Δικαίωμα υψούν είναι η πρόβλεψη του δικαιώματος της επέκτασης της οικοδομής προς τα άνω.
Μεταβίβαση του δικαιώματος υψούν είναι η μεταβίβαση της αέρινης στήλης του διαμερίσματος που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο δικαίωμα υψούν.
Ο Νόμος 3741/1929 Περί Οροφοκτησίας
Ειδικότερα, από τη διάταξη του ο άρθρου 8 § 1 του ν. 3741/1929 “περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους“ προκύπτει ότι το δικαίωμα επεκτάσεως της οικοδομής, είτε προς τα άνω με την προσθήκη νέων ορόφων (“δικαίωμα υψούν”), είτε προς τα κάτω με την ανόρυξη υπογείου ή προς τα πλάγια με την ανέγερση νέας πτέρυγας, ανήκει από κοινού σε όλους τους συνιδιοκτήτες του εδάφους.
Το συγκεκριμένο δικαίωμα επεκτάσεως, δεν έχει βέβαια το χαρακτήρα εμπραγμάτου δικαιώματος αλλά απλώς εξουσία προς κατάκτηση στο μέλλον και εκμετάλλευση του σκοπούμενου χώρου και μελλοντική κτήση του αντίστοιχου εμπράγματου δικαιώματος.
Τον προς ανοικοδόμηση απλώς προοριζόμενο χώρο ο νόμος δεν χαρακτηρίζει ως αντικείμενο ιδιοκτησίας, αλλά ως αγαθό εκμεταλλεύσιμο με την άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως, το οποίο παρέχεται ως συνέπεια των εξουσιών, που απορρέουν από το δικαίωμα κυριότητας ή συγκυριότητας που υφίσταται επί του εδάφους.
Δηλαδή, επί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, η οποία αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση.
Και είναι μεν δυνατόν να συμφωνηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ότι το δικαίωμα επεκτάσεως της οικοδομής θα ανήκει σε ορισμένους ή και σε ένα μόνο από τους περισσότερους συνιδιοκτήτες του εδάφους, πλην όμως και στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα της επεκτάσεως εμφανίζεται ως συνέπεια, του υφιστάμενου δικαιώματος συνιδιοκτησίας επί του εδάφους.
Δηλαδή το δικαίωμα υψούν είναι παρεπόμενο του δικαιώματος της συνιδιοκτησίας, άλλως είναι εξουσία που εμπεριέχεται στο δικαίωμα της συνιδιοκτησίας, το οποίο έχει ο δικαιούχος επί του εδάφους (ΕφΠειρ 222/2024).
Έτσι, το δικαίωμα υψούν δεν νοείται, ως δικαίωμα κυριότητας αλλά ως εξουσία όλων των συνδιοκτητών ή μερικών εξ αυτών κατά τη συμφωνία των μερών, απορρέουσα από το δικαίωμα της κυριότητας ή συγκυριότητας τους στο έδαφος της υφιστάμενης οικοδομής.
Μετά την ανέγερσή του, ο νέος όροφος περιέρχεται στον δικαιούχο της επεκτάσεως, κατ’ αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή και με το ανάλογο ποσοστό αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής.
Εωσότου κατασκευασθεί ο νέος όροφος, το ως άνω “ηλιακό δώμα” (ταράτσα), ανήκει κατά συγκυριότητα και χρήση σε όλους από κοινού τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων.
Σε καμία περίπτωση το δικαίωμα υψούν δεν παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία αποκλειστικής χρήσεως του ακαλύπτου δώματος, προ της σκεπάσεως του ακαλύπτου χώρου διά της υλοποιήσεως του μελλοντικού ορόφου.
Δηλαδή, στην οριζόντια ιδιοκτησία που συνιστάται με αυτόν τον τρόπο, ο οροφοκτήτης αποκτά αφενός δικαίωμα προσδοκίας πλήρους κυριότητας επί του μελλοντικού ορόφου, το οποίο τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τούτου, και αφετέρου, αυτοδικαίως, δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το έδαφος, οι αυλές και η στέγη (δώμα – ταράτσα), κλπ.
Αυθαιρεσίες, Νομιμοποίηση και Τακτοποίηση
Η άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως της οικοδομής καθ’ ύψος προϋποθέτει την τήρηση των σχετικών διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Επομένως, για να είναι νόμιμη η άσκηση του δικαιώματος υψούν από το συνιδιοκτήτη του ενιαίου οικοπέδου, στον οποίο χορηγήθηκε με την κοινή συμφωνία όλων των λοιπών συνιδιοκτητών διά της συστατικής πράξεως που έχει μεταγραφεί, και αυτός να καταστεί αποκλειστικά κύριος του νέου κτίσματος άνωθεν του δώματος, πρέπει η κατασκευή αυτού να γίνει με την τήρηση των πολεοδομικών διατάξεων.
Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η προσθήκη του κτίσματος γίνει αυθαιρέτως κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, ο φορέας του άνω δικαιώματος δεν αποκτά αποκλειστική επ’ αυτού κυριότητα και οι λοιποί συνιδιοκτήτες εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα της αναγκαστικής συγκυριότητας, συγκατοχής και συγχρήσεως όλου του (κοινοχρήστου) χώρου του δώματος.
Ωστόσο, αν με νεότερη νομοθετική ρύθμιση παρασχεθεί η δυνατότητα νομιμοποιήσεως του αυθαιρέτου κτίσματος και ο έχων ανεγείρει τούτο τηρήσει τις προβλεπόμενες από τη ρύθμιση αυτή προϋποθέσεις νομιμοποιήσεως, τότε η άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος της οικοδομής από τον δικαιούχο είναι επιτρεπτή, αφού το ανεγερθέν κτίσμα απέβαλε το χαρακτήρα του αυθαιρέτου και κατέστη νόμιμο (ΑΠ 220/2013).
Κατά συνέπεια, μόνο μετά τη νομιμοποίηση του αυθαιρέτου κτίσματος, ο έχων το δικαίωμα επεκτάσεως καθ’ ύψος της οικοδομής αποκτά αποκλειστική κυριότητα επί του κτίσματος και του υπ’ αυτού καταλαμβανομένου χώρου του δώματος.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ
Φόρος Μεταβίβασης
Με την 1079551/105/Γ0013/1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύει, ορίσθηκε ο τύπος και το περιεχόμενο των φύλλων υπολογισμού φορολογητέας αξίας ακινήτων.
Σύμφωνα την παραπάνω απόφαση (σε συνδυασμό με την 1067780/82/Γ0013/1994), ο φόρος μεταβίβασης του δικαιώματος υψούν υπολογίζεται κατά τρόπον ανάλογο προς την αξία υπολειπομένου ποσοστού οικοπέδου, βάσει του Φύλλου Υπολογισμού Αξίας Ακινήτου – Οικόπεδο.
Οι εν λόγω διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας του δικαιώματος υψούν, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ, εφόσον η φορολογούμενη ύλη δεν είναι πλασματική, αλλά πραγματική. Τούτο δε ενόψει του ότι οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίζουν αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας του δικαιώματος υψούν (ΣτΕ 315-6/2023 7μ.).
Φόρος Κληρονομιάς
Σύμφωνα με την πρόσφατη 1045/2024 Απόφαση του ΣτΕ, το δικαίωμα υψούν διαφέρει από το δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί ενός αδόμητου οικοπέδου.
Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, τ οδικαίωμα υψούν δεν αντιστοιχεί σε δικαίωμα ιδιοκτησίας επί του δώματος, αλλά μόνον σε ποσοστό της αναλογίας (του δώματος) επί του οικοπέδου και σε απλό δικαίωμα προσδοκίας ως προς τους τυχόν ανεγερθησομένους ορόφους, η κατασκευή, μάλιστα, των οποίων εξαρτάται από τα νομικά και πραγματικά δεδομένα του υφισταμένου κτιρίου.
Επομένως, τα εν λόγω ειδικά χαρακτηριστικά του δικαιώματος υψούν πρέπει να συνυπολογίζονται, κατά τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας του, σε περίπτωση μεταβιβάσεως του δικαιώματος αιτία θανάτου.
Τούτο, δε, προκειμένου να αποτυπώνεται η πραγματική αξία του κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομίας.
Δηλαδή, η φορολογητέα αξία του δικαιώματος υψούν πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική, κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του κληρονόμου και όχι σε ενδεχόμενη αύξηση αυτής, υπό προϋποθέσεις οι οποίες ενδέχεται να διαμορφωθούν σε μελλοντικό χρονικό διάστημα.
Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση μεταβιβάσεως αιτία θανάτου πρέπει (μεταξύ άλλων) να λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας του εν λόγω ιδιαίτερου δικαιώματος, τα αντιστοιχούντα χιλιοστά αναγκαστικής συνιδιοκτησίας επί του εδάφους, όπως προσδιορίζονται στην υφιστάμενη, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Τούτο ισχύει ακόμη και όταν η σχετική αναγραφή δεν αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ του εμβαδού των προβλεπομένων ορόφων και της εκτάσεως του οικοπέδου (ανακρίβεια η οποία, λόγω της φύσεως του δικαιώματος υψούν ως δικαιώματος προσδοκίας, δεν συνιστά, πάντως, πλημμέλεια της πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας).
Δηλαδή, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη, για τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας του δικαιώματος υψούν, τα χιλιοστά αναγκαστικής συνιδιοκτησίας όπως αυτά ενδέχεται να προσδιορισθούν μεταγενέστερα (προς αποκατάσταση της ανακρίβειας / πραγματικής αναλογίας, η οποία θα προκύψει), είτε με νέα πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας κατόπιν συμφωνίας των συνιδιοκτητών είτε, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους, με δικαστική απόφαση.
Περαιτέρω, το δικαίωμα της επεκτάσεως της οικοδομής προς τα άνω, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του εδάφους, δύναται να αφορά και σε περισσότερους ορόφους μέχρι του επιτρεπομένου από τον Γ.Ο.Κ. και από τους ειδικούς νόμους ύψους και αναλόγως προς τη στατική κατάσταση της υφιστάμενης οικοδομής,
Επομένως, κατά τον ανωτέρω υπολογισμό της πραγματικής / φορολογητέας αξίας του εν λόγω δικαιώματος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι ειδικές πολεοδομικές διατάξεις που τυχόν δεσμεύουν το συγκεκριμένο ακίνητο (όπως προβλέπεται στο Φύλλο Υπολογισμού του Εντύπου 3), αλλά και οι λοιπές, ισχύουσες κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, διατάξεις (του Γ.Ο.Κ., του αντισεισμικού κανονισμού κ.ά.), εάν σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δεν επιτρέπεται, ενόψει της καταστάσεως του υπάρχοντος κτίσματος, η ανέγερση των επιπλέον ορόφων σε αυτό (π.χ. διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το υφιστάμενο κτίσμα δεν πληροί τις προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεις στατικής επάρκειας που επιτρέπουν την ανέγερση επιπλέον ορόφων).
Διαδικασία Αμφισβήτησης Φόρου
Σε περίπτωση μεταβιβάσεως αιτία θανάτου του δικαιώματος υψούν, ο υπόχρεος σε φόρο αναγράφει στην οικεία φορολογική δήλωση την αντικειμενικώς προσδιοριζόμενη, βάσει του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, αξία του δικαιώματος υψούν, σύμφωνα με το Φύλλο Υπολογισμού Αξίας Ακινήτου – Οικόπεδο (Έντυπο 3).
Εάν, όμως, θεωρεί την προκαθορισμένη αξία μεγαλύτερη από την αγοραία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας με βάση τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 10 της ενότητας Β του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών.
Σημειώνεται ότι, με την προσφυγή αυτή, ο φορολογούμενος δεν αρκεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κανονιστικής ρυθμίσεως, αλλά πρέπει να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι η εφαρμοσθείσα κανονιστική ρύθμιση οδηγεί σε καθορισμό αξίας του κληρονομιαίου δικαιώματος που είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του, συνοδευόμενους και από έγγραφα, πρόσφορα στοιχεία για την τεκμηρίωσή του, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθορισθεί η εν λόγω αγοραία αξία.
Τους ισχυρισμούς αυτούς πρέπει να εξετάσει, κατ’ αρχάς, η αρμόδια για την ενδικοφανή προσφυγή διοικητική αρχή, αφού, μεταξύ άλλων, ακούσει και τις απόψεις της φορολογικής αρχής.
Τέλος, εάν η ενδικοφανής προσφυγή απορριφθεί ρητώς ή σιωπηρώς με την πάροδο της νόμιμης προς απόφανση προθεσμίας, το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο πρέπει να καθορίσει τελικώς τη φορολογητέα αξία για την επιβολή του φόρου κληρονομίας.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το δικαίωμα υψούν.