Σύμφωνα με το άρθρο 939 του Αστικού Κώδικα οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (Καταδολίευση Δανειστών).
Διαφορά με Αδικοπραξία
Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, διότι είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπεια της όμως τάσσεται από το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης.
Δικαιοπραξίες Που Υπόκεινται Σε Διάρρηξη
Σε διάρρηξη υπόκεινται τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες, καθώς και κάθε παροχή από ηθικό καθήκον.
Μεταξύ των υποκειμένων σε διάρρηξη απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, είναι και αυτές που αφορούν παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους, που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το άρθρο 1509 ΑΚ, διότι το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νομικών.
Προϋποθέσεις Εφαρμογής
Από το συνδυασμό των σχετικών διατάξεων, σαφώς συνάγεται ότι στην περίπτωση καταδολίευση δανειστών, οι προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι:
- απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί απαλλοτρίωση,
- απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου του,
- πρόθεση βλάβης των δανειστών, κατά το χρόνο που γίνεται η απαλλοτρίωση, η οποία (πρόθεση) θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει, ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος έτσι θα υποστεί βλάβη από την απαλλοτρίωση,
- γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, κατά τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησής της, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ η γνώση αυτή δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία και
- αφερεγγυότητα του οφειλέτη, δημιουργούμενη εξαιτίας της απαλλοτρίωσης, δηλαδή ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, η οποία (αφερεγγυότητα) πρέπει να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 1275/2020).
Ανεπάρκεια Περιουσίας Και Αφερεγγυότητα
Ειδικότερα, η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία και τέτοια είναι κατ’ αρχήν, όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι’ αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις.
Περαιτέρω, η αφερεγγυότητα του οφειλέτη θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς, (σχέση αιτίου-αιτιατού), με την απαλλοτριωτική πράξη. Για να συντρέχει το (απαραίτητο για την καταδολίευση δανειστών), στοιχείο της βλάβης, απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης, καθώς μόνο έτσι διαπιστώνεται η χειροτέρευση της θέσης του δανειστή λόγω της απαλλοτρίωσης, πριν από την οποία η ικανοποίηση του τελευταίου (έστω και μερική), ήταν δυνατή, αλλά ματαιώθηκε ή κατέστη δυσχερής εξαιτίας της απαλλοτρίωσης.
Δηλαδή, δεν αρκεί να είναι αδύνατη ή δυσχερής η ικανοποίηση του δανειστή μετά την απαλλοτρίωση, αλλά θα πρέπει να χειροτερεύει πραγματικά τη θέση του σε σχέση με την προ της απαλλοτρίωσης κατάσταση και εξαιτίας της απαλλοτρίωσης. Έτσι, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια και επομένως, δεν γεννιέται δικαίωμα διάρρηξης, επειδή ο δανειστής δεν υφίσταται βλάβη, δηλαδή χειροτέρευση της πραγματικής δυνατότητας ικανοποίησής του, αν ο τελευταίος (δανειστής) πριν από την απαλλοτρίωση δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση ακόμη και στην περίπτωση μη απαλλοτρίωσης του πράγματος.
Αιτιώδης Συνάφεια
Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα αιτιώδους σχέσης μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης τίθεται και στην περίπτωση που το απαλλοτριωθέν ήταν ήδη πριν την απαλλοτρίωση βεβαρημένο με εμπράγματα δικαιώματα, που ασφάλιζαν απαιτήσεις τρίτων, κατά τρόπο ώστε να πιθανολογείται βάσιμα η μη ικανοποίηση οποιουδήποτε άλλου μη προνομιούχου δανειστή. Το ζήτημα όμως αυτό θα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση και να αποκλείεται η πλήρωση του στοιχείου της βλάβης, αν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις προκύπτει ότι ήταν απίθανη η έστω και ελάχιστη ικανοποίηση του δανειστή πριν από την απαλλοτρίωση, οπότε δεν θεμελιώνεται ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απαλλοτρίωσης και βλάβης, καθώς η μη ικανοποίηση του δανειστή δεν οφείλεται στην απαλλοτρίωση.
Πρόθεση Βλάβης
Συνακόλουθα τούτων, ο δανειστής που επιχειρεί τη διάρρηξη μιας απαλλοτρίωσης ως καταδολιευτικής, οφείλει, πλην άλλων, να αποδείξει ότι η πρόθεση βλάβης του οφειλέτη στρεφόταν και προσωπικά εναντίον του, πραγματοποιήθηκε δε σε σχέση με τη συγκεκριμένη απαίτησή του.
Πραγματοποίηση της προθέσεως βλάβης υπάρχει, όταν επέρχεται (ή επαυξάνεται) η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ματαιώνεται έτσι η ικανοποίηση του δανειστή και πρέπει να έχει συντελεστεί ήδη κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής διαρρήξεως. Η γνώση από τον οφειλέτη των στοιχείων που συνθέτουν την πρόθεση βλάβης πρέπει επίσης να αποδειχθεί από τον δανειστή.
Η απόδειξη αυτή είναι ευκολότερη, όταν ο οφειλέτης προκαλεί με την απαλλοτρίωση άμεση μείωση του του ενεργητικού της περιουσίας του, όπως συμβαίνει επί εκποίησης ακινήτου με ευτελές αντάλλαγμα ή επί δωρεάς, ενώ όταν η απαλλοτρίωση οδηγεί μόνο σε έμμεση διακινδύνευση της ικανοποιήσεως του δανειστή, όπως όταν γίνεται έναντι ισάξιου τουλάχιστον ανταλλάγματος, τότε ο δανειστής πρέπει να προσκομίσει συγκεκριμένες αποδείξεις για την πρόθεση βλάβης του οφειλέτη, που δεν μπορεί πλέον, κατά κανένα τρόπο, να συναχθεί από την απαλλοτριωτική και μόνο πράξη του τελευταίου.
Τέλος, ο δανειστής οφείλει πάντοτε να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην απαλλοτρίωση, με την οποία πραγματοποιήθηκε η πρόθεση βλάβης του οφειλέτη και στη ματαίωση της ικανοποίησής του, από την επιγενόμενη αφερεγγυότητα του οφειλέτη.
Συνέπειες Της Διάρρηξης
Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 ΑΚ, με την αγωγή του άρθρου 939 ΑΚ λόγω καταδολίευσης δανειστών επιδιώκεται η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης του οφειλέτη, που έγινε για να βλάψει τα συμφέροντα του δανειστή, γι’ αυτό και ενάγει αυτόν και τον τρίτο αγοραστή προς τον οποίο διέθεσε το περιουσιακό του στοιχείο. Ο τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθού η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά το άνω άρθρο 939 επ. ΑΚ δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη, ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του.
Μπορεί δε να γίνει κατάσχεση πάνω σε ακίνητο που ανήκει στην κυριότητα του οφειλέτη. Ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. ΑΚ αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης.
Εξάλλου κατά την κρατούσα άποψη, η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης του οφειλέτη διατάσσεται με την απόφαση που γίνεται δεκτή η αγωγή, μόνο κατά το μέτρο που απαιτείται προς ικανοποίηση του ενάγοντος δανειστή αφού μόνο υπέρ αυτού ενεργεί αυτή, σύμφωνα προς το αρθ. 943 § 1 ΑΚ. Η πράξη μένει απρόσβλητη και έγκυρη για το επιπλέον ποσοστό, αφού ο δανειστής δεν έχει πλέον συμφέρον προς διάρρηξη αυτής για το επιπλέον ποσοστό.
Τέλος, η σύγχρονη απαλλοτρίωση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη σε περισσότερους τρίτους, που έγινε προς βλάβη του δανειστή εν γνώσει των τρίτων, υπόκειται σε συνολική διάρρηξη με τη σχετική αγωγή εκ του άρθρου 939 ΑΚ.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τη καταδολίευση δανειστών.