδή, δεν αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, η διακοπή των διαπραγματεύσεων σε προγενέστερο στάδιο, για λόγους ουσιαστικούς ή τυπικούς. Έτσι δεν αποτελεί παράβαση, η αδυναμία συμφωνίας λόγω διαφοράς ως προς το τίμημα, ή ως προς το είδος και τη μορφή της παροχής ή της αντιπαροχής.

ΙΙΙ/ Επέ­λευση ζημίας

Ως ζημία από τις διαπραγμα­τεύσεις νοείται αυτή που προκλήθηκε από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του ζημιωθέντος, σχετικά με το ότι θα καταρτιζόταν η σύμβαση. 

Η ζημία πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία θα πρέπει να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. 

Αποζημίωση από Διαπραγματευτική Ευθύνη

Σε περίπτωση αθέμιτης ή αντίθετης συμπεριφορά προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, εκείνος που δεν τήρησε τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, είναι υποχρεωμένος να ανορθώσει τη ζημία την οποία υπέστη ο αντισυμβαλλόμενος. 

Η αποζημίωση καλύπτει το αρνητικό διαφέρον της συμβάσεως (διαφέρον εμπιστοσύνης) και όχι το διαφέρον εκπληρώσεως, αφού δεν είχε ακόμη συναφθεί σύμ­βαση μεταξύ των μερών. Αρνητικό διαφέρον είναι η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα απέφευγε αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση. Ο ζημιωθείς μπορεί να ζητήσει ό,τι θα είχε εάν δεν λάμβανε χώρα η αντισυναλλακτική συμπεριφορά, δηλαδή τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος.

Το αρνητικό αυτό διαφέρον εκτός των άλλων περιλαμβάνει την περιουσιακή μείωση, όπως τις δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης και την προκαταβολή, εφόσον αυτή είναι επακόλουθο του προσυμβατικού πταίσματος. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες (θετική ζημία) ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους (διαφυγόν κέρδος).

Αντίθετα, όταν υπαίτιος για τη ματαίωση της σύμβασης είναι αυτός που έδωσε την προκαταβολή ο αντισυμβαλλόμενος δεν υπέχει ευθύνη από τα άρθρα 197 και 198 Α.Κ.

Τέλος, αν ο συμβαλλόμενος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη αποκρύπτοντας με πρόθεση από τον αντισυμβαλλόμενο περιστατικά τα οποία αν γνώριζε ο τελευταίος θα μπορούσαν να τον επηρεάσουν στην κατάρτιση της συμβάσεως, τότε παράλληλα με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις θεμελιώνεται και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 919 και 914 κεπ Κ.Πολ.Δ.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά τα συμβατικά σας δικαιώματα και υποχρεώσεις.