Skip to content

Αρθρογραφία

Η Καταχρηστική Εκμετάλλευση Οικονομικής Υπεροχής Στις Συμβάσεις Αντιπροσωπείας, Διανομής Και Παραγγελίας

αθεμιτος
Νομικό Πλαίσιο

Από το συνδυασμό των διατάξεων του π.δ/τος 219/1991 και του ν. 3577/2007 προκύπτει ότι, ναι μεν δεν είναι δυνατή η ευθεία εφαρμογή στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και εμπορικής παραγγελίας των διατάξεων του π.δ/τος 219/1991 περί εμπορικών αντιπροσώπων, όμως, με βάση τις αρχές της ισότητας και της καλής πίστης είναι δυνατή η αναλογική, ολική ή μερική, εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω π.δ/τος και στις συμβάσεις αυτές, εφόσον όμως η διαμεσολαβητική λειτουργία των αντίστοιχων επαγγελματιών, δηλαδή του διανομέα και του παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου, προσομοιάζει με αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, πράγμα που συμβαίνει όταν οι εν λόγω επαγγελματίες αναλαμβάνουν με τη σύμβαση υποχρεώσεις ανάλογες με αυτές του εμπορικού αντιπροσώπου και ειδικότερα :

  1. να παραλείπουν ενδεχομένως ανταγωνιστικές σε βάρος του εντολέα τους πράξεις κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη της σύμβασής τους, εφόσον βέβαια η σχετική ρήτρα δεν θίγει τις διατάξεις για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, 
  2. να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, 
  3. να προωθούν διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του εντολέα τους στη συμβατική περιοχή ευθύνης τους, υποκείμενοι μάλιστα στον έλεγχό του ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων ή, αναλόγως, των αγορών, 
  4. να διαφημίζουν τα πωλούμενα προϊόντα ακόμη και με δικές τους δαπάνες και 
  5. να γνωστοποιούν στον εντολέα τους το πελατολόγιό τους. 

Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, που δεν είναι πάντως αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά μπορούν και να παραλλάσσουν, έτσι ώστε η έλλειψη μιας από αυτές να καλύπτεται από την ιδιαίτερη ένταση των λοιπών, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εντολέα τους, αφού η εμπορική τους δραστηριότητα, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται, εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους, δηλαδή αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνο από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι` αυτόν (εντολέα) όφελος το ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασής τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη. 

Καταχρηστική Εκμετάλλευση Οικονομικής Εξάρτησης

Περαιτέρω απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, η καταχρηστική δε εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. Προϋποθέσεις έτσι εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, με την οποία δεν απαγορεύεται η ίδια η οικονομική εξάρτηση, αλλά η καταχρηστική εκμετάλλευσή της, είναι 

  • η ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, 
  • η απουσία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης και 
  • η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης. 

Ειδικότερα η ύπαρξη οικονομικής εξάρτησης προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ισχυρής επιχείρησης σε θέση πελάτη ή αναλόγως προμηθευτή και μιας εξαρτημένης από αυτή επιχείρησης, όπως συμβαίνει όταν η δεύτερη έχει προσαρμόσει τη λειτουργία της στις ανάγκες διάθεσης των προϊόντων της πρώτης ή διαθέτει κυρίως σ’ αυτή τα δικά της προϊόντα, ενώ απουσία ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης υπάρχει όταν δεν προσφέρονται καθόλου εναλλακτικές λύσεις ή οι προσφερόμενες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση, δηλαδή αυτή είτε δεν μπορεί να προμηθεύεται προϊόντα ή υπηρεσίες από άλλη πηγή ή να διαθέτει σε τέτοια πηγή προϊόντα ή υπηρεσίες είτε μπορεί μεν να προμηθεύεται από τέτοια πηγή ή να διαθέτει σ’ αυτή προϊόντα ή υπηρεσίες, όμως με σημαντικά δυσμενέστερους όρους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα να εξασθενήσει η θέση της έναντι των ανταγωνιστών της, γεγονός το οποίο μπορεί να την οδηγήσει ακόμη και σε αδυναμία συνέχισης της λειτουργίας της.

Στο πλαίσιο αυτό κατάχρηση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης και συνεπώς περιοριστική του ελεύθερου ανταγωνισμού πρακτική υπάρχει όταν η ισχυρή επιχείρηση εκμεταλλεύεται την ισχύ, που της δίνει η αδυναμία της εξαρτημένης επιχείρησης να διαθέτει άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση και αποκομίζει έτσι οφέλη για την ίδια και σε βάρος της εξαρτημένης επιχείρησης, τα οποία δεν θα αποκόμιζε αν υπήρχε για τη δεύτερη εναλλακτική λύση (ΑΠ 533/2016)

Καταχρηστική Καταγγελία

Στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά και οι διατάξεις του του π.δ/τος 219/1991, σύμφωνα με τις οποίες όταν η σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, καθένας από τους συμβαλλομένους μπορεί να την καταγγείλει με την τήρηση ορισμένης προθεσμίας, που ορίζεται σε ένα μήνα για το πρώτο έτος της σύμβασης, σε δύο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, σε τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους και σε έξι μήνες από την αρχή του έκτου και των επόμενων ετών. 

