Skip to content

Αρθρογραφία

Η Ευθύνη Της Τράπεζας Για Τις Εκχωρημένες Απαιτήσεις

Η Ευθύνη Της Τράπεζας Για Εκχωρημένες Απαιτήσεις

Με την με αριθμό 494/2023 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος ασχολήθηκε με το ζήτημα της χρηστής και νόμιμης διαχείρισης των εκχωρημένων απαιτήσεων από τις τράπεζες.

Συγκεκριμένα, επιχείρηση άσκησε αγωγή κατά Τράπεζας, διότι η τελευταία, αν και δικαιούχος των ως εκχωρημένων απαιτήσεων με βάση νόμιμες συμβάσεις ενεχύρασης, όφειλε να προβεί στην είσπραξη τόκων υπερημερίας, εντούτοις παρέλειψε να προβεί στην είσπραξή τους.

ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ

Από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ο οποίος μετά την αναγγελία καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής.

Επομένως, αν η απαίτηση έχει εκχωρηθεί, νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει ήδη αποξενωθεί από την απαίτηση. 

Το ίδιο ισχύει και επί εκχώρησης που γίνεται με σκοπό την εξασφάλιση του εκδοχέα (καταπιστευτική εκχώρηση), δηλαδή ο εκδοχέας καθίσταται πλέον το μόνο πρόσωπο που νομιμοποιείται να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώριση ή την επιδίκασή της σ` αυτόν. 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 459 ΑΚ με την εκχώρηση κύριας απαίτησης, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, μεταβιβάζεται και η απαίτηση για τους καθυστερούμενους τόκους. 

Εξάλλου, από τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 ΑΚ, προκύπτουν τα ακόλουθα: 

Με ειδική ρύθμιση του ως άνω νομοθετικού διατάγματος για τη σύσταση υπέρ τράπεζας (ή άλλης ανώνυμης εταιρίας) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαίτησης της τράπεζας από δάνειο, ή από χορήγηση δανείου (πίστωσης) με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαίτησης οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γέννησής της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχύρασης καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο έχει ή δεν έχει βέβαιη χρονολογία. 

Με ειδικότερη δε ρύθμιση του ιδίου νομοθετικού διατάγματος αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση της απαίτησης αυτής από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα. 

Από την επίδοση αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης στον τρίτο, η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας αλλά νομέας της απαίτησης αυτής, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, ενώ το μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφείλει να αποδώσει στον ενεχυραστή. 

Ευθύνη Δανειστή (Τράπεζας)

Παράλληλα, ο ενεχυρούχος δανειστής υποχρεούται να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά του τρίτου, στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής, αν δε από πταίσμα του προκαλέσει την εν λόγω απόσβεση ή αποδυνάμωση και εντεύθεν ζημία του ενεχυραστή, αυτός δικαιούται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ, αποζημίωση είτε με βάση την ευθύνη από τη σύμβαση ενεχύρου, είτε με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις.

Εξάλλου, πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη.

Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, θεσπίζει κανόνα που προσδιορίζει τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής.

Η έννοια των χρηστών ηθών είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικώς, σύμφωνα προς την αντίληψη του εμφρόνως σκεπτόμενου ατόμου σε σχέση με το επιτρεπτό του σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν.

Συνεπώς, ο εκδοχέας δανειστής επιδιώκοντας την ικανοποίηση του από την ενεχυρασθείσα απαίτηση, οφείλει να επιδείξει την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η δε παράβαση των υποχρεώσεών του συνιστά αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων και τον καθιστά υπόχρεο να αποκαταστήσει τη ζημία που τυχόν υπέστη ο εκχωρητής από την παράβαση αυτή. 

Περαιτέρω, προκύπτει ότι: 

  1. ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του,
  2. είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία, με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια και 
  3. ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα. 
Ορισμός “Βαριάς Αμέλειας

Ο ορισμός της αμέλειας και δη με την αφηρημένη ελαφρά μορφή της, ως στοιχείου πταίσματος θεμελιωτικού λόγου ευθύνης τόσο ενδοσυμβατικής όσο και αδικοπρακτικής (άρθρο 914 ΑΚ), δίδεται με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β’ ΑΚ, σύμφωνα με την οποία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του. 

Στον Αστικό Κώδικα δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας. 

Έτσι, με κριτήριο την βαρύτητα της αμελούς συμπεριφοράς, ως βαριά αμέλεια θεωρείται αυτή, όταν η απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθιστα μεγάλη, ιδιαίτερα σοβαρή και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της.

ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Οι ασφαλιζόμενες με το ενέχυρο απαιτήσεις της τράπεζας ήταν από τη γέννησή τους τοκοφόρες και μάλιστα με εξάμηνο ανατοκισμό. Επομένως, η τράπεζα όφειλε ακόμη περισσότερο η τράπεζα, ως εκδοχέας, με βάση τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ενεχύρου, να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της εταιρείας υπέρ της οποίας συνεστήθη το ενέχυρο, ώστε να καταστήσει τοκοφόρες και μάλιστα άμεσα τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις με την εκ μέρους της όχληση του οφειλέτη για τη γέννηση της αξίωσης για τόκους υπερημερίας ή τη δικαστική επιδίωξή τους. 

Η παράλειψη των οργάνων της τράπεζας να εισπράξει τους τόκους υπερημερίας του κεφαλαίου των απαιτήσεων που η εταιρεία είχε εκχωρήσει στην εναγόμενη, οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτών, οι οποίοι κατά παράβαση των αρχών που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη δεν κατέβαλαν την δέουσα επιμέλεια και δεν εξασφάλισαν τα συμφέροντα του εκχωρητή ενάγοντος για την είσπραξη των επίδικων τόκων.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη σύμβαση εκχώρησης.