Skip to content

Αρθρογραφία

Εργατικό Ατύχημα Σε Εκτέλεση Σύμβασης Έργου

εργατικό ατύχημα
Ορισμός

Εργατικό ατύχημα συνιστά το ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας.

Τα παραπάνω ορίζουν οι διατάξεις του Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ/μα της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α` του ΕισΝΑΚ.

Επομένως, με βάση τα παραπάνω, για να χαρακτηριστεί συμβάν ως εργατικό ατύχημα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: 

  • ατύχημα από βίαιο συμβάν, 
  • κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, 
  • σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου, 
  • βλάβη του σώματος ή της υγείας (περιλαμβανομένου και του θανάτου) του εργαζόμενου, 
  • η βλάβη να επήλθε ως αποτέλεσμα βίαιης, έκτακτης  και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, 
  • το συμβάν να μη συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (αιτιώδης συνάφεια).
Αποζημίωση Εργαζομένου

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ως άνω Νόμου 551/1915, ο παθών σε εργατικό ατύχημα (ή τα δικαιούμενα αντ` αυτού πρόσωπα) δικαιούνται να εγείρουν αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Επίσης, όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών.

Ο παραπάνω περιρισμός ωστόσο αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο, οπότε εφαρμόζονται γι` αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΑΠ 842/2019). 

Αδικοπραξία

Από τις διατάξεις δε του άρθρου 914 ΑΚ συνάγεται ακόμη, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας.

Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη. 

Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα.

Πταίσμα Εργοδότη

Επομένως, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται δε ο παθών χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του (άρθρο 922 ΑΚ), δηλαδή υπαίτια και παράνομη πράξη ή παράλειψή τους, χωρίς να απαιτείται δόλος.

Εξάλλου, πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι “ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου”, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερούμενης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, αδικοπραξία. 

Επί Συμβάσεως Έργου

Περαιτέρω, στις συμβάσεις έργου, κατά τα άρθρα 3 και 5 του Ν. 1396/1983, ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου ή τμήματος του έργου, ανεξάρτητα αν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας, που αφορούν ολόκληρο το έργο ή τμήμα του. 

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος αυτού σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος με αυτόν για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επεφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα διευθύνσεως και επιβλέψεως του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο, ακόμη και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει τη διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού και τούτο γιατί ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση για εργατικό ατύχημα, σύμφωνα με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983, για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας. 

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 Α.Κ., για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε . 

Ευθύνη Προστηθέντων

Ο προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία τελεσθείσα από τον προστηθέντα και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υπόθεσης του προστήσαντος. Επομένως ευθύνεται προς αποζημίωση και για εργατικό ατύχημα.

Αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (“υποπροστηθέντες”) στη διεκπεραίωση της υπόθεσης του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή δίδει οδηγίες και εντολές γι` αυτούς. 

Εξάλλου, από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 179/2015).

Επί Οικοδομικού Έργου

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: 

  • να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, 
  • να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και 
  • να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το Π.Δ. 778/1980  “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών” που έχει εφαρμογή επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμησης, χρωματισμού οικοδομών, ως και των πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, που εκτελούνται σ` αυτές, οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται έτσι, ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο από τους κινδύνους, τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεσή της. 

Έννοια “Εργοδότη” Στη Σύμβαση Οικοδομικού Έργου

Επίσης, κατά τις διατάξεις του αρθ. 8 παρ.5 α.ν. 1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, εργοδότες θεωρούνται κατ’ αρχήν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΙΚΑ (ήδη eΕΦΚΑ) πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους. 

Ειδικά, όμως, για οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται με μεσολάβηση τρίτων προσώπων (μηχανικών, εργολάβων, υπεργολάβων) ως εργοδότες θεωρούνται, για μεν την καταβολή των προς το ΙΚΑ οφειλομένων εισφορών, οι κύριοι των κτισμάτων που ανεγείρονται, συμπληρώνονται, μεταρρυθμίζονται ή κατεδαφίζονται, για δε την εφαρμογή της 9 του αρθ. 26 (εφοδιασμός με ασφαλιστική ταυτότητα, τήρηση καταστάσεων κλπ.) και οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι με τους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας. 

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί οικοδομικών εργασιών, ως εργοδότης, από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (“πλασματικός εργοδότης”) όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζομένους στο οικοδομικό έργο. 

Επομένως, τόσο ο κύριος του έργου όσο και ο εργοδότης του εργαζομένου που υπέστη εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, δηλαδή εκείνος με τον οποίο ο εργαζόμενος είχε συνάψει την εργασιακή σύμβαση, απαλλάσσονται μεν από τις υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, όταν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ, ευθύνονται όμως αν υπάρχει πταίσμα για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, επειδή δε για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, κατά το άρθρο 926 ΑΚ ενέχονται εις ολόκληρον (ΑΠ 181/2016).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις συμβάσεις έργου.