Η σταδιακή απελευθέρωση και δημιουργία μιας ενιαίας και ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), στο πλαίσιο των ευρύτερων αλλαγών στον τομέα της ενέργειας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και προς τούτο υιοθετήθηκε νέο κανονιστικό πλαίσιο που έθεσε τις βάσεις για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων. Ο σκοπός αυτός επιχειρήθηκε με ενεργειακές “δέσμες μέτρων” και με την έκδοση αντίστοιχων Οδηγιών και Κανονισμών.
Νομοθετικό Ιστορικό
Με την Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου θεσπίσθηκαν κοινοί κανόνες για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να δημιουργηθεί σταδιακά μια εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε οι δραστηριότητες αυτές (παραγωγή, μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας) να καταστούν πιο αποδοτικές, με παράλληλη ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και με σεβασμό της προστασίας του περιβάλλοντος (αιτιολογική σκέψη 4).
Στην Ελλάδα η εναρμόνιση με το κοινοτικό δίκαιο πραγματοποιήθηκε με το ν. 2773/1999 “Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας – Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις”.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, στην Ελλάδα διακρίνονται οι εξής τέσσερις κατηγορίες – δραστηριότητες στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας:
- προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής,
- μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας,
- διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και
- προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο λιανικής, η οποία μπορεί περαιτέρω να διακριθεί μεταξύ μεγάλων (πελάτες υψηλής και μεσαίας τάσης) και μικρών (πελάτες χαμηλής τάσης) πελατών.
Ο Ημερήσιος Ενεργειακός Προγραμματισμός (ΗΕΠ) συνιστά τη χονδρεμπορική αγορά μέσω της οποίας γίνονται οι συναλλαγές για το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας, και των συμπληρωματικών προϊόντων αυτής, που θα παραχθεί, θα καταναλωθεί και θα διακινηθεί την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα, ενώ οι συναλλαγές μεταξύ προμηθευτών και τελικών καταναλωτών σχηματίζουν τη λεγόμενη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι παρεμβαλλόμενες δραστηριότητες μεταξύ της χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι η μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, αφορούν τα δίκτυα μέσω των οποίων εκτελείται η διοχέτευσή της και συνιστούν τις “μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες“.
Με το π.δ. 328/2000 συνεστήθη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του ν. 2773/1999, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ”, με σκοπό την, κατόπιν άδειας διαχείρισης και εκμετάλλευσης του συστήματος χορηγούμενης από τον Υπουργό Ανάπτυξης ύστερα από γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) και έναντι ανταλλάγματος προς την αποκλειστική κυρία αυτού, την ΔΕΗ, λειτουργία, εκμετάλλευση, διασφάλιση της συντήρησης και μέριμνα για την ανάπτυξη του Συστήματος, ήτοι των γραμμών υψηλής τάσης, των εγκατεστημένων στην ελληνική επικράτεια διασυνδέσεων, χερσαίων ή θαλάσσιων και όλων των εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και εγκαταστάσεων ελέγχου που απαιτούνται για την ομαλή, ασφαλή και αδιάλειπτη διακίνηση ηλεκτρικής ενέργειας από έναν σταθμό παραγωγής σε έναν υποσταθμό, από έναν υποσταθμό σε έναν άλλο ή προς ή από οποιαδήποτε διασύνδεση, και των έργων διασύνδεσης μη διασυνδεδεμένων νησιών, σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και των διασυνδέσεών του με άλλα δίκτυα, για να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια με τρόπο επαρκή, ασφαλή, οικονομικά αποδοτικό και αξιόπιστο.
Συγκεκριμένα η ΔΕΗ ΑΕ ανέλαβε τις δραστηριότητες λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τις δραστηριότητες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, στις τελευταίες δε συμπεριλαμβάνεται και η αρμοδιότητα είσπραξης των ρυθμιστικών χρεώσεων, σημειουμένου ότι η λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι την 31-1-2012 ρυθμιζόταν από τον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (“ΚΔΣ&ΣΗΕ”).
Στο άρθρο 16 του ν. 2773/1999, προβλέφθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα κατείχε ποσοστό τουλάχιστον 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας (ΔΕΗ ΑΕ). Περαιτέρω προβλέφθηκε και δυνατότητα κάλυψης του ως άνω ποσοστού (έως 49%) από κατόχους άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνδεδεμένους στο Σύστημα, μεταξύ των οποίων και η ΔΕΗ, αναλόγως της παραγωγικής τους δυναμικότητας και, συνεκδοχικά, σταδιακός περιορισμός του προαναφερόμενου ποσοστού 49% αυτής επί του αρχικού κεφαλαίου.
Στη συνέχεια, με την Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “Σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ“, και τον Κανονισμό 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009, επιχειρήθηκε η δεύτερη φάση ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το άνοιγμα της οποίας στον ανταγωνισμό είχε ξεκινήσει με την πρώτη ως άνω Οδηγία.
Σύμφωνα με τον πρωταρχικό στόχο της ανωτέρω Οδηγίας, που είναι η δημιουργία εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, απαιτείται πλήρης, αλλά σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο στόχος αυτός του κοινοτικού νομοθέτη, που προϋποθέτει την σταδιακή εξάλειψη των εμποδίων του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, εκφράζεται ειδικότερα στο άρθρο 21 της Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο η ελεύθερη επιλογή του προμηθευτή από τους καταναλωτές αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας ελευθέρωσης.
Προς τούτο το άρθρο αυτό προβλέπει, θέτοντας ένα σταδιακό χρονοδιάγραμμα, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε όλοι οι πελάτες να είναι ελεύθεροι να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τον προμηθευτή της επιλογής τους μετά την 1η Ιουλίου 2007.
Η εν λόγω Οδηγία περιέχει επίσης συγκεκριμένες ρυθμίσεις που εκφράζουν την βούληση εναρμόνισης μεταξύ των αναγκών της ελεύθερης αγοράς και εκείνων της δημόσιας υπηρεσίας.
Για τη μεταφορά της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη εκδόθηκε ο ν. 3426/2005 “Επιτάχυνση της διαδικασίας για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας”, με τον οποίο επήλθαν ευρείες τροποποιήσεις στο ν. 2773/1999.
Με το άρθρο 12 του ν. 3426/2005 προβλέφθηκε η, έως την 1/7/2007, ανάληψη από την εταιρεία με την επωνυμία “Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.”, των αρμοδιοτήτων και του Διαχειριστή Δικτύου, δηλαδή του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ ΑΕ που είναι εγκατεστημένο στην ελληνική επικράτεια, αποτελείται από γραμμές μέσης και χαμηλής τάσης και εγκαταστάσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και από γραμμές και εγκαταστάσεις υψηλής τάσης που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο αυτό, οι οποίες (αρμοδιότητες) ασκούνταν μέχρι τότε από τη ΔΕΗ, που εξακολούθησε να ασκεί τη διαχείριση του δικτύου μη διασυνδεδεμένων νησιών-ΜΔΝ, δηλαδή των νησιών της ελληνικής επικράτειας, των οποίων το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνδέεται με το Σύστημα μεταφοράς και το Δίκτυο διανομής της ηπειρωτικής χώρας.
Επακολούθησε η εντασσόμενη στην τρίτη ενεργειακή δέσμη Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “Σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ“.
Για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη δημοσιεύθηκε ο ν. 4001/2011 “Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις“.
Νομολογία
Σύμφωνα με την ΑΠ 560/2022, οι μόνοι συμβαλλόμενοι στις συμβάσεις αγοραπωλησίας της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι αφενός οι Παραγωγοί αυτού του αγαθού οι οποίοι είναι πωλητές και αφετέρου οι Προμηθευτές που είναι οι αγοραστές αυτής.
Οι Παραγωγοί με τους Προμηθευτές δεν συνάπτουν μεταξύ τους διμερείς συμβάσεις πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, ούτε οι Παραγωγοί μπορούν να επιλέξουν τον Προμηθευτή, ούτε να διαπραγματευθούν τους όρους της σύμβασης, ήτοι και την τιμή πώλησης, ούτε μπορούν να επιδιώξουν συμβατικά την εξασφάλιση της είσπραξης των απαιτήσεών τους από την ηλεκτρική ενέργεια που διέθεσαν στο Σύστημα, ούτε και να στραφούν εναντίον συγκεκριμένου Προμηθευτή.
Οι ανωτέρω Συμμετέχοντες, μπορούν μόνο με συγκεκριμένο τρόπο και τύπο, ήτοι με την εγγραφή τους στο Μητρώο Συμμετεχόντων να καταρτίσουν τις προβλεπόμενες Συμβάσεις και συγκεκριμένα με την ΑΔΜΗΕ ΑΕ, Διαχειριστή του Συστήματος, τη “Σύμβαση Συναλλαγών Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας” (Σύμβαση Συναλλαγών Διαχειριστή), που δεν είναι προϊόν ιδιωτικής βούλησης αυτών, αλλά πρόκειται για σύμβαση αμφιμερώς αναγκαστική, την κατάρτιση της οποίας δεν μπορεί να αρνηθεί η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, έντονα ρυθμισμένη από το νόμο, με περιεχόμενο που προβλέπεται από τον Κώδικα Διαχείρισης Συναλλαγών, μη διαπραγματεύσιμο από τους εμπλεκόμενους.
Τοποθετείται ως ενδιάμεσος φορέας μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων Παραγωγών και Προμηθευτών, οι οποίοι είναι οι μόνοι που συνδέονται με τη συμβατική σχέση της αγοραπωλησίας της ηλεκτρικής ενέργειας και οι οποίοι έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον από την κατάρτιση της σύμβασης στο πλαίσιο της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι η ΑΔΜΗΕ ΑΕ δεν λαμβάνει αντάλλαγμα για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που της ανατέθηκαν από το νόμο σχετικά με τη διαδικασία της Εκκαθάρισης των Αποκλίσεων.
Κυριότερος πόρος της ΑΔΜΗΕ ΑΕ είναι η Χρέωση Χρήσης Συστήματος, το οποίο υπολογίζει ο Διαχειριστής του Συστήματος με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 275 του Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος και επιμερίζει τούτο σε όλους τους χρήστες του Συστήματος καθορίζοντας και το ποσό χρέωσης κάθε χρήστη.
Επίσης, οι Επικουρικές Υπηρεσίες που παρέχουν οι Παραγωγοί έναντι αμοιβής, κατόπιν σχετικών εντολών παροχής Επικουρικών Υπηρεσιών που εκδίδει η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, δεν παρέχονται στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ, αλλά στο Σύστημα, εκδίδονται δε οι εντολές από αυτήν λόγω της άνω ιδιότητας του Διαχειριστή του Συστήματος και όχι στα πλαίσια σύμβασης παροχής υπηρεσιών που καταρτίζεται για λογαριασμό της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ώστε να οφείλει αντιπαροχή γι’ αυτές.
Οι παραγωγοί τις παρέχουν υποχρεωτικά, καθώς αναλαμβάνουν την υποχρέωση αυτή με την επιλογή τους να συμμετέχουν στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάρτιση της Σύμβασης Συναλλαγών Διαχειριστή Συστήματος, σχετιζόμενες με την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία του Συστήματος και για την πληρωμή του κόστους που αναλογεί για την παροχή αυτών των Υπηρεσιών ενέχονται οι Προμηθευτές και οι λοιποί Εκπρόσωποι Φορτίου.
Η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ως Διαχειριστής του Συστήματος, έχοντας στις αρμοδιότητές της την εκκαθάριση των ημερήσιων χρεώσεων και πιστώσεων στο πλαίσιο Εκκαθάρισης Αποκλίσεων (εκτός ΗΕΠ), προβαίνει σε μια σειρά διαδικασιών που αποσκοπεί στην εξεύρεση του τελικού ποσού των χρεώσεων και πιστώσεων, τη λογιστική απεικόνιση αυτών, το συνυπολογισμό τους και τη διαπίστωση του τελικού αποτελέσματος του ποσού που έχουν υποχρέωση να πληρώσουν οι Προμηθευτές και εκείνου που πρέπει συνολικά να καταβληθεί σε κάθε Παραγωγό για το τίμημα της ηλεκτρικής ενέργειας και την αμοιβή για τις Επικουρικές Υπηρεσίες.
