Η Αντιμετώπιση της Νομολογίας
Οι συμβάσεις Μεσιτείας, Παραγγελίας και Μεταπρασίας, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι συμφωνίες με νομική βάση τις διατάξεις περί “εντολής”, όπως επικουρικά εφαρμόζονται και στις συμβάσεις αντιπροσώπου και διανομέα. Με βάση τη νομολογία, εξετάζεται το νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαφοροποιούνται τα επιμέρους χαρακτηριστικά, των ανωτέρω συμβάσεων.
Σύμβαση Μεσιτείας
Σύμφωνα με το άρθρο 703 ΑΚ, εκείνος, που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον για τη μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη μίας σύμβασης (“μεσίτη”), έχει υποχρέωση να πληρώσει την αμοιβή, αν η σύμβαση καταρτιστεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κύριες προϋποθέσεις είναι:
- η υπόσχεση αμοιβής για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη σύμβασης και
- η κατάρτιση της σύμβασης ως συνέπεια της μεσολάβησης ή της υπόδειξης του μεσίτη.
Επομένως, για να δικαιούται ο μεσίτης αμοιβή, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη μεσολάβησή του ή την εκ μέρους του υπόδειξη ευκαιρίας και στην κατάρτιση της σύμβασης. Με την απόδειξη της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύμβασης, τεκμαίρεται και η αιτιώδης συνάφεια. Συμφωνία επί των οικονομικών όρων της σύμβασης δεν απαιτείται, αλλά εναπόκειται στην ελευθερία της συναλλακτικής δράσης των συμβαλλομένων, εκτός αν η καταβολή της μεσιτικής αμοιβής εξαρτήθηκε από την επίτευξη ορισμένου τιμήματος.
Μεσιτική Δραστηριότητα
Η μεσιτική δραστηριότητα περιλαμβάνει την μεσολάβηση και την υπόδειξη ευκαιρίας.
Η μεσολάβηση συνίσταται σε κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έρθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης. Για παράδειγμα, μπορεί να περιλαμβάνει την παρακολούθηση των συνεννοήσεων των μερών, την διαπραγμάτευση των όρων της σύμβασης κλπ.
Η υπόδειξη ευκαιρίας, που είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, συνίσταται στην απλή ενημέρωση του ενός ή και των δύο ενδιαφερομένων από τον μεσίτη, για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ’ αυτούς, δυνατότητας σύναψης σύμβασης. Δεν απαιτούνται, δηλαδή, περαιτέρω προσωπικές ενέργειες του μεσίτη, αφού αρκεί ότι έλαβε χώρα υπόδειξη ευκαιρίας και ότι η σύμβαση καταρτίστηκε λόγω της υπόδειξης αυτής.
Μεσιτική Αμοιβή
Ως “ευκαιρία” νοείται η δυνατότητα σύναψης της σκοπούμενης σύμβασης κατά το χρόνο της υπόδειξης. Έτσι έχει κριθεί ότι αν κατά το χρόνο της υπόδειξης λείπει η δυνατότητα κατάρτισής σύμβασης δεν συντρέχει το στοιχείο της ευκαιρίας. Επομένως, η τυχόν υπόδειξη του μεσίτη, ακόμη και αν σε μεταγενέστερο χρόνο καταρτίστηκε η σύμβαση (πχ λόγω μεταβολής των συνθηκών), δεν παράγει την υποχρέωση του εντολέα προς καταβολή μεσιτικής αμοιβής.
Εξάλλου, η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε με τη μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται αμοιβή στον μεσίτη. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη και η κατάρτιση της σύμβασης έγινε με απλή υπόδειξη του τελευταίου, η υπόδειξη μόνη της δεν αρκεί για να οφείλεται αμοιβή (ΑΠ 1023/2015).
Σύμβαση Παραγγελίας
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 του Εμπορικού Νόμου, “παραγγελιοδόχος είναι όστις ενεργεί υπό το ιδικόν του ή υπό εταιρικόν όνομα προς λογαριασμόν ενός τινός παραγγελέως”. Από αυτό συνάγεται ότι με την έννοια παραγγελία νοείται εκείνη κατά την οποία, ο ένας των συμβαλλομένων (“παραγγελέας”), παρέχει τη “σχετική εντολή”, ο δε άλλος (“παραγγελιοδόχος”) αναλαμβάνει επ’ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα, ενέργεια εμπορικών πράξεων έναντι αμοιβής (“προμήθειας”).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως παραγγελίας είναι :
- η υπό του παραγγελιοδόχου ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα ενέργεια μιας ή περισσοτέρων εμπορικών πράξεων,
- η εμπορικοτητα των πράξεων που αναλαμβάνει να εκτελέσει ο παραγγελιοδόχος,
- η αμοιβή του παραγγελιοδόχου ως αντάλλαγμα της διαμεσολάβησης.
