Τα θέματα ηλεκτρονικού εμπορίου διέπονται από ένα ευρύτατο -και συχνά πολυδαίδαλο- πλέγμα δικαίου της Ε.Ε. το οποίο ερμηνεύει και εφαρμόζει (ή ακυρώνει) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ανά περίπτωση.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερτερεί ακόμη του Συντάγματος, η νομολογία του ΔΕΕ στο βαθμό που αποτελεί τη μοναδική αυθεντική ερμηνεία του, είναι ένα εργαλείο αναντικατάστατο για την εξασφάλιση της νόμιμης λειτουργίας εταιρειών και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Ακολουθώντας την κατηγοριοποίηση που το ίδιο το ΔΕΕ προκρίνει, θα εξετάσουμε την νομολογία του στις εξής βασικές ενότητες:
⬥ Σύναψη ηλεκτρονικής σύμβασης
⬥ Εφαρμοστέο δίκαιο & δικαιοδοσία
⬥ Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
⬥ Πνευματικά Δικαιώματα & Δικαίωμα του δημιουργού
⬥ Δίκαιο ανταγωνισμού στο διαδίκτυο
⬥ Πώληση Φαρμάκων και Ιατρικών Προϊόντων Μέσω Διαδικτύου
⬥ Τυχηρά Παίγνια Στο Διαδίκτυο
⬥ Οικονομία Διαμοιρασμού Στο Διαδίκτυο
⬥Ειδικά Θέματα ΦΠΑ Στο Ηλεκτρονικό Εμπόριο
Oι αποφάσεις που παρατίθενται περιέχουν πληροφορίες οι οποίες, σε γενικές γραμμές, είναι όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος ο οποίος επιχειρεί με ηλεκτρονικά μέσα. Από μια μικρή επιχείρηση e shop υπηρεσιών και προϊόντων μέχρι μια μεγάλη εταιρεία η οποία συνάπτει ηλεκτρονικές συμβάσεις παντός είδους.
Εξάλλου, η ηλεκτρονική επιχειρηματική παρουσία δίπλα στη συμβατική, όπως και η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας απέδειξε, είναι πλέον απαραίτητη.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που άπτεται της νόμιμης λειτουργίας της ιστοσελίδας σας.
1. Είναι νόμιμη η πρακτική των ηλεκτρονικών συναλλαγών κατά την οποία οι όροι της σύμβασης παρέχονται μέσω υπερσυνδέσμου;
Συνηθίζεται σε ιστοσελίδες που συνάπτουν ηλεκτρονικές συμβάσεις πωλήσεως (πχ eshops), να προβλέπεται τετραγωνίδιο με τον τίτλο “συμφωνώ με τους όρους και τις προϋποθέσεις”, το οποίο υποχρεούται να επιλέξει ο καταναλωτής πριν προχωρήσει στη σύμβαση.
Συνήθως οι συγκεκριμένοι “όροι και προϋποθέσεις” βρίσκονται σε σημείο διαφορετικό από την ιστοσελίδα και είναι προσβάσιμοι μόνο μέσω υπερσυνδέσμου.
Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει αν η ανωτέρω πρακτική είναι νόμιμη και συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο σε υπόθεση όπου eshop που πωλούσε λογισμικά προγράμματα, ακολουθώντας αυτή την τακτική.
Η Υπόθεση C-49/11
Η συγκεκριμένη εμπορική πρακτική δεν είναι νόμιμη. Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε ότι οι πληροφορίες αυτές στην πραγματικότητα δεν έχουν «δοθεί» από την επιχείρηση, ούτε έχουν «ληφθεί» από τον καταναλωτή και ότι ο υπερσύνδεσμος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «μόνιμο υπόθεμα», όπως απαιτεί το δίκαιο της Ε.Ε.
Περαιτέρω το ΔΕΕ νομολόγησε ότι πρέπει:
● ο καταναλωτής να λαμβάνει τις πληροφορίες για τους όρους και τις προϋποθέσεις της ηλεκτρονικής σύμβασης πώλησης, χωρίς να απαιτείται ενεργητική συμπεριφορά εκ μέρους του, ακριβώς όπως αν η επιχείρηση την παρείχε σε έντυπη μορφή,
● να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποθηκεύει τους συγκεκριμένους όρους που του απευθύνονται προσωπικά,
● να διασφαλίζεται το αμετάβλητο του περιεχομένου τους για εύλογο χρόνο,
● να διασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτές για ικανό χρονικό διάστημα,
● να παρέχεται στον καταναλωτή τη δυνατότητα αναπαραγωγής τους ακριβώς ως έχουν.
2. Είναι νόμιμος “όρος δικαιοδοσίας” ηλεκτρονικής σύμβασης, όταν η συγκατάθεση δίνεται με “κλικ” σε σχετικό τετραγωνίδιο;
Με την Απόφαση στην υπόθεση C-49/11 το ΔΕΕ έθεσε τα κριτήρια για το πως πρέπει να εμφανίζονται οι όροι συμβάσεως στις ιστοσελίδες ηλεκτρονικού εμπορίου.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση το ΔΕΕ κλήθηκε να νομολογήσει εαν είναι νόμιμη η συγκατάθεση σε “ρήτρα δικαιοδοσίας” η οποία δίδεται απλά “κλικάροντας” συγκεκριμένο τετραγωνίδιο, εφόσον οι όροι υπάρχουν στην ιστοσελίδα (και όχι μέσω υπερσυνδέσμου, όπως στην C-49/11).
Η Υπόθεση C-322/14
Η συγκεκριμένη εμπορική πρακτική είναι νόμιμη. Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε ότι ο καταναλωτής αποδέχθηκε ρητά τους όρους, επιλέγοντας το αντίστοιχο τετραγωνίδιο στην ιστοσελίδα του οικείου πωλητή, τους κρίσιμους γενικούς όρους.
Τούτο διότι η νομοθεσία της Ε.Ε. επιβάλλει να «είναι εφικτή» η μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του κατά πόσον ο αγοραστής πράγματι κατέγραψε μόνιμα το κείμενο των γενικών όρων προτού ή αφότου επέλεξε το τετραγωνίδιο με το οποίο δηλώνει ότι αποδέχεται τους όρους αυτούς.
Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην εξομοίωση ορισμένων μορφών ηλεκτρονικής διαβιβάσεως προς τον γραπτό τύπο, ούτως ώστε να απλουστευθεί η σύναψη συμβάσεων διά του διαδικτύου, δεδομένου ότι η διαβίβαση των οικείων πληροφοριών πραγματοποιείται εξίσου εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι προσβάσιμες μέσω οθόνης.
Προκειμένου να μπορεί η ηλεκτρονική διαβίβαση να προσφέρει τα ίδια εχέγγυα, μεταξύ άλλων ως προς την απόδειξη, αρκεί να είναι «εφικτή» η αποθήκευση και η εκτύπωση των πληροφοριών πριν από τη σύναψη της συμβάσεως ηλεκτρονικού εμπορίου.
Ως εκ τούτου, εφόσον η μέθοδος αποδοχής μέσω ενός «κλικ» καθιστά δυνατή την εκτύπωση και την αποθήκευση του κειμένου των γενικών όρων πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η περίσταση ότι η περιέχουσα τους όρους αυτούς ιστοσελίδα δεν εμφανίζεται αυτομάτως με την εγγραφή στην ιστοσελίδα και με κάθε αγορά δεν είναι δυνατόν να θέσει εν αμφιβόλω το κύρος της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας.
Τέτοια μέθοδος αποδοχής συνιστά, συνεπώς, νόμιμη διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού και είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
3. Είναι νόμιμη η πρακτική των ηλεκτρονικών συναλλαγών κατά την οποία οι όροι της σύμβασης παρέχονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου;
Κάποιες ιστοσελίδες, οι οποίες διαθέτουν σύμβαση – πλαίσιο για υπηρεσίες ή προϊόντα που παρέχουν, συνηθίζουν να διαβιβάζουν τους οφειλόμενους όρους της σύμβασης ηλεκτρονικού εμπορίου στους καταναλωτές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη θυρίδα που διατηρεί ο καταναλωτή εντός του ιστοτόπου.
Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει αν η ανωτέρω πρακτική είναι νόμιμη και συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Η υπόθεση αφορούσε τράπεζα η οποία προσέφερε υπηρεσίες ebanking, ακολουθώντας αυτή την τακτική.
Η Υπόθεση C-375/15
Η συγκεκριμένη εμπορική πρακτική υπό προϋποθέσεις είναι νόμιμη. Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε ότι ορισμένοι ιστότοποι μπορούν υπό προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν «μέσα ανθεκτικά στον χρόνο», οπότε και είναι νομικά ανεκτή η γνωστοποίηση όρων της σύμβασης ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην θυρίδα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που διατηρεί ο καταναλωτής εντός της ιστοσελίδας.
Οι προϋποθέσεις αυτές, εν πολλοίς δεν διαφοροποιούνται από τη προηγούμενη νομολογία του (C-49/11) και συγκεκριμένα το ΔΕΕ νομολόγησε ότι πρέπει:
● ο οικείος ιστότοπος να παρέχει στον καταναλωτή την ευχέρεια να αποθηκεύσει και να αναπαράγει τις πληροφορίες με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτές για τον απαραίτητο
● η διαβίβαση των όρων της σύμβασης ηλεκτρονικού εμπορίου να συνοδεύεται από ταυτόχρονη ενεργή συμπεριφορά της ιστοσελίδας η οποία να ενημερώνει τον καταναλωτή ότι οι πληροφορίες υπάρχουν, του διαβιβάστηκαν στην προσωπική του θυρίδα και είναι διαθέσιμες.
Η “ενεργή συμπεριφορά” μπορεί να συνίσταται στην αποστολή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο προσωπικό email του καταναλωτή, το οποίο έχει αυτός καθορίσει ως διεύθυνση επικοινωνίας με την ιστοσελίδα και αφορά σε λογαριασμό ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ο οποίος χρησιμοποιείται από τον καταναλωτή για την επικοινωνία του και με άλλα πρόσωπα.
Δεν αρκεί η αποστολή μηνύματος στην θυρίδα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που διατηρεί ο καταναλωτής εντός της ιστοσελίδας.
Εφαρμοστέο δίκαιο & δικαιοδοσία
4. Σε διακρατικές συμβάσεις ηλεκτρονικής πώλησης, ποια είναι τα αρμόδια δικαστήρια και ποιο δίκαιο εφαρμόζεται;
Πολλές ιστοσελίδες ηλεκτρονικού εμπορίου (e-shops) οι οποίες πωλούν εκτός της χώρας της έδρας τους, στους όρους συναλλαγών τους προβλέπουν ότι, σε περίπτωση διαφοράς, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της έδρας τους και αρμόδιο δίκαιο, το εθνικό τους δίκαιο.
Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει αν η ανωτέρω πρακτική είναι νόμιμη και συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Η υπόθεση αφορούσε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από την Amazon EU η οποία εδρεύει στο Λουξεμβούργο και πωλεί προϊόντα σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Η Υπόθεση C-191/15
Η συγκεκριμένη εμπορική πρακτική δεν είναι νόμιμη. Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι όρος συναλλαγών ο οποίος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και σύμφωνα με την οποία η σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του εν λόγω επαγγελματία είναι καταχρηστική.
Τούτο διότι ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την ύπαρξη της του εν λόγω όρου, έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί την προστασία των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του, οι οποίες θα έχουν εφαρμογή ελλείψει της ανωτέρω ρήτρας.
Ειδικότερα ως προς την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από επιχείρηση ηλεκτρονικού εμπορίου, αυτή διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο η επιχείρηση αυτή κατευθύνει τις δραστηριότητές της.
5. Σε διακρατική σύμβαση ταξιδίου η οποία συνήφθη μέσω ιστοσελίδας, ποια είναι τα αρμόδια δικαστήρια και ποιο δίκαιο εφαρμόζεται;
Συναφής προς την ανωτέρω υπόθεση, τουριστικά καταλύματα, ξενοδοχεία, ταξιδιωτικά γραφεία, εταιρείες μεταφορών και άλλες επιχειρήσεις στο χώρο του τουρισμού διαθέτουν ιστοσελίδες με σκοπό είτε την ενημέρωση είτε τη κράτηση (booking) θέσεων. Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου προσφέρονται και εκτός της χώρας της έδρας της εταιρείας καθιστώντας ζητούμενο το θέμα της δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου.
Κριτήριο για το εφαρμοστέο δίκαιο και την δικαιοδοσία των δικαστηρίων αποτελεί η χώρα προς την οποία κατευθύνεται η δραστηριότητα της επιχείρησης.
Το Δικαστήριο της ΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει επ’ αυτών σε δυο υποθέσεις Ευρωπαίων καταναλωτών που στράφηκαν κατά α) εταιρείας εμπορικών πλοίων και β) ξενοδοχείου με έδρες σε διαφορετικό κράτος μέλος της ΕΕ από την χώρα κατοικίας τους.
Οι Υποθέσεις C-585/08 και C-144/09
Προκειμένου να καθοριστεί αν έμπορος (ή εταιρεία ή επιχείρηση) των οποίων η δραστηριότητα προβάλλεται στην ιστοσελίδα τους ή στην ιστοσελίδα ενδιαμέσου (πχ ταξιδιωτικού γραφείου) «κατευθύνει» τη δραστηριότητά τους προς το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή (και άρα να προσδιοριστεί η δικαιοδοσία), πρέπει να εξεταστεί αν οι παραπάνω επιχειρήσεις είχαν σαν σκοπό να συνάψουν εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές – κατοίκους άλλων κρατών μελών της Ε.Ε.
Ενδείξεις ότι μια εταιρεία κατευθύνει τη δραστηριότητά της, μέσω της ιστοσελίδας της, προς άλλο κράτος μέλος είναι:
● ο διεθνής χαρακτήρας της δραστηριότητας,
● η περιγραφή δρομολογίων για τη μετάβαση από άλλα κράτη μέλη προς τον τόπο εγκαταστάσεως της εταιρείας,
● η χρήση διαφορετικής γλώσσας από αυτήν που χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση,
● η χρήση διαφορετικού νομίσματος από αυτό που χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος η επιχείρηση,
● η δυνατότητα κράτησης ή επιβεβαίωσης της κράτησης σε διαφορετική γλώσσα από αυτήν που χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η εταιρεία.
Αντίθετα, δεν αποτελούν ενδείξεις:
● η δυνατότητα από τον καταναλωτή να έχει πρόσβαση στην ιστοσελίδα της εταιρείας ή του ενδιαμέσου της από το κράτος μέλος όπου κατοικεί.
● η αναγραφή της ηλεκτρονικής διευθύνσεως ή άλλων στοιχείων επικοινωνίας της επιχείρησης, στα οποία μπορεί να απευθυνθεί ο καταναλωτής από το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί
● πληροφορίες για τη χρήση της γλώσσας ή του νομίσματος που χρησιμοποιούνται στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.
Επομένως, εαν μια εταιρεία κατευθύνει τη δραστηριότητά της, μέσω της ιστοσελίδας της, προς άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με ενωσιακό δίκαιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο, θα εφαρμοστεί το δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο η επιχείρηση αυτή κατευθύνει τις δραστηριότητές της.
6. Αν στις παραπάνω περιπτώσεις, παρά την ύπαρξη ιστοσελίδας που κατευθύνεται προς διαφορετικό κράτος μέλος, συναφθεί σύμβαση στην έδρα της επιχείρησης, ποια είναι τα αρμόδια δικαστήρια και ποιο δίκαιο εφαρμόζεται;
Τέθηκε στην κρίση του ΔΕΕ υπόθεση όπου σε ιστοσελίδα γαλλικής επιχείρησης υπήρχαν αριθμοί σταθερού τηλεφώνου Γαλλίας και ενός κινητού Γερμανίας. Γερμανός καταναλωτής, μη γνωρίζοντας καν την ύπαρξη της γαλλικής ιστοσελίδας, σύναψε με τη γαλλική επιχείρηση, στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης στη Γαλλία, γραπτή σύμβαση πωλήσεως μεταχειρισμένου αυτοκινήτου.
Τέθηκε και πάλι ζήτημα δικαιοδοσίας και ζητήθηκε η κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Η Υπόθεση C-218/12
Το ΔΕΕ κάνοντας αναφορά στις παραπάνω C-585/08 και C-144/09 Αποφάσεις του, τόνισε ότι η απαρίθμηση των κριτηρίων είναι απλώς ενδεικτική και σκοπό έχει να βοηθήσει τον εθνικό δικαστή να καταλήξει αν πληρούται η βασική προϋπόθεση της στόχευσης της εμπορικής δραστηριότητας στην αγορά του κράτους μέλους της κατοικίας του καταναλωτή.
Περαιτέρω έκρινε ότι δεν απαιτεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, αφενός, του μέσου που χρησιμοποιείται προκειμένου η επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα να κατευθυνθεί στο κράτος μέλος της κατοικίας του καταναλωτή, όπως είναι, παραδείγματος χάρη, ένας ιστότοπος στο διαδίκτυο, και, αφετέρου, της συνάψεως της συμβάσεως με τον εν λόγω καταναλωτή, αλλά η ύπαρξη τέτοιας συνάφειας αποτελεί ένδειξη ότι η οικεία σύμβαση συνδέεται με την ως άνω δραστηριότητα.
7. Σε διακρατική σύμβαση πώλησης πράγματος “click away” η οποία καταρτίστηκε αρχικά ηλεκτρονικά και κατά την παραλαβή εγγράφως , ποια είναι τα αρμόδια δικαστήρια και ποιο δίκαιο εφαρμόζεται;
Κατά τις συναλλαγές ηλεκτρονικού εμπορίου υφίστανται περιπτώσεις πώλησης πράγματος κατά τις οποίες η σύμβαση καταρτίζεται ηλεκτρονικά και κατόπιν, κατά την παράδοση του πράγματος, επαναλαμβάνεται και εγγράφως. Σε μια τέτοια περίπτωση “click away” αγοράς οχήματος, κλήθηκε να αποφανθεί το ΔΕΕ περί της δικαιοδοσίας. Η υπόθεση αφορά σε αυστριακό καταναλωτή ο οποίος έλαβε προσφορά και ήρθε σε συμφωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ υπέγραψε έγγραφη σύμβαση κατά την παραλαβή του οχήματος στη Γερμανία.
Η Υπόθεση C-190/11
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τόσο η εξ αποστάσεως επικοινωνία όσο και η κράτηση προϊόντος ή υπηρεσίας εξ αποστάσεως και, πολύ περισσότερο, η σύναψη συμβάσεως εξ αποστάσεως επαρκούν ακόμα και για έναν αμιγώς «παθητικό» ιστότοπο προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια δραστηριότητα κατευθύνεται στο κράτος του καταναλωτή.
Επομένως, προκρίνοντας μια ερμηνεία υπέρ της προστασίας των καταναλωτών, οι οποίοι αποτελούν τα αδύναμα μέρη της συμβάσεως, το Δικαστήριο έκρινε υπέρ της εθνικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της χώρας κατοικίας του καταναλωτή.
8. Θεωρείται “καταναλωτής” πρόσωπο το οποίο συνάπτει ηλεκτρονική σύμβαση για δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς;
Στα πλαίσια των ηλεκτρονικών συμβάσεων ένα φυσικό πρόσωπο μπορεί να συμβάλλεται είτε ως ιδιώτης είτε με άλλη επαγγελματική ιδιότητα. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα εαν ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο συνεβλήθη σε ηλεκτρονική σύμβαση ως επιχειρηματίας δικαιούται να τύχει της προστασίας που προσδίδει το ενωσιακό δίκαιο στους καταναλωτές.
Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει επί των ανωτέρω με αφορμή φυσικό πρόσωπο το οποίο συνεβλήθει ηλεκτρονικά με τη Facebook Ireland Limited, δημιουργώντας ιδιωτικό λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης αλλά εν συνεχεία ανέπτυξε δημόσια δράση κατά της Facebook, ίδρυσε μη κερδοσκοπικό σωματείο, δημοσίευσε βιβλία, έδινε διαλέξεις επ’ αμοιβή και εκμεταλλευόταν επιχειρηματικά άλλες ιστοσελίδες.
Η Υπόθεση C-498/16
Το συγκεκριμενο φυσικό πρόσωπο δεν είναι καταναλωτής. Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η έννοια του «καταναλωτή» πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και συσταλτικά. Όταν ένα πρόσωπο συνάπτει ηλεκτρονική σύμβαση για μια χρήση η οποία έχει σχέση εν μέρει με την ιδιωτική του ζωή και εν μέρει με επαγγελματική του δραστηριότητα, εξετάζεται ποιος σύνδεσμος είναι πιο ισχυρός. Εν προκειμένω, ο ιδιωτικός σύνδεσμος είναι τόσο ισχνός ώστε να καθίσταται περιθωριακός και επομένως να έχει αμελητέο ρόλο στο πλαίσιο ολόκληρης της οικονομικής πράξεως.
Προστασία καταναλωτών
9. Είναι υποχρεωτική η αναγραφή αριθμού τηλεφώνου σε ιστοσελίδα η οποία διενεργεί πράξεις ηλεκτρονικού εμπορίου;
Σε σχέση με την προστασία του καταναλωτή η νομοθεσία της Ε.Ε. επιβάλει στην επιχείρηση που παρέχει προϊόντα ή υπηρεσίες, πριν τη σύναψη της σύμβασης ηλεκτρονικού εμπορίου, να παρέχει στους καταναλωτές, τη διεύθυνσή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλες πληροφορίες που παρέχουν τη δυνατότητα ταχείας επαφής, καθώς και άμεσης και ουσιαστικής επικοινωνίας.
Σε υπόθεση με την οποία ένωση καταναλωτών προσέφυγε κατά ασφαλιστικής εταιρείας διότι δεν εμφάνιζε στην ιστοσελίδα της το τηλέφωνό της, αλλά η σύμβαση συνάπτονταν αποκλειστικά με ηλεκτρονική αλληλογραφία, το Δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε τα εξής:
Η Υπόθεση C-298/07
Η παράλειψη αναγραφής τηλεφώνου σε ιστοσελίδα είναι νόμιμη. Ειδικότερα το Δικαστήριο έκρινε οι παρεχόμενες πληροφορίες που το ενωσιακό δίκαιο επιτάσσει να παρέχονται στους καταναλωτές, δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνουν αριθμό τηλεφώνου. Μπορούν να συνίστανται σε ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο ηλεκτρονικής μορφής, διά του οποίου οι καταναλωτές μπορούν να απευθύνονται μέσω διαδικτύου στην επιχείρηση και στο οποίο η επιχείρηση απαντά με ηλεκτρονικό μήνυμα, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο καταναλωτής, αδυνατώντας, μετά την ηλεκτρονικού τύπου επαφή με την επιχείρηση, να συνδεθεί με το ηλεκτρονικό δίκτυο, ζητεί από αυτήν να του παράσχει πρόσβαση σε άλλο τρόπο μη ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
10. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από ηλεκτρονική πώληση εκ μέρους του καταναλωτή, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποζημίωσης χρήσης;
Το δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση πώλησης αναγνωρίζεται στην Ε.Ε. καθώς και σε όλα τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις ηλεκτρονικής πώλησης, ενώ η προθεσμία υπαναχώρησης ποικίλει ανα χώρα.
Τέθηκε το ερώτημα, σε περίπτωση που ο καταναλωτής υπαναχωρήσει από σύμβαση ηλεκτρονικής πώλησης εμπροθέσμως, δικαιούται ο πωλητής να ζητήσει από τον καταναλωτή αποζημίωσης χρήσης για το χρονικό διάστημα που ο τελευταίος χρησιμοποιούσε ανενόχλητος το πωληθέν πράγμα;
Η Υπόθεση C-489/07
Η αξίωση του πωλητή για αποζημίωση χρήσης είναι μη νόμιμη. Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε επιπλέον ότι, ακόμα και αν εθνικές διατάξεις προβλέπουν τέτοια δυνατότητα, αυτή είναι ανίσχυρη εφόσον αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο. Τούτο διότι αν ο καταναλωτής είχε την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης εκ μόνου του γεγονότος ότι είχε τη δυνατότητα χρήσης του αγαθού που απέκτησε με εξ αποστάσεως ηλεκτρονική σύμβαση για το διάστημα που αυτό βρισκόταν στην κατοχή του, δεν θα μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης παρά μόνον έναντι καταβολής της εν λόγω αποζημίωσης.
Μια τέτοια συνέπεια θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο και θα στερούσε μεταξύ άλλων από τον καταναλωτή τη δυνατότητα να κάνει ελεύθερη χρήση και χωρίς καμία πίεση της προθεσμίας εξετάσεως που του παρέχει η σχετική οδηγία της Ε.Ε.
Επιπλέον, το δικαίωμα υπαναχώρησης θα περιορίζονταν αν ο καταναλωτής είχε την υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση απλώς και μόνον εκ του γεγονότος ότι εξέτασε και δοκίμασε το αγαθό. Δεδομένου ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης αποσκοπεί ακριβώς στην παροχή αυτής της δυνατότητας στον καταναλωτή, το γεγονός ότι κάνει χρήση αυτής δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την εξάρτηση της εκ μέρους του καταναλωτή ασκήσεως αυτού του δικαιώματος από την καταβολή αποζημιώσεως.
11. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από ηλεκτρονική πώληση εκ μέρους του καταναλωτή, έχει ο πωλητής υποχρέωση να επιστρέψει τα έξοδα αποστολής του αγαθού;
Σε όλους σχεδόν τους όρους συναλλαγών ηλεκτρονικού εμπορίου ορίζεται ότι ο καταναλωτής επιβαρύνεται τα έξοδα αποστολής ή/και αντικαταβολής του προϊόντος. Τέθηκε το ερώτημα αν η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, εκτός της επιστροφής του τιμήματος συμπεριλαμβάνει και, την εκ μέρους του πωλητή, υποχρέωση για επιστροφή των εξόδων αποστολής, όπως Γερμανική εταιρεία προστασίας καταναλωτών υποστήριζε.
Η Υπόθεση C-511/08
Η αξίωση του καταναλωτή για επιστροφή των εξόδων αποστολής είναι μη νόμιμη. Ακόμη και σε περίπτωση που κάτι τέτοιο ορίζεται στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, τέτοια υποχρέωση είναι ανίσχυρη εφόσον αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο.
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι σύμφωνα με το δίκαιο της Ε.Ε. είναι δυνατός μόνο ο καταλογισμός του άμεσου κόστους της επιστροφής των εμπορευμάτων, σε περίπτωση υπαναχώρησης του καταναλωτή. Η επιβάρυνση του καταναλωτή και με τα έξοδα αποστολής, η οποία κατ’ ανάγκην είναι σε θέση να τον αποθαρρύνει από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης του, θα ήταν αντίθετη προς τον ίδιο τον σκοπό του εν λόγω άρθρου. Άλλωστε, τέτοιου είδους καταλογισμός των δαπανών θα μπορούσε να διακυβεύσει την ισόρροπη κατανομή των κινδύνων μεταξύ των μερών στις συμβάσεις ηλεκτρονικού εμπορίου που συνάπτονται εξ αποστάσεως.
12. Σε περίπτωση υπαναχώρησης από σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς, δικαιούται η αεροπορικής εταιρεία να επιβάλει ακυρωτικά;
Επιπλέον επιτρέπεται οι αεροπορικές εταιρείες να ενσωματώνουν στους ναύλους τους τα πρόσθετα τέλη φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις;
Είναι σύνηθες στις συμβάσεις αερομεταφορών να προβλέπεται επιβάρυνση του καταναλωτή σε περίπτωση ακύρωσης του εισιτηρίου (υπαναχώρηση) ή μη εμφάνισης στο αεροδρόμιο έως κάποια ώρα πριν τη πτήση.
Επιπλέον, πολλές αεροπορικές εταιρείες στην τιμή του εισιτηρίου τους δεν έκαναν διάκριση ποιο μέρος του ποσού ήταν ναύλος και ποιο επιβαρύνσεις τρίτων (φόροι, τέλη αεροδρομίου κλπ). Το ΔΕΕ επιλήφθηκε επί της νομιμότητας αυτών, με αφορμή υπόθεση Γερμανικής εταιρείας προστασίας καταναλωτών.
Η Υπόθεση C-290/16
Η πρακτική της μη διάκρισης στη τιμή του εισιτηρίου είναι μη νόμιμη. Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, κατά τη δημοσίευση των αεροπορικών τους ναύλων, οι αερομεταφορείς οφείλουν να επισημαίνουν χωριστά τα ποσά που οφείλουν οι πελάτες για φόρους, τέλη αερολιμένος, καθώς και για λοιπές επιβαρύνσεις, προσαυξήσεις ή τέλη, τα οποία αναφέρει ο κανονισμός αυτός. Τούτο διότι οι κανόνες της Ε.Ε. σκοπεύουν στη διασφάλιση της ενημερώσεως και της διαφάνειας των τιμών των υπηρεσιών αερομεταφορών από αερολιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους και συμβάλλει, επομένως, στη διασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες αυτές.
Επιπλέον, η πρακτική των αερομεταφορέων να επιβάλουν “ακυρωτικά” επίσης είναι μη νόμιμη, εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.
Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
13. Ιστοσελίδα η οποία διενεργεί ηλεκτρονικό εμπόριο με καταναλωτές άλλων χωρών, ποιο δίκαιο πρέπει εφαρμόζει για την προστασία προσωπικών δεδομένων των πελατών της;
Ιδιαίτερη ήταν πάντοτε η έμφαση που έδινε η Ε.Ε. στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία έλαβε την τελευταία της νομική έκφραση με την γνωστή οδηγία GDPR.
Πριν την εφαρμογή αυτής, ωστόσο, το Δικαστήριο της ΕΕ ασχολήθηκε με το ζήτημα της δικαιοδοσίας σε περίπτωση επιχείρησης η οποία έχει έδρα σε διαφορετικό κράτος μέλος από αυτό που κατοικεί ο καταναλωτής του οποίου τα προσωπικά δεδομένα παραβιάστηκαν. Το ΔΕΕ έκρινε τα εξής:
Η Υπόθεση C-230/14
Αρχικά, κριτήριο για την επιλογή του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου αποτελεί η ιθαγένεια του υπεύθυνου επεξεργασίας της ιστοσελίδας. Αντίθετα, δεν ασκεί καμία επιρροή το ζήτημα της ιθαγένειας του καταναλωτή που αφορά η επεξεργασία δεδομένων.
Περαιτερω, πρέπει να εξεταστεί και η εγκατάσταση (έδρα) της εταιρείας που εκμεταλλεύεται την ιστοσελίδα, να εκτιμηθεί τόσο ο βαθμός μονιμότητας της εγκαταστάσεως όσο και ο πραγματικός χαρακτήρας της ασκήσεως των δραστηριοτήτων εντός του άλλου αυτού κράτους μέλους. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών αποκλειστικά μέσω διαδικτύου (ηλεκτρονικό εμπόριο).
Επομένως, δεν μπορεί να επιβάλει, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται, κυρώσεις σε βάρος του υπευθύνου για την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται η εν λόγω αρχή.
14. Μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στον κάτοχο ιστοσελίδας ηλεκτρονικού εμπορίου αν διαβιβάζει προσωπικά δεδομένα σε τρίτη χώρα, ακόμα και αν αυτή έχει χαρακτηριστεί “ασφαλής λιμένας”;
Η περίπτωση όπου μια επιχείρηση που εδρεύει στην Ε.Ε. παρέχει υπηρεσίες ή προϊόντα σε κράτη μέλη της Ε.Ε. μέσω ιστοσελίδας ηλεκτρονικού εμπορίου που διατηρεί, αλλά οι διακομιστές της ιστοσελίδας βρίσκονται εκτός του ευρωπαϊκού χώρου, δεν είναι σπάνια.
Υπάρχουν ωστόσο χώρες που, με αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της Ε.Ε., θεωρούνται “ασφαλείς λιμένες”, υπό την έννοια ότι εξασφαλίζουν επαρκή προστασία στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Καθεστώς “ασφαλούς λιμένα” έχει αναγνωρίσει η Ε.Ε. για μια σειρά από χώρες.
Το Δικαστήριο της ΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει αν η διαβίβαση δεδομένων σε διακομιστές που βρίσκονται σε τρίτη χώρα η οποία θεωρείται “ασφαλής λιμένας”, συνιστά παραβίαση της προστασίας, εάν τελικά αποδειχθεί ότι η χώρα – “ασφαλής λιμένας” στην πραγματικότητα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ενωσιακού δικαίου περί αυτού του χαρακτηρισμού.
Το ΔΕΕ επιλήφθηκε με αφορμή φυσικό πρόσωπο το οποίο συνεβλήθει ηλεκτρονικά με τη Facebook Ireland Limited, δημιουργώντας ιδιωτικό λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης. Τα δεδομένα που παρείχε το πρόσωπο στο Facebook διαβιβάζονταν από την ιρλανδική θυγατρική της Facebook σε διακομιστές που βρίσκονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα δεδομένα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο επεξεργασίας.
Βάσει των αποκαλύψεων στις οποίες προέβη το 2013 ο Edward Snowden σχετικά με τις δραστηριότητες των υπηρεσιών πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών (ιδίως της National Security Agency ή NSA), η νομοθεσία και οι πρακτικές των Ηνωμένων Πολιτειών δεν παρείχαν ικανοποιητική προστασία από την παρακολούθηση, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται εαν οι Η.Π.Α. αποτελούν “ασφαλή λιμένα”.
Η Υπόθεση C-362/14
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι:
● η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος προς τρίτη χώρα αποτελεί, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται στο έδαφος κράτους μέλους
● οι εθνικές αρχές ελέγχου είναι αρμόδιες να ελέγξουν αν η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το οικείο κράτος μέλος προς τρίτη χώρα πληροί τους όρους που τίθενται από το ενωσιακό δίκαιο
● όσο οι αποφάσεις των οργάνων της Ε.Ε. περί του χαρακτηρισμού κάποιας χώρας ως “ασφαλούς λιμένα” δεν έχει κριθεί ανίσχυρη από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν μέτρα αντίθετα προς τις αποφάσεις αυτές, όπως πράξεις που διαπιστώνουν δεσμευτικά ότι η τρίτη χώρα την οποία αφορά η εν λόγω απόφαση δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας
● μόνο το Δικαστήριο της ΕΕ μπορεί να κρίνει αν οι αποφάσεις των οργάνων της ΕΕ είναι νόμιμες ή όχι και επομένως
● περαιτέρω κρίνει ανίσχυρη την απόφαση της Ε.Ε. περί αναγνώρισης καθεστώτος «ασφαλούς λιμένα» στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή εκδόθηκε από την Επιτροπή καθ’ υπέρβαση αρμοδιότητας.
● Πλέον, σε περίπτωση που μια Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι βάσιμα τα στοιχεία που προβλήθηκαν προς στήριξη αιτήσεως σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε εθνικό δικαστήριο.
Πνευματικά Δικαιώματα & Δικαίωμα του δημιουργού
15. Επιτρέπεται ιστοσελίδα ηλεκτρονικού εμπορίου να αγοράζει από χρήστες άδειες λογισμικού και να τις μεταπωλεί;
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ιστοσελίδων οι οποίες πωλούν άδειες (ή αλλιώς “κλειδιά”) λογισμικού σε τιμές πολύ χαμηλότερες της αξίας πώλησης που βρίσκει κάποιος στην αγορά.
Μια εξήγηση για το φαινόμενο είναι ότι η ιστοσελίδα έχει ήδη αγοράσει την άδεια από άλλο χρήστη σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αγορά. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά εμπορεύεται «μεταχειρισμένη» άδεια.
Με τη μέθοδο αυτή ο καταναλωτής συνάπτει σύμβαση με ιστοσελίδα ηλεκτρονικού εμπορίου, λαμβάνει από την ιστοσελίδα ένα “κλειδί”, επισκέπτεται τον ιστότοπο της εταιρείας λογισμικού στο διαδίκτυο και μεταφορτώνει (“κατεβάζει”) απευθείας αντίγραφο του προγράμματος στον υπολογιστή του. Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας το κλειδί που έλαβε από την ιστοσελίδα, εγγράφει νόμιμα το προγραμμα στον ιστότοπο της εταιρείας λογισμικού και το χρησιμοποιεί.
Το Δικαστήριο της ΕΕ επιλήφθηκε ύστερα από προσφυγή της Oracle κατά της γερμανικής εταιρείας UsedSoft η οποία μεταπωλούσε τέτοιες «µεταχειρισµένες» άδειες / “κλειδιά”.
Η Υπόθεση C-128/11
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι αυτή η πρακτική είναι νόμιμη. Ειδικότερα το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αναλώνεται εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, επέτρεψε τη μεταφόρτωση του αντιγράφου αυτού από το διαδίκτυο σε μέσο αποθήκευσης δεδομένων.
Ο ίδιος παρέσχε επίσης, έναντι της καταβολής τιμήματος αντίγραφο του έργου του οποίου είναι κύριος, και χρονικώς απεριόριστο δικαίωμα χρήσεως του εν λόγω αντιγράφου.
Η μεταφόρτωση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και η σύναψη συμβάσεως για την παραχώρηση άδειας χρήσεως συνθέτουν ένα αδιαχώριστο σύνολο. Οι σχετικές εμπορικές πράξεις συνεπάγονται μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας επί του αντιγράφου του οικείου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Σε περίπτωση που μεταπωλείται άδεια χρήσεως προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με συνέπεια τη μεταπώληση ενός αντιγράφου του το οποίο είχε μεταφορτωθεί από τον ιστότοπο του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο, και η ως άνω άδεια είχε παραχωρηθεί στον πρώτο αγοραστή, ο δεύτερος αγοραστής της άδειας αυτής, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής της, μπορούν να επικαλεστούν την προβλεπόμενη ανάλωση του δικαιώματος διανομής και, ως εκ τούτου, απολαύουν του δικαιώματος αναπαραγωγής.
16. Επιτρέπεται σε ιστοσελίδα δανειστικής βιβλιοθήκης ο δανεισμός ψηφιακού βιβλίου;
Με την έλευση των e-books οι περισσότερες χώρες εφάρμοσαν νομοθετικό πλαίσιο που στόχο είχε την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία των δημιουργών/συγγραφέων. Έτσι οι περισσότερες δανειστικές βιβλιοθήκες, για τον δανεισμό ψηφιακών βιβλίων έρχονταν σε απευθείας συμφωνία με κάθε έναν δημιουργό.
Με την ολοένα και μεγαλύτερη χρήση των e-books οι δανειστικές βιβλιοθήκες θεώρησαν ότι έπρεπε να παρέχουν προς δανεισμό ψηφιακά βιβλία σύμφωνα με το γενικό νομικό πλαίσιο που ίσχυε και για τα έγχαρτα, δηλαδή σύμφωνα με την αρχή «ένα αντίγραφο, ένας χρήστης».
Σύμφωνα με την αρχή αυτή ο δανεισμός του ψηφιακού βιβλίου γίνεται με τοποθέτηση αντιγράφου στον διακομιστή δημόσιας βιβλιοθήκης και ο χρήστης μέσω της ιστοσελίδας τους μεταφορτώνει (“κατεβάζει”) το ηλεκτρονικό βιβλίο στη συσκευή του. Κατά τη διάρκεια της περιόδου δανεισμού, το ίδιο βιβλίο δεν μπορεί να μεταφορτωθεί ξανά, ενώ με τη λήξη του δανεισμού το βιβλίο δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί από τον χρήστη.
Η Υπόθεση C-174/15
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι αυτή η πρακτική είναι νόμιμη. Ειδικότερα νομολόγησε ότι ο όρος “δανεισμός” ή “εκμίσθωση”, ο οποίος εφαρμόζεται για τα έγχαρτα βιβλία, καλύπτει τέτοιο δανεισμό αντιγράφου βιβλίου σε ψηφιακή μορφή. Τόνισε ότι η πνευματική ιδιοκτησία πρέπει να προσαρμόζεται στις νέες οικονομικές εξελίξεις και στις νέες μορφές εκμετάλλευσης.
Τα κράτη μέλη μπορούν να προσθέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των συγγραφέων και πέραν των όσων προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο, χωρίς όμως να παραβιάζεται η παραπάνω σκέψη.
17. Επιτρέπεται η τοποθέτηση σε ιστοσελίδα υπερσυνδέσμων προς προστατευόμενα έργα, ελευθέρως διαθέσιμα σε άλλη ιστοσελίδα, χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων;
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα πνευματικά δικαιώματα προβλέπει ότι κάθε πράξη παρουσίασης έργου προς το κοινό πρέπει να πραγματοποιείται με την άδεια του δημιουργού, είτε του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού (κληρονόμου κλπ).
Το Δικαστήριο της ΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει εαν συνιστά “παρουσίαση στο κοινό” η περίπτωση όπου ιστοσελίδα, μέσω λινκ, παραπέμπει τον καταναλωτή σε άλλη, όπου εκεί βρίσκονται τοποθετημένα έργα χωρίς την άδεια του δημιουργού.
Η Υπόθεση C-160/15
Το ΔΕΕ έκρινε ότι για να θεωρηθεί “παρουσίαση στο κοινό” θα πρέπει είτε η ιστοσελίδα να το έκανε για κερδοσκοπικό σκοπό είτε, σε περίπτωση μη κερδοσκοπικού σκοπού, ταυτόχρονα να μη γνώριζε ότι η ιστοσελίδα κατεύθυνσης παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα του δημιουργού.
Επομένως, εαν η ιστοσελίδα που τοποθέτησε το λινκ, δεν γνώριζε και δεν όφειλε να γνωρίζει ότι η σελίδα κατεύθυνσης παρουσιάζει τα έργα κατά παράβαση της νομοθεσίας περί πνευματικών δικαιωμάτων και επιπλέον, δεν το έκανε για κερδοσκοπικό σκοπό τότε δεν συνιστά “παρουσίαση στο κοινό”.
Επιπλέον έκρινε ότι και μόνον ο κερδοσκοπικός σκοπός της πράξης τεκμαίρει τη γνώση της παραβίασης.
18. Μια ιστοσελίδα ανταλλαγής αρχείων, χωρίς την άδεια του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων, πραγματοποιεί «παρουσίαση στο κοινό»;
Υπάρχουν ιστοσελίδες – πλατφόρμες οι οποίες παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν ανά τμήματα (torrents) έργα αποθηκευμένα στους υπολογιστές τους, θέτοντας ζητήματα για το αν η πρακτική αυτή (peer-to-peer) είναι συμβατή με τις ανωσιακές διατάξεις περί της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων.
Το ΔΕΕ κλήθηκε ουσιαστικά να απαντήσει εαν η σελίδα «The Pirate Bay» είναι νόμιμη ή όχι.
Η Υπόθεση C-610/15
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η ιστοσελίδα είναι μη νόμιμη. Νομολόγησε, περαιτέρω, ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό», καλύπτει τη διάθεση στο διαδίκτυο και τη διαχείριση πλατφόρμας ανταλλαγής η οποία περιέχει ευρετήριο μεταδεδομένων σχετικών με προστατευόμενα έργα και μηχανή αναζήτησης, με συνέπεια οι χρήστες της να έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν τα έργα αυτά και να τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους.
Επιπλέον, το δικαίωμα του δημιουργού καλύπτει κάθε ενσύρματη ή ασύρματη μετάδοση ή αναμετάδοση έργου σε κοινό που δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής.
Διαφήμιση Στο Διαδίκτυο
19. Είναι νόμιμη η χρήση, ως λέξεων-κλειδιών στο πλαίσιο υπηρεσίας αντιστοίχισης στο διαδίκτυο, σημείων που αντιστοιχούν σε σήματα, χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων τους;
Η διαφήμιση στο διαδίκτυο έχει γίνει πεδίο μεγάλου ανταγωνισμού λόγω του ολοένα και αυξανόμενου όγκου της, ο οποίος πλέον έχει ξεπεράσει το άθροισμα όλων των άλλων (παραδοσιακών) μέσων. Ταυτόχρονα, η Google και η Facebook λαμβάνουν πάνω από το 60% της ετήσιας διαδικτυακής διαφήμισης. Και μόνο λόγω της οικονομικής του σημασίας, λοιπόν, το νομικό πλαίσιο είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Το Δικαστήριο της ΕΕ κλήθηκε να απαντήσει σχετικά με το κατά πόσον είναι νόμιμη η χρήση, ως λέξεων-κλειδιών στο πλαίσιο υπηρεσίας ηλεκτρονικού εμπορίου αντιστοίχισης στο διαδίκτυο, σημείων που αντιστοιχούν σε σήματα, χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων τους.
Η υπόθεση αφορούσε την υπηρεσία «AdWords» της Google η οποία, κατά την αναζήτηση της λέξης «Vuitton», εμφάνιζε αποτελέσματα και συνδέσμους προς ιστότοπους που πρότειναν απομιμήσεις των προϊόντων της Louis Vuitton και προς ιστοτόπους ανταγωνιστών άλλων δικαιούχων σημάτων.
Οι Υποθέσεις C-236/08, C-237/08 και C-238/08
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπηρεσία είναι νόμιμη. Νομολόγησε ότι η Google στα πλαίσια των υπηρεσιών ηλεκτρονικου΄εμπορίου που παρέχει, δεν κάνει χρήση του εν λόγω σημείου ακόμη και αν παρέχει τη δυνατότητα στους διαφημιζόμενους να επιλέξουν ως λέξεις-κλειδιά σημεία πανομοιότυπα με σήματα, αποθηκεύει τα σημεία αυτά και εμφανίζει τις διαφημίσεις των πελατών του με βάση τα εν λόγω σημεία.
Η χρήση από τρίτον σημείου πανομοιότυπου ή παρόμοιου με το σήμα του δικαιούχου συνεπάγεται ότι αυτός χρησιμοποιεί το σημείο στο πλαίσιο της δικής του εμπορικής επικοινωνίας και αποτελεί χρήση υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας, στην περίπτωση κατά την οποία η εμφάνιση αποσκοπεί να παραπλανήσει τους χρήστες ως προς την προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών του.
20. Η χρήση keywords από ιστοσελίδα σε domain name, metatags και metadata, εμπίπτει στους κανονισμούς περί διαφήμισης;
Κατά τη δημιουργία ιστοσελίδας ο ορισμός λέξεων κλειδιά (Keywords) ως μεταετικετών (metatags) και μεταδεδομένων (metadata) όπως και η χρησιμοποίηση τους σε όνομα τομέα, κατευθύνουν τις μηχανές αναζήτησης προς συγκεκριμένους ιστοτόπους.
Ακριβώς λόγω αυτής της θεμελιώδους λειτουργίας τους, τα όρια στη δυνατότητα χρήσης συγκεκριμένων λέξεων πρέπει να καθοριστούν από κανόνες του ενωσιακού δικαίου.
Το ΔΕΕ ασχολήθηκε με το ερώτημα εαν εφαρμοστέοι κανόνες στις παραπάνω περιπτώσεις είναι οι οδηγίες που διέπουν τις διαφημίσεις εντός της Ε.Ε. Αφορμή ήταν εταιρεία η οποία στα metatags χρησιμοποιούσε λέξεις που περιλαμβάνονταν στο domain ανταγωνιστικής εταιρείας.
Η Υπόθεση C-657/11
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι ο όρος «διαφήμιση» περιλαμβάνει τη χρήση ονόματος τομέα και τη χρήση μεταετικετών στα μεταδεδομένα ιστοτόπου, σε περίπτωση κατά την οποία το όνομα τομέα και οι αποτελούμενες από λέξεις κλειδιά μεταετικέτες (keyword metatags) παραπέμπουν σε ορισμένα προϊόντα ή σε ορισμένες υπηρεσίες ή ακόμη στην εμπορική επωνυμία εταιρείας και αποτελούν μορφή ανακοίνωσης, η οποία απευθύνεται στους δυνητικούς καταναλωτές και υποδηλώνει σε αυτούς ότι θα ανακαλύψουν ιστότοπο σχετικό με τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες ή ακόμη και με την εν λόγω εταιρεία.
Περαιτέρω, νομολόγησε ότι η έννοια του όρου «διαφήμιση» δεν πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά τρόπο που οι ενέργειες επαγγελματία με σκοπό την προώθηση και τη διάθεση των προϊόντων ή των υπηρεσιών του, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών και, επομένως, να θίξουν τους ανταγωνιστές του επαγγελματία αυτού, να εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί θεμιτού ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ως άνω οδηγίες.
21. Η απαγόρευση από εθνικό νομοθέτη διαδικτυακής διαφήμισης είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο;
Σε αρκετές χώρες επιβάλλονται από το εθνικό δίκαιο περιορισμοί στο ηλεκτρονικό εμπόριο που έχουν τη μορφή της περιορισμού διαφήμισης συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων (δικηγόροι, γιατροί κλπ), η οποία σε κάποιες περιπτώσεις φτάνει μέχρι και την πλήρη απαγόρευσή τους, ανεξαρτήτως μέσου. Ο ΔΕΕ ασχολήθηκε με το ερώτημα εαν είναι επιτρεπτή η πλήρη απαγόρευση διαφήμισης μέσω διαδικτύου σε συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα από τον εθνικό νομοθέτη.
Η Υπόθεση C-339/15
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοιος περιορισμός δεν είναι νόμιμος. Ειδικότερα νομολόγησε ότι η οδηγία της ΕΕ για το ηλεκτρονικό εμπόριο, στον τομέα που αφορά στις διαφημίσεις μέσω διαδικτύου καλύπτει όλες τις μορφές επικοινωνίας που αποσκοπούν να προωθήσουν τις υπηρεσίες ενός προσώπου το οποίο ασκεί νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απέκλεισε κανένα κατοχυρωμένο επάγγελμα από την προβλεπόμενη αρχή του επιτρεπτού των διαδικτυακών εμπορικών επικοινωνιών.
Εξάλλου, αναγνώρισε στις εθνικές κυβερνήσεις τη δυνατότητα να οριοθετήσουν τις μορφές και τους τρόπους πραγματοποίησης των διαδικτυακών εμπορικών επικοινωνιών, με συγκεκριμένους κανόνες για κάποιες επαγγελματικές κατηγορίες, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να απαγορεύσουν κατά τρόπο γενικό και απόλυτο οποιαδήποτε μορφή διαδικτυακής διαφήμισης για την προώθηση της δραστηριότητας ενός προσώπου το οποίο ασκεί τέτοιο επάγγελμα.
22. Η επιβολή από εθνικό νομοθέτη περιορισμών ή προϋποθέσεων σε διαδικτυακές διαφημίσεις είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο;
Υπάρχουν κράτη μέλη της Ε.Ε. οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις ή περιορισμούς σε κατηγορίες διαφημίσεων, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αυτές λαμβάνουν χώρα. Το ΔΕΕ ασχολήθηκε με το αν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ε.Ε., η επιβολή περιορισμού σε διαδικτυακή διαφήμιση, όμοια με αυτή που ισχύει και για άλλες μορφές (έντυπες κλπ).
Η Υπόθεση C-146/16
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοιος περιορισμός είναι νόμιμος. Νομολόγησε ότι είναι στη κρίση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι υφιστάμενοι στο εθνικό δίκαιο περιορισμοί δικαιολογούνται να εφαρμόζονται και στη διαδικτυακή διαφήμιση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του διαδικτύου.
23. Υποχρεώσεις από χρήση σήματος στο διαδίκτυο, μετά την λήξη της σύμβασης χρήσης.
Ένας βασικός κανόνας του διαδικτύου είναι πως “ό,τι ανεβαίνει, μένει για πάντα”. Ζήτημα, λοιπόν, δημιουργείται όταν κάποιος χρησιμοποιεί στο διαδίκτυο νόμιμα, βάση σύμβασης, εμπορικό σήμα και λήξει η σύμβαση παραχώρησης της χρήσης του σήματος. Παρά τη διαγραφή κάθε καταχώρησης, οι μηχανές αναζήτησης θα εξακολουθούν να να εντοπίζουν καταχωρήσεις για την προϋπάρχουσα σχέση και θα εξακολουθούν να τις εξαφανίζουν στα αποτελέσματα αναζήτησης.
Το ΔΕΕ ασχολήθηκε με το ζήτημα, με αφορμή προσφυγή της Daimler, δικαιούχο του σήματος «Mercedes-Benz», κατά αποκλειστικού εισαγωγέα – εξουσιοδοτημένου συνεργείου σε άλλο κράτος μέλος.
Η Υπόθεση C-179/15
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι δεν είναι δυνατόν να καταλογιστούν σε διαφημιζόμενο αυτοτελείς πράξεις τρίτων, όπως αυτές των διαχειριστών ιστότοπων αντιστοιχίσεως (πχ Google), οι οποίοι ενεργούν όχι κατά παραγγελία και για λογαριασμό του διαφημιζόμενου, αλλά με δική τους πρωτοβουλία και στο όνομά τους.
Επίσης, δεν θεωρείται “χρήση σήματος” καταχώρηση που αναρτήθηκε από κάποιον (ή από τρίτο για λογαριασμό του) με τη συγκατάθεση δικαιούχου του σήματος, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ρητώς απαίτησε από τον διαχειριστή του οικείου δικτυακού τόπου τη διαγραφή της καταχώρησης και περιεχόμενης σε αυτή μνείας του σήματος, μετά τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης εμπορικού σήματος.
Ομοίως, δεν θεωρείται “χρήση σήματος” καταχωρηση στο διαδίκτυο που δεν αναρτήθηκε από τον ίδιο ή τρίτο για λογαριασμό του.
Δίκαιο Ανταγωνισμού Στο Διαδίκτυο
24. Συμβατική ρήτρα περί απαγόρευσης πώλησης προϊόντος στο διαδίκτυο, είναι νόμιμη κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο;
Σε κάποιες κατηγορίες προϊόντων (πχ φάρμακα) υφίσταται αντικειμενικές ανάγκες για τη διατήρηση της ποιότητας και τη διασφάλιση της ορθής χρήσης των εν λόγω προϊόντων, που καθιστούν αναγκαίους περιορισμούς στο ηλεκτρονικό εμπόριο και την πώληση μέσω διαδικτύου.
Ζήτημα τίθεται, στον προσδιορισμό αυτών των προϊόντων, λαμβανομένης υπόψη της βασικής αρχής του ενωσιακού δικαίου περί της ελευθερίας του ανταγωνισμού.
Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει σε περίπτωση συμβάσεων διανομής καλλυντικών, που όριζαν ότι οι πωλήσεις έπρεπε να διενεργούνται αποκλειστικά σε φαρμακείο και παρουσία πτυχιούχου φαρμακοποιού, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όλες τις µορφές ηλεκτρονικού εμπορίου και πώλησης µέσω διαδικτύου.
Η Υπόθεση C-439/09
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια ρήτρα δεν είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι τέτοια συμβατική ρήτρα περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα ενός εξουσιοδοτημένου διανομέα να πωλεί τα συμβατικά προϊόντα σε πελάτες που βρίσκονται εκτός της συμβατικής επικράτειας ή της ζώνης των δραστηριοτήτων του. Μπορεί, κατά συνέπεια, να περιορίσει τον ανταγωνισμό στον τομέα αυτό.
Ειδικά για την πώληση καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης, ο σκοπός της διατήρησης της εικόνας γοήτρου ενός προϊόντος δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο για τον περιορισμό του ανταγωνισμού.
25. Συμβατική ρήτρα περί περιορισμών της πώλησης προϊόντος στο διαδίκτυο, είναι νόμιμη κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο;
Σε συνέχεια της παραπάνω υπόθεσης, το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει και πάλι σε περίπτωση συμβάσεων διανομής καλλυντικών, που όριζαν ότι επιτρεπόταν το ηλεκτρονικό εμπόριο και η πώληση των προϊόντων στο διαδίκτυο, υπό την προϋπόθεση ότι οι πωλητές θα χρησιμοποιούσαν μόνο τη δική τους ηλεκτρονική βιτρίνα, ενώ απαγορευόταν να πωλούν διαδικτυακά τα προϊόντα μέσω τρίτων πλατφορμών οι οποίες ενεργούσαν κατά τρόπο εμφανή για τους καταναλωτές (εν προκειμένω μέσω της amazon).
Η Υπόθεση C-230/16
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια ρήτρα είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι είναι επιτρεπτό σύμφωνα με το δίκαιο της Ε.Ε. ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής προϊόντων πολυτελείας το οποίο αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εικόνας των προϊόντων αυτών ως προϊόντων πολυτελείας, εφόσον η επιλογή των μεταπωλητών γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα τα οποία καθορίζονται ομοιόμορφα έναντι όλων των δυνητικών μεταπωλητών και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις και εφόσον τα καθορισμένα κριτήρια δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο.
Επιπλέον, η απαγόρευση προς τα μέλη ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής προϊόντων πολυτελείας, τα οποία δραστηριοποιούνται σε επίπεδο διανομής, να χρησιμοποιούν κατά τρόπον που να φαίνεται προς τα έξω τρίτες επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση διαδικτυακών πωλήσεων δεν συνιστά περιορισμό του κύκλου των πελατών, στα πλαίσια μιας σύμβασης ηλεκτρονικού εμπορίου.
Πώληση Φαρμάκων και Ιατρικών Προϊόντων Μέσω Διαδικτύου
26. Η απαγόρευση πώλησης φαρμάκων στο διαδίκτυο είναι νόμιμη κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο;
Σε κάθε περίπτωση εθνικής απαγόρευσης κρίσιμο είναι το ερώτημα αν η εν λόγω απαγόρευση παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της Ε.Ε. για την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των εμπορευμάτων.
Περαιτέρω, ακόμη και εάν η ανωτέρω αρχή παραβιάζεται, κρίσιμο είναι να αναζητηθεί εάν υπάρχουν υπέρτεροι λόγοι που να καθιστούν την απαγόρευση επιβεβλημένη και άρα ανεκτή από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου.
Εν προκειμένω, το ΔΕΕ κρίθηκε να αποφασίσει εαν η απαγόρευση της πώλησης μέσω διαδικτύου (δηλ.ηλεκτρονικό εμπόριο δι’ αλληλογραφίας), φαρμάκων που απαιτούν ιατρική συνταγή, δικαιολογείται για την αποτελεσματική προστασία της υγείας και της ζωής των ατόμων.
Η Υπόθεση C-322/01
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια απαγόρευση είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι ενόψει των κινδύνων που μπορεί να ενέχει η χρησιμοποίηση των φαρμάκων που χορηγούνται με ιατρική συνταγή, είναι αναγκαίο να είναι δυνατή η αποτελεσματική και υπεύθυνη εξακρίβωση της εγκυρότητας των συνταγών που παρέχουν οι ιατροί και να εξασφαλίζεται με τον τρόπο αυτό η παράδοση του φαρμάκου είτε στον ίδιο τον ασθενή είτε σε πρόσωπο στο οποίο ο ασθενής έχει αναθέσει να το αναζητήσει για λογαριασμό του.
Αντίθετα, δεν είναι δυνατή η απόλυτη απαγόρευση πωλήσεως φαρμάκων τα οποία δεν απαιτούν την προσκόμιση ιατρικής συνταγής δι’ αλληλογραφίας.
27. Η απαγόρευση πώλησης φακών επαφής στο διαδίκτυο είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο;
Σε συνέχεια του παραπάνω σκεπτικού, το ΔΕΕ ασχολήθηκε περιπτωσιολογικά με μια σειρα από ιατρικά και παραϊατρικά προϊόντα, για να αποφανθεί εαν οι εθνικές ρυθμίσεις περί απαγόρευσης πώλησης μέσω διαδικτύου είναι νόμιμες και ανεκτές σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ.
Για τους φακούς επαφής, ουγγρικός νόμος καθιστούσε απαραίτητη ελάχιστη επιφάνεια καταστήματος, ύπαρξη υπηρεσιών οπτομέτρου και απαγόρευση πωλήσεων μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου και διαδικτύου.
Η Υπόθεση C-108/09
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια απαγόρευση δεν είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, απαγορεύεται εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει την εμπορία φακών επαφής μόνο σε ειδικευμένα καταστήματα ιατρικών ειδών.
Η απαγόρευση πώλησης φακών επαφής μέσω διαδικτύου και κατ’ οίκον παράδοσή τους στους καταναλωτές που κατοικούν εντός του κράτους μέλους, στερεί τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις ενός ιδιαιτέρως αποτελεσματικού τρόπου εμπορίας των προϊόντων αυτών, δυσχεραίνοντας, σημαντικά την πρόσβασή τους στην αγορά του οικείου κράτους μέλους.
Επιπλέον, ο εθνικός νομοθέτης υπερέβη τα περιθώρια εκτίμησης που έχει προκειμένου να αποφασίσει περί του επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας που επιθυμεί να εξασφαλίσει, η δε ρύθμιση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού μέτρο.
Ο σκοπός αυτός μπορεί να υλοποιηθεί μέσω λιγότερο περιοριστικών μέτρων, τα οποία συνίστανται στην υποβολή σε ορισμένους περιορισμούς μόνον της πρώτης παραδόσεως φακών και στην επιβολή στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς της υποχρέωσης να θέτουν στη διάθεση του πελάτη ειδικευμένο οπτικό. Για τους ίδιους λόγους, η εν λόγω ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας.
28. Η Ενιαία Τιμή Φαρμάκων είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο;
Πολλά κράτη μέλη εφάρμοζαν σύστημα ενιαίας τιμής στα φαρμακευτικά προϊόντα και ιδίως στα φάρμακα που χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή. Τέθηκε στο ΔΕΕ το ερώτημα εαν ο καθορισμός ενιαίας τιμής είναι συμβατός με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ή παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Τα παραπάνω στα πλαίσια των συμβάσεων ηλεκτρονικού εμπορίου οι οποίες, κατά κανόνα, προσφέρουν χαμηλότερες τιμές από ότι τα φυσικά καταστήματα.
Η Υπόθεση C-148/15
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια ρύθμιση δεν είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι, η ρύθμιση αυτή πλήττει περισσότερο την πώληση χορηγούμενων μόνο με ιατρική συνταγή φαρμάκων από φαρμακεία εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη σε σχέση με την πώληση τέτοιων φαρμάκων από φαρμακεία της ημεδαπής. Τούτο διότι ενώ τα παραδοσιακά φαρμακεία μπορούν ευχερέστερα, σε σχέση με τα φαρμακεία που πραγματοποιούν ταχυδρομικές πωλήσεις, να παρέχουν στους ασθενείς εξατομικευμένες συμβουλές και να εξασφαλίζουν την προμήθεια φαρμάκων σε επείγουσες περιπτώσεις, εντούτοις ο ανταγωνισμός ως προς τις τιμές αποτελεί πιο σημαντική παράμετρο για τα φαρμακεία που πραγματοποιούν ταχυδρομικές πωλήσεις.
Εξάλλου, τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων καθόσον η κανονιστική ρύθμιση αυτή δεν είναι κατάλληλη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.
Τέλος, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο ανταγωνισμός τιμών θα μπορούσε να αποβεί προς όφελος του ασθενή κατά το μέτρο που θα καθιστούσε εφικτή την πώληση των φαρμάκων που χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή σε τιμή χαμηλότερη.
Τυχηρά Παίγνια Στο Διαδίκτυο
29. Είναι νόμιμη η γενική απαγόρευση τυχηρών παιγνίων μέσω διαδικτύου;
Σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. υπάρχει ειδική νομοθεσία σχετική με τα τυχηρά παίγνια, θεσπίζοντας συγκεκριμένους περιορισμούς οι οποίοι εκτείνονται από ηλικιακούς μέχρι αδειοδότησης.
Το ΔΕΕ ασχολήθηκε με περίπτωση όπου στοιχηματική εταιρεία αδειοδοτημένη σε ένα κράτος μέλος, επιχειρεί σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο επιτρέπει τέτοια επιχειρηματική δραστηριότητα μόνο στο Δημόσιο ή στους παραχωρησιούχους του.
Η Υπόθεση C-243/01
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια ρύθμιση δεν είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι, τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, που είναι θεμελιώδης αρχές της Ε.Ε.
Για να μπορεί να δικαιολογηθεί ο περιορισμός αυτός πρέπει να στηρίζεται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, να είναι πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού ορίου και να εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.
Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο μέτρο που οι αρχές κράτους μέλους ενισχύουν και ενθαρρύνουν τους καταναλωτές να μετέχουν σε λαχειοφόρες αγορές, σε τυχηρά παίγνια και σε παίγνια στοιχημάτων με σκοπό την άντληση οφέλους για το Δημόσιο ταμείο, οι αρχές του εν λόγω κράτους δεν μπορούν να επικαλούνται τη δημόσια κοινωνική τάξη, την απαιτούσα τη μείωση των προσφερομένων παιγνίων, προς δικαιολόγηση τέτοιων μέτρων.
30. Είναι νόμιμη η απαγόρευση διαφήμισης και προώθησης τυχηρών παιγνίων μέσω διαδικτύου;
Με δεδομένο ότι τομέας των τυχερών παιγνίων που προσφέρονται μέσω του διαδικτύου δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο κοινοτικής εναρμονισης και συναφώς με την παραπάνω υπόθεση, το ΔΕΕ ασχολήθηκε με περίπτωση όπου επιχείρηση παιγνίων on-line, με έδρα σε χώρα κράτος μέλος, έχοντας διακομιστές σε άλλο κράτος μέλος, επιχειρεί σε τρίτο κράτος μέλος.
Συγκεκριμένα η Liga, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, μέλη της οποίας ήταν όλοι οι σύλλογοι που μετέχουν σε ποδοσφαιρικούς αγώνες επαγγελματικού επιπέδου στην Πορτογαλία, μετονομάστηκε σε Bwin Liga, δεδομένου ότι η εν λόγω on line στοιχηματική επιχείρηση είχε καταστεί ο κύριος θεσμικός χορηγός της πρώτης κατηγορίας ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία. Στον διαδικτυακό τόπο της Liga είχαν προστεθεί αναφορές στον διαδικτυακό τόπο της Bwin, καθώς και σχετικός σύνδεσμος (link).
Οι πορτογαλικές αρχές επέβαλαν πρόστιμα στη Liga και στην Bwin, λόγω της προώθησης πολλαπλών παιγνίων και της διαφήμισης των παιγνίων αυτών.
Η Υπόθεση C-42/07
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι τέτοια ρύθμιση είναι νόμιμη. Το ΔΕΕ νομολόγησε ότι, παρ’ ότι μια τέτοια ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και, επιπλέον, επιβάλλει περιορισμό στην ελευθερία των κατοίκων του οικείου κράτους μέλους να επωφελούνται, μέσω του διαδικτύου, υπηρεσιών προσφερομένων εντός άλλων κρατών μελών, ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένος από τον σκοπό της καταπολέμησης της απάτης και της εγκληματικότητας.
Το Δικαστήριο περαιτέρω έκρινε ότι ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να θεωρήσει ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι ένας επιχειρηματικός φορέας προτείνει νομίμως υπηρεσίες μέσω του διαδικτύου εντός άλλου κράτους μέλους, όπου είναι εγκατεστημένος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής εγγύηση προστασίας των καταναλωτών του πρώτου κράτους.
Επιπλέον, λόγω της έλλειψης άμεσης επαφής μεταξύ του καταναλωτή και του επιχειρηματικού φορέα, τα προσβάσιμα μέσω του διαδικτύου τυχερά παίγνια ενέχουν κινδύνους διαφορετικής φύσεως όσον αφορά τυχόν απάτες.
Εξάλλου, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ένας επιχειρηματικός φορέας ο οποίος επιχορηγεί ορισμένους αθλητικούς αγώνες επί των οποίων προτείνει στοιχήματα να βρίσκεται σε κατάσταση η οποία να του επιτρέπει να επηρεάσει το αποτέλεσμα των αγώνων αυτών και, συνεπώς, να αυξήσει τα κέρδη του.
Συνεπώς, δεν αντίκειται στη νομοθεσία της Ε.Ε. η ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει σε ιδιωτικούς επιχειρηματικούς φορείς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, όπου παρέχουν νομίμως ανάλογες υπηρεσίες, να προτείνουν τυχερά παίγνια μέσω του διαδικτύου εντός του εν λόγω κράτους μέλους.
31. Είναι νόμιμες περιοριστικές διατάξεις για έκδοση άδειας διαδικτυακών τυχηρών παιγνίων;
Σε κάποιες περιπτώσεις εθνικής νομοθεσίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, οι διατάξεις για την έκδοση άδειας διαδικτυακών τυχερών παιγνίων είναι τόσο αυστηρή, που ουσιαστικά καταλήγει κενό γράμμα. Το ΔΕΕ έκρινε υπόθεση κατά την οποία στοιχηματική εταιρεία, με άδεια λειτουργίας σε αρκετά κράτη μέλη, διατηρούσε ιστοχώρο σε κράτος μέλος που δεν είχε άδεια λειτουργίας. Μετά από πρόστιμο που της επιβλήθηκε, το ΔΕΕ ήρθε να αποφασίσει εαν οι αυστηρές προϋποθέσεις που το κράτος μέλος έθετε, ήταν συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο.
Η Υπόθεση C-49/16
Το Δικαστήριο της ΕΕ νομολόγησε ότι είναι μη νόμιμη εθνική νομοθεσία η οποία θεσπίζει καθεστώς συμβάσεων παραχώρησης για τη διοργάνωση διαδικτυακών τυχηρών παιγνίων, αν αυτή περιλαμβάνει κανόνες που εισάγουν δυσμενή διάκριση εις βάρος φορέων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη ή αν προβλέπει κανόνες οι οποίοι δεν εισάγουν δυσμενή διάκριση αλλά εφαρμόζονται με αδιαφανή τρόπο κατά τρόπο τέτοιο ώστε κωλύουν ή δυσχεραίνουν την υποψηφιότητα ορισμένων διαγωνιζομένων οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.
Περαιτέρω έκρινε ότι ρύθμιση κατά την οποία οι εγνωσμένης αξιοπιστίας φορείς πρέπει να έχουν ασκήσει, για περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών, δραστηριότητα διοργάνωσης τυχηρών παιγνίων εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους, περιάγει σε δυσμενέστερη θέση τους φορείς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Η απλή επίκληση σκοπού γενικού συμφέροντος δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τέτοια διαφορετική μεταχείριση.
Έτσι, ενώ είναι σημαντικό οι επίμαχοι κανόνες να εφαρμόζονται με διαφάνεια ως προς όλους τους διαγωνιζόμενους, δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας οι προϋποθέσεις ασκήσεως της εξουσίας του υπουργού Οικονομίας στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, καθώς και οι τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν οι φορείς εκμετάλλευσης τυχηρών παιγνίων κατά την υποβολή της προσφοράς τους, δεν είναι καθορισμένες με επαρκή ακρίβεια.
Οικονομία Διαμοιρασμού Στο Διαδίκτυο
32. Είναι νόμιμες εθνικές περιοριστικές διατάξεις ή άλλες προϋποθέσεις για εμπορικές επιχειρήσεις οικονομίας διαμοιρασμού;
Με την εξέλιξη του διαδικτύου, της τεχνολογίας και των κοινωνικών αναγκών, νέες μορφές ηλεκτρονικού εμπορίου κάνουν την εμφάνισή τους και καλούνται τα δικαστήρια να αποφασίσουν για τη νομιμότητα του “συγκριτικού πλεονεκτήματος” που αυτό προσφέρει.
Το ΔΕΕ ασχολήθηκε με την εταιρεία Uber στην Ισπανία και τη Γαλλία σε δυο αποφάσεις επί συναφών υποθέσεων. Είχαν προηγηθεί αντιδράσεις κατά της Uber στις παραπάνω χώρες, καθώς κατηγορούνταν για αθέμιτο ανταγωνισμό.
Το Δικαστήριο της ΕΕ με τις αποφάσεις αυτές, έθεσε ad hoc τα κριτήρια που απαιτούνται για να κριθεί εάν μια επιχειρηματική πράξη εντάσσεται στην “οικονομία του διαμοιρασμού”, με την νομική έννοια της “υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας”, στην οποία δεν χωρούν κρατικοί περιορισμοί, ή όχι.
Όπως είναι γνωστό, η Uber δεν θεωρήθηκε ότι εντάσσεται στην υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει η δράση της και να αλλάξει το βασικό της επιχειρηματικό πλάνο, χάνοντας το βασικό της συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της.
Αναλυτικά το σκεπτικό του ΔΕΕ:
Η Υποθέσεις C-434/15 και 320/16
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι το νομικό περιεχόμενο του όρου υπηρεσία “της κοινωνίας της πληροφορίας”, είναι μια υπηρεσία “που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών”.
Με το περιεχόμενο αυτό, μια υπηρεσία θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στην παροχή διαμεσολάβησης, προς διευκόλυνση της επαφής, μέσω εφαρμογής για έξυπνα τηλέφωνα, μεταξύ μη επαγγελματία οδηγού που χρησιμοποιεί δικό του όχημα και προσώπου που επιθυμεί να μετακινηθεί εντός πόλεως
Το Δικαστήριο, όμως, προχώρησε στην εξέταση του συνολικού πλαισίου της εφαρμογής της Uber και διαπίστωσε ότι αυτή όχι μόνο διαμεσολαβεί, αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα μια προσφορά υπηρεσιών αστικής μεταφοράς, την οποία καθιστά προσβάσιμη μέσω της εφαρμογής και την οποία επιπλέον οργανώνει ως προς τη γενική της λειτουργία.
Κρίθηκε ότι η Uber:
– ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των όρων παροχής της υπηρεσίας από τους οδηγούς
– καθορίζει, μέσω της ομώνυμης εφαρμογής, τουλάχιστον το ανώτατο κόμιστρο,
– εισπράττει η ίδια το κόμιστρο από τον πελάτη και εν συνεχεία αποδίδει τμήμα του στον μη επαγγελματία οδηγό του οχήματος και
– ελέγχει την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους, αλλά και τη συμπεριφορά των τελευταίων, επ’ απειλή ακόμη και αποκλεισμού τους.
Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία διαμεσολάβησης δεν αποτελεί υπηρεσία “της κοινωνίας της πληροφορίας” αλλά υπηρεσία “στον τομέα των μεταφορών”.
Επομένως, είναι νόμιμοι περιορισμοί ή άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο εθνικός νομοθέτης για τη λειτουργία της.
33. Είναι νόμιμες εθνικές περιοριστικές διατάξεις ή άλλες προϋποθέσεις σε υπηρεσίες που εντάσσονται στην κοινωνίας της πληροφορίας;
Σε μια πρόσφατη (Δεκέμβριος 2020) Απόφασή του, το Δικαστήριο της ΕΕ κλήθηκε να κρίνει επί δύο ερωτημάτων:
- υπηρεσία που φέρνει απευθείας σε επαφή, μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, πελάτες ταξί και οδηγούς ταξί αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας;
- είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο εθνικές κανονιστικές ή περιοριστικές διατάξεις σε παρόχους τέτοιων υπηρεσιών.
Το ΔΕΕ ασχολήθηκε με αφορμή της Ρουμανική εταιρεία Star Taxi App SRL, η οποία λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου για την Uber, τροποποίησε το επιχειρηματικό της μοντέλο και λειτουργούσε αποκλειστικά ως πάροχος. Το ΔΕΕ “επιβράβευσε” την προσαρμογή της εταιρείας στην προηγούμενη νομολογία του.
Η Υπόθεση C-62/19
Το Δικαστήριο της ΕΕ νομολόγησε ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία εμπίπτει στον ορισμό της “υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας” και της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, διότι η υπηρεσία αυτή παρέχεται έναντι αμοιβής, εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας του αποδέκτη των υπηρεσιών.
Είναι νομικά αδιάφορο αν μια τέτοια υπηρεσία παρέχεται δωρεάν στο άτομο που επιθυμεί να μετακινηθεί ή μετακινείται εντός πόλης, εφόσον προϋποθέτει τη σύναψη μεταξύ του παρόχου της υπηρεσίας αυτής και εκάστου αδειοδοτημένου οδηγού ταξί συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σε συνδυασμό με την εκ μέρους του τελευταίου καταβολή μηνιαίας συνδρομής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο πάροχος:
- δεν επιλέγει τους οδηγούς ταξί,
- δεν καθορίζει και δεν εισπράττει το κόμιστρο,
- δεν ασκεί έλεγχο ως προς την ποιότητα των οχημάτων και των οδηγών τους ή ως προς τη συμπεριφορά των τελευταίων.
Επομένως, η υπηρεσία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι η παροχή υπηρεσίας μεταφοράς και άρα δεν μπορεί να υπαχθεί στον τομέα τον μεταφορών.
Σε σχέση με την επιβολή περιορισμών ή άλλων προϋποθέσεων (πχ άδεια λειτουργίας) σε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιων που υπάγονται στην κοινωνία της πληροφορίας έκρινε ότι κατ’ αρχήν δεν αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο.
Συγκεκριμένα, κρίνει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν το καθεστώς παροχής άδειας για συγκεκριμένες υπηρεσίες «διαχείρισης ταξί».
Σημειώνει, πάντως, το Δικαστήριο της ΕΕ ότι ένα καθεστώς παροχής άδειας δεν βασίζεται σε κριτήρια που δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, όταν η χορήγηση της άδειας εξαρτάται από απαιτήσεις ακατάλληλες από τεχνολογική άποψη για την οικεία υπηρεσία
Ειδικά Θέματα ΦΠΑ Στο Ηλεκτρονικο Εμπόριο
34. Είναι νόμιμος ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ στα ηλεκτρονικά βιβλία κατ’ αντιστοιχία του μειωμένου για τα έγχαρτα;
Το θέμα απασχόλησε το ΔΕΕ καθώς οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τη φορολογία ΦΠΑ είναι αντικρουόμενοι. Αφενός υφίσταται οδηγία η οποία επιτρέπει μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στα βιβλία, αφετέρου διαφορετική οδηγία αποκλείει κάθε δυνατότητα εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στις ηλεκτρονικά παρεχόμενες υπηρεσίες.
Η Υποθέσεις C-479/13 και C-502/13
Το Δικαστήριο της ΕΕ νομολόγησε ότι δεν είναι νόμιμος ο μειωμένος ΦΠΑ στα ηλεκτρονικά βιβλία. Έκρινε ότι ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ εφαρμόζεται επί παροχής βιβλίου σε “υλικό υπόθεμα”. Παρόλο που για να διαβαστεί το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι αναγκαία η ύπαρξη “υλικού υποθέματος” (πχ Η/Υ, tablet, κινητό τηλέφωνο κλπ) τέτοιος φορέας δεν περιλαμβάνεται στην παροχή ηλεκτρονικών βιβλίων.
Επιπλέον θεωρεί ότι η παροχή ηλεκτρονικών βιβλίων συνιστά “υπηρεσία” και όχι “παράδοση αγαθών” διότι το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενσώματο αγαθό. Ομοίως, η παροχή ηλεκτρονικών βιβλίων ανταποκρίνεται στον ορισμό των ηλεκτρονικά παρεχομένων υπηρεσιών επί των οποίων δεν προβλέπεται μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ.
Τέλος, για το θέμα των ψηφιακών βιβλίων που παραδίδονται επί “υλικού υποθέματος”, όπως παραδείγματος χάριν το CD-ROM, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι νόμιμος ο μειωμένος συντελεστής.
35. Η επιβολή διαφορετικών συντελεστών ΦΠΑ επί έντυπων και ηλεκτρονικών εκδόσεων σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικα παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης;
Κατά την οδηγία περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ σε έντυπες εκδόσεις όπως βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά. Αντιθέτως, οι ψηφιακές εκδόσεις υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή με την εξαίρεση των ψηφιακών βιβλίων που παραδίδονται επί υλικού υποθέματος, όπως παραδείγματος χάριν το CD-ROM.
Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφασίσει εάν μια τέτοια διαφοροποίηση είναι νόμιμη ή προσβάλει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Η Υπόθεση C-390/15
Το Δικαστήριο της ΕΕ νομολόγησε ότι είναι νόμιμη αυτή η διαφοροποίηση. Συγκεκριμένα έκρινε ότι παρότι η παράδοση ψηφιακών βιβλίων επί κάθε υλικού υποθέματος, αφενός, και η ηλεκτρονική παράδοση ψηφιακών βιβλίων, αφετέρου, αποτελούν παρόμοιες καταστάσεις εντούτοις δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εφόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται δεόντως.
Η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον σχετίζεται με σκοπό που επιδιώκεται νομίμως από το μέτρο με το οποίο αυτή εισάγεται και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν.
Τούτο διότι ο νομοθέτης της Ένωσης καλείται, κατά τη θέσπιση φορολογικής φύσεως μέτρου, να προβεί σε επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και να σταθμίσει αντιτιθέμενα συμφέροντα ή να κάνει σύνθετες εκτιμήσεις. Κατά συνέπεια, στο πεδίο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και, επομένως, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στο κατά πόσο συντρέχει πρόδηλη πλάνη.
Για το θέμα της συγκεκριμένης διαφοροποίησης προκύπτει ότι κρίθηκε αναγκαίο να υποβληθούν οι υπηρεσίες που παρέχονται ηλεκτρονικά σε σαφείς, απλούς και ομοιόμορφους κανόνες προκειμένου να μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα ο εφαρμοστέος συντελεστής ΦΠΑ στις υπηρεσίες αυτές και να διευκολυνθεί έτσι η διαχείριση του φόρου αυτού από τους φορολογουμένους και τις εθνικές φορολογικές διοικήσεις.
Ως προς το ζήτημα αυτό, η δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στις ηλεκτρονικές παραδόσεις ψηφιακών βιβλίων θα έθιγε κατ’ αποτέλεσμα τη συνολική συνοχή του θεσπισθέντος από τον νομοθέτη της Ένωσης μέτρου.