Skip to content

Αρθρογραφία

Σύμβαση Δικαιόχρησης (Franchising) & Ζητήματα Αθέμιτων Πρακτικών

Η σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας, ενώ τα τελευταία χρόνια γνωρίζει ταχύτατη ανάπτυξη, κυρίως στο χώρο του λιανεμπορίου και της εστίασης.

Ορισμός

Ως σύμβαση δικαιόχρησης νοείται η σύμβαση διαρκούς συνεργασίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων η οποία, από άποψη οικονομικής λειτουργίας, συνιστά μέθοδο προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών (marketing), βάσει της οποίας η μία επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή δότης – franchisor) παραχωρεί στην άλλη (δικαιοδόχο ή λήπτρια – franchisee), για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου “συνόλου” ή “πακέτου δικαιόχρησης” (“πακέτο franchising” ή “πακέτο franchise”), με σκοπό την πώληση συγκεκριμένου τύπου προϊόντων ή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες. 

Ως “πακέτο δικαιόχρησης”, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της σχετικής σύμβασης, νοείται ένα σύνολο δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων, πρότυπα χρήσης, σχέδια, ευρεσιτεχνίες, υποδείγματα και τεχνογνωσία ή και άλλα συμβατικά δικαιώματα, όπως δικαιώματα προμήθειας προϊόντων από συγκεκριμένους παραγωγούς, δικαιώματα χρήσης και εκμετάλλευσης σημάτων, καταστημάτων, εξοπλισμού κ.λπ.

Πέρα από τις άδειες εκμετάλλευσης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ο δικαιοπάροχος παρέχει συνήθως στο δικαιοδόχο, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, εμπορική ή τεχνική συνδρομή και οργανωτική υποστήριξη, όπως υπηρεσίες εφοδιασμού, κατάρτιση, εκπαίδευση προσωπικού, συμβουλές σχετικά με τα ακίνητα, εξοπλισμό καταστήματος, χρηματοοικονομικό προγραμματισμό. Η άδεια και η συνδρομή είναι συστατικά στοιχεία της επιχειρηματικής μεθόδου που μεταβιβάζεται στο δικαιοδόχο.

Έτσι, με τη σύμβαση δικαιόχρησης, ο λήπτης εντάσσεται  σε ένα ενιαίο σύστημα διανομής και προώθησης προϊόντων ή/και υπηρεσιών, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ομοιομορφίας προς τα έξω των επιχειρήσεων (καταστημάτων), οι οποίες είναι ενταγμένες στο ίδιο σύστημα δικαιόχρησης. Το σύστημα αυτό βασίζεται στη στενή και διαρκή συνεργασία μεταξύ νομικά και οικονομικά ανεξάρτητων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο του οποίου οι επιμέρους δικαιοδόχοι έχουν το δικαίωμα και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διεξάγουν τη συμβατική δραστηριότητα, σύμφωνα με τις επιχειρηματικές μεθόδους και στρατηγικές του δικαιοπαρόχου. Εξάλλου, στο ίδιο πλαίσιο ο δικαιοδόχος πωλεί τα προϊόντα του συστήματος στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρηματικό κίνδυνο.

Υποχρεώσεις Των Μερών
Η σύμβαση δικαιόχρησης περιλαμβάνει για τον δικαιοπάροχο (δότη – franchisor) τις παρακάτω υποχρεώσεις: 
  1. την παραχώρηση στον δικαιοδόχο του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του “πακέτου”, του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται επαρκώς στο κύριο μέρος της σύμβασης-πλαίσιο, 
  2. την ένταξη του δικαιοδόχου στο σύστημα με την παροχή σε αυτόν της απαιτούμενης τεχνικής και οργανωτικής υποδομής και της ανάλογης εκπαίδευσης του, που μπορεί να επαναλαμβάνεται περιοδικά, 
  3. τον εφοδιασμό του δικαιοδόχου με πρώτες ύλες, έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα, ιδίως όταν αυτά παράγονται από τον δότη, 
  4. τη συνεχή υποστήριξη του δικαιοδόχου , καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, σε οργανωτικά, τεχνικά, χρηματοδοτικά ή άλλα θέματα, την ανάληψη της υποχρέωσης διαφήμισης των προϊόντων του συστήματος και της συντήρησης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού του καταστήματος του λήπτη. 
Οι υποχρεώσεις του δικαιοδόχου (λήπτη – franchisee), είναι συνήθως οι εξής: 
  1. η καταβολή εφάπαξ ποσού (entry fee) για την εκ μέρους του δικαιοπαρόχου παραχώρηση της χρήσης και εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας και των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, 
  2. η περιοδική καταβολή στον δικαιοπάροχο ορισμένου ποσοστού από τις εισπράξεις των πωλήσεων καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης (royalties), όπου δεν αποκλείεται να ορισθεί και ένα ελάχιστο όριο, ανεξαρτήτως εισπράξεων, 
  3. η ενεργή προώθηση των πωλήσεων με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της προσωπικής εργασίας και των άλλων μέσων που έχει στη διάθεση του ο δικαιοδόχος, 
  4. η συνεισφορά του στην κοινή διαφήμιση του συστήματος και των προϊόντων που αφορά, 
  5. η συμμόρφωση του στις οργανωτικές αρχές του συστήματος και ιδίως το σεβασμό του στην αρχή της ομοιομορφίας, σύμφωνα με την οποία η σύνθεση, παρασκευή, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και γενικά η εικόνα (image) τόσο του καταστήματος όσο και των προϊόντων του συστήματος είναι ενιαία, ανεξάρτητα από τον τόπο ή την αγορά, στην οποία γίνεται η διάθεση τους, 
  6. η υποχρέωσή του να τηρεί το απόρρητο ως προς το εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος που του παραχωρήθηκε από τον δικαιοπάροχο και 
  7. η υποχρέωσή του να μην διαθέτει ανταγωνιστικά προϊόντα καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης και να προμηθεύεται από τον δικαιοπάροχο ή από πρόσωπο που θα υποδείξει ο ίδιος τα συμβατικά προϊόντα. 
Νομική Φύση

Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύμβαση δικαιόχρησης αποτελεί συγκερασμό περισσότερων συμβάσεων, υπό την έννοια ότι απαντώνται σ` αυτήν ταυτόχρονα ουσιώδη στοιχεία περισσότερων συμβατικών τύπων, αποβλέπει όμως στη ρύθμιση μιας οικονομικά ενιαίας συναλλακτικής σχέσης. 

Επομένως, έχει κριθεί ότι η σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) είναι σχέση διαρκούς συνεργασίας και ως εκ τούτου ο συστατικός της τύπος αποτελεί σύμβαση – πλαίσιο μικτού χαρακτήρα. 

Τούτο έχει την έννοια ότι με τη σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) ρυθμίζονται οι κύριες υποχρεώσεις των μερών στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων. Στην ερμηνεία προχώρησε η νομολογία εφόσον ο συγκεκριμένος τύπος σύμβασης δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο στο επίπεδο του εσωτερικού δικαίου, οπότε ανατρέχουμε στα επιμέρους στοιχεία των συμβάσεων που την απαρτίζουν, όπως μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου (638 επ. ΑΚ), σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (648 επ. ΑΚ) και εντολής (713 επ. ΑΚ). 

Περαιτέρω, η εκπλήρωση των διαφόρων εκατέρωθεν υποχρεώσεων που προβλέπονται στη σύμβαση δικαιόχρησης προϋποθέτει πολλές φορές τη σύναψη ειδικότερων εκτελεστικών συμβάσεων, όπως πώλησης του αναγκαιούντος εξοπλισμού για τη λειτουργία του συγκεκριμένου καταστήματος, πώλησης και προμήθειας των συμβατικών εμπορευμάτων, πώλησης υπηρεσιών ανακαίνισης, πρώτων υλών κ.λπ. 

Ανώμαλη Εξέλιξη της Ενοχής

Σε περίπτωση μη ομαλής εξέλιξης της σύμβασης δικαιόχρησης, δημιουργεί πεδίο εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την αδυναμία ή την υπερημερία της παροχής του οφειλέτη, αν υπάρχει αθέτηση κύριας συμβατικής υποχρέωσης. Ειδικότερα, εφαρμόζεται ο κανόνας αναγκαστικού δικαίου του άρθρου 288 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη“. Η διάταξη αυτή αφορά στην εκπλήρωση κάθε υποχρεώσεως του οφειλέτη ή του δανειστή, που απορρέει από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων της, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή προβλέπεται μεν, αλλά δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις. 

Συγκεκριμένα, προκειμένου για τη σύμβαση δικαιόχρησης, η παραβίαση αυτής της υποχρέωσης του δικαιοπαρόχου για ένταξη και διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου, συνιστά πλημμελή εκ μέρους της εκπλήρωση κύριας παροχής του από τη σύμβαση.

Δικαίωμα επίσχεσης

Αντίθετα με τα παραπάνω, ο οφειλέτης δικαιολογείται να καθυστερήσει την εκπλήρωση της παροχής από εύλογη αιτία. Τούτη είναι η άσκηση εκ μέρους του, του δικαιώματος επίσχεσης (325 ΑΚ). Κατά τη διάταξη αυτή, εάν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής έως ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. 

Επομένως, σε περίπτωση που συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις ο οφειλέτης αντιτάσσει βασίμως κατά του δανειστή ότι αρνείται να εκπληρώσει την οφειλόμενη προς αυτόν παροχή του, μέχρις ότου ο πρώτος εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει έναντι αυτού, οπότε ο τελευταίος δεν καθίσταται υπερήμερος, η δε γενομένη από το δανειστή καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης για μη εκπλήρωση της άνω παροχής είναι ανίσχυρη και δεν επιφέρει τη λύση της σύμβασης.

Λύση της σύμβασης

Περαιτέρω, προκειμένου για σύμβαση δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται :

  • με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου
  • με την έκτακτη καταγγελία της από το συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο

Σπουδαίος λόγος, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία συμβάσεως δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου, αποτελούν:

  • η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα συμβαλλόμενο μέρος,
  • η παράβαση της ως άνω γενικότερης, απορρέουσας από την αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη και τη φύση της εν λόγω συμβάσεως, υποχρεώσεως του δικαιοπαρόχου για ένταξη και διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου.
  • τα περιστατικά εκείνα  τα οποία, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της συμβάσεως, καθιστούν κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τη συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης (πχ έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης). 
Αξιώσεις των μερών

Καταγγελία σύμβασης ορισμένου χρόνου, που έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο ή με επίκληση τέτοιου λόγου, που αποδείχθηκε μεταγενέστερα, είτε μη σπουδαίος είτε αναληθής, είναι άκυρη και γι’ αυτό δεν επιφέρει τη λήξη της διαρκούς σύμβασης και ο αναιτίως καταγγέλλων συνεχίζει να δεσμεύεται από τη σύμβαση και υποχρεούται να εκτελεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για τη ζημία που προκαλείται στον αντισυμβαλλόμενό του.

Σε περίπτωση έκτακτης καταγγελίας οφειλόμενης στην αντισυμβατική συμπεριφορά του καταγγελλόμενου μέρους μπορούν από τη σύμβαση δικαιόχρησης να απορρέουν αξιώσεις αποζημίωσης υπέρ του καταγγείλαντος. Οι αξιώσεις αποζημίωσης αφορούν τόσο στην αποκατάσταση της θετικής ζημίας όσο και του διαφυγόντος κέρδους (αποθετική ζημία). Έχει γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις συμβάσεων δικαιόχρησης εφαρμόζεται αναλογικά το ΠΔ 219/1991, για την αποζημίωση των εμπορικών αντιπροσώπων, η οποία εξάλλου εφαρμόζεται και επί συμβάσεων πρακτορείας.

Ζητήματα Αθέμιτου Ανταγωνισμού & Πρακτικών
Κοινοτικό Δίκαιο

Στο άρθρο 101 Συνθήκης Για Τη Λειτουργία Της ΕΕ (ΣΛΕΕ) (πρώην 85 της ΣυνθΕΟΚ) προβλέπεται ότι “είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς”. Περαιτέρω, στο άρθρο 102 προβλέπεται ότι “είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της”.

Σε εκτέλεση των παραπάνω εκδόθηκαν κατά καιρούς ευάριθμοι κανονισμοί και οδηγίες σχετικά με την αντιμετώπιση κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών.

Ωστόσο έχει κριθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια (ΑΠ 1180/2019) ότι η Σύμβαση Δικαιόχρησης (Franchising) δεν προσκρούει στην απαγόρευση που προβλέπεται σε αυτά και επομένως, η σύμβαση είναι κατ’ αρχήν νόμιμη, εφόσον πληρούται οι λοιπές προϋποθέσεις. 

Ταυτόχρονα έχει κριθεί ότι, βάσει του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να εφαρμόζουν το παραπάνω άρθρο 101 ΣΛΕΕ σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, όταν εφαρμόζουν την εθνική τους νομοθεσία ανταγωνισμού στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές.

Το εν λόγω κριτήριο είναι αυτόνομο και πρέπει να εκτιμάται χωριστά σε κάθε περίπτωση. Το κριτήριο πληρούται, όταν οι εξεταζόμενες κάθε φορά συμφωνίες και πρακτικές δύνανται να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο διασυνοριακών επιπτώσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών.

Είναι αδιάφορο εάν, εξεταζόμενο μεμονωμένα, κάθε μέρος της συμφωνίας και κάθε περιορισμός του ανταγωνισμού που ενδέχεται να απορρέει από τη συμφωνία αυτή δύναται να έχει το αποτέλεσμα αυτό. Εάν η συμφωνία μπορεί στο σύνολο της να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, το ενωσιακό δίκαιο εφαρμόζεται στο σύνολο της συμφωνίας, περιλαμβανομένων και των τμημάτων της, τα οποία μεμονωμένα δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Είναι, επίσης, αδιάφορο εάν η συμμετοχή δεδομένης επιχείρησης επηρεάζει ή όχι αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. 

Μία επιχείρηση δεν μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου για το λόγο ότι η συμμετοχή της σε συμφωνία που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών είναι αμελητέα. 

Περαιτέρω, η εφαρμογή του κριτηρίου του επηρεασμού του εμπορίου δεν εξαρτάται από τον ορισμό των γεωγραφικών αγορών αναφοράς. Το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να επηρεαστεί, επίσης, σε περιπτώσεις, στις οποίες η οικεία αγορά είναι τμήμα της εθνικής αγοράς. Η φύση των προϊόντων που καλύπτονται από τις συμφωνίες ή πρακτικές παρέχει μία ένδειξη για το εάν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δύναται να επηρεαστεί. 

Οι κάθετες συμπράξεις που καλύπτουν το σύνολο ενός κράτους μέλους δύνανται κανονικά να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Συμφωνίες που εκτείνονται στο σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους έχουν από την ίδια τους τη φύση ως αποτέλεσμα την παγίωση εθνικών στεγανοποιήσεων των αγορών και εμποδίζουν, έτσι, την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται από τη Συνθήκη. 

Οι κάθετες συμφωνίες, οι οποίες καλύπτουν το σύνολο ενός κράτους μέλους και αφορούν προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο διασυνοριακών ανταλλαγών δύνανται, επίσης, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, ακόμη και αν δεν δημιουργούν άμεσα εμπόδια σε αυτό. Σε περίπτωση δικτύου συμφωνιών του ίδιου προμηθευτή με διάφορους διανομείς λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο σύνολο του δικτύου. 

Περαιτέρω, οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που επιβάλλουν περιορισμούς στις εισαγωγές και τις εξαγωγές είναι από την ίδια τους τη φύση ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει εγγενής σχέση μεταξύ του πιθανολογούμενου περιορισμού του ανταγωνισμού και της επίδρασης στο διακοινοτικό εμπόριο, εφόσον ο περιορισμός ενδέχεται να περιορίσει τις ροές αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, στις οποίες διαφορετικά δεν θα υπήρχαν εμπόδια. Είναι δε αδιάφορο εάν τα μέρη είναι εγκατεστημένα στο ίδιο ή σε διαφορετικά κράτη μέλη.

Έτσι, έχει κριθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι κάθετες συμφωνίες δικαιόχρησης που περιέχονται σε συμβάσεις δικαιόχρησης που αφορούν στο σύνολο του δικτύου και εκτείνονται και στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας (εθνική αγορά), τεκμαίρεται ότι δύναται να επηρεάσει, και μάλιστα αισθητά, το διακοινοτικό εμπόριο κατά την έννοια της κείμενης νομοθεσίας και νομολογίας των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.

Επομένως, στην συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών συμβάσεων franchising εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο.

Εθνικό Δίκαιο

Περαιτέρω, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του νόμου 3959/2011 προβλέπεται:

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην Ελληνική Επικράτεια

η δε παράγραφος 3 ορίζει ότι:

Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, που εμπίπτουν στην παράγραφο 1, δεν απαγορεύονται, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

  1. συμβάλλουν στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου,
  2. εξασφαλίζουν συγχρόνως στους καταναλωτές εύλογο τμήμα από το όφελος που προκύπτει,
  3. δεν επιβάλλουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών και
  4. δεν παρέχουν τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού ή κατάργησης αυτού σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς

Επομένως, ο ανωτέρω εθνικός νόμος απαγορεύει όλες τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής και των αγορών, ή στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού.

Προϋποθέσεις, επομένως, εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης είναι:

  • Η ύπαρξη συμφωνίας, εναρμονισμένης πρακτικής ή απόφασης ένωσης επιχειρήσεων, και
  • Αντικείμενο ή αποτέλεσμα της ανωτέρω συμφωνίας να είναι ο περιορισμός, η παρακώλυση ή η νόθευση του ανταγωνισμού.

Προκειμένου να εμπίπτει μια συμφωνία στην απαγόρευση του παραπάνω νόμου πρέπει να έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της οικείας αγοράς. Κατά πάγια ενωσιακή νομολογία ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋπόθεσης επιβάλλει, καταρχάς, να εξεταστεί το ίδιο το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται. Υπό την έννοια αυτή, αν αποδειχθεί το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο μιας συμφωνίας, τότε παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων αυτής επί του ανταγωνισμού. 

Εντούτοις, αν από την ανάλυση του περιεχομένου της συμφωνίας δεν προκύψει ότι αυτή είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της και, προκειμένου να απαγορευθεί η εφαρμογή της, πρέπει να ελέγχεται αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για να διαπιστωθεί ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά. 

Για την εκτίμηση του αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια, ώστε να λογίζεται ως περιορισμός του ανταγωνισμού λόγω του αντικειμένου λαμβάνεται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Στο πλαίσιο των εκτιμήσεων των ανωτέρω παραμέτρων πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς. 

Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές να τη λαμβάνουν υπόψη. Εξάλλου, προκειμένου να έχει η συμφωνία στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού αντικείμενο, αρκεί να είναι ικανή να επαχθεί αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, ήτοι να είναι εν τοις πράγμασι ικανή να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της σχετικής αγοράς. Το ερώτημα αν και κατά πόσο παρόμοιο αποτέλεσμα παράγεται όντως μπορεί να έχει σημασία μόνο για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων.

Ειδικότερα, δε, ως προς τις κάθετες συμφωνίες, γίνεται δεκτό ότι παρά το γεγονός ότι συχνά είναι, ως εκ της φύσεώς τους, λιγότερο επιζήμιες για τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις οριζόντιες συμφωνίες, μπορούν, υπό ορισμένες περιστάσεις, να εμπεριέχουν εν δυνάμει μία αυξημένη πιθανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού. Υπό την έννοια αυτή έχει κριθεί τόσο σε επίπεδο ενωσιακής όσο και σε επίπεδο εγχώριας νομολογίας ότι μια κάθετη συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

Συμπέρασμα

Από τις ευάριθμες αποφάσεις, τόσο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όσο και των Διοικητικών και Αστικών δικαστηρίων, έχει προκύψει μια πλούσια νομολογία για όρους των συμβάσεων δικαιόχρησης που έχουν κριθεί κατά περίπτωση παράνομοι, ως αντιβαίνοντες τις διατάξεις του ανταγωνισμού.

Έτσι σε πάρα πολλές περιπτώσεις δικαιοδόχοι απαλλάχθηκαν από παράνομους συμβατικούς όρους, αντιμετώπισαν επιτυχώς αθέμιτες πρακτικές των δικαιοπαρόχων ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επιβλήθηκαν στους τελευταίους υψηλά πρόστιμα.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις συμβάσεις δικαιόχρησης.