Skip to content

Αρθρογραφία

Βασικές Αρχές Συμβάσεων Και Οι Μικτές Συμβάσεις

Η Αρχή της Αυτονομίας Της Ιδιωτικής Βούλησης

Σύμφωνα με το άρθρο 361 του ΑΚ ορίζεται ότι “για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”. Από την παραπάνω διάταξη καθιερώνεται ο κανόνας ότι η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παραγάγει ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ’ αρχήν, μόνο μέσω σύμβασης (“αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης”). 

Επομένως δεν αρκεί μονομερής δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και, πολύ περισσότερο, υποχρεώσεις με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση, προσκρούει στην αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (άρθρ. 2§1, 4§§1&2 και 5§1 του Συντάγματος).

Η Αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων

Άμεση συνέπεια της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με την ίδια διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 5§1 του Συντάγματος.

Περιεχόμενο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι το δικαίωμα των μερών να διαπλάθουν ελεύθερα τις έννομες σχέσεις τους σε μεγάλο βαθμό και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα που θέτει ο νόμος. 

Η ελευθερία των συμβάσεων περιλαμβάνει ιδίως:

  • την ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση, τόσο γενικά, όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλόμενου) και 
  • την ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης (ΑΠ 1519/2013). 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το δίκαιο των συμβάσεων, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων δεν είναι νοητό να υπάρχει και δεν υπάρχει προκαθορισμένος αριθμός (“numerus clausus”) των ενοχικών σχέσεων. Έτσι, στη συναλλακτική πρακτική συναντούμε:

  • τις “επώνυμες συμβάσεις, οι οποίες ρυθμίζονται κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους, είτε από τον ίδιο τον Αστικό Κώδικα (πχ πώληση, μίσθωση, σύμβαση έργου κλπ), είτε από ειδικούς νόμους (πχ. Ν. 1665/1986 για τη χρηματοδοτική μίσθωση “leasing”, Ν.1905/1990 για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων “factoring” κλπ).
  • τις “ανώνυμες ή μικτές συμβάσεις οι οποίες κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους δεν ρυθμίζονται ούτε από τον Αστικό Κώδικα ούτε από ειδικούς νόμους (πχ σύμβαση παραγγελίας, σύμβαση Franchising κλπ) και κατ’ αυτό τον τρόπο αντιδιαστέλλονται από τις επώνυμες.
  • τις απλές ενώσεις δύο ή περισσότερων συμβάσεων.
Η Μικτή Σύμβαση
Περιεχόμενο

Με τον όρο μικτή σύμβαση νοείται η ενιαία εκείνη σύμβαση, η οποία εμφανίζει μία άγνωστη στο νόμο σύνθεση στοιχείων, που ανήκουν σε διάφορους “τύπους” συμβάσεων (επώνυμων ή και ανώνυμων). 

Οι μικτές συμβάσεις εμφανίζονται συνήθως με μία από τις ακόλουθες μορφές: 

  1. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει περισσότερες παροχές, που ανήκουν η καθεμία τους σε διαφορετικό συμβατικό τύπο, αλλά η μία είναι κύρια από οικονομική και νομική άποψη, ενώ οι άλλες παρεπόμενες (“τυπικές συμβάσεις με παρεπόμενη παροχή διαφορετικού τύπου“). 
  2. Συμβάσεις, όπως οι παραπάνω, όπου όμως οι περισσότερες παροχές, που οφείλει ο ένας συμβαλλόμενος είναι οικονομικά ισοδύναμες μεταξύ τους και νομικά κύριες (“δίδυμες”) συμβάσεις.
  3. Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει (κύρια) παροχή, που ανήκει σε ορισμένο συμβατικό τύπο (ή και περισσότερες παροχές που ανήκουν σε διαφορετικό συμβατικό τύπο η καθεμία), ενώ ο αντισυμβαλλόμενος του οφείλει αντιπαροχή που ανήκει σε εντελώς διαφορετικό συμβατικό τύπο. 
  4. Συμβάσεις, όπου η μία ενιαία παροχή του ενός συμβαλλόμενου περιέχει τα χαρακτηριστικά περισσότερων συμβατικών τύπων (“συμβάσεις ενιαίας μικτής παροχής“).
Νομική Αντιμετώπιση

Σε ενδεχόμενη ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης, στις μεν συμβάσεις της πρώτης κατηγορίας των ανωτέρω τύπων εφαρμόζεται ερμηνευτικά η μέθοδος της “απορρόφησης ή αφομοίωσης”, κατά την οποία θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά, ποια είναι η οικονομικώς κύρια παροχή. Πάντως και εδώ θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μήπως ενδεχόμενη ανωμαλία σχετικά με την εξέλιξη μιας από τις οφειλόμενες παροχές (ακόμη και της παρεπόμενης) και η συνακόλουθη δημιουργία “καταργητικού λόγου” ως προς αυτήν (π.χ. δικαιώματος καταγγελίας, υπαναχώρησης, κλπ) επηρεάζει την τύχη της όλης συμβάσεως.

Στις συμβάσεις των επομένων τριών κατηγοριών των ανωτέρω τύπων εφαρμόζεται η “μέθοδος του συνδυασμού”, κατά την οποία θα πρέπει να εφαρμοστούν παράλληλα για καθεμία από τις σωρευόμενες παροχές, οι κανόνες του συμβατικού τύπου, στον οποίο αυτή ανήκει, χωρίς όμως να παραβλέπεται και η ενότητα της μικτής συμβάσεως, ιδίως όταν μία ανωμαλία σε κάποια από τις παροχές δημιουργεί έναν “καταργητικό λόγο”. 

Ο γενικός ερμηνευτικός κανόνας, δηλαδή, είναι ότι σε μία μικτή σύμβαση: 

  • εάν μεν κάθε παροχή, ανεξάρτητα από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της ίδιας σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοστούν για τον τύπο καθεμίας οι ισχύοντες κανόνες.
  • εάν δε η μία από τις δύο είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κύρια σύμβαση είτε είναι παρακολουθηματικές της κύριας συμβάσεως, οι εφαρμοστέες διατάξεις για την κύρια σύμβαση είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις συμβάσεις.