Αυτή η αρμοδιότητα δεν καθιστά την ΑΔΜΗΕ ΑΕ αντισυμβαλλόμενο των Συμμετεχόντων στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Η σύμβαση που καταρτίζει η ΑΔΜΗΕ ΑΕ με τους ως άνω Συμμετέχοντες, είναι η Σύμβαση Συναλλαγών Διαχειριστή, που έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, σύμφωνο με τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που επιφορτίζεται και αναλυτικά περιγράφονται στις διατάξεις του Κανονισμού Διαχείρισης Συναλλαγών, οι οποίες όμως δεν μπορούν να υπαγάγουν αυτήν στους κανόνες των συμβάσεων του αστικού δικαίου της πώλησης, της παροχής υπηρεσιών ή της σύμβασης έργου, ώστε να οφείλει με βάση τη σύμβαση αυτή στους Παραγωγούς τίμημα από πώληση ή αμοιβή από σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή σύμβαση έργου.
Στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης έκρινε ότι είχε δικαίωμα ο τρίτος Διαχειριστής του Συστήματος (κατά τους Κώδικες) είτε η ΔΕΗ είτε η ΑΔΜΗΕ ΑΕ να καταρτίσουν σύμβαση πώλησης όρισε τούτο ρητά, όπως με το άρθρο 94 του ν. 4001/2011, που παρέχεται στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ δυνατότητα να συνάπτει, ύστερα από διαγωνισμό συμβάσεις αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας, εφόσον απαιτείται για την παροχή Επικουρικών Υπηρεσιών και για τις ανάγκες εξισορρόπησης των αποκλίσεων παραγωγής-ζήτησης κατά τη λειτουργία του συστήματος σε πραγματικό χρόνο, καθώς και με το άρθρο 118 παρ. 2 περ. θ’ του ίδιου νόμου, με το οποίο παρέχεται το δικαίωμα στην ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ (πρώην ΛΑΓΗΕ Α.Ε.) να συνάπτει συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγονται από εγκαταστάσεις ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, εφόσον συνδέονται στο Σύστημα είτε απευθείας είτε μέσω του Δικτύου και καταβάλει τις πληρωμές που προβλέπονται από τις συμβάσεις αυτές, ανακτώντας ακολούθως τα καταβληθέντα κατά τους ορισμούς του άρθρου 143 του νόμου αυτού.
Η χονδρική αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας είναι οργανωμένη με τις ρυθμίσεις του νόμου και των Κανονισμών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, αν δεν εμφανιστούν προβλήματα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τους Προμηθευτές και καταβάλουν αυτοί τα ποσά που οφείλουν για την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που πράγματι έχουν απορροφήσει, τότε εξοφλούνται οι αξιώσεις των Παραγωγών για την ηλεκτρική ενέργεια που έχουν εγχύσει στο Σύστημα και τις λοιπές ρητά οριζόμενες Υπηρεσίες που προαναφέρθηκαν.
Σε περίπτωση, όμως, υπερημερίας κάποιου Προμηθευτή, εμφανίζεται έλλειμμα και δεν μπορεί να γίνει εξόφληση των αξιώσεων αυτών όλων των Παραγωγών.
Η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ως Διαχειριστής του Συστήματος, σύμφωνα με τις αυστηρά διαρθρωμένες αρμοδιότητές του για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερημερίας Συμμετέχοντος, εάν κατά την Εκκαθάριση των Αποκλίσεων Παραγωγής-Ζήτησης και την Εκκαθάριση των Επικουρικών Υπηρεσιών, προκύψει, συνεπεία της υπερημερίας αυτής, διαφορά και ο Παραγωγός δικαιούται χρημάτων που δεν μπορούν, λόγω μη καταβολής τους από τον Προμηθευτή, να πιστωθούν στο Λογαριασμό του, πρέπει να προσφύγει για την κάλυψη του ελλείμματος σε συγκεκριμένες, ειδικά προσδιοριζόμενες, πηγές.
Έτσι, πρέπει πρώτα να προκαλέσει κατάπτωση των εγγυήσεων που ο υπερήμερος Συμμετέχων έχει παράσχει για την ικανοποίηση του Παραγωγού.
