Η Αφορμή Της Πανδημίας
Η αρχής της καλής πίστης, είναι θεμελιώδης κανόνας στις εμπορικές συμφωνίες. Η Αρχή “Pacta Sunt Servanda”, ως παρεπόμενη αρχή, μπορεί υπό προϋποθέσεις να κάμπτεται σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Το καθήκον ενημέρωσης, στην περίπτωση αυτή, αναδεικνύεται σε βασική υποχρέωση των συμβαλλομένων, που απορρέει από την παραπάνω αρχή.
Με αφορμή την πανδημία covid-19, τα ανωτέρω ανήλθαν στο προσκήνιο, με δεδομένο ότι τόσο λόγω αντικειμενικών συνθηκών όσο και λόγω νομοθετικών απαγορεύσεων, σε πολλές συμβάσεις τα συμβαλλόμενα μέρη αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ο νομοθέτης έσπευσε να ρυθμίσει νομοθετικά τις συμβατικές σχέσεις, θεσπίζοντας την ενδεδειγμένη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν τα μέρη. Έτσι νομοθετήθηκαν κανόνες για τον τουρισμό ή τα συνέδρια (voucher), όπως και για τις εμπορικές μισθώσεις.
Δεν θα ήταν δυνατόν όμως, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να προβλεφθούν νομοθετικά όλες οι πιθανές περιπτώσεις εμπορικών συμβάσεων. Γι’ αυτό, ανα περίπτωση, γίνεται επίκληση γενικών κανόνων δικαίου, που βρίσκουν αναλογική εφαρμογή σε κάθε επιμέρους βιοτικό συμβάν.
Η Αρχή Της “Καλή Πίστης”
Η γενική ρήτρα του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), ορίζει ότι:
“ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”
Επομένως, η καλή πίστη αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση. Τούτο συμβαίνει όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία.
Η αρχή αυτή, λειτουργεί όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που, εξαιτίας ειδικών συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή το δανειστή.
Έτσι, αντίθετα με τη ρήτρα του άρθρου 200 ΑΚ, που αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλονται ως ερμηνευτικά κριτήρια η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Σκοπός δε, είναι η ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βούλησης, δηλαδή ο καθορισμός της ενυπάρχουσας στη σύμβαση αυτόνομης δικαιοπρακτικής ρυθμίσεως.
Η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας, με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Έτσι όταν, κατά τα παραπάνω, οι δηλώσεις βουλήσεως χρειάζεται να συμπληρωθούν ή να διορθωθούν, επιβάλλεται στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους. Τούτο συμβαίνει, για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάσταχτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού.
Με το τρόπο αυτό παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα, να αποκλίνει από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές. Η κρίση του δικαστηρίου γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές. Τούτο δε, μπορεί να λάβει χώρα είτε αυξάνοντας είτε μειώνοντας το συμφωνημένο μέγεθός των παροχών, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο της εκπληρώσής τους.
Η ρήτρα της καλόπιστης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των παροχών, είναι αναγκαστικού δικαίου. Επομένως δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτή, είτε ρητή είτε σιωπηρή.
Αντίθετα όμως, δεν αποτελεί παραίτηση η ειδικότερη συμφωνία σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, με την οποία προβλέπεται η εκπλήρωση των παροχών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκαν, ακόμη και σε περίπτωση συγκεκριμένης μελλοντικής μεταβολής των συνθηκών εκτέλεσης της συμβάσεως.
Τούτο συμβαίνει, διότι με την ειδική αυτή συμφωνία, αναλαμβάνεται από τον οφειλέτη ο σχετικός κίνδυνος και τονίζεται η ευθύνη του για την πιστή εκπλήρωση της παροχής του ακόμα και στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση. Η συμφωνία αυτή βρίσκεται μέσα στα όρια της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν αντίκειται, άνευ άλλου τινος, στη συναλλακτική καλή πίστη και εντιμότητα.
Όμως ακόμα και στην περίπτωση που προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν τη σύμβασή τους, η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ μπορεί να επέμβει και πάλι διορθωτικά. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχε και πάλι (ανεπίτρεπτη) παραίτηση.
Τούτο διότι υπάρχει ο κίνδυνος η εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής, να συνιστά συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που η μεταβολή που επήλθε είναι τόσο μεγάλη, ώστε η εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός εκ των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημίας που το μέρος αυτό πρόβλεψε και ανέλαβε,
Τέλος, η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, εφαρμόζεται και στην περίπτωση που δεν προβλέφθηκε καμία ρύθμιση για την περίπτωση μεταβολής των συνθηκών εκτέλεσης της συμβάσεως. Ταυτόχρονα, η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που το άρθρο αυτό απαιτεί.
Η Υποχώρηση Της Αρχής “Pacta Sunt Servanda”
Με βάση τα παραπάνω, το άρθρο 288 ΑΚ εφαρμόζεται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ.
Το τελευταίο απαιτεί η εκ των υστέρων μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της συμβάσεως, στις οποίες κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη από κοινού τα μέρη στήριξαν τη σύναψή της, να οφείλεται σε λόγους έκτακτους, αλλά και απρόβλεπτους, χωρίς όμως υπαιτιότητα των μερών. Με το τρόπο αυτό η σύμβαση μπορεί να αναπροσαρμοστεί ή να λυθεί εξ ολοκλήρου από το δικαστήριο κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Αυτό μπορεί να συμβεί, εφόσον από την παραπάνω μεταβολή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής.
Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ προβλέπει την υποχώρηση της αρχής του απαραβίαστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης ή λύσης αμφοτεροβαρούς συμβάσεως σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και ανατροπής της ισορροπίας παροχής και αντιπαροχής.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων:
α) να πρόκειται για αμφοτεροβαρή σύμβαση, η οποία δεν έχει εκτελεστεί πλήρως,
β) η μεταβολή να αφορά περιστατικά στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη από κοινού στήριξαν κυρίως τη σύναψη της συμβάσεως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Δηλαδή αμφότερα τα μέρη πρέπει να έθεσαν τα νομικά ή πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν το θεμέλιο της συμβάσεως ως όρο της ισχύος της, υπό την έννοια ότι δεν θα προέβαιναν στην κατάρτισή της εάν γνώριζαν τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει,
γ) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της συνάψεως της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και
δ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να έγινε υπέρμετρα επαχθής.
Τέλος, λόγοι έκτακτοι και απρόβλεπτοι είναι περιστατικά που δεν επέρχονται κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά τα συμβατικά σας δικαιώματα και υποχρεώσεις.