Ασφαλιστικός Πράκτορας, Ασφαλιστικός Σύμβουλος και Μεσίτης Ασφαλίσεων είναι έννοιες οι οποίες συχνά συγχέονται τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον ρόλο τους.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1569/1985 “περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κλπ“, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του v. 2496/1997, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν :
- οι ασφαλιστικοί πράκτορες,
- οι μεσίτες ασφαλίσεων,
- οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι,
- οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και
- οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι.
Ασφαλιστικός Πράκτορας
Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του ν. 2496/1997, “Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει…ασφαλιστικές συμβάσεις…Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει …Αντίγραφο της πρακτορειακής σύμβασης υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου“.
Ομοίως, με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του π.δ. 298/1986 “περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κλπ” καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτορεύσεως, επί ποινή ακυρότητος αυτής, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω π. δ/τος ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
“1. Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων….Τα ασφάλιστρα που εισπράττει…θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας.
2. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας.
3. Ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία ζημίας…”
Μεσίτης Ασφαλίσεων
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15α παρ.1 του ίδιου ν. 1569/1985, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2170/1993 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ.17 του ν. 2496/1997, Μεσίτης Ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζόμενου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής που καταβάλλεται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλιζόμενους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζόμενου ή αντασφαλιζόμενου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου.
Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι ο μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος αποτελεί ένα νεότερο είδος ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ως ανεξάρτητου επαγγελματία, δραστηριοποιείται από το νόμο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη, που θέλει να ασφαλιστεί και ειδικότερα, στον εντοπισμό των ασφαλιστικών αναγκών αυτού, την επιλογή της κατάλληλης ασφαλιστικής εταιρίας, την επίτευξη επαφής του πελάτη του με την επιχείρηση αυτή και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.
Επίσης, βοηθά στη διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης, στα πλαίσια των οποίων δεν αποκλείεται να του ανατεθεί και η είσπραξη ασφαλίστρων.
Ο εν λόγω μεσίτης, ο οποίος απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 15α παρ.7 του ν. 1569/1985, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το αρ.36 παρ 20 του ν. 2496/1997), δεν εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά η δραστηριότητά του αναπτύσσεται κατόπιν εντολής του πελάτη που θέλει να ασφαλιστεί και, συνεπώς, ενεργεί ως εντολοδόχος αυτού (ΑΚ 713 επ.), η δε ευθύνη του περιορίζεται έναντι του ασφαλιζόμενου στη σωστή τήρηση και εφαρμογή των εγγράφων εντολών του δευτέρου.
Στο πλαίσιο της σύμβασης εντολής και προς διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν αποκλείεται να του ανατεθεί από τον πελάτη η καταβολή για λογαριασμό του τελευταίου των οφειλομένων από αυτόν ασφαλίστρων προς την ασφαλιστική επιχείρηση (ΑΠ 168 /2018).
Ασφαλιστικός Σύμβουλος
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 1569/1985, όπως οι διατάξεις του τροποποιήθηκαν με το άρθρο 36 παρ. 24 του ν. 2496/1997, Ασφαλιστικός Σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών, χωρίς όμως δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των λοιπών ως άνω προσώπων, με τα οποία συνδέεται με σύμβαση έργου.
Μετά την εισαγωγή του θεσμού του μεσίτη ασφαλίσεων, εκδόθηκε η Κ3-1377/18-2-1994 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου “περί καθορισμού του τρόπου άσκησης του επαγγέλματος του μεσίτη ασφαλίσεων και της δέσμευσης περιουσίας του“, με το άρθρο 6 της οποίας ορίζεται ότι “το επάγγελμα του μεσίτη ασφαλίσεων είναι ασυμβίβαστο με το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα, του ασφαλιστικού συμβούλου και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων”.
Ακολούθως, με το π.δ. 190/2006, μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, με την οποία θεσπίζονται κανόνες για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος μέλος.
Στο άρθρο 14 του ως άνω διατάγματος ορίζεται ότι, από την έναρξη ισχύος αυτού, καταργείται κάθε διάταξη του ν. 1569/1985, που έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του διατάγματος, καθώς και κάθε διάταξη της κείμενης νομοθεσίας που έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις αυτού ή ανάγεται σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτό.
Το ασυμβίβαστο του επαγγέλματος του μεσίτη ασφαλίσεων με το επάγγελμα του ασφαλιστικού συμβούλου εναρμονίζεται και με τη διάταξη του νόμου “ο μεσίτης να έχει αποκλειστικό έργο την δραστηριότητα ασφαλιστικής μεσιτείας“, όπως αυτή προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 15α παρ.1 του ν. 1569/1985, η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 4 του ως άνω π.δ. 190/2006, καθόσον το τελευταίο, που εναρμόνισε το ελληνικό δίκαιο προς την οδηγία, δεν προβλέπει κάτι διαφορετικό ούτε τροποποιεί το περιεχόμενο της εργασίας του μεσίτη ασφαλίσεων. Και ναι μεν το π.δ. 190/2006 δεν περιέχει την πρόβλεψη περί αποκλειστικότητας, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι την κατάργησε, αφού η οδηγία δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέψουν την αποκλειστικότητα.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις έννοιες Ασφαλιστικός Πράκτορας, Ασφαλιστικός Σύμβουλος και Μεσίτης Ασφαλίσεων.