Εάν και οι εγγυήσεις αυτές δεν επαρκούν, τότε θα προσφύγει στο Λογαριασμό Αποθεματικού από τον οποίο θα λάβει το απαιτούμενο για την ικανοποίηση του Παραγωγού ποσό και ακολούθως θα πρέπει να προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την έντοκη είσπραξη της ληξιπρόθεσμης οφειλής καθώς και κάθε θετικής ζημίας που υπέστη λόγω υπερημερίας, σε περίπτωση δε που πετύχει την είσπραξη της απαίτησης θα πιστώσει το ποσό που θα εισπράξει στο Λογαριασμό Αποθεματικού.
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις δεν ιδρύεται υποχρέωση της ΑΔΜΗΕ ΑΕ να εξοφλεί από δικούς της πόρους και κεφάλαια υποχρεώσεις των Συμμετεχόντων.
Η ανάληψη πιστωτικού κινδύνου σε σχέση με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις συναλλαγές της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ούτε κατά το Εθνικό ούτε κατά το Ενωσιακό δίκαιο. Ουδεμία διάταξη του ν. 4001/2011 ή του Κανονισμού Διαχείρισης Συναλλαγών, ορίζει ρητά ή έστω έμμεσα, ότι η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, καταβάλει από δικούς της πόρους, κεφάλαια ή περιουσία τα οφειλόμενα σε παραγωγό ποσά από την έγχυση ηλεκτρικής ενέργειας στο Σύστημα ή από άλλη αιτία, και συγκεκριμένα για την παροχή άλλων υπηρεσιών (επικουρικές υπηρεσίες), όπως θα συνέβαινε εάν αυτή ήταν πρόθεση του νομοθέτη, δεδομένου ότι πρόκειται για υποχρεώσεις τρίτων, ήτοι των συναλλασσόμενων Προμηθευτών και όχι της ίδιας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι συναλλασσόμενος.
Η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ως φορέας που ασκεί την εκτεθείσα ανωτέρω λειτουργία, δεν συμπίπτει με τον Κεντρικό Αντισυμβαλλόμενο που αναλαμβάνει τον κίνδυνο εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων από τις ενεργειακές συναλλαγές.
Όπως σαφώς προκύπτει και από τον Κανονισμό 2015/1222 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίο το ρόλο του Κεντρικού Αντισυμβαλλομένου δεν επιτρέπεται να αναλάβουν οι διαχειριστές συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά μόνο τα χρηματιστήρια ενέργειας των Κρατών μελών, η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ως Διαχειριστής Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνει τις χρηματικές υποχρεώσεις από τις ενεργειακές συναλλαγές.
Η ίδια κρίση σχηματίζεται και από τις διατάξεις του ν. 4425/2016, με τον οποίο επιχειρείται η αναδιοργάνωση της ελληνικής αγοράς ενέργειας, σε εφαρμογή της νομοθεσίας για την ολοκλήρωση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ιδίως των διατάξεων των αναφερόμενων στο άρθρο 4 αυτού Κανονισμών (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Στις διατάξεις του νόμου αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και του διαχειριστή του ΕΣΜΗΕ, προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας της εκκαθάρισης των συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας είτε από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, είτε από άλλο Φορέα Εκκαθάρισης ή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.
Επίσης, προβλέπεται σαφώς :
- η αρμοδιότητα των διαχειριστών των Αγορών για την κάλυψη των συναλλαγών που διενεργούνται στις Αγορές σε περίπτωση αδυναμίας των Συμμετεχόντων να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, δυναμένων, για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου, να ζητούν την παροχή εγγυήσεων ή και να συστήσουν συνεγγυητικό ταμείο χρηματοδοτούμενο από εισφορές των Συμμετεχόντων στις Αγορές με την αναφορά ότι η ρύθμιση αυτή ισχύει από τη θέση σε ισχύ του νόμου (30-9-2016) και ότι μέχρι τη θέση σε ισχύ των αντίστοιχων Κωδίκων, οι ρυθμίσεις αυτές για την Κάλυψη των Συναλλαγών, καθορίζονται με απόφαση της ΡΑΕ,
- η αρμοδιότητα του Διαχειριστή του ΕΣΜΗΕ με λειτουργία, μεταξύ άλλων, την κάλυψη των Συναλλαγών στις Αγορές τις οποίες διαχειρίζεται με την αναφορά ότι η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από την έναρξη λειτουργίας της Αγοράς Εξισορρόπησης και συνεπώς δεν ισχύει για προγενέστερο χρονικό διάστημα, και
- η αρμοδιότητα για την κάλυψη των Συναλλαγών στις Αγορές τις οποίες διαχειρίζεται, με την αναφορά ότι η έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από την έναρξη λειτουργίας της Αγοράς Επόμενης Ημέρας και συνεπώς δεν ισχύει για το προγενέστερο χρονικό διάστημα.
