Αναβλητική Αίρεση
Αναβλητική αίρεση είναι ο όρος εκείνος που αναβάλλει το αποτέλεσμα μιας δικαιοπραξίας μέχρις ότου συμβεί κάποιο μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός.
Σύμφωνα με το άρθρο 201 του ΑΚ:
“Αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης)”.
Σε περίπτωση ματαίωσης της αίρεσης, η δικαιοπραξία θεωρείται μηδέποτε γενομένη και οποιαδήποτε παροχή καταβλήθηκε για την περίπτωση πλήρωσής της, αναζητείται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Θεωρείται δε ότι η αίρεση ματαιώθηκε ή ατόνησε, όταν το αιρετικό γεγονός δεν έλαβε χώρα εντός του συμβατικού ή εύλογου χρόνου και δεν είναι απαραίτητο να εξέλιπε η δυνατότητα επέλευσής του και στο μέλλον.
Όλα τα παραπάνω (δλδ χαρακτήρας αιρεσης, εύλογος χρόνος αυτής και πλήρωση ή ματαίωση της) κρίνονται από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, η οποία ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο το σκοπό της σύμβασης αλλά και το σύνολο των περιστάσεων, ακόμα και γεγονότα εκτός αυτής που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των συναλλασσομένων και να επιδράσουν στη δυνατότητα ή μη εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων.
Πλήρωση Της Αναβλητικής Αίρεσης
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 207 του ΑΚ:
“Η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Η αίρεση θεωρείται ότι δεν πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της προκάλεσε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα τον ωφελούσε η πλήρωσή της.”
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι :
- με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης που τέθηκε σε δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία αυτή και επέρχονται τα αποτελέσματά της, επομένως δε και ότι
- όποιος ασκεί δικαίωμα από δικαιοπραξία το οποίο εξαρτήθηκε με αυτήν (δικαιοπραξία) από αναβλητική αίρεση που πληρώθηκε ή που την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της αίρεσης (“πλασματική πλήρωση”), αυτός (που ασκεί το δικαίωμα) οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τα ανωτέρω περιστατικά της πραγματικής ή πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης, από την οποία και γεννάται (εξαρτάται) το δικαίωμά του, ως αποτέλεσμα της υπό αναβλητικής αίρεση δικαιοπραξίας, κατά τα προεκτεθέντα.
Για την κατά τα ανωτέρω πλασματική πλήρωση της αίρεσης απαιτείται παρακωλυτική συμπεριφορά του ζημιουμένου από την πλήρωση, και δη πράξη ή παράλειψη, αντιτιθέμενη στην καλή πίστη βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Σε αυτές συνεκτιμάται και το ενδεχόμενο πταίσμα, στην περίπτωση δε, ειδικότερα, της παράλειψης, κατά κανόνα δεν θα υφίσταται τέτοια αντίθεση (στην καλή πίστη) αν δεν υπάρχει υποχρέωση προς ενέργεια από τον νόμο, τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη.
Γίνεται δε δεκτό ότι ο έλεγχος της παρακωλυτικής συμπεριφοράς του ζημιουμένου από την πλήρωση πραγματοποιείται με βάση μεν τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, προκειμένου περί των καθαρώς εξουσιαστικών αιρέσεων, δηλαδή, εκείνων επί των οποίων η ενέργεια του υπόχρεου έχει ανατεθεί στην απόλυτη εξουσία αυτού, με βάση δε τη διάταξη του άρθρου 207 ΑΚ προκειμένου περί των λοιπών εξουσιαστικών αιρέσεων, δηλαδή εκείνων επί των οποίων η ενέργεια του υποχρέου έχει αφεθεί στη “δυναμένη να ελεγχθεί κρίση του” ή, άλλως, στην αντικειμενική και δικαστικώς ελεγκτέα κρίση του (ΑΠ 122/2014).
Διαλυτική Αίρεση
Διαλυτική Αίρεση είναι ο όρος εκείνος που εξαρτά την ανατροπή του αποτελέσματος μιας δικαιοπραξίας από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 202 ΑΚ:
“Αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση”.
Επίσης, η διαλυτική αίρεση στη δικαιοπραξία μπορεί να διατυπωθεί κατά διαφόρους τρόπους και δεν είναι απαραίτητο το περιστατικό που αποτελεί την αίρεση να χαρακτηρίζεται εμφαντικώς.
Δηλαδή, αρκεί από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας και τα συνοδεύοντα αυτήν περιστατικά να προκύπτει ερμηνευτικά ότι η νομική ενέργεια της θα χωρήσει ή θα παύσει με την επέλευση μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος.
Εξάλλου, είναι δυνατόν στη σύμβαση να τεθούν περισσότερες της μιας διαλυτικές αιρέσεις, οι οποίες είναι ζήτημα ερμηνείας αν είναι αθροιστικές ή διαζευκτικές.
Και στην πρώτη μεν περίπτωση πρέπει να πληρωθούν όλες ενώ στη δεύτερη αρκεί η πλήρωση μίας μόνο.
Μεταβίβαση Ακινήτου Με Διαλυτική Αίρεση
Ο διαλυτικός όρος που περιέχεται στη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που ο αγοραστής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια μέσα σε τακτή προς τούτο προθεσμία, δεν προέβη στην εκπλήρωση αυτής, θα εκπίπτει από κάθε δικαίωμά του που απορρέει από την πώληση και το πωληθέν θα καθίσταται αναγόραστο και θα επιστρέφει χωρίς άλλη διατύπωση στην κυριότητα του πωλητή, συνιστά διαλυτική αίρεση, υπό την οποία τελεί όχι μόνο η κατά το άρθρο 1033 ΑΚ συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας, αλλά και η ενοχική δικαιοπραξία η οποία αποτελεί, κατά την παραπάνω διάταξη, τη νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως.
Όταν η διαλυτική αυτή αίρεση πληρωθεί, γιατί πέρασε άπρακτη η προθεσμία μέσα στην οποία όφειλε ο αγοραστής να ενεργήσει, τότε, κατά τη βούληση των μερών που σαφώς εκφράστηκε και είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 202 ΑΚ, ανατρέπεται η όλη σύμβαση τόσο κατά την ενοχική, όσο και κατά την εμπράγματη ενέργειά της.
Τούτο σημαίνει ότι παύει η σύμβαση να ισχύει μόλις επέλθει το αιρετικό γεγονός και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση, άρα και η κυριότητα στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του. Το δε τυχόν καταβληθέν τίμημα επιστρέφεται στον αγοραστή.
Τίμημα Με Πίστωση
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται ότι στη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως κάποιου ακινήτου, που χρειάζεται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή, για να επέλθει η έννομη συνέπεια της μεταβιβάσεως της κυριότητος μπορεί να προστεθεί και ειδικός όρος (διαλυτικός) κατά τον οποίο αν δεν πληρωθεί ολοσχερώς και εμπροθέσμως υπό του αγοραστού το πιστωθέν τίμημα που συμφωνήθηκε ή και μερικές δόσεις αυτού, εφόσον συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε περιοδικές δόσεις, αυτοδικαίως και χωρίς άλλη προειδοποίηση η κυριότητα του πωληθέντος ακινήτου επανέρχεται στον πωλητή, ο δε αγοραστής εκπίπτει από τα δικαιώματά του από τη σύμβαση πωλήσεως (ΑΠ 389/2017).
Εξάλλου, η διαλυτική αίρεση που τίθεται ως προϋπόθεση της ανατροπής της δικαιοπραξίας μπορεί να είναι :
- είτε τυχαία, όταν δηλαδή η πλήρωσή της εξαρτάται από γεγονότα ανεξάρτητα της βούλησης των συμβαλλομένων είτε και εξουσιαστική, δηλαδή όταν η πλήρωσή της εξαρτάται από την βούληση ενός των συμβαλλομένων (condicio “si voluerim”),
- είτε μικτή ήτοι όταν η πλήρωσή της εξαρτάται εν μέρει από τη βούληση ενός εκ των μερών και εν μέρει από άλλα περιστατικά.
Επομένως, ενόψει και της εκ του άρθρου 361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων, είναι δυνατή η συνομολόγηση διαλυτικής αίρεσης με την οποία να ανατρέπεται η σύμβαση πώλησης ακινήτου πράγματος, σε περίπτωση που ο πωλητής δεν προβεί σε ορισμένη ενέργεια μέσα σε τακτή προς τούτο προθεσμία, και η πλήρωσή της να εξαρτηθεί, κατά την βούληση των μερών, και από συγκεκριμένη συμπεριφορά του δικαιούχου αγοραστού, ειδικότερα δε από δήλωσή του ότι επιθυμεί να επέλθει το αποτέλεσμα της ανατροπής, η οποία δήλωση δεν συνιστά άσκηση δικαιώματος υπαναχώρησης, αλλά απλώς συμφωνηθέντα όρο αναγκαίο για την πλήρωση της αίρεσης (ΑΠ 64/2022).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αναβλητική και διαλυτική αίρεση.