Η Διεθνής Σύμβαση “επί του Συμβολαίου δια την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (C.M.R.)”, ρυθμίζει τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
- Η μεταφορά να διεξάγεται οδικώς με οχήματα.
- Η μεταφορά να διεξάγεται επ’ αμοιβή.
- Η μεταφορά να διεξάγεται σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής τους.
- Μία τουλάχιστον από τις χώρες (αποστολής ή παραλαβής) να είναι συμβαλλόμενη χώρα στην Σύμβαση CMR, άσχετα από τον τόπο διαμονής ή την εθνικότητα των συμβαλλομένων.
Η σύμβαση CMR, κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 559/1977 και, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ως Διεθνής Σύμβαση υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως Νόμου.
Η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά τα εξής πρόσωπα:
- τον αποστολέα ή φορτωτή,
- το μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και
- τον παραλήπτη και, στις περισσότερες των περιπτώσεων,
- τον παραγγελιοδόχο μεταφοράς.
Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς
Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς.
Η μεταξύ αποστολέα και μεταφορέα ή παραγγελιοδόχου μεταφοράς σύμβαση μεταφοράς αποτελεί μορφή συμβάσεως μισθώσεως έργου. Η δια συμβάσεως εργολαβίας συνδέουσα τα συμβαλλόμενα μέρη σχέση δεν είναι σχέση πρόστησης, δεδομένου ότι, ουσιώδες της εν λόγω συμβάσεως στοιχείο είναι η ανεξαρτησία του εργολάβου κατά την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου.
Ευθύνη Παραγγελιοδόχου
Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του (άρθρο 97 του ΕμπΝ), εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε “ακαταμάχητη δύναμη“, νομιμοποιείται δε να στραφεί απευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (άρθρο 411 ΑΚ).
Η ευθύνη δηλαδή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι κατά την παραπάνω έννοια εγγυητική και ευθύνεται εις ολόκληρο με το μεταφορέα για την καλή από αυτόν εκτέλεση της μεταφοράς, στο μέτρο βέβαια που και ο τελευταίος ευθύνεται.
Επομένως, ναι μεν η Σύμβαση CMR ρυθμίζει μόνον τη σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όμως στο μέτρο που ανακύπτει κατά τη Σύμβαση αυτή ευθύνη του μεταφορέα, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται εγγυητικά και εις ολόκληρο μ’ αυτόν, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται εμμέσως η ως άνω διεθνής σύμβαση και ως προς την ευθύνη του τελευταίου.
Δεν αποκλείεται βέβαια ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς να ευθύνεται και για δικές του προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις, στην περίπτωση όμως αυτή η ευθύνη του θεμελιώνεται στις διατάξεις του κοινού δικαίου.
Έγγραφος τύπος – Δελτίο Παράδοσης
Η σύμβαση μεταφοράς επιβεβαιώνεται με τη σύνταξη του δελτίου παράδοσης, το οποίο εκδίδεται σε τρία αντίγραφα και υπογράφονται από τον αποστολέα και τον μεταφορέα.
Το πρώτο από αυτά παραδίδεται στον αποστολέα, το δεύτερο συνοδεύει τα μεταφερόμενα εμπορεύματα και το τρίτο κρατείται από τον μεταφορέα. Ο αποστολέας, πριν την παράδοση, έχει δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα, ζητώντας από το μεταφορέα
- είτε να σταματήσει τη διαμετακόμιση τους,
- να αλλάξει τον τόπο της παραδόσεως τους ή και
- να τα παραδώσει σε άλλον παραλήπτη, διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο ως άνω δελτίο παράδοσης αυτών.
Το δικαίωμα όμως αυτό του αποστολέα παύει να υφίσταται, όταν το δεύτερο ως άνω αντίγραφο του δελτίου παραδοθεί στον παραλήπτη των εμπορευμάτων ή όταν ο ίδιος ο παραλήπτης ασκήσει τα δικαιώματα, που του παρέχονται από τη Σύμβαση CMR.
Σύμφωνα με αυτά, ο παραλήπτης δικαιούται να ζητήσει από το μεταφορέα να του παραδώσει το δεύτερο αντίγραφο του ως άνω δελτίου καθώς επίσης και τα εμπορεύματα. Αν διαπιστωθεί απώλεια των εμπορευμάτων ή αν αυτά δεν παραδοθούν εντός του συμφωνημένου χρονικού ορίου (ή σε περίπτωση μη υπάρξεως τέτοιας συμφωνίας, εντός του χρόνου που κρίνεται εύλογος για μια παρόμοια επιμελή μεταφορά), ο παραλήπτης δικαιούται να ασκήσει επ’ ονόματι του κατά του υπαίτιου μεταφορέα οποιαδήποτε δικαιώματα προκύπτουν από τη σχετική σύμβαση μεταφοράς.
Η ευθύνη μεταφορέα και παραγγελιοδόχου
Με βάση τα παραπάνω, συνάγεται ότι:
- αυτός που έχει το δικαίωμα της διαθέσεως των εμπορευμάτων είναι ο φορέας της αξιώσεως για αποζημίωση, λόγω απώλειας ή βλάβης αυτών,
- το εν λόγω δικαίωμα, το οποίο νομιμοποιεί ενεργητικά τον ζημιωθέντα να στραφεί κατά του μεταφορέα, και να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του, αποκτά ο παραλήπτης των πραγμάτων, εαν:
- ο αποστολέας αυτών προβεί σε σχετική προς τούτο εγγραφή στο δελτίο παραδόσεως αυτών, ή
- μετά την άφιξη των πραγμάτων ή τη διαπίστωση της απώλειας ή της βλάβης τους, ασκήσει ο παραλήπτης τα δικαιώματα του,
Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων της Συμβάσεως CMR προκύπτει ότι ο μεταφορέας ευθύνεται για την ολική ή μερική απώλεια και την βλάβη των εμπορευμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα μεταξύ του χρόνου καθ’ ον παρελήφθησαν τα εμπορεύματα προς μεταφορά και του χρόνου παράδοσης τους, ως επίσης και για οποιαδήποτε καθυστέρηση στην παράδοση (ΑΠ 998/2002).
Πρόκειται για συμβατική ευθύνη του μεταφορέα προς αποζημίωση εκείνου που είχε το δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα και ο οποίος μπορεί να είτε είναι ο αποστολέας είτε ο παραλήπτης των εμπορευμάτων, αφού ο παραλήπτης, ακόμη και αν δεν συμβλήθηκε στη σύμβαση μεταφοράς, υπεισέρχεται σ’ αυτή από τότε που θα ζητήσει την παράδοση των εμπορευμάτων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις της Σύμβασης CMR.
Αποζημίωση
Από την ως άνω Διεθνή Σύμβαση ορίζεται ότι, όταν προκύπτει ευθύνη του μεταφορέα για αποζημίωση, λόγω ολικής ή μερικής απώλειας των εμπορευμάτων ή βλάβης αυτών, αυτή υπολογίζεται με αναφορά προς την αξία τους στον τόπο και κατά το χρόνο που έγιναν δεκτά προς μεταφορά, στην οποία προστίθενται και οι δαπάνες μεταφοράς, οι τελωνειακοί δασμοί και οι λοιπές επιβαρύνσεις, που προκύπτουν σε σχέση με τη μεταφορά των απολεσθέντων εμπορευμάτων. H εν λόγω δε αξία ορίζεται σύμφωνα με την τιμή του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων ή αν δεν υπάρχει τέτοια, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν ούτε τέτοια υπάρχει, με αναφορά προς τη συνήθη τιμή εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας.
Όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 23 της Διεθνούς Σύμβασης CMR, ορίστηκε ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου τίθεται ανώτατο όριο αποζημίωσης, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις 8,33 μονάδες λογαριασμού κατά χιλιόγραμμο ελλείποντος μικτού βάρους. Ως μονάδα λογαριασμού νοείται το Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα (ΕΤΔ) (SDR = Special Drawing Right) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του με το ευρώ κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ήτοι κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 303/1992).
Αδικοπρακτική Ευθύνη
Η συμβατική ευθύνη, εξάλλου, ενδέχεται να συρρέει με αδικοπρακτική ευθύνη του μεταφορέα (άρθρ. 914 ΑΚ), που μπορεί να υπάρχει έναντι του κυρίου μόνον των εμπορευμάτων, αν η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων, ως πράξη παράνομη, οφείλεται σε υπαιτιότητα του μεταφορέα (ΑΠ 420/2003).
Ωστόσο, ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί από τις γι’ αυτόν διατάξεις της, που αποκλείουν την ευθύνη του ή ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη απ’ αυτόν αποζημίωση και να αποκλείσει έτσι και την αδικοπρακτική ευθύνη του (ΜΠρΑθ 6693/2015).
Απαλλαγή Μεταφορέα
Η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική και συνεπώς ο τελευταίος απαλλάσσεται αυτής αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι η ως άνω απώλεια, βλάβη ή καθυστέρηση των μεταφερομένων εμπορευμάτων οφείλεται σε ένα από τα αναγραφόμενα στις §§ 2 και 4 του άρθρου 17 της CMR αίτια ήτοι, εάν η απώλεια, βλάβη, ή καθυστέρηση προκλήθηκε:
- από εσφαλμένες ενέργειες ή αμέλεια αυτού που προβάλλει την απαίτηση (συνήθως αγοραστή/παραλήπτη), εξαιτίας εσφαλμένων οδηγιών που δόθηκαν από αυτόν και όχι ως συνέπεια εσφαλμένης ενεργείας ή αμελείας εκ μέρους του μεταφορέα,
- από κρυμμένο ελάττωμα των εμπορευμάτων ή από λόγο τον οποίο ο μεταφορεας δεν μπορούσε να αποφύγει και τις συνέπειες του οποίου δεν μπορουσε να προλάβει.
- από χρήση ανοικτών ακαλύπτων οχημάτων, όταν η χρήση αυτών ρητά συμφωνήθηκε και αναγράφεται στο δελτίο παράδοσης.
- από έλλειψη ή ελαττωματική κατάσταση της συσκευασίας εμπορευμάτων τα οποία, εκ της φύσεώς τους, υπόκεινται σε φθορά ή βλάβη όταν δεν είναι συσκευασμένα ή καταλλήλως συσκευασμένα.
- από χειρισμό φόρτωσης στοιβασίας ή εκφόρτωσης των εμπορευμάτων από τον αποστολέα, τον παραλήπτη ή προσώπων που ενήργησαν για λογαριασμό αυτών.
- από την ιδιαίτερη φύση ορισμένων ειδών εμπορευμάτων, ειδικά δε σε περιπτώσεις μεταφοράς ζώντων ζώων.
- εάν η απώλεια, βλάβη, ή καθυστέρηση προέρχεται από ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα σημείων και αριθμών επί των δεμάτων.
Όμως, ο μεταφορέας δεν δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεων της συμβάσεως οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή μεταφέρουν το βάρος της αποδείξεως, εάν η ζημία προκλήθηκε λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης αυτού, ή λόγω τέτοιας παράλειψης του η οποία, σύμφωνα με την νομοθεσία του Δικαστηρίου που έχει την δικαιοδοσία της υπόθεσης, θεωρείται ως ισοδυναμούσα με ηθελημένη κακή διαχείριση από μέρους του.
Ηθελημένη Κακή Διαχείριση
Ο όρος “ηθελημένη κακή διαχείριση” (“willful misconduct”), που υιοθέτησε η Ελλάδα, ως βαθμός πταίσματος, με τη συνδρομή του οποίου ο μεταφορέας ενέχεται κατά το κοινό δίκαιο προς πλήρη αποζημίωση του παθόντος, είναι άγνωστος στο ελληνικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται ούτε με τον άμεσο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, ούτε με τον ενδεχόμενο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα, ως ενδεχόμενο και το αποδέχεται.
Αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρύτερη της έννοιας του δόλου, άμεσου ή έμμεσου, αλλά διαφοροποιείται και από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του. Τούτο δε διότι, ενώ στη μορφή αυτή της αμέλειας, το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικά, στην ηθελημένη (“willful”) κακή διαχείριση, απαιτείται αναγκαίως η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσεως του μεταφορέα που γνωρίζει ότι η ενέργεια του ή η παράλειψη του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος.
Συμφωνά με τα ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της Συμβάσεως CMR, που αποβλέπει στην ομοιομορφία διεθνώς των όρων και της εντάσεως της ευθύνης του μεταφορέα προς απεριόριστη αποζημίωση και για πταίσμα ελαφρύτερο του ενδεχόμενου δόλου, ο ανωτέρω όρος της “ηθελημένης κακής διαχειρίσεως”, ως μορφή πταίσματος περιλαμβάνει, εκτός από τον δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή η παράλειψη του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία χωρίς όμως, κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται (ΑΠ 1715/2007).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά logistics και συμβάσεις μεταφορών.