Για να διακρίνει, δε, σαφώς τη διαφορά με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ίσχυαν το προγενέστερο χρονικό διάστημα υπό την ισχύ του ν. 4001/2011, που είναι το κρίσιμο διάστημα της παρούσας υπόθεσης, στο άρθρο 16 παρ. 2 των μεταβατικών διατάξεων του ανωτέρω νόμου, ορίζεται ρητά ότι ο Διαχειριστής του ΕΣΜΗΕ ασκεί τις αρμοδιότητες του άρθρου 11, άρα και την ανωτέρω της παρ. 2 εδ. ιθ’ περί της κάλυψης των Συναλλαγών στις Αγορές τις οποίες διαχειρίζεται, μετά την εκκίνηση της Αγοράς Εξισορρόπησης και ότι η αρμοδιότητα αυτή “δεν αφορά ελλείμματα που δημιουργήθηκαν από τη λειτουργία της αγοράς που προβλέπεται στο ν. 4001/2011”.
Περαιτέρω, η ίδια κρίση συνάγεται και από τα αναφερόμενα στο άρθρο 111 του Κώδικα Διαχείρισης Συναλλαγών, ότι σε περίπτωση συστηματικής παραβίασης από την ΑΔΜΗΕ ΑΕ των υποχρεώσεων που υπέχει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως σε περίπτωση κατ’ εξακολούθηση μεροληπτικής συμπεριφοράς προς όφελος της Κάθετα Ολοκληρωμένης Επιχείρησης ΔΕΗ ΑΕ, η ΡΑΕ δύναται με αιτιολογημένη απόφασή της, που λαμβάνεται κατόπιν προηγούμενης ακρόασης της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, να διορίσει τρίτο πρόσωπο Διαχειριστή του ΕΣΜΗΕ ο οποίος οργανώνεται και λειτουργεί ως Ανεξάρτητος Διαχειριστής Συστήματος, ενώ η ΑΔΜΗΕ ΑΕ διατηρεί την κυριότητα του ΕΣΜΗΕ.
Ο Διαχειριστής αυτός πρέπει, εκτός των άλλων, να διαθέτει τους απαιτούμενους οικονομικούς, τεχνικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους ώστε να έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει τα καθήκοντα που αναλαμβάνει με το διορισμό του και τα οποία περιγράφονται στο άρθρου 94 του ν. 4001/2011 και αναφέρονται ανωτέρω.
Όμως, ουδόλως αναφέρεται υποχρέωση του Ανεξάρτητου αυτού Διαχειριστή σε ανάληψη του κινδύνου κάλυψης του τυχόν εμφανιζόμενου ελλείμματος των συναλλαγών από δικά του κεφάλαια, ούτε διαλαμβάνεται άλλη ρύθμιση τέτοιου ζητήματος, όπως θα ήταν αναγκαίο για την περίπτωση που έφερε τον κίνδυνο αυτό η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, ούτε, επίσης, απαιτείται ως προϋπόθεση του διορισμού ως Ανεξάρτητου Διαχειριστή η οικονομική ευρωστία για την αντιμετώπιση των τυχόν ελλειμμάτων.
Τα παραπάνω, ενισχύουν και τα ακόλουθα:
Σε περίπτωση που εμφανιστεί υπερημερία Συμμετέχοντα η ΑΔΜΗΕ ΑΕ, μεριμνά ώστε να ικανοποιηθεί το έλλειμμα από την εγγύηση του υπερήμερου και ενημερώνει όχι μόνο αυτόν, αλλά και τους λοιπούς Συμμετέχοντες. Δεν υπήρχε λόγος ενημέρωσης των λοιπών Συμμετεχόντων, εάν η ίδια είχε υποχρέωση τελικής κάλυψης του τυχόν ελλείμματος.
Επίσης, εάν ο νομοθέτης ήθελε να επιρρίψει την ευθύνη του πιστωτικού κινδύνου στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ, θα όριζε, την κάλυψη του ελλείμματος που θα υπήρχε μετά και τη χρησιμοποίηση του ποσού του Λογαριασμού Αποθεματικού, από την ΑΔΜΗΕ ΑΕ και στη συνέχεια, σε περίπτωση είσπραξης του οφειλόμενου από τον υπερήμερο Συμμετέχοντα, την πίστωση του δικού της Λογαριασμού από τον οποίο κατέβαλε την οφειλή και δεν θα ολοκλήρωνε τη διαγραφόμενη στις διατάξεις του διαδικασία με την ικανοποίηση του Παραγωγού από το Λογαριασμό Αποθεματικού και ακολούθως την πίστωση του Λογαριασμού αυτού σε περίπτωση είσπραξης της ληξιπρόθεσμης οφειλής.
Αντίθετη, εξ άλλου, κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 2 εδ. (ββ) ν. 4001/2011, σύμφωνα με την οποία ο Διαχειριστής του Συστήματος, μπορεί “να αναθέτει σε τρίτους, μετά από σύμφωνη γνώμη της ΡΑΕ, την ως άνω διευθέτηση, ιδίως αναφορικά με τη διαχείριση και εκκαθάριση χρηματικών συναλλαγών και τη διαχείριση πιστωτικού και συναλλακτικού κινδύνου, στο πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας”, διάταξης όμοιας με το άρθρο 94 παρ. 3 του νόμου αυτού, η οποία αναφέρεται σε αντίστοιχη δυνατότητα που παρέχεται στο Λειτουργό της Αγοράς (…).
Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται σε μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτον ώστε να μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα ότι η ΑΔΜΗΕ ΑΕ φέρει τον πιστωτικό κίνδυνο και για το λόγο αυτό έχει και τη δυνατότητα να τον μεταβιβάσει, αλλά, έχοντας η ίδια τη διαχείριση του κινδύνου λόγω της ευθύνης της για την εύρυθμη λειτουργία και ασφάλεια του Συστήματος και μη εμφάνισης προβλήματος στην επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας συνεπεία της επίδρασης στους Παραγωγούς της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των οφειλετών Προμηθευτών, παρέχει την ευχέρεια της ανάθεσης της διαχείρισης αυτού του κινδύνου σε τρίτον.
Αντίθετη κρίση δεν στηρίζει ούτε η επικαλούμενη έκδοση τιμολογίων από την ΑΔΜΗΕ ΑΕ για τους Προμηθευτές και λοιπούς Εκπροσώπους Φορτίου στα πλαίσια διευθέτησης συγκεκριμένων συναλλαγών μεταξύ αυτών και των Παραγωγών, ή η αποδοχή των τιμολογίων των Παραγωγών.
Αυτή η έκδοση τιμολογίων στο όνομα της ΑΔΜΗΕ ΑΕ, αποτελεί πρακτική που, ενόψει όσων αναπτύχθηκαν ανωτέρω περί της μη συμμετοχής του Διαχειριστή του Συστήματος στη συμβατική σχέση της αγοραπωλησίας της ηλεκτρικής ενέργειας ως συναλλασσόμενου, δεν μπορεί να προσδώσει σ’ αυτήν την ιδιότητα του οφειλέτη, ούτε του δικαιούχου, του τιμήματος της ηλεκτρικής ενέργειας ή της αμοιβής των Επικουρικών Υπηρεσιών.
Άλλωστε, στο πλαίσιο της χονδρεμπορικής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως τούτο προσδιορίστηκε ανωτέρω, θα ήταν αδύνατη η έκδοση τιμολογίων για τις παραπάνω αιτίες, στο όνομα Συμμετεχόντων, αφού δεν πωλείται η ηλεκτρική ενέργεια, ούτε παρέχονται οι Επικουρικές Υπηρεσίες, από συγκεκριμένο Παραγωγό σε συγκεκριμένο Προμηθευτή.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με οφειλές σε παραγωγούς ρεύματος.