Η Επιχείρηση πρακτορείας ή πρακτόρευσης είναι απότοκο των σύγχρονων εμπορικών αναγκών για την κάλυψη του ρόλου διαμεσολαβητικών υπηρεσιών. Έτσι, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν να προσφέρουν ανεξάρτητες υπηρεσίες στον εντολέα τους, ή ευρύτερα στο κοινό, καλύπτοντας αυτήν ακριβώς την ανάγκη.
Ορισμοί
Επιχείρηση πρακτορείας ή πρακτόρευσης είναι αυτή που έχει ως αντικείμενο την παροχή πάσης φύσεως ιδιωτικών υπηρεσιών προς το κοινό, έναντι ανταλλάγματος.
Έτσι, “Πράκτορας” είναι το πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει να επιμελείται συγκεκριμένες υποθέσεις τρίτων (“εντολέων”), έναντι οικονομικού ανταλλάγματος (“προμήθεια”). Βασικό χαρακτηριστικό της επιχείρησης πρακτορείας είναι η επιμέλεια ιδιωτικών υποθέσεων τρίτων προσώπων, η παροχή δηλαδή στο κοινό υπηρεσιών που έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα.
Τα χαρακτηριστικά της σύμβασης πρακτορείας, είναι τα εξής:
- παροχή υπηρεσιών στο κοινό, συνήθως υπό τη μορφή σύναψης δικαιοπραξιών. Η νομική φύση των υπηρεσιών (αστικές ή εμπορικές) είναι αδιάφορες. Αδιάφορος επίσης είναι ο αριθμός των προσώπων που αποτελουν το “κοινό”, αρκεί να μην αφορά ένα και μόνο πρόσωπο στο οποίο ο πράκτορας έχει ενταχθεί σαν προσωπικό. Να μην υποκρίπτεται, δηλαδή, εργασιακή σχέση.
- κατάρτιση συμβάσεων με τρίτους επ’ ονόματος και κατ’ εντολή των εντολέων.
- οικονομικό αντάλλαγμα (προμήθεια).
Περιπτωσιολογικά, έχει κριθεί από τη θεωρία και τη νομολογία ότι πρακτορειακές είναι οι επιχειρήσεις που παρέχουν:
- υπηρεσίες είσπραξη απαιτήσεων (π.χ factoring),
- υπηρεσίες παράδοσης φορτίου από πράκτορα του μεταφορέα στον ναυλωτή καθώς και υπηρεσίες εκτελωνισμού,
- υπηρεσίες ταξιδιωτικές ή τουριστικές,
- υπηρεσίες ταχυδρομικές και τηλεπικοινωνιακές, ραδιοεπικοινωνίες και δορυφορικές επικοινωνίες,
- υπηρεσίες πληροφοριών και επιχειρηματικών συμβουλών, καθώς και τοποθέτησης κεφαλαίων
- υπηρεσίες πληροφοριών και τηλεφωνικού καταλόγου,
- υπηρεσίες ασφαλιστικών συμβουλών και σύναψης ασφαλιστικών συμβάσεων,
- υπηρεσίες κατάθεσης εμπορικών σημάτων και απονομής δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας,
- υπηρεσίες μεταφράσεων και δακτυλογραφήσεων,
- υπηρεσίες οργάνωση τελετών,
- υπηρεσίες εκδόσεων και είσπραξης τιμολογίων,
- υπηρεσίες διαφήμισης,
- υπηρεσίες φοροτεχνικών συμβουλών,
- υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών (πχ ΠΡΟ-ΠΟ)
Νομικό Πλαίσιο
Νομικό Κενό
Το σχετικό νομικό πλαίσιο είναι εξαιρετικά ελλιπές, αφού η μόνη γενική διάταξη που υπάρχει στην έννομη σφαίρα είναι αυτή του άρθρου 2 του 2/14.5.1835 Βασιλικού Διατάγματος “περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων”.
Σύμφωνα με αυτή προβλέπεται ότι: “Ο νόμος θεωρεί πράξεις εμπορικάς ….πάσαν επιχείρησιν προμηθείας, πρακτορείας, πλειστηριάσεως και δημοσίων θεαμάτων”. Με τον τρόπο αυτό έχει τυποποιηθεί και θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας.
Ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, ή της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring). Ακόμα και αυτές όμως είναι ελλειπείς καθώς οι σχετικοί, για παράδειγμα, νόμοι ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα, δεν περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τη σύμβαση καθ’ εαυτή της ναυτικής πρακτορείας.
Εφαρμοστέοι Κανόνες
Κατ’ αρχάς έχει κριθεί ότι, εφόσον η νομοθετική ρύθμιση της σύμβασης πρακτορείας είναι ελλιπής, και με δεδομένο ότι αυτή έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής, εφαρμόζονται αναλογικά και σε αυτή, οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή (άρθρα 713-729).
Περαιτέρω, με τον ν. 3557/2007, ορίστηκε ότι στις συμβάσεις αντιπροσωπείας για την παροχή υπηρεσιών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”. Επομένως, οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται έκτοτε αναμφίβολα και στις συμβάσεις πρακτορείας με χαρακτήρα εμπορικής αντιπροσωπείας .
Τούτο διότι, στον ανωτέρω νόμο αναφέρεται ότι οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991 εφαρμόζονται, εκτός των εμπορικών αντιπροσώπων, και στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής. Έτσι, έκρινε η νομολογία, ότι εφόσον το ΠΔ 219/1991 εφαρμόζεται στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις συμβάσεις παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, εφόσον αυτές εμφανίζουν μεγαλύτερη λειτουργική ομοιότητα με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας από ότι η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, τις οποίες ο ίδιος ο νομοθέτης υπήγαγε στις διατάξεις του ως άνω ΠΔ.
Επεκτείνοντας τον συλλογισμό αυτό, κρίθηκε ότι με δεδομένο ότι η σύμβαση παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τις συμβάσεις πρακτορείας, οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991 εφαρμόζονται αναλόγως και στις τελευταίες (ΑΠ 2219/2014).
Κανόνες Αναλογικής Εφαρμογής
Τα παραπάνω είναι συμβατά τόσο με το εθνικό δίκαιο, τον ν. 3557/2007 και το ΠΔ 219/199, όσο και με το ενωσιακό – κοινοτικό δίκαιο, όπως περιγράφεται στην οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η οποία ενσωματώθηκε στο ανωτέρω ΠΔ. Εξάλλου, έχει κριθεί ότι το ανωτέρω ΠΔ εφαρμόζεται και επί άλλων εμπορικών συμβάσεων, οι οποίες προσιδιάζουν σε αυτό, όπως για παράδειγμα στη σύμβαση δικαιόχρησης (Franchising).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του ΠΔ 219/1991 για τον εμπορικό αντιπρόσωπο και σε άλλες μορφές εμπορικών διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων κρίνεται κατά περίπτωση (ad hoc). Με τον τρόπο αυτό η αναλογία αποτελεί για την εκάστοτε περίπτωση εισαγωγή στην πραγματικότητα ατομικού δικαίου, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει η ατομική περίπτωση να συγκεντρώνει τα στοιχεία που δικαιολογούν εξ αντικειμένου την επέκταση και σ` αυτή των ρυθμίσεων του ως άνω ΠΔ.
Δηλαδή, με βάση τα στοιχεία αυτά επιτυγχάνεται η αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/1991 σε κάθε όμοια περίπτωση και όχι αποκλειστικά στην κρινόμενη ατομική περίπτωση. Έτι περαιτέρω, κατά τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο εξειδικεύεται και η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των επιμέρους διατάξεων του ΠΔ στο σύνολο των όμοιων περιπτώσεων, οπότε ασφαλώς δεν πρόκειται για ανεπίτρεπτη από το άρθρο 26 του Συντάγματος άσκηση νομοθετικού έργου από το δικαστήριο.
Η Κριτική Της Νομολογίας
Η άποψη μας είναι ότι, παρά τα όσα ανωτέρω αναφέρονται, ο Άρειος Πάγος όντως προχώρησε σε άσκηση νομοθετικού έργου. Έπραξε δε τούτο, προσπαθώντας να καλύψει το κενό που άφησε ο νομοθέτης και να μπορέσει να αξιολογήσει την κρινόμενη περίπτωση που ετέθη ενώπιόν του. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με την ίδια απόφαση στην οποία ερμηνεύει διασταλτικά τα κριτήρια αναλογικής εφαρμογής των κανόνων δικαίου, ασκεί δριμεία κριτική κατά της πρακτικής του νομοθέτη να αφήσει αρρύθμιστη τη συγκεκριμένη ομάδα εννόμων σχέσεων.
Έκρινε ότι η ύπαρξη κενού στη νομοθετική ρύθμιση των τύπων επαγγελματικής διαμεσολάβησης, δεν δικαιολογείται στο σύστημα της έννομης τάξης. Θεωρεί ότι πρόκειται για ασύγγνωστο ακούσιο κενό, το οποίο ο νομοθέτης όφειλε να προβλέψει και να καλύψει (πρωτογενές κενό), αφού κενό συνιστά γενικώς η έλλειψη στη συγκεκριμένη περίπτωση σύννομης ρύθμισης, μολονότι η έννομη τάξη την αξιώνει λόγω της ομοιότητας της περίπτωσης αυτής με άλλες ρυθμισμένες στο νόμο περιπτώσεις. Μάλιστα κενό δεν συνιστά μόνον η παντελής έλλειψη ρύθμισης στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και η ελλιπής ρύθμιση, όταν συνιστά αδικαιολόγητη απόκλιση από τις ρυθμισμένες όμοιες περιπτώσεις, οπότε ανακύπτει και πάλι ανάγκη πλήρωσης του κενού μέσω της αναλογίας, η οποία ως ειδικότερη έκφραση της τελολογικής μεθόδου ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου στηρίζεται στην ουσιώδη ομοιότητα της αρρύθμιστης περίπτωσης με ρυθμισμένες από την έννομη τάξη περιπτώσεις.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις.