Skip to content

Αρθρογραφία

Η Ασφαλιστική Σύμβαση: Νομοθεσία & Νομολογία

Η Ασφαλιστική Σύμβαση

Με την Ασφαλιστική Σύμβαση,  ο ασφαλιστής υποχρεούται αντί ασφαλίστρου να αποζημιώσει τις απώλειες ή ζημίες, οι οποίες ενδέχεται να συμβούν στον ασφαλιζόμενο από ορισμένα τυχαία ή ανωτέρας βίας περιστατικά ή ασθένειες οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν αλλά ο ασφαλισμένος δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξή τους κατά τη σύναψη της σύμβασης (ν. 2496/1997, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε τις διατάξεις των άρθρων 189 επ. του ΕμπΝ).

Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου, η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ήτοι επέλθει η ζημία, προς κάλυψη της οποίας έχει συνομολογηθεί η ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. 

Ειδικότερα, στην ασφάλιση προσώπων, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας, που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου.

Σύμβαση Ασφάλισης Με Βάση Γραπτές Ερωτήσεις (Ερωτηματολόγιο)

Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 3 του παραπάνω νόμου “κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή”.

Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.

Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύμβαση με βάση γραπτές ερωτήσεις, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι: 

  • συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες, 
  • δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης, 
  • δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό με πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή.

Εξάλλου, κατά την παρ.6 του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου, “Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Ο λήπτης της απόφασης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστής“. 

Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα:

Κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ του ασφαλιστή και του λήπτη της ασφάλισης, ο τελευταίος υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. 

Ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να θέσει στο λήπτη της ασφάλισης συγκεκριμένες γραπτές ερωτήσεις, τις οποίες αυτός οφείλει να απαντήσει. Τα ζητήματα δε που ο ασφαλιστής έθεσε ως αντικείμενο των ερωτήσεών του τεκμαίρεται (“νόμιμο τεκμήριο”), ότι είναι τα μόνα που επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. 

Δηλαδή αυτά και μόνον θεωρούνται εκ του νόμου ότι είναι στον κύκλο των ζητημάτων και οι επ’ αυτών απαντήσεις – πληροφορίες του λήπτη μπορεί να συνιστούν – κατά περίπτωση – αντικειμενικά ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου. 

Εξάλλου, απαιτείται γνώση του ασφαλισμένου για συγκεκριμένο γεγονός που απέκρυψε από τον ασφαλιστή κατά την κατάρτιση της σύμβασης, χωρίς να αρκεί αμέλεια στην απόκρυψη αυτήν. 

Σε περίπτωση παράβασης από το λήπτη της ως άνω υποχρεώσεώς του από δόλο, ο ασφαλιστής, λαμβάνοντας γνώση της παράβασης και σταθμίζοντας τα συμφέροντά του, έχει δικαίωμα:
  • είτε να εμμείνει στη σύμβαση, δηλώνοντας ενδεχομένως τούτο ρητά στο λήπτη,
  • είτε να καταγγείλει τη σύμβαση προκαλώντας τη λύση της και έτσι να απαλλαγεί, αμέσως μετά τη συντέλεση της καταγγελίας, από την υποχρέωσή του για την καταβολή του ασφαλίσματος. 

Ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς του προς καταβολή του ασφαλίσματος και αν έλαβε γνώση της από δόλο μη δήλωσης του λήπτη της ασφάλισης, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. 

Τα δικαιώματα αυτά παρέχονται στον ασφαλιστή, ανεξαρτήτως της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της από δόλο μη δήλωσης και της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, δεν έχει δηλαδή σημασία αν η από δόλο μη ανακοίνωση ή καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γραπτές ερωτήσεις του ασφαλιστή συνέχονται με τον ασφαλισμένο κίνδυνο, διότι οι άνω κυρώσεις (καταγγελία, μη καταβολή του ασφαλίσματος) παρέχονται στον ασφαλιστή λόγω της υπαίτιας (με πρόθεση) παραβίασης της υποχρεώσεως του λήπτη της ασφάλισης να ανακοινώσει στον ασφαλιστή τις σχετικές πληροφορίες, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του τελευταίου, ο οποίος ακολούθως θα προέβαινε στην εκτίμηση του ασφαλισμένου κινδύνου, αποδεχόμενος ή όχι τη σχετική πρόταση για κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, έναντι ορισμένου ποσού ασφαλίστρου, καθόσον η σύνδεση της ασφαλιστικής περίπτωσης με το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος, δεν ανάγεται σε προϋπόθεση για την απαλλαγή τού ασφαλιστή. 

Ωστόσο, το εν λόγω δικαίωμα για καταγγελία υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, αφού ο ασφαλιστής δικαιούται να προβεί στην καταγγελία μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. 

Φυσικά, προβλέπεται παράλληλο δικαίωμα του λήπτη για υπαναχώρηση απ΄ο την ασφαλιστική σύμβαση.

Ευνόητο είναι ότι μετά την άπρακτη πάροδο αυτής της προθεσμίας ο ασφαλιστής τεκμαίρεται αμάχητα ότι εμμένει στη σύμβαση. 

Σε περίπτωση που η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν την εκ μέρους του ασφαλιστή γνώση της παράβασης, πρέπει, κατ’ αναλογική εφαρμογή των άνω διατάξεων (διότι δεν προβλέπεται ρητώς), να γίνει δεκτό, ότι ο τελευταίος απαλλάσσεται, μάλιστα δε αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, από την υποχρέωση του προς καταβολή του ασφαλίσματος (ΑΠ 199/2022).

Βασική, όμως, προϋπόθεση είναι ότι το αποκρυβέν περιστατικό ή στοιχείο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου από τον ασφαλιστή, ασχέτως του αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης ή στην έκταση της ζημίας που προκλήθηκε. 

Επομένως, δεν δίνει στον ασφαλιστή το δικαίωμα καταγγελίας οποιαδήποτε απόκρυψη, αλλά μόνο εκείνου του γεγονότος που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε μη κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης ή σε κατάρτισή της με διαφορετικούς όρους. 

Το ουσιώδες δεν κρίνεται υποκειμενικά κατά τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου ασφαλιστή, αλλά αντικειμενικά σύμφωνα με τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής. 

Είναι δε ουσιώδες το περιστατικό αυτό, όταν συμβάλλει στην ορθή εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή της δυνατότητας να επέλθει η οικονομική ανάγκη που καλύπτει η ασφάλιση, πράγμα το οποίο, στη συνέχεια, είναι αναγκαίο για τον καθορισμό ενός δίκαιου ασφαλίστρου ή για τον περιορισμό της ζημίας. 

Αν ο ασφαλιστής, όπως έχει δικαίωμα, επιλέξει να υποβάλει στον αιτούντα την ασφάλιση συγκεκριμένες γραπτές ερωτήσεις σχετικά με τον υπό ανάληψη κίνδυνο δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση ουσιωδών περιστατικών του κινδύνου εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης, αν πρόκειται για περιστατικό που δεν περιέχεται στο ερωτηματολόγιο. 

Το νόημα του καθιερούμενου εν προκειμένου νόμιμου τεκμηρίου είναι ότι περιορίζει το εύρος των κρίσιμων περιστατικών στα όρια ακριβώς του ερωτηματολογίου. Ωστόσο, αν το αποκρυβέν περιστατικό είναι μέσα στα όρια αυτά, δεν σημαίνει ότι χωρίς άλλο είναι και αντικειμενικά ουσιώδες κατά την ανωτέρω έννοια. 

Ο επικαλούμενος την απόκρυψη ασφαλιστής οφείλει να αποδείξει και τα δύο:
  • Και ότι για το περιστατικό υποβλήθηκε ερώτηση
  • και ότι το αποκρυβέν είναι αντικειμενικά ουσιώδες. 

Όταν δε εσκεμμένα ο λήπτης της ασφάλισης παραβαίνει την υποχρέωσή του, που απορρέει από την παρ.1 του άρθρου 3 Ν. 2496/1997 παρέχεται το δικαίωμα καταγγελίας στον ασφαλιστή, σύμφωνα με την παρ.6 του ανωτέρω άρθρου 3, που ορίζει ότι:

 “Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή“. 

Οι συνέπειες αυτές, στην περίπτωση της εκ δόλου παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, επέρχονται άσχετα αν η παράβαση αυτή επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.

Μη Καταβολή Ασφαλίστρων – Δικαιώματα Ασφαλιστή

Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 6 § 1 του Ν. 2496/1997, στην ασφαλιστική σύμβαση “ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα είτε εφάπαξ, είτε με τμηματικές καταβολές. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν την καταβολή του εφάπαξ ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από την ασφαλιστική σύμβαση ή από τις περιστάσεις“. 

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σύμφωνα, άλλωστε και με τη σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ν’ αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη χωρίς την προκαταβολή των ασφαλίστρων, αφού η ρύθμιση έχει τεθεί υπέρ του ασφαλιστή και άρα είναι έγκυρη κάθε συμφωνία που επαυξάνει τα δικαιώματα του ασφαλισμένου. 

Είναι επίσης δυνατόν η έμπρακτη συνειδητή αποδοχή από τον ασφαλιστή της καλύψεως, χωρίς την προκαταβολή του ασφαλίστρου, να οδηγεί, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως, στην αποδοχή της καλύψεως (ΑΠ 703/2018). 

Εξ άλλου κατά την διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το με το άρθρο 278 § 8 του Ν. 4364/2016

«Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελια γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την πάροδο δύο (2) εβδομάδων για ασφαλίσεις με διάρκεια μέχρι και ενός (1) έτους, και μετά την πάροδο ενός (1) μηνός για ασφαλίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους, από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης»

Ο ασφαλιστής επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου, δεν είναι υποχρεωμένος να καταγγείλει τη σύμβαση αλλά μπορεί -κατ’ επιλογή του- να εμμείνει σ’ αυτή και να αξιώσει την καταβολή του ασφαλίστρου.

Τα ανωτέρω διαφοροποιούνται στις περιπτώσεις ασφάλισης για την ασφαλιστική σύμβαση κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, ή στην περίπτωση απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων λόγω διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας..

Ομαδική Ασφαλιστική Σύμβαση

Εξάλλου, ομαδική ασφαλιστική σύμβαση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίνει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. 

Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει, σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου, ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος. 

Στην ομαδική ασφαλιστική σύμβαση επί της ζωής τρίτου, αλλά και εν γένει στις ασφαλίσεις προσώπων, δικαιούχος του ασφαλίσματος μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, να ορισθεί είτε ο ίδιος ο εκάστοτε ασφαλισμένος, δηλαδή το πρόσωπο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του κινδύνου (θάνατος, αναπηρία, ασθένεια), είτε το πρόσωπο που κατονομάζεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο, είτε τέλος ο ίδιος ο αντισυμβαλλόμενος – λήπτης της ασφάλισης. 

Όταν δικαιούχος του ασφαλίσματος ορίζεται άλλο πρόσωπο από τον αντισυμβαλλόμενο-λήπτη της ασφάλισης και ειδικότερα ο ίδιος ο ασφαλισμένος ή τρίτο πρόσωπο, που αυτός κατονομάζει, τότε η σύμβαση ομαδικής ασφάλισης επί της ζωής ή της υγείας τρίτου προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου (αρ. 411 ΑΚ) και ο ασφαλισμένος ή, κατά περίπτωση, ο τρίτος, που αυτός έχει κατονομάσει, με την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου αποκτούν το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και αποκτούν ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή.

Παράλληλο με εκείνο του ασφαλισμένου ή του τρίτου αλλά ανεξάρτητο από αυτό, δικαίωμα έχει, στην περίπτωση αυτή, από το άρθρο 410 ΑΚ και ο αντισυμβαλλόμενος-λήπτης της ασφάλισης, ως δέκτης της υπόσχεσης, να απαιτήσει από τον ασφαλιστή να καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο ή στον τρίτο ,που αυτός έχει κατονομάσει. Αντίθετα, όταν δικαιούχος του ασφαλίσματος ορίζεται ο ίδιος ο αντισυμβαλλόμενος-λήπτης της ασφάλισης και όχι ο ασφαλισμένος ή το τρίτο πρόσωπο, που αυτός κατονομάζει, τότε η σύμβαση ομαδικής ασφάλισης επί της ζωής ή της υγείας τρίτου προσλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, τη μορφή της ασφάλισης για ίδιο λογαριασμό και δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της (γνήσιας ή έστω μη γνήσιας) σύμβασης υπέρ τρίτου. 

Στην περίπτωση αυτή, δικαιούχος του ασφαλίσματος και δέκτης της υπόσχεσης του ασφαλιστή είναι ο αντισυμβαλλόμενος – λήπτης της ασφάλισης και όχι ο ασφαλισμένος, ο οποίος απλώς αποτελεί το πρόσωπο του κινδύνου, χωρίς παράλληλα να έχει καμία από τις πιο πάνω ιδιότητες, ήτοι του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή του δέκτη της υπόσχεσης του ασφαλιστή (ΑΠ 1348/2022).

Συνεπώς αυτός δεν αντλεί κανένα δικαίωμα από την σύμβαση της ομαδικής ασφάλισης ζωής (και εν γένει προσώπου) και γι` αυτό δεν νομιμοποιείται να ασκήσει τις εκ των άρθρων 410 και 411 ΑΚ αγωγές, διότι το δικαίωμα αυτό ανήκει, στον αντισυμβαλλόμενο – λήπτη της ασφάλισης και μόνος αυτός νομιμοποιείται να το ασκήσει. 

Τέτοια σύμβαση ομαδικής ασφάλισης επί της ζωής για ίδιο λογαριασμό, μπορεί να συνάψει με ομαδικό ασφαλιστήριο μια τράπεζα για να ασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων, που χορηγεί στους πελάτες της – δανειολήπτες κατά των κινδύνων θανάτου τους, της ανικανότητάς τους για εργασία και της ασθένειάς τους.

Με τη σύμβαση αυτή, όμως, ουσιαστικά ασφαλίζεται παράλληλα και ο ίδιος ο δανειολήπτης από τους κινδύνους αυτούς, οι οποίοι, αν επέλθουν, θα έχουν ως συνέπεια είτε ο ίδιος είτε, σε περίπτωση θανάτου του, οι κληρονόμοι του, να περιέλθουν σε αδυναμία εξόφλησης του δανείου, γι’ αυτό δε στη σύμβαση περιλαμβάνεται συνήθως ο όρος ότι ο ίδιος ο ασφαλισμένος δανειολήπτης θα καταβάλει στον ασφαλιστή το συμφωνηθέν ασφάλιστρο. 

Τέτοια ασφάλιση προσώπων αποτελεί και η ανωτέρω ασφάλιση επί της ζωής τρίτου για ίδιο λογαριασμό του λήπτη της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή η αξίωση του αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή – λήπτη της ασφάλισης κατά του ασφαλιστή για την λήψη του ασφαλίσματος γεννάται με τον θάνατο του ασφαλισμένου – τρίτου και συνεπώς η πενταετής παραγραφή της αξίωσης αυτής αρχίζει από το τέλος του έτους, εντός του οποίου επήλθε ο θάνατος αυτός.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την ασφαλιστική σύμβαση.