Επιπλέον, μπορεί η σύμβαση να καταγγελθεί και κατά πάντα χρόνο, χωρίς την τήρηση των ως άνω προθεσμιών, στην περίπτωση που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και στην περίπτωση έκτακτων περιστάσεων.

Τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία, οφείλει να την επικαλεστεί και να την αποδείξει εκείνος που κατήγγειλε τη σύμβαση, ενώ δικαίωμα του αντιπροσωπευόμενου αποτελεί η τακτική από μέρους του καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής, η οποία δεν απαιτεί αιτιολογία και ούτε συνεπάγεται γι’ αυτόν επιζήμιες συνέπειες, εκτός αν συνιστά καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ άσκηση του δικαιώματός του, οπότε ναι μεν η καταγγελία δεν είναι άκυρη, όμως ο καταγγέλλων ευθύνεται έναντι του άλλου μέρους και μάλιστα τόσο συμβατικά, για παραβίαση δηλαδή της αντίστοιχης σύμβασης, όσο και εξωσυμβατικά, αφού η καταχρηστική καταγγελία συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εφόσον βέβαια το άλλο μέρος υπέστη εξ αιτίας της καταγγελίας ζημία ή και ηθική βλάβη. 

Αντίθετα μόνο συμβατική ευθύνη απορρέει από την άκαιρη ή αντίθετη προς τη συμφωνία των μερών, αλλά όχι καταχρηστική, καταγγελία, η οποία χωρίς και πάλι να είναι άκυρη, δημιουργεί ωστόσο για τον καταγγέλλοντα υποχρέωση αποζημίωσης του άλλου μέρους για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Η καταγγελία πάντως δεν είναι καταχρηστική, όταν η λύση της σύμβασης, στην οποία οδηγεί, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες συναλλακτικές δυνατότητες του καταγγέλλοντος και δεν είναι άσχετη προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του, ενώ και η τυχόν επωφελής για τα συμφέροντά του συμπεριφορά του άλλου μέρους δεν καθιστά την καταγγελία του καταχρηστική, αφού η συμπεριφορά αυτή του αντισυμβαλλομένου του εντάσσεται στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το νόμο καλόπιστης απ’ αυτόν εκπλήρωσης της παροχής του. 

Η υποχρέωση αποζημίωσης για άκαιρη ή καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής δεν αποκλείεται από τη χορήγηση αποζημίωσης για απώλεια πελατείας, αλλά μπορεί να συρρέει μ’ αυτή και καλύπτει κάθε περαιτέρω θετική ή αποθετική ζημία του εμπορικού αντιπροσώπου ή αναλόγως του διανομέα. 

Ειδικότερα, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (“θετική ζημία”), καθώς και το διαφυγόν κέρδος (“αποθετική ζημία”), λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. 

Αποζημίωση, πάντως, δεν οφείλεται όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου (ή διανομέα), η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο ή όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος (ή διανομέας) καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου (ή διανομέα), εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του. 

Αθέμιτος Ανταγωνισμός

Περαιτέρω, απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη της πράξης και προς ανόρθωση της ζημίας που η πράξη προκάλεσε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που αποτελεί γενική ρήτρα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, ουσιώδης προϋπόθεση για τη δημιουργία αξίωσης προς παράλειψη πράξης που γίνεται από το φορέα επιχείρησης κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές της, είναι ο σκοπός ανταγωνισμού από τον οποίο πρέπει να κυριαρχείται η πράξη και η αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη. 

Σκοπός ανταγωνισμού υπάρχει όταν η πράξη γίνεται με πρόθεση ενίσχυσης του ίδιου ή ξένου ανταγωνισμού και είναι αντικειμενικά πρόσφορη να εξυπηρετήσει τον ανταγωνισμό

Δηλαδή απαιτείται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του υποκειμένου της πράξης και τρίτων, οι οποίοι πάντως δεν προστατεύονται από κάθε αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά, αλλά μόνον από εκείνη που επιδρά αρνητικά στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ή απειλεί την ανταγωνιστική συμπεριφορά τους. 

Πρόθεση βλάβης του ανταγωνιστή δεν απαιτείται και ούτε είναι αναγκαίο ο σκοπός ανταγωνισμού να αποτελεί το μόνο σκοπό της πράξης. 

Η ύπαρξη σκοπού ανταγωνισμού είναι ζήτημα πραγματικό που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ αόριστη νομική έννοια, δηλαδή έννοια που ο νομοθέτης απέφυγε να ρυθμίσει ως προς το αναγκαίο πλάτος και βάθος της, αποτελούν τα χρηστά ήθη. Κριτήριο εξειδίκευσης των χρηστών ηθών αποτελούν κατ’ αρχήν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας με χρηστότητα και σωφροσύνη σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, με βάση τις οποίες η κρίση για την ύπαρξη ή όχι αντίθεσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη, αξιολογούμενης μέσα στο συναλλακτικό κύκλο που αυτή εκδηλώνεται, δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. 

Ωστόσο η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από Σύνταγμα οικονομική ελευθερία.

Αντικείμενο, δηλαδή, προστασίας δεν είναι μόνο το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ’ επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα ανταγωνισμού.