Skip to content

Αρθρογραφία

Πρώτη Νομολογία Για Επιχειρήσεις Χημικών Προϊόντων Εντός ΕΕ

χημικα προϊοντα

Με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, BASF Grenzach κατά ECΗΑ (T-125/17,), το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ αποφάνθηκε για πρώτη φορά επί των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του συμβουλίου προσφυγών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) και, ειδικότερα, επί της έκτασης και της έντασης του ελέγχου που διενήργησε το συμβούλιο προσφυγών στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιόν του κατά αποφάσεως του ECHA με την οποία είχαν ζητηθεί πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση της ουσίας τρικλοσάνη, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1907/2006 (για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλιου και των οδηγιών της Επιτροπής)

Ιστορικό

Η προσφεύγουσα εταιρία ήταν παρασκευάστρια τρικλοσάνης και η μόνη που έχει υποβάλει αίτηση καταχώρησης της ουσίας αυτής κατά την έννοια του ως άνω κανονισμού. Κατόπιν έκδοσης από τον ECHA αποφάσεως με την οποία της ζητήθηκαν πρόσθετες πληροφορίες, η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε εν μέρει. 

Με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, προβάλλοντας λόγους σχετικούς με παράβαση, από το συμβούλιο προσφυγών, των ελεγκτικών καθηκόντων του, επειδή το συμβούλιο προσφυγών δεν εξέτασε εκ νέου τις επιστημονικές εκτιμήσεις στις οποίες στηριζόταν η αρχική απόφαση του ECHA. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν ευδοκίμησαν, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή με το παρακάτω σκεπτικό.

Η Απόφαση Της 20ής Σεπτεμβρίου 2019
Αναφορικά με την έκταση ελέγχου του  ECHA

Όσον αφορά την έκταση των ελεγκτικών καθηκόντων του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε κατ’ αρχάς ότι καμία διάταξη του κανονισμού 1907/2006 και του κανονισμού 771/2008 (για τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης και διαδικασίας του Συμβουλίου Προσφυγών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων) δεν προβλέπει ρητώς ότι, όταν ασκείται ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου προσφυγή κατά αποφάσεως του ECHA με την οποία ζητήθηκαν περαιτέρω πληροφορίες στο πλαίσιο της αξιολόγησης ουσίας, το συμβούλιο προσφυγών προβαίνει σε εκ νέου εξέταση, όπως αυτή για την οποία κάνει λόγο η προσφεύγουσα, δηλαδή σε εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί αν, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της προσφυγής αυτής και λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων νομικών και πραγματικών στοιχείων, ιδίως δε των ζητημάτων επιστημονικής φύσης, μπορεί νομίμως να εκδοθεί νέα απόφαση που να έχει το ίδιο διατακτικό με την απόφαση που αμφισβητείται ενώπιόν του. 

Αντιθέτως, από τις διατάξεις των δύο αυτών κανονισμών προκύπτει ότι, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, το συμβούλιο προσφυγών περιορίζεται να εξετάσει αν, βάσει των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων, μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σφάλματος στην αμφισβητούμενη απόφαση. 

Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λόγω του κατ’ αντιπαράθεση χαρακτήρα της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, όπως ρυθμίζεται με τους γενικούς διαδικαστικούς κανόνες του κανονισμού 771/2008, το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής καθορίζεται από τους ισχυρισμούς τους οποίους προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προσφυγής του ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και, ως εκ τούτου, μοναδικό αντικείμενο μιας τέτοιου είδους προσφυγής είναι να εξεταστεί αν, με τα στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων, μπορεί να αποδειχθεί ότι η απόφαση η οποία αμφισβητείται ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών ενέχει σφάλματα.

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από την οικονομία του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι οι διαδικαστικοί κανόνες οι οποίοι ισχύουν για την έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό από τον ECHA δεν εφαρμόζονται απευθείας στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. 

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν υποχρεούται να προβαίνει σε νέα εξέταση ανάλογη με εκείνη που πραγματοποιεί ο ECHA όταν αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν οφείλει να επαναλαμβάνει τον επιστημονικό έλεγχο που έχει διενεργηθεί με την αρχική απόφαση του ECHA, καθόσον, αφενός, η αξιολόγηση αυτή, επειδή διέπεται υποχρεωτικώς από την αρχή της προφύλαξης, πρέπει να ανατίθεται αποκλειστικά σε ειδικούς επιστήμονες και, αφετέρου, καμία διάταξη των κανονισμών 1907/2006 και 771/2008 δεν προβλέπει τέτοια νέα επιστημονική αξιολόγηση στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

Αναφορικά με την ένταση ελέγχου του  ECHA

Όσον αφορά την ένταση του ελέγχου τον οποίο ασκεί το συμβούλιο προσφυγών του ECHA, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ο έλεγχος του συμβουλίου προσφυγών επί των ιδιαιτέρως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής φύσης που περιέχονται στην απόφαση του ECHA δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην εξέταση της ύπαρξης πρόδηλων σφαλμάτων. 

Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών και νομικών προσόντων των αντίστοιχων μελών του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει την αναγκαία εξειδικευμένη γνώση ώστε να μπορεί να προβαίνει το ίδιο σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις.

Συνεπώς, το συμβούλιο προσφυγών, στηριζόμενο ακριβώς στις νομικές και επιστημονικές ικανότητες των μελών του, οφείλει να εξετάζει αν από τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων μπορεί να συναχθεί ότι είναι εσφαλμένες οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε μια απόφαση του ECHA.

Η Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019

Με την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Γερμανία κατά ECHA (T-755/17), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του συμβουλίου προσφυγών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) και, ειδικότερα, επί της φύσης και της έντασης του ελέγχου που διενήργησε το συμβούλιο προσφυγών στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιόν του κατά απόφασης του ECHA με την οποία είχαν ζητηθεί πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση της ουσίας benpat, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1907/2006.

Κατόπιν έκδοσης από τον ECHA απόφασης με την οποία ζητήθηκαν πρόσθετες πληροφορίες από εταιρίες που είχαν καταχωρίσει την ουσία benpat στον ECHA, οι εταιρίες αυτές άσκησαν προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μερική ακύρωση της επίδικης απόφασης. 

Με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών του ECHA, προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, έλλειψη αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών να αποφανθεί επί ισχυρισμών περί ύπαρξης ουσιωδών σφαλμάτων σε απόφαση του ECHA. 

Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος κράτους μέλους δεν ευδοκίμησαν, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή και έκρινε ότι το συμβούλιο προσφυγών του ECHA είναι αρμόδιο να εξετάζει τέτοιους ισχυρισμούς.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών ορίζονται βάσει της πείρας και της επιστημονικής και νομικής κατάρτισής τους, το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη για να προβαίνει το ίδιο σε εκτιμήσεις στοιχείων επιστημονικής φύσης και ότι σκοπός της εμπειρογνωμοσύνης είναι να διασφαλίζεται η ισόρροπη εκτίμηση των προσφυγών τόσο από νομικής όσο και από τεχνικής απόψεως.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ούτε ο κανονισμός 1907/2006 ούτε ο κανονισμός 771/2008 προβλέπουν ειδικές διατάξεις όσον αφορά τις προσφυγές κατά αποφάσεων αξιολόγησης ουσιών.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι σκοποί τους οποίους εξυπηρετεί η ύπαρξη της δυνατότητας άσκησης προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατά αποφάσεως του ECHA συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας ότι το συμβούλιο προσφυγών έχει πράγματι αρμοδιότητα να εξετάζει τους ισχυρισμούς περί της ύπαρξης ουσιωδών σφαλμάτων σε απόφαση του ECHA.

Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι το συμβούλιο προσφυγών του ECHA ασκεί εντονότερο έλεγχο απ’ ό,τι ο δικαστής της Ένωσης, οι αρμοδιότητες του συμβουλίου προσφυγών δεν περιορίζονται σ τον έ λεγχο της ύπαρξης πρόδηλων σφαλμάτων, αλλά εκτείνονται και στον έλεγχο των τεχνικών πτυχών μιας απόφασης με την οποία ζητούνται πρόσθετες πληροφορίες.

Επιπλέον, μια πιο περιορισμένη αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών του ECHA θα συνεπαγόταν αδυναμία του να επιτελέσει τη λειτουργία του, η οποία είναι να μειώνεται ο αριθμός των διαφορών ενώπιον του δικαστή της Ένωσης διασφαλιζομένου παράλληλα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, και θα αντέβαινε στη λογική που υπαγόρευσε τη θέσπιση των κανόνων σχετικά με την έγκριση της εξέτασης αιτήσεων αναιρέσεως σε υποθέσεις οι οποίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο διπλού ελέγχου, ήτοι, αρχικώς, από το συμβούλιο προσφυγών και, εν συνεχεία, από το Γενικό Δικαστήριο.

Τέταρτον και τελευταίο, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια πιο περιορισμένη αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών του ECHA δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει πραγματική προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αφού υπενθύμισε ότι το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει απλώς και μόνον, στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, κατά πόσον είναι δυνατόν από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του να συναχθεί η ύπαρξη σφάλματος στην επίδικη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση μιας τέτοιας πιο περιορισμένης αρμοδιότητας, οι ισχυρισμοί περί ύπαρξης ουσιωδών σφαλμάτων σε απόφαση του ECHA δεν θα μπορούσαν να προβληθούν λυσιτελώς στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

Επιπλέον, αν γινόταν δεκτή η προσέγγιση περί πιο περιορισμένης αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών, τούτο θα είχε ως συνέπεια την άσκηση ανώφελων προσφυγών ενώπιόν του, υπό την έννοια ότι ο προσφεύγων που θα επιθυμούσε την ακύρωση αποφάσεως του ECHA στηριζόμενος αποκλειστικά σε ισχυρισμούς σχετικούς με ουσιώδη σφάλματα της απόφασης αυτής θα ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, ενώ η προσφυγή του θα ήταν, στην περίπτωση αυτή, εξ ορισμού καταδικασμένη να απορριφθεί.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο της επιχείρησής σας.