Skip to content

Αρθρογραφία

Αξίωση Αποζημίωσης Από Συμβούλους Επενδύσεων

Σε πολλές περιπτώσεις, επενδυτές έχουν πέσει θύμα πλημμελούς ενημέρωσης ή παραπληροφόρησης εκ μέρους του συμβούλου επενδύσεών τους. Συχνό είναι το φαινόμενο όπου, ενώ ο επενδυτής περιγράφει το προφίλ του ως συντηρητικό, ο σύμβουλος προτείνει επενδυτικές επιλογές που εμπεριέχουν υψηλό ρίσκο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συντηρητικού προφίλ, είναι η απαίτηση περί προστασίας αρχικού επενδεδυμένου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επενδυτικών προϊόντων υψηλού ρίσκου είναι τα δομημένα ομόλογα ή τα FRN (ΜΠρΑθ 16717/2020).

Στις περιπτώσεις ελλιπούς ενημέρωσης, υπάρχει αδικοπρακτική ευθύνη των συμβούλων επενδύσεων και ο επενδυτής ο οποίος υπέστη ζημία εξαιτίας της παράλειψης αυτής, δικαιούται να αποζημιωθεί πλήρως από την Τράπεζα ή την Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ).

Επιπλέον, δικαιούται να ζητήσει και αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη πράξη της Τράπεζας ή της ΕΠΕΥ.

Βασικό Νομικό Πλαίσιο

Το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών είτε από Τράπεζα είται από ΕΠΕΥ είναι:

  1. Οι κανόνες και αρχές που θεσπίζει η νομοθεσία των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.),
  2. Ο νόμος 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ (MIFID), η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ 
  3. Ο νόμος 2251/1994 (Προστασία Καταναλωτή) όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τον νόμο 3587/2007.
  4. Η Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ με αριθμό 250/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», 
  5. Οι διατάξεις του Αστικου Κώδικα.

Επομένως, η αδικοπρακτική ευθύνη των Τραπεζών και ΕΠΕΥ, σε περίπτωση παράβασης των παραπάνω κανόνων δικαίου, θεμελιώνεται:

  • Στις διατάξεις περί αδικοπραξιών του ΑΚ
  • στις ουσιαστικές διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης με βάση την σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην οποία και συνεβλήθησαν με την ιδιότητα του καταναλωτή

Με βάση τα παραπάνω, μια αγωγή αποζημίωσης κατά Τράπεζας ή ΕΠΕΥ περιέχει συρροή νομίμων βάσεων της ένδικης αξίωσης. Αναλυτικά:

Διατάξεις ΑΚ

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει:

α) παράνομη πράξη ή παράλειψη (συμπεριφορά)

β) υπαίτια, 

γ) επέλευση περιουσιακής ζημίας και 

δ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας.

Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Η παρανομία δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης

Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής πρακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων. Αυτό εξειδικεύεται ως παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης υποχρέωσης λήψης μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων.

Έννοια “παράλειψης”

Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος και παραλείφθηκε.

Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ.

Είναι δυνατόν μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον.

“αιτιώδης συνάφεια”

Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξη ή της παράλειψης του ευθυνόμενου προσώπου και του συγκεκριμένου επιζήμιου αποτελέσματος υπάρχει όταν:

κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα”.

Νομοθεσία ΕΠΕΥ

Βασική υποχρέωση που θεσπίζουν οι κανόνες της νομοθεσίας για την λειτουργία των ΕΠΕΥ είναι η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών κατά τη διαδικασία ενημέρωσης του επενδυτή. Τούτο συνιστά την αρχή της καταλληλότητας.

Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, η ενημέρωση θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη σε δύο επίπεδα:

  • του επενδυτή
  • του πωλούμενου προϊόντος
Συγκεκριμένα, θα πρέπει η τράπεζα ή η ΕΠΕΥ, στην ενημέρωση να λαμβάνει υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επενδυτή όπως:
  • την οικονομική κατάσταση του επενδυτή, 
  • τους στόχους του, 
  • τη μόρφωση του
  • τις γνώσεις του,
  • την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης,
  • η ηλικία του,
  • το επάγγελμα του, 
  • η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή του κατάσταση, 
  • η επενδυτική του εμπειρία, 
  • ο επενδυτικός στόχος,
  • η προθυμία διακινδύνευσης. 
Επίσης, θα πρέπει η τράπεζα ή η ΕΠΕΥ, στην ενημέρωση να λαμβάνει υπόψη της συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του αντικειμένου της επένδυσης όπως:
  • πληροφορίες που αφορούν γενικά την συγκεκριμένη αγορά, 
  • πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, 
  • για την οικονομική κατάσταση του εκδότη των υπο επένδυση τίτλων,
  • την φερεγγυότητα των προτεινομένων τίτλων,
  • τους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του,
  • την τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών,
  • τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων.

Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα και ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. 

ΠΡΟΣΟΧΗ:  Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. 

Στόχος των ανωτέρω υποχρεώσεων, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους των Τραπεζών και ΕΠΕΥ καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. 

Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις της νομοθεσίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ και υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα ή ΕΠΕΥ σε αποζημίωση. 

Νομοθεσία Προστασίας Καταναλωτή

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες (Τράπεζα ή ΕΠΕΥ) απέναντι στον επενδυτή μπορεί να προκύπτει είτε από τη σύμβαση (ενδοσυμβατική) είτε  από το νόμο (αδικοπρακτική).

Επομένως, θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Τούτο διότι ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας ή της ΕΠΕΥ χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση το νόμο περί προστασίας του καταναλωτή. 

Ειδικότερα, υπάρχουν ρητές διατάξεις που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” και του ιδιώτη επενδυτή, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής.

Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει.

Ο ίδιος νόμος προβλέπει και την αποζημίωση του καταναλωτή-επενδυτή σε περίπτωση παραβίασης της αντέρω υποχρέωσης.

Ειδικότερα Ζητήματα
Χαρακτηρισμός ως “καταναλωτή”

Νομολογιακά, για να κριθεί εαν ο επενδυτής έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ή όχι, αναζητείται το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή.

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι:

  • Το ύψος των ποσών που επενδύονται σε σταθερή βάση από τον επενδυτή
  • Ο όγκος των συναλλαγών που πραγματοποιεί ο επενδυτής συνήθως
  • Η συστηματικότητα ή μη της ενασχόλησης του επενδυτή
  • Η εμπειρία του επενδυτή από όμοιου τύπου συναλλαγές. 

Ο χαρακτηρισμός του επενδυτή ως καταναλωτή ή όχι, έχει σημασία για να τύχει των προστατευτικών διατάξεων του σχετικού νόμου.

Τούτο διότι  ο μέσος καταναλωτής επικεντρώνεται στα αριθμητικά στοιχεία ενός εντύπου καθώς και σε σημεία που ενισχύουν την προσχηματισμένη ήδη αντίληψη του, δεν μπορεί  να αντιληφθεί εύκολα την ειδική φύση και λειτουργία του προϊόντος που αγοράζει. 

Εξάλλου, λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης ΕΠΕΥ – πελάτη, ο τελευταίος δικαιολογημένα έχει την πεποίθηση ότι του παραδίδεται εγγράφως ο χαρακτήρας του προϊόντος που προφορικά του περιγράφεται.

Τέλος, έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς τον χαρακτηρισμό της σχετικής σύμβασης. Εφόσον πρόκειται για καταναλωτή, τεκμαίρεται ότι υπογράφεται σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλών και όχι σύμβαση εκτέλεσης εντολής. 

Καταχρηστικότητα ΓΟΣ

Για ακόμα μια περίπτωση, από τη νομολογία κρίνονται καταχρηστικοί Γενικοί Όροι Συναλλαγών. Με τους συνηθισμένους ΓΟΣ τραπεζών και ΕΠΕΥ ο επενδυτής δηλώνει ότι γνωρίζει τους κινδύνους που αναλαμβάνει. Είναι δε καταχρηστικός διότι:

α) πρόκειται για μία σύμβαση προσχώρησης ασθενούς μέρους προς τον ισχυρό

β) Οι όροι αυτοί είναι συνήθως γενικοί και δεν αφορούν τα πωλούμενα σύνθετα επενδυτικά προϊόντα

Οι τόκοι που καταβλήθηκαν δεν αφαιρούνται από την αποζημίωση

Η αποζημίωση, έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος και όχι τον πλουτισμό του. Επομένως εκ πρώτης όψεως φαίνεται ορθό από τη ζημία που υπέστη ο ζημιωθείς να αφαιρείται το τυχόν κέρδος, το οποίο αυτός αποκόμισε από το ζημιογόνο γεγονός. Το κέρδος, δηλαδή, πρέπει να συνυπολογίζεται στην προκληθείσα ζημία, έτσι ώστε ο ζημιώσας να υποχρεούται να καταβάλει μόνο την πραγματική ζημία του ζημιωθέντος. 

Ο συνυπολογισμός επιβάλλεται από την ίδια την έννοια της ζημίας, σύμφωνα με τη θεωρία της διαφοράς, κατά την οποία ζημία αποτελεί η διαφορά μεταξύ της πραγματικής περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και της περιουσιακής του κατάστασης, εάν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί, ένσταση του εναγομένου και για να είναι νόμιμη, θα πρέπει:

α) να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του οφέλους αιτιώδης σύνδεσμος, να ήταν δηλαδή το γεγονός αυτό πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (298 ΑK). Η προϋπόθεση αυτή ελλείπει, όταν το όφελος προέκυψε από την παρεμβολή έκτακτων περιστατικών.

β) ο καταλογισμός του οφέλους, να μην αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Αντίκειται δε στην καλή πίστη ο καταλογισμός, όταν το όφελος απορρέει από έκτακτη προσπάθεια του ζημιωθέντος λ.χ. από ενεργητικότητα η οποία υπερτείνει το μέτρο κατά το οποίο αυτός οφείλει, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, να περιορίσει τη ζημία. 

Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν στοιχείο της βάσης της ένστασης καταλογισμού του οφέλους.

Επομένως, δεν είναι νομικά ορθή η ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, που προβάλλουν συνήθως τράπεζες και ΕΠΕΥ. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι τα τοκομερίδια (“κουπόνι”) που κέρδισε ο επενδυτής πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της αποζημίωσης που καλούνται να καταβάλλουν.

Τούτο όμως έχει κριθεί μη νόμιμο διότι το ποσό των τόκων  αποτελεί μεν κέρδος του από τον επίδικο τίτλο, πλην όμως το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που υπέστη ο επενδυτής εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του (ζημιογόνο γεγονός). Προέρχεται από την παραχώρηση του κεφαλαίου στην Τράπεζα ή την ΕΠΕΥ, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του, εφόσον δε συνδέεται κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων η ωφέλεια της με το ζημιογόνο γεγονός. 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την τραπεζική και το τραπεζικό δίκαιο.