Skip to content

Αρθρογραφία

Η Δυνατότητα Μείωσης Της Συμβατικής Ποινικής Ρήτρας

ποινική ρήτρα

Η Ποινική Ρήτρα σε μια σύμβαση είναι η πρωταρχική δικλείδα ασφαλείας που θέτουν τα μέρη για την εξασφάλιση της καλής εκτέλεσής της. Σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης και ενεργοποίησής της, όμως, το ύψος της δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Το παραπάνω είναι ένα πολύ συχνό λάθος που κάνουν οι συμβαλλόμενοι.

Αυτό, διότι σύμφωνα με το άρθρο 409 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), αν η ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε από τα μέρη σε μια σύμβαση είναι δυσανάλογα μεγάλη, μπορεί να μειωθεί από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, στο μέτρο που αρμόζει. 

Η διάταξη του παραπάνω άρθρου είναι δημοσίας τάξεως, αφού ορίζεται ότι ακόμα και αν έχει καταγραφεί αντίθετη συμφωνία των μερών, αυτή δεν ισχύει.

Κριτήρια για τον υπολογισμό του “εύλογου μέτρου” 

Περαιτέρω τα δικαστήρια, για την διαμόρφωση της κρίσης τους, ως προς το χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και στη συνέχεια ως προς το μέτρο που πρέπει να μειωθεί, λαμβάνουν υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν κατά περίπτωση και ιδίως: 

  • το μέγεθος της ποινικής ρήτρας σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή.

Για παράδειγμα, είναι υπέρμετρη και ως εκ τούτου ακυρωτέα, ποινική ρήτρα που προβλέπει ποσό δεκαπλάσιο του συνολικού συμβατικού τιμήματος.

  • την έκταση της συμβατικής παράβασης.
  • το βαθμό του πταίσματος του οφειλέτη σε συνδυασμό με την τυχόν ωφέλεια, που ο ίδιος ή ο δανειστής αποκόμισαν από την αθέτηση της σύμβασης.

Παραδείγματος χάριν, σε σύμβαση παράδοσης εμπορευμάτων τμηματικά, το ύψος της ποινικής ρήτρας αντιμετωπίζεται διαφορετικά εαν δεν παραδοθεί κανένα φορτίο σε σχέση με το εαν δεν παραδοθεί το τελευταίο εξ’ αυτών.

  • τα συμφέροντα του δανειστή που ενδεχομένως πλήγηκαν και τέλος
  • την οικονομική κατάσταση των μερών. 

Κατά πάγια νομολογία, σε περιπτώσεις απαιτήσεων που έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη η περιουσιακή και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να προσδιορίσει το «εύλογο» αυτής.

Η ένσταση μειώσεως στο εύλογο μέτρο – Νομική φύση και χρόνος προβολής

Για τη μείωση της ποινικής ρήτρας, απαιτείται σχετικό αίτημα του οφειλέτη, που μπορεί να υποβληθεί και με ένσταση κατά της αγωγής του δανειστή με αντικείμενο την καταβολή της. Για να είναι ορισμένο το σχετικό αίτημα, είναι απαραίτητο να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η δυσαναλογία της ποινής σε σχέση με την όλη ενοχική σχέση και τα ποιοτικά στοιχεία της. 

Εξάλλου, η εν λόγω ένσταση για τη μείωση της υπερμετρης ποινής στο μέτρο που αρμόζει, αποτελεί ειδική εκδήλωση της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως δεν είναι προνομιακή, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 Κώδικα Πολιτικής ΔΙκονομίας (ΚΠολΔ), δηλαδή πρέπει να προταθεί, το πρώτον, στην πρωτόδικη δίκη. Τούτο διότι δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να ορίζει ειδικά, ότι ο σχετικός ισχυρισμός για την θεμελίωσή της μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης. 

Ακόμα και ο χαρακτηρισμός μιας διάταξης ως δημοσίας τάξεως, δεν αναιρεί τα παραπάνω. Η αναγνώριση μιας διάταξης ως δημοσίας τάξεως, μόνη συνέπεια έχει, ότι η εφαρμογή της δεν μπορεί να αποκλειστεί από την ιδιωτική βούληση. Επομένως  ο σχετικός ισχυρισμός που στηρίζεται σ’ αυτή δεν μπορεί να προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, χωρίς δηλαδή τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ.

Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι η ένσταση μειώσεως της συμφωνηθείσας δυσαναλόγως μεγάλης ποινής και τα θεμελιωτικά αυτής συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, μπορούν να προταθούν στον ίδιο χρόνο με τους λοιπούς πραγματικούς ισχυρισμούς, δηλαδή: 

– στην πρωτοβάθμια δίκη και 

– για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, μόνο όταν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Οι προϋποθέσεις προβολής της ένστασης για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με πάγια νομολογία, είναι οι εξής:

1. Να προβληθεί από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης,

2. Να προβληθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων, αν δεν προβλήθηκε έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία και

3. Αν αποδεικνύεται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη των εγγράφων.

Επομένως, ό,τι και εαν έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εναπόκειται στο δικαστήριο ουσίας να καθορίσει το προσήκον μέτρο της ποινικής ρήτρας. Ο δε οφειλέτης, δεν πρέπει να αμελήσει να ασκήσει το δικαίωμά του εγκαίρως.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά τα συμβατικά σας δικαιώματα και υποχρεώσεις.