Επομένως, τα χαρακτηριστικά της σύμβασης παραγγελίας είναι:
- το αμφοτεροβαρές της συμφωνίας,
- η έλλειψη απαίτησης τύπου για την κατάρτιση της,
- η απόδειξή της με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, ακόμα και με μάρτυρες και
- η αντικειμενική εμπορικότητα της πράξης.
Περαιτέρω, ελλείψει ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, για τη σύμβαση παραγγελίας ισχύουν οι γενικοί κανόνες περί εντολής του Αστικού Κώδικα. Τούτο προκύπτει, από τη ρητή διάταξη του άρθρου 91 του Εμπορικού Νόμου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 3 ΕισΝΑΚ και συνεπώς εφαρμόζεται επ’ αυτής η διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της”.
Επομένως, ο παραγγελιοδόχος υποχρεούται να αποδώσει στον παραγγελέα οτιδήποτε έλαβε προς εκτέλεση της παραγγελίας ή απέκτησε από την εκτέλεση αυτής, αδιάφορα αν αυτός συναλλάχθηκε ιδίω ονόματι. Έτσι, αυτός καθίσταται μόνος φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την με τους τρίτους συναλλαγή του, έχει δε υποχρέωση να ανορθώσει κάθε θετική ή αποθετική ζημία την οποία υπέστη ο παραγγελέας, η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του παραγγελιοδόχου.
Σύμβαση Μεταπρασίας
Στη σύμβαση μεταπρασίας (ή “σύμβαση επί διατιμήσει” ή “διατίμησης επί πράσει”) ο ένας από τους συμβαλλομένους (“δότης”) δίνει στον άλλο (“μεταπράτη”) ένα πράγμα, αντί ορισμένου τιμήματος (“διατίμηση”) για να το πωλήσει, με τον όρο να αποδοθεί από τον μεταπράτη στον δότη, είτε η διατίμηση είτε το ίδιο το πράγμα, μέσα σε ορισμένη προθεσμία.
Η σύμβαση αυτή δεν ρυθμίζεται ειδικά από τον ΑΚ, γίνεται όμως δεκτό ότι κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των συγγενών με αυτή άλλων συμβάσεων (εντολή, μεσιτεία, πώληση, παραγγελία, μίσθωση εργασίας ή έργου, εταιρία), ανάλογα με την πρόθεση των συμβαλλομένων. Η κυριότητα των παραδιδόμενων πραγμάτων δεν μεταβιβάζεται στο μεταπράτη, αλλά αυτός ευθύνεται για κάθε πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις.
Η οφειλόμενη διατίμηση είναι ορισμένη. Τούτο δεν σημαίνει ότι εμποδίζεται μως ο μεταπράτης να πωλήσει το πράγμα σε οποιαδήποτε τιμή. Αντίθετα, είναι λογικό να επιδιώξει να πωλήσει το πράγμα σε τιμή υψηλότερη, οπότε το υπερβάλλον της διατίμησης ποσό είναι το κέρδος του.
Στην ορισμένη προθεσμία ο μεταπράτης, έχει διαζευκτικά την ευχέρεια:
- είτε να πληρώσει τη διατίμηση είτε
- να επιστρέψει το πράγμα.
Ειδικότερα, δεδομένου ότι το συμφέρον του είναι η πώληση του πράγματος, αφού μόνον έτσι έχει πιθανότητα ν’ αποκομίσει κέρδος, αυτός οφείλει μόνο τη διατίμηση. Μπορεί όμως να απαλλαγεί από την υποχρέωση του αυτή επιστρέφοντας το πράγμα.
Συνεπώς, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ο δότης δικαιούται κατ’ αρχή να ζητήσει μόνο τη διατίμηση. Στην περίπτωση δε, που ο μεταπράτης αρνηθεί να επιστρέψει τα παραδοθέντα σ’ αυτόν ή το τίμημα τους εάν τα επώλησε, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Επομένως, ευθύνεται σε αποζημίωση του δότη σωρευτικά και από τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (ΑΠ 1036/2010).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά σε εμπορικές συμβάσεις.