Ως «οργανισμός συλλογικής διαχείρισης» νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται από το νόμο ή μέσω μεταβίβασης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσότερων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό όφελος αυτών, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, και ο οποίος είτε ανήκει στα μέλη του ή ελέγχεται από αυτά, είτε έχει οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση.
Οι αδειοδοτημένοι από το Υπουργείο Πολιτισμού οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης για τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δημιουργών μουσικών έργων στην Ελλάδα σήμερα είναι η «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ» και η «Ένωση Δικαιούχων ΕΔΕΜ», ενώ για τους δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων ηχογραφημένης μουσικής ο «GEA».
Ο Νόμος 2121/1993
Ο ν. 2121/1993 προστατεύει τις βασικές κατηγορίες δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων αναγνωρίζοντας στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και στους παραγωγούς, σε κάποιες περιπτώσεις, το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν ορισμένες χρήσεις των εισφορών τους και σε άλλες περιπτώσεις ένα απλά ενοχικό δικαίωμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 49 του παραπάνω νόμου όταν υλικός φορέας ήχου που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, ο χρήστης οφείλει “εύλογη και ενιαία αμοιβή” στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα, και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων.
Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων.
Επομένως, όταν ο νόμος καθιερώνει δικαίωμα εύλογης αμοιβής, ο δικαιούχος έχει μόνο το ενοχικό δικαίωμα να ζητήσει εύλογη αμοιβή από τους χρήστες.
Ο Νόμος 4481/2017
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 4481/2017, ορίζεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης τεκμαίρεται ότι έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας των δικαιωμάτων επί όλων των έργων ή των αντικειμένων προστασίας ή όλων των δικαιούχων για τα οποία ή για τους οποίους δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβαστεί σε αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή τα δικαιώματα εύλογης αμοιβής ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα ή μέσω οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας.
Η κατά τεκμήριο όμως νομιμοποίηση ενός οργανισμού συλλογικής διαχείρισης για την υποχρεωτική είσπραξη των συγγενικών δικαιωμάτων ηχογραφημένης μουσικής, μέσω στερεοφωνικής ή ραδιοφωνικής εγκατάστασης ή από το διαδίκτυο ή μέσω τηλεόρασης, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και δικαίωμα είσπραξης εύλογης αμοιβής για μη εκπροσωπούμενο από τον ίδιο ρεπερτόριο από μη μέλη του, δηλαδή για δικαιώματα που δεν του έχουν ανατεθεί, είτε απευθείας από τους δικαιούχους, είτε βάσει συμβάσεων αμοιβαιότητας με άλλους ΟΣΔ του εξωτερικού, καθώς το ζήτημα αυτό είναι πραγματικό και χωρά ανταπόδειξη (ΜονΠρΑθ 349/2022).
Έτσι θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο που λειτουργεί κατ’ αρχήν αποδεικτικά και αποβλέπει απλώς στη διευκόλυνση και νομιμοποίηση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Διεθνής Σύμβαση Της Ρώμης (26.10.1961)
Η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2054/1992, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού μας δικαίου:
- εξομοιώνει τους αλλοδαπούς με τους ημεδαπούς δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων, παραχωρώντας στους πρώτους την «εθνική μεταχείριση», ήτοι τη μεταχείριση που το ημεδαπό δίκαιο επιφυλάσσει στους ημεδαπούς δικαιούχους των δικαιωμάτων αυτών
- παρέχει την «εθνική μεταχείριση» ακόμα και σε αλλοδαπούς ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες ή παραγωγούς φωνογραφημάτων, μη προερχόμενους από συμβαλλόμενο με την προαναφερόμενη διεθνή σύμβαση κράτος, εφόσον η πρώτη έκδοση ενός φωνογραφήματος, έλαβε μεν χώρα στο μη συμβαλλόμενο αυτό κράτος, πλην όμως τούτο, εντός το αργότερο 30 ημερών από την αρχική έκδοση και δημοσίευση του, παρουσιάστηκε στο κοινό και δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα, ως συμβαλλόμενη,
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όλα σχεδόν τα αλλοδαπής προέλευσης μουσικά έργα καλύπτονται από την προστασία που παρέχει ή Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης και συνακόλουθα και το ελληνικό δίκαιο.
Τούτο δε, ακόμα και αν τα έργα αυτά προέρχονται από μη συμβαλλόμενο κράτος, όπως, μεταξύ άλλων, είναι και οι Η.Π.Α., αφού λόγω της ραγδαίας εξέλιξης και τελειότητας των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, τα μουσικά έργα και ιδίως εκείνα που προέρχονται από τις μουσικά ανεπτυγμένες χώρες, επιτυγχάνουν, την ταχεία και οπωσδήποτε την πριν από την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας δημοσίευση και παρουσίαση τους, ιδιαίτερα στις χώρες της αναπτυγμένης μουσικά Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς και της Ελλάδας.
Ασφαλιστικά Μέτρα Και Τακτική Αγωγή
Νομικό Πλαίσιο
Στο άρθρο 22 του Ν. 4481/2017 προβλέπεται ότι:
Σε περίπτωση μη καταβολής αμοιβής για τη λήψη άδειας ή διαφωνίας ως προς το ύψος της αμοιβής που αξιώνει ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ο χρήστης οφείλει πριν από οποιαδήποτε χρήση να προκαταβάλει στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης το αιτούμενο ποσό αμοιβής ή εκείνο που θα έχει ορίσει και επιδικάσει προσωρινά το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατόπιν αίτησης είτε του χρήστη είτε του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως συνήθως καταβαλλόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ή ως εύλογο, αν δεν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις.
Μετά από αγωγή που ασκεί ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ή ο χρήστης, το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του ΚΠολΔ, προσδιορίζει οριστικά την αμοιβή και το ύψος αυτής και την επιδικάζει.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ χρήστη και οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής και τους όρους πληρωμής της, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθορίζει αυτά προσωρινά μετά από αίτηση του χρήστη ή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, και επιδικάζει προσωρινά μέχρι το ήμισυ της εύλογης αμοιβής που καθόρισε.
Ερμηνεία – Πρόσφατη Νομολογία
Ο νόμος, όπως παραπάνω αναφέρεται, προβλέποντας τη δυνατότητα του προσωρινού προσδιορισμού της εύλογης αμοιβής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπεί στη ρύθμιση των περιπτώσεων εκείνων, που δεν μπορούν να αναμείνουν την εγγενή βραδύτητα της τακτικής δίκης.
Συγκεκριμένα, δε, τις περιπτώσεις «πριν από οποιαδήποτε χρήση» ή κατά τη διάρκειά της, εκείνες δηλαδή, για τις οποίες επιβάλλεται ο άμεσος καθορισμός της καταβλητέας αμοιβής, ώστε να δεσμευτούν τα μέρη κατά την επικείμενη κατάρτιση της μεταξύ τους σύμβασης και να επιτευχθεί η καταβολή της αμοιβής, από μεν την πλευρά των δικαιούχων, ώστε να εισπράξουν άμεσα το περιουσιακό τους δικαίωμα, από δε την πλευρά των χρηστών, ώστε να αποφύγουν να προβούν σε παράνομη χρήση.
Για αυτό κι ο νόμος αναφέρεται σε καθορισμό του ύψους της αμοιβής και των όρων πληρωμής αυτής, δηλαδή αν η αμοιβή θα καταβάλλεται εφάπαξ ή σε δόσεις, αν θα καταβάλλεται στην αρχή ή στο τέλος κάθε χρήσης, καθώς και στην προσωρινή επιδίκασή της.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσφυγή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης στο μονομελές πρωτοδικείο για τον προσωρινό καθορισμό της εύλογης αμοιβής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει αφού προηγηθούν, χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών, οι διαπραγματεύσεις με τους χρήστες.
Οι διαπραγματεύσεις, δε, επιβάλλεται να γίνουν πριν από οποιαδήποτε χρήση ή κατά τη διάρκειά της, όταν αυτή είναι εξακολουθητική, έτσι, ώστε να αποφεύγονται οι αυθαιρεσίες και οι καταχρηστικές διακρίσεις από τους οργανισμούς σε βάρος των χρηστών, χωρίς να εξαναγκάζονται σε καθορισμό μη δικαίων τιμών, με την παροχή σ’ αυτούς της δυνατότητας διαπραγμάτευσης του ύψους της οφειλόμενης αμοιβής, με βάση τα συγκεκριμένα προσωπικά τους στοιχεία και να αποφασίσουν ακόμη και για την περίπτωση να μην προβούν στη συγκεκριμένη χρήση.
Επομένως, σε κάθε περίπτωση προσφυγής στο δικαστήριο για προσδιορισμό της εύλογης αμοιβής, εφόσον αυτή αφορά χρήση, που έχει ήδη πραγματοποιηθεί, πρόκειται για οριστικό προσδιορισμό, ο οποίος γίνεται από το αρμόδιο τακτικό δικαστήριο, αποκλεισμένης της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, που δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ζητείται ο προσδιορισμός της εύλογης αμοιβής πριν από τη χρήση ή κατά τη διάρκεια αυτής.
Τα παραπάνω, δε, δεδομένου ότι στην περίπτωση της παρελθούσας χρήσης, που ήδη έχει παύσει, δεν υφίσταται δικαιολογητικός λόγος για την εκ των υστέρων διεξαγωγή δύο δικών, δηλαδή για τον προσωρινό και τον οριστικό προσδιορισμό – επιδίκαση της εύλογης αμοιβής.
Νομολογία
Σύμφωνα και με πρόσφατη νομολογία (ΜΠρΑθ 1645/2024), δεν παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα του προσωρινού καθορισμού με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων της εύλογης και ενιαίας αμοιβής, εφόσον πρόκειται για αμοιβή που αφορά χρήση, η οποία έχει πραγματοποιηθεί και έχει παύσει σε προγενέστερο χρόνο από την άσκηση της αίτησης.
Και τούτο διότι δεν υφίσταται δικαιολογητικός λόγος για την εκ των υστέρων, ήτοι μετά το πέρας της εκάστοτε χρήσης, διεξαγωγή δύο δικών, μία για τον προσωρινό καθορισμό και μία για τον οριστικό καθορισμό της εύλογης και ενιαίας αμοιβής της απούσας, αφού η διεξαγωγή δύο δικών με το ίδιο ουσιαστικά αντικείμενο αποτελεί υπερβολική πρόνοια της απούσας, που δεν δικαιολογείται ούτε από το νόμο, ούτε από την πρακτική.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης και την Εύλογη Αμοιβή τους.