Η υπαναχώρηση από σύμβαση είναι, μαζί με την καταγγελία, θεμελιώδες δικαίωμα των μερών που στόχο έχει να προστατέψει το καλόπιστο μέρος από αντισυμβατικές πρακτικές του αντισυμβαλλομένου του, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης.
Η μεταβολή των συνθηκών, όμως, λειτουργεί ως καταλύτης στις έννομες σχέσεις που πηγάζουν από σύμβαση, διαταράσσοντας το “κανονικό” νομικό πλαίσιο και περιορίζοντας τα δικαιώματα για τα συμβαλλόμενα μέρη. Η πρόβλεψη αυτή πηγάζει από την ανάγκη να προστατευθεί όχι μόνο ο καλόπιστος αγοραστής αλλά και ο πωλητής, στην περίπτωση που ο τελευταίος ενήργησε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Υπαναχώρηση
Η θεμελίωση του δικαιώματος υπαναχώρησης βασίζεται στο άρθρο 389 ΑΚ το οποίο ορίζει ότι σε μια οποιαδήποτε σύμβαση, έκαστο εκ των μερών μπορεί να επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Σε περίπτωση που το δικαίωμα ασκηθεί, επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη σχετική σύμβαση. Επιπλέον, άμα την άσκηση του δικαιώματος, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν. Οι παροχές αυτές δε, εφόσον δεν καταβληθούν, αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 387 του ΑΚ προβλέπεται ότι:
“Στις περιπτώσεις όπου ο δανειστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης, μπορεί επιπλέον με αίτηση του και κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου να του επιδικαστεί και αποζημίωση για την τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης…”.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης, επέρχεται ως συνέπεια η άμεση διάλυση της συμβάσεως. Η διάλυση αυτή είναι ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική, με αποτέλεσμα να αποσβέννυνται οι εκατέρωθεν αξιώσεις. Τούτο δε, αποτελεί και την κύρια διαφορα της υπαναχώρησης από την καταγγελία, εφόσον η καταγγελία επιδρά μονο μελλοντικά, ενώ η υπαναχώρηση έχει αναδρομική ισχύ.
Επομένως, δημιουργείται αμοιβαία υποχρέωση επιστροφής των παροχών που είχαν εκτελεστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Δηλαδή, με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης ο αγοραστής μπορεί να ζητήσει αθροιστικά :
- εύλογη αποζημίωση για την πραγματική ζημία, την οποία υπέστη εκ τη μη εκτέλεσης της συμβάσεως και
- απόδοση της παροχής, την οποία εν όλω ή εν μέρει εξεπλήρωσε, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και μάλιστα για αιτία που έληξε (ΑΠ 1031/2004, ΑΠ 262/2002, ΑΠ 533/2002).
Νομολογιακά έχει κριθεί ότι, λόγω του ότι η εύλογη αυτή αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό της προκληθείσας ζημίας στον δανειστή από τη ματαίωση της εκπλήρωσης της παροχής, πρέπει το ως άνω ποσό να αναφέρεται συγκεκριμένα (βλ. ΟλΑΠ 568/1975, ΑΠ 746/1994).
Τέλος, έχει επίσης κριθεί νομολογιακά ότι εφόσον ο αγοραστής επιλέξει την υπαναχώρηση δικαιούται να ζητήσει μόνο εύλογη και όχι πλήρη αποζημίωση για την πραγματική ζημία, που έχει υποστεί από τη μη εκπλήρωση (ΟλΑΠ 586/75, ΑΠ 337/82).
Σημειώνεται ότι ειδική, ξεχωριστή, αντιμετώπιση έχει η υπαναχώρηση απ΄ο ασφαλιστική σύμβαση.
Απαλλαγή Από Την Ευθύνη
Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 397 ΑΚ, προβλέπεται περιορισμός του δικαιώματος υπαναχώρησης ως εξής:
“Αυτός που επιφύλαξε στον εαυτό του την υπαναχώρηση για την περίπτωση όπου ο άλλος δεν θα εκπλήρωνε την υποχρέωσή του από τη σύμβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας έχει το δικαίωμα αυτό μόνο αν η μη εκπλήρωση οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου. Αυτός που ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή του οφείλει να το αποδείξει”.
Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 363 του Α.Κ. “ο οφειλέτης, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση που απορρέει από την υπόσχεση αδύνατης παροχής, αν κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης αγνοούσε χωρίς υπαιτιότητα ότι η παροχή είναι αδύνατη. Οφείλει όμως, αμέσως μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή για το γεγονός αυτό. Η διάταξη του άρθρου 338 (για απόδοση του περιελθόντος) εφαρμόζεται και εδώ“.
Κατά το άρθρο 380 του ίδιου Κώδικα, “αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αλλά δεν απαλλάσσεται αν απαίτησε ό,τι περιήλθε στον άλλο εξαιτίας του γεγονότος της αδυναμίας“.
Από τις ανωτέρω διατάξεις (σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 287, 362, 364, 365, 336, 381 και 382 του Α.Κ) συνάγεται ότι η οριστική αδυναμία της προς παροχή υποχρέωσης από σύμβαση, αδιαφόρως αν είναι αντικειμενική ή υποκειμενική, ολική ή μερική ή η υπόσχεσή της απαγορεύεται από το νόμο (νομική αδυναμία), εάν μεν είναι αρχική, δηλαδή υπήρχε κατά τη γένεση της ενοχής, συνεπάγεται τη μερική ή ολική (αναλόγως) απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωσή του, εφόσον αποδεικνύει ότι χωρίς υπαιτιότητά του αγνοούσε την αδυναμία παροχής.
Στην περίπτωση όπου η αδυναμία του οφειλέτη είναι επιγενόμενη, δηλαδή δεν υπήρχε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως και ανέκυψε μεταγενέστερα, συνεπάγεται ανάλογη απαλλαγή του από την υποχρέωσή του. Σε κάθε περίπτωση ισχύει η προϋπόθεση ότι, κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 330-334 ΑΚ, αποδεικνύει την έλλειψη υπαιτιότητάς του, οπότε απαλλάσσεται και ο αντισυμβαλλόμενος – κατά το αντίστοιχο μέρος της αδύνατης παροχής – από την προς αντιπαροχή υποχρέωσή του και αναζητεί την τυχόν καταβληθείσα κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 497/2010).
Επομένως, στην περίπτωση της ενσκήψασας πανδημίας, υπάρχει αδυναμία που οδηγεί σε απαλλαγή του οφειλέτη, είτε πρόκειται για παροχή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί λόγω αντικειμενικών συνθηκών (πχ λόγω ελλείψεως αποθέματος ή πρώτων υλών, που συναντήσαμε στο πρώτο “κύμα” της πανδημίας), είτε λόγω νομοθετικής απαγόρευσης (πχ συνέδρια, ταξίδια κλπ), είτε λόγω αύξησης κόστους που καθιστά την παροχή ασύμφορη. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν μπορεί να ασκηθεί.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά τα συμβατικά σας δικαιώματα και υποχρεώσεις.