Skip to content

Αρθρογραφία

Η Έννοια του Σπουδαίου Λόγου Στην Καταγγελία της Σύμβασης Εργασίας

καταγγελάι σύμβασης εργασίας

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι δυνατόν να λυθεί και προ του συμφωνηθέντος χρόνου λήξης της, με έκτακτη καταγγελία οποιουδήποτε εκ των μερών, για σπουδαίο λόγο και χωρίς τήρηση προθεσμίας. 

Σπουδαίος Λόγος

Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, “σπουδαίο λόγο” αποτελούν τα περιστατικά εκείνα, ή ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλόμενων μερών η συνέχιση της συμβάσεως μέχρι τη συμφωνημένη ή εκ του νόμου υποχρεωτική λήξη της, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. 

Θα πρέπει, συνεπώς, να καθίσταται μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα η περαιτέρω συνέχιση της συμβάσεως μέχρι την κανονική της λήξη. Ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας, δύναται να αφορά είτε στο πρόσωπο του εργαζομένου, είτε στο πρόσωπο του καταγγέλλοντας εργοδότη. 

Εξάλλου, αρκεί και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο, αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη (Α.Π. 668/2016).

Για τον προσδιορισμό δε του σπουδαίου λόγου, την κρίση δηλ. αν συντρέχουν τέτοια περιστατικά, συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης, ενώ τα περιστατικά αυτά που συνιστούν σπουδαίο λόγο μπορεί να είναι τυχαία ή να οφείλονται σε ανωτέρα βία, χωρίς να ενδιαφέρει, στην σφαίρα ποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη γεννήθηκαν (ΑΠ 1200/2018).

Περιπτωσιολογία
  • Σπουδαίος λόγος, συντρέχει για τον εργοδότη σε περίπτωση παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. 
  • Σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν λόγω της συμπεριφοράς του εργαζομένου επήλθε κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, αλλά και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία με βάση τα ως άνω ουσιαστικά κριτήρια η συνέχιση της εργασιακής σχέσης παρίσταται ως μη ανεκτή από αυτόν (ΟλΑΠ 8/2007).
  • Σπουδαίος λόγος συντρέχει και σε περίπτωση κατά την οποία, λόγω συνδρομής ορισμένων περιστατικών, τα οποία μπορεί να ανάγονται και στο πρόσωπο ή τις σχέσεις του εργοδότη, ή συνέχιση της εργασιακής σχέσεως αποβαίνει, βάσει των παραπάνω αντικειμενικών κριτηρίων, μη ανεκτή από αυτόν. (Α.Π. 492/2011).

Πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για την θεμελίωση σπουδαίου λόγου η πρόκληση ζημίας στον εργοδότη ή ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας αυτού στο μέλλον από αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου, εάν διατηρηθεί στην θέση του (ΑΠ 824/2005).

  • Μόνη η μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων του εργοδότη, άρα και η μείωση των κερδών ή ακόμη και η δημιουργία ζημιών, δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο υπέρ του τελευταίου για να καταγγείλει τη σύμβαση ορισμένου χρόνου, εφόσον ο εργοδότης φέρει τον οικονομικό κίνδυνο από τη δραστηριότητα του και δε μπορεί με την καταγγελία να επιρρίψει τον κίνδυνο αυτό στο μισθωτό ή να προκαλέσει δυσμενείς συνέπειες σε αυτόν από ενέργειες που ανάγονται στη σφαίρα της δικής του αποκλειστικής δραστηριότητας (ΑΠ 77/2010). 

Κατ’ εξαίρεση μόνο δύνανται τα ως άνω πραγματικά περιστατικά να συγκροτήσουν σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης και δη όταν τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική υπόσταση του εργοδότη από την εξακολούθηση καταβολής μισθού για μεγάλο, ενόψει της υπολειπόμενης διάρκειας της σύμβασης διάστημα. Το δικαστήριο ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση με την άσκηση από τον εργοδότη του δικαιώματος απολύσεως παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία αρχή αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και της αρχής της μη κατάχρησης του δικαιώματος και απορρέει από τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου (ΑΠ 77/2010). 

Καλή Πίστη

Η κρίση του δικαστηρίου για το αν τα συγκεκριμένα περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η καταγγελία της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, συνιστούν την αόριστη νομική έννοια του σπουδαίου λόγου, είναι νομική. Για την ανωτέρω απόφαση αναγκαία καθίσταται, άλλωστε, η αξιολογική στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών υπό το πρίσμα της καλής πίστης (ΑΠ 824/2005).

Σημειώνεται δε ότι η καλή πίστη δεν απαιτείται με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζόμενης μέχρι τη λήξη των παραπάνω προθεσμιών αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. 

Το όριο της θυσίας το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί ν’ αξιωθεί ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζόμενης για την εργασία που συμφωνήθηκε. 

Καταγγελία Χωρίς Σπουδαίο Λόγο

Τυχόν ανυπαρξία σπουδαίου λόγου καθιστά την καταγγελία της συμβάσεως ορισμένου χρόνου άκυρη. Ομοίως, καθίσταται η καταγγελία άκυρη και στην περίπτωση που ο προβαλλόμενος ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας δεν αρκεί μέχρι εκείνου του αναγκαίου βαθμού, ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει την πρόωρη λύση της συμβάσεως.

Ως άκυρη, η καταγγελία θεωρείται ως μη γενομένη. Επομένως, εξακολουθεί να υφίσταται η σύμβαση εργασίας και ο εργοδότης αρνούμενος ν’ αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού οφείλει κατ’ άρθρο 656 ΑΚ μισθούς υπερημερίας (AΠ 504/2017). 

Ειδικότερη περίπτωση άκυρης καταγγελίας, συνιστά και αυτή της καταχρηστικής καταγγελίας κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. θα πρέπει, δηλαδή, και στην περίπτωση της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου τα προβαλλόμενα από τον καταγγέλλοντα γεγονότα να θεμελιώνουν μία αρνητική πρόγνωση για την περαιτέρω λειτουργία της σύμβασης. 

Η καταγγελία πάσχει ακυρότητας και δη λόγω καταχρηστικότητας, όταν τέτοιοι αντικειμενικοί λόγοι, που να δικαιολογούν την αρνητική πρόγνωση δεν υφίστανται, καθώς και όταν εν πάση περιπτώσει η προσφυγή στην καταγγελία αποτελεί αδικαιολόγητη επιλογή του επαχθέστερου μέτρου. 

Το βάρος απόδειξης των περιστατικών που συνιστούν το σπουδαίο λόγο, φέρει εκείνος που έκανε την καταγγελία (ΑΠ 1164/2019).

Σύμβαση Εργασίας Αορίστου Χρόνου

Τέλος, σημειώνεται, ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, λύεται μονομερώς, οποτεδήποτε, με καταγγελία κατά τις ειδικές διατάξεις των  Νόμων 2112/1920 και 3198/1955, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιου ιδιαίτερου λόγου (“ελεύθερη καταγγελία”), δηλαδή χωρίς να εφαρμόζονται τα παραπάνω. 

Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 361 και 669 παρ. 2 ΑΚ, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία, ασκείται με δήλωση του καταγγέλλοντος, η οποία γνωστοποιείται σε αυτόν που απευθύνεται, χωρίς να χρειάζεται να τύχει αποδοχής από αυτόν, παράγει δε τα έννομα αποτελέσματά της, δηλαδή τη λύση της σύμβασης εργασίας, κατά την υπό του άρθρου 167 ΑΚ θεωρία της λήψης, ευθύς ως περιέλθει σύννομα σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται και ανεξάρτητα από τη γνώση του τελευταίου, αρκεί μόνο να ήταν δυνατόν υπό κανονικές συνθήκες αυτός να λάβει γνώση αυτής (ΑΠ 277/2016). 

Λόγω δε του διαπλαστικού χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού, η καταγγελία δεν είναι δεκτική αιρέσεως, εκτός εάν η πλήρωση αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέληση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται (“εξουσιαστική αίρεση” – ΑΠ 1322/2017