Η “κοινωνία συμφερόντων” του Αστικού Κώδικα, διακρίνεται σε “κοινωνία σκοπού”, στην οποία υπάγονται οι εταιρείες, και σε “κοινωνία δικαιώματος”. Οι διατάξεις των άρθρων 785-805 του ΑΚ, ρυθμίζουν την κοινωνία δικαιώματος τόσο από την πλευρά εντάξεως του δικαιώματος (απόλυτος εμπράγματος χαρακτήρας), όσο και από πλευράς της ενοχικής σχέσης μεταξύ των κοινωνών σαν απόρροια της ένταξης του δικαιώματος σε ιδανικά μέρη.
Ορισμός
Σύμφωνα με το άρθρο 785 εδ. α΄ ΑΚ «αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσα τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη»
Επομένως, κοινωνία υφίσταται όταν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Μεταξύ των προσώπων αυτών (“κοινωνών”) στα οποία ανήκει από κοινού ένα δικαίωμα, ανεξάρτητα από ορισμένο κοινό σκοπό, δημιουργούνται από το νόμο ενοχικές σχέσεις. Με αυτές ρυθμίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κοινωνών μεταξύ τους. Ταυτόχρονα ρυθμίζεται και η συμμετοχή τους στη διατήρηση της αξίας, της διοικήσεως και εκκαθαρίσεως του “κοινού πράγματος”.
Συνηθέστερη περίπτωση κοινωνίας δικαιώματος είναι η συνιδιοκτησία επί ακινήτου.
Νομική Φύση
Με βάση τα παραπάνω, η έννοια της κοινωνίας περιλαμβάνει την ενοχική σχέση, η οποία δημιουργείται μεταξύ των κοινωνών σαν συνέπεια από το νόμο. Η άμεση αυτή νομική συνέπεια, δηλαδή ή δημιουργία ενοχικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνών, χαρακτηρίζει την κοινωνία σαν ενοχή εξωδικαιοπρακτική, ακόμη και αν ο γενεσιουργός αυτής λόγος είναι η δικαιοπραξία. Τούτο διότι και στη περίπτωση αυτή η κοινωνία δεν θεμελιώνεται στη δικαιοπραξία, αλλά στο γεγονός ότι ένα δικαίωμα ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα. Η κοινωνία δηλαδή είναι ενοχή εξωδικαιοπρακτική και ανεξάρτητα από το συμβατικό δεσμό που μπορεί να υπάρχει μεταξύ των κοινωνών. Η ενοχή καθιερώνεται άμεσα από το νόμο με την αφορμή της λειτουργίας του δικαιώματος που ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα.
Αμφότερες οι πλευρές αυτές της κοινωνίας (ενοχική και εμπράγματη) είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η σημασία της κοινωνίας σαν κοινωνίας εξαντλείται αποκλειστικά σε αυτή τη κοινότητα του δικαιώματος. Πέρα από αυτό η κοινότητα του δικαιώματος δεν εξυπηρετεί κάποιο ιδιαίτερο κοινό σκοπό των κοινωνών.
Οι κατ’ ιδίαν κοινωνοί μπορούν με αυτή τη κοινότητα του δικαιώματός τους να επιδιώκουν διάφορους σκοπούς, χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί ότι από τη σκοπιά αυτή υπάρχει μεταξύ τους δέσμευση. Η διατήρηση της κοινωνίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν κοινός σκοπός των κοινωνών.
Από τα παραπάνω ανακύπτει για νομική ρύθμιση της κοινωνίας κατ` ιδανικά μέρη, η ανάγκη από τη μία μεν πλευρά να διαμορφωθεί η νομική θέση των κοινωνών κατά το δυνατό με αυτοτέλεια και να διευκολυνθεί η λύση της κοινωνίας, από την άλλη δε πλευρά να ληφθούν κατά τη διάρκεια της κοινωνίας τέτοια μέτρα, ώστε διά των νομικών πράξεων του κοινωνού να μη θίγεται η κοινότητα του δικαιώματος των άλλων, καθώς επίσης και να διασφαλιστεί η διατήρηση της οικονομικής αξίας του κοινού πράγματος με μία συνετή διοίκηση.
Γι’ αυτό η αναγκαιότητα της νομικής ρυθμίσεως της κοινωνίας συνίσταται στον καθορισμό της νομικής θέσης του κοινωνού στο κοινό πράγμα, καθώς επίσης και στον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κοινωνών στη διοίκηση και λύση της κοινωνίας. Αυτός είναι και ο λόγος που η κοινωνία κατ` ιδανικά μέρη παρουσιάζει απόλυτο και ενοχικό χαρακτήρα.
Διαφορά Κοινωνίας Δικαιώματος Από Εταιρεία
Περαιτέρω, όταν ο γενεσιουργός λόγος της κοινωνίας είναι η σύμβαση τίθεται θέμα, εάν υπάρχει σχέση κοινωνίας ή εταιρίας με την έννοια της ΑΚ 741. Η διαφορά συνίσταται στο ότι το ουσιαστικό στοιχείο της θεμελίωσης της «κοινότητας» του εταιρικού σκοπού με την έννοια της ΑΚ 741 συνίσταται στην κοινότητα του διά του επιδιωκόμενου σκοπού οικονομικού αποτελέσματος που επιτεύχθηκε, είτε από θετική, είτε από αρνητική άποψη. Και επί εταιρίας δημιουργείται κοινωνία δικαιώματος, που όμως αποτελεί δευτερεύουσα και παρεπόμενη σχέση σε σχέση προς την εταιρία που είναι δυναμική κοινωνία σκοπού (ΕφΑΘ 8129/1977 ό.π.).
Οι βασικότερες διαφορές ανάμεσα στην κοινωνία δικαιώματος και στην εταιρία με την ευρεία έννοια του όρου είναι οι εξής:
- Η εταιρία παράγεται με δικαιοπραξία που συνήθως είναι σύμβαση, ενώ η κοινωνία δικαιώματος από το νόμο. Επομένως δημιουργείται και υπάρχει ανεξάρτητα από τη βούληση των κοινωνών.
- Στην εταιρία υφίσταται κοινός σκοπός των εταίρων και δέσμευση τους για την πραγμάτωση του σκοπού. Η κοινωνία είναι ξένη προς κάθε κοινό σκοπό και, βέβαια, προς κάθε σχετική δέσμευση των κοινωνών.
Έτσι, η κοινωνία είναι απόρροια της ανάγκης να αποτραπούν οι έριδες μεταξύ των κοινωνών με τη ρύθμιση, συνήθως μέσω κανονισμού, των σχέσεων που παράγονται ανάμεσα τους και που αφορούν στη χρήση, στη διοίκηση και συντήρηση του κοινού πράγματος.
Δικαιώματα Και Υποχρεώσεις Κοινωνών
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 787 ΑΚ, κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του ΑΚ για την κοινωνία δικαιώματος, προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, να απαιτήσουν απ’ αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε. Το όφελος προσδιορίζεται συγκεκριμένα και συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού. Το δικαίωμα αυτό διατηρείται ακόμη και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης.
Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών. Δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, προϋπόθεση είναι η παράνομη και υπαίτια παρεμπόδιση στη σύγχρηση του κοινού πράγματος των λοιπών κοινωνών ή, πολύ περισσότερο, η αποβολή από τη συννομή του κοινού.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση κοινωνίας επί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ωφέλεια, ως αποζημίωση.
Εξάλλου, η διαχείριση του κοινού πράγματος δυνάμει συμφωνίας των κοινωνών αποτελεί τρόπο διοίκησης του πράγματος και δεν μεταβάλλει την ουσία του δικαιώματος αποζημίωσης των λοιπών κοινωνών σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού από έναν από τους κοινωνούς. Συνεπώς, η αποζημίωση αυτή οφείλεται και όταν η αποκλειστική χρήση γίνεται με βάση συμφωνία των κοινωνών.
Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ’ αρχήν αδιάφορος. Επομένως, μπορεί αυτός είτε να το έχει εκμισθώσει είτε να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο. Αρκεί το γεγονός ότι έχει αποκλειστεί εκ τοις πράγμασι η σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 852/2019).
Διοίκηση Με Δικαστική Απόφαση
Εφόσον υφίσταται κοινωνία, η διοίκηση και η χρησιμοποίηση του κοινού πράγματος καθορίζεται με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία των κοινωνών. Εαν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, το άρθρο 790 ΑΚ ορίζει ότι, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο που είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο όλους τους κοινωνούς.
Αν υπάρχει ανάγκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή. Στη διάταξη αυτή δεν καθορίζονται οι τρόποι της διοίκησης με δικαστική απόφαση του κοινού πράγματος και μόνον ενδεικτικώς ορίζεται ο διορισμός διαχειριστή. Η ρύθμιση αυτή δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, η οποία αποσκοπεί στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες του προσφορότερου για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος.
Έτσι το δικαστήριο, στο οποίο μπορεί να προσφύγει κάθε κοινωνός, επικαλούμενος μεταξύ των άλλων και την έλλειψη απόφασης όλων ή της πλειοψηφίας τους, κανονίζει τη διοίκηση ή χρησιμοποίηση του κοινού κατά τον τρόπο που είναι πιο πρόσφορος και συμφέρει όλους τους κοινωνούς, έχοντας και τη δυνατότητα, για την καλύτερη επιτυχία του κοινού σκοπού των κοινωνών, να διορίσει διαχειριστή, η εξουσία του οποίου, καθοριζόμενη στην απόφαση, περιλαμβάνει κάθε πράξη διοικήσεως και διαχειρίσεως του κοινού, που τείνει στην προς το συμφέρον των κοινωνών εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας αυτού.
Σε επείγουσες δε περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, είναι δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, για την προσωρινή ρύθμιση της διοικήσεως του κοινού και κατά συνέπεια και ο διορισμός διαχειριστή μπορεί να επιδιωχθεί και με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
Λύση της Κοινωνίας
Σύμφωνα με το άρθρο 795 ΑΚ «κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό».
Επιπλέον το άρθρο 798 ΑΚ ορίζει ότι «η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή». Περαιτέρω η διανομή κατηγοριοποιείται σε εκούσια και δικαστική (ακούσια).
- Εκούσια διανομή είναι εκείνη που γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κοινωνών και
- Δικαστική διανομή είναι η διανομή της κοινωνίας που απαγγέλλεται με απόφαση δικαστηρίου, κατόπιν αγωγής ενός ή περισσοτέρων κοινωνών.
Η αγωγή διανομής κοινού πράγματος είναι, συνήθως, μικτή αγωγή, δηλ. έχει χαρακτήρα εμπράγματο και ενοχικό. Ο εμπράγματος χαρακτήρας της αγωγής προκύπτει από το ότι απαιτείται συγκυριότητα των διαδίκων στο κοινό πράγμα ενώ ο ενοχικός χαρακτήρας της από το ότι με αυτήν μπορούν να επιδιωχθούν και οι ενοχικές αξιώσεις από την κοινωνία λόγω δαπανών ή ωφελημάτων.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη κοινωνία δικαιώματος και την συνιοκτησία.