Skip to content

Αρθρογραφία

Δέσμευση Περιουσιακών Στοιχείων Από Την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες

Η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προβλέπεται στις διατάξεις του Ν. 4557/2018 “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κ.λ.π.”, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά την ψήφιση του Ν. 4816/2021, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2015/849/ΕΕ.

Προϋποθέσεις

Από το το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο συνάγεται ότι όταν η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διενεργεί έρευνα για το έγκλημα αυτό και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τίτλοι, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται είτε από την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων, είτε από την τέλεση των βασικών αδικημάτων του νόμου ή σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε δήμευση, καθώς και σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι κάποιο ακίνητο έχει αποκτηθεί από το εκάστοτε ελεγχόμενο πρόσωπο με χρήματα που απέκτησε μέσω της τέλεσης των ανωτέρω αδικημάτων και επιπλέον συντρέχει επείγουσα περίπτωση, υπό την έννοια του άμεσου κινδύνου να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μόνο ως προς το ουσιαστικό αποτέλεσμα το προϊόν της πράξης, αλλά ταυτόχρονα και τη βασική προϋπόθεση απόδειξης της τέλεσής της, ο Πρόεδρος της Αρχής μπορεί να απαγορεύσει:

  • αφενός την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό,
  • αφετέρου το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου και 
  • επιπλέον να απαγορεύσει την εκποίηση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ορισμένου ακινήτου του ελεγχόμενου για νομιμοποίηση εσόδων προσώπου 

και στη συνέχεια να διαβιβάσει τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο φακέλου της υπόθεσης, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. 

Με τις ρυθμίσεις αυτές επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση της ως άνω σχετικής διάταξης του Προέδρου της Αρχής, αλλά και στην ανάκληση αυτής, εάν και όταν εκλείψουν οι υπόνοιες. 

Πρέπει δε να επισημανθεί ότι για την προσωρινή δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου από τον Πρόεδρο της Αρχής αρκούν “υπόνοιες“, ενώ για τη δέσμευση “βάσιμες υπόνοιες“. 

Η ratio της επάρκειας βασίμων υπονοιών είναι ότι η επιβολή της δέσμευσης της περιουσίας του υπόπτου πρέπει να είναι ευχερέστερη στα αρχικά διαδικαστικά στάδια, προκειμένου να εξασφαλιστεί το δημευτέο αντικείμενο.

Νομική Φύση

Η αρμοδιότητα δε αυτή του Προέδρου της Αρχής για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου, έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από τη μια πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή (κατάσχεση) να αποτελέσει αντικείμενο της ειδικής δημεύσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 46 Ν. 3691/2008, είτε με τη μορφή της υποχρεωτικής παρεπόμενης ποινής είτε με τη μορφή του μέτρου ασφάλειας.

Ταυτόχρονα δε, τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό τραπεζικό σύστημα. 

Επομένως, το ως άνω μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, διότι ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο μέτρο που λαμβάνεται από τον Ανακριτή τα πλαίσια της διεξαγωγής τακτικής ανάκρισης σε βάρος του κατηγορουμένου για το ίδιο ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, ελέγχεται ουσιαστικώς καθ’ όμοιο τρόπο από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικό Συμβούλιο), το οποίο έχει κριθεί ότι τελεί σε αρμονία με το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣΤΕ 4427, 4428/2014). 

Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων Από Εγκληματικές Δραστηριότητες – Νομικό Πλαίσιο

Η λειτουργία της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου αυτής κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνες της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018

Το καθεστώς δε αυτό παρέχει στις Μονάδες της Αρχής και τον Πρόεδρο αυτής τη δυνατότητα να ενεργούν, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους, με ευελιξία και ταχύτητα, έχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρείας “Τειρεσίας ΑΕ” και ανταλλάσσοντας πληροφορίες με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) άλλων κρατών, χωρίς να δεσμεύονται από οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο.

Τούτο διότει αρκούν για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου απλώς και μόνον έλλογες υπόνοιες επί τη βάσει πληροφοριών τις οποίες η Αρχή κρίνει ως ακριβείς, εκπληρώνοντας έτσι τον προληπτικό και ενίοτε προπροληπτικό σκοπό της στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με την χρονοβόρα, ενίοτε, ανακριτική διαδικασία, κατά την οποία οι ενέργειες του ανακριτή υπόκεινται στον έλεγχο των ποινικών δικονομικών κανόνων.

Περαιτέρω, ειδικά ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα και ήδη, μετά την τροποποίηση του άρθρου του ν. 4816/2021, απαιτείται να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων που περιγράφονται στο Νόμο.

Παράλληλη Αρμοδιότητα Αρχής Και Εισαγγελέα

Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 1/2022, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί τις σχετικές έρευνες, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει τις προαναφερόμενες διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν.

Αυτό προκύπτει σαφώς από το άρθρο 42 του ν. 4557/2018, όπου προβλέπεται ρητά η συνέχιση της έρευνας από την “Αρχή” και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα. 

Η ρητή αυτή αναφορά στο Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, προφανώς για τη συνέχιση της διαδικασίας περαιτέρω δικαστικής διερευνήσεως της υπόθεσης, οδηγεί αναπόδραστα στην παραδοχή ότι πρόκειται για δύο διαδικασίες που βαίνουν παραλλήλως

Και τούτο, διότι δεν νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου αυτής, ο οποίος, ας σημειωθεί, είναι εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός και επί τιμή, για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων, που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου. 

Αντιθέτως, από καμία διάταξη νόμου, δεν προκύπτει ότι η Αρχή, όπως και ο Πρόεδρος της, καθίσταται αναρμόδιοι με την έναρξη της κυρίας ανάκρισης ή της εν γένει ποινικής διαδικασίας και της αποστολής του φακέλου στον αρμόδιο εισαγγελέα

Μια τέτοια ερμηνεία ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι ευθέως αντίθετη με το γράμμα του νόμου, αλλά και με το σκοπό του, που είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη, ο εντοπισμός και η ανάκτηση των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και συνίσταται εκτός των άλλων και στην ταχεία και χωρίς νομικά εμπόδια και δικονομικές ακυρότητες διεθνή διερεύνηση και τον εντοπισμό του “μαύρου χρήματος” από την Αρχή καταπολέμησης του άνω εγκλήματος. 

Εξάλλου, η προϋπόθεση της “επείγουσας περίπτωσης”, η οποία, κατά νόμον, πρέπει να συντρέχει για τη λήψη από τον Πρόεδρο της Αρχής των ανωτέρω περιοριστικών μέτρων δύναται να υπάρχει και διαρκούσης της κυρίας ανάκρισης, ουδόλως δε αποκλείεται η ύπαρξη αυτής (επείγουσας περίπτωσης) από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, ο μεν κατηγορούμενος είναι υπό έρευνα, η δε περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση από τον Ανακριτή. 

Ενισχυτικό υπέρ της γνώμης αυτής επιχείρημα, της παράλληλης δηλαδή με τον Ανακριτή αρμοδιότητας του Προέδρου της Αρχής να προβαίνει με διάταξή του στη λήψη των προαναφερόμενων περιοριστικών μέτρων, αντλείται και από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 15 του ν. 4637/2019, με την οποία ορίζεται ότι εντός προθεσμίας 6 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του άνω νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης, δηλαδή διάστημα 9 μηνών (χρονική διάρκεια η οποία ισχύει και για τις διατάξεις του Προέδρου της Αρχής) διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, οι οποίοι αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής.

Περιορισμοί της Αρχής 

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν.4557/2018, όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 ή για βασικό αδίκημα, όπως εν προκειμένω, μόνο ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 ή του βασικού αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40.

Περαιτέρω, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μόνο ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορούν να διατάξουν την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου, καθώς στην περίπτωση αυτή η μόνη αρχή που έχει συνολική εποπτεία για την συγκεκριμένη υπόθεση είναι ο ανακριτής. 

Αντίθετα, ο Πρόεδρος της Αρχής έχει τις ανωτέρω δύο δυνατότητες, ήτοι:
  • να διατάξει τόσο την απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών κ. α. όσο και
  • την απαγόρευση εκποίησης ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, μόνο πριν φτάσει η δικογραφία στην Εισαγγελία και πριν την παραγγελία ή διεξαγωγή τακτικής ανάκρισης για οποιαδήποτε έγκλημα των άρθρων 2 ή 4 του Ν. 4557/2018, όταν δηλαδή δεν υπάρχει ακόμα ούτε “ύποπτος” ούτε “κατηγορούμενος”. 

Εξάλλου δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης συντρέχουσα αρμοδιότητα του Ανακριτή και του Προέδρου της Αρχής σχετικά με τις ανωτέρω δυνατότητες, καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα περίττευε η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 Ν.4557/2018 από τον Ανακριτή, διότι κάθε φορά που η Αρχή ελάμβανε πληροφορίες από τις αρμόδιες ανακριτικές αρχές σχετικά με την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 ή 4 του Ν 4557/2018, θα μπορούσε ο Πρόεδρος της να διατάξει τα επαχθή αυτά δικονομικά μέτρα και να μένει χωρίς νόημα η σχετική πρόβλεψη για τον Ανακριτή, με αποτέλεσμα να τίθενται εκποδών και οι γενικές εξουσίες του Ανακριτή κατά το στάδιο της ανάκρισης και να οδηγούμαστε στο δογματικά παράδοξη να επιβάλλονται αυτά τα δικονομικά μέτρα μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος προσώπων που έχουν πλέον την ιδιότητα του κατηγορουμένου, όχι από τα αρμόδια δικαστικά όργανα (ανακριτή, δικαστικό συμβούλιο) αλλά από μια διοικητική αρχή. 

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση, ο αποκλεισμός της Προέδρου της Αρχής από την έκδοση απόφασης για απαγόρευση κίνησης λογαριασμού κ.α. και την απαγόρευση εκποίησης ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου σε βάρος κατηγορουμένου κατά του οποίου διενεργείται ήδη κυρία ανάκριση προκύπτει και από την έλλειψη της ουσιαστικής προϋπόθεσης της ύπαρξης “επείγουσας” περίπτωσης. 

Τούτο διότι όσο διαρκεί η κυρία ανάκριση “επείγουσα” περίπτωση δε νοείται, καθώς ο κατηγορούμενος είναι ήδη υπό έρευνα και ακολούθως η περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση, ενώ η εδραιωμένη αρμοδιότητα του Ανακριτή επιτρέπει την άμεση λήψη από αυτόν ειδικών ανακριτικών πράξεων και δικονομικών μέτρων, μιας και η ενημέρωση του από την Αρχή μπορεί να είναι συνοπτική και ταχεία, καθώς ο ίδιος είναι ενήμερος της υπόθεσης και δεν θα χαθεί πολύτιμος χρόνος για την επιβολή των κατάλληλων μέτρων σε βάρος του κατηγορουμένου.

Η Υπέρβαση Εξουσίας

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του Κ.Π.Δ., θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως κατά βουλεύματος, η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (“θετική υπέρβαση εξουσίας”) ή όταν παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (“αρνητική υπέρβαση εξουσίας”). 

Επομένως, η υπέρβαση εξουσία από το δικαστικό συμβούλιο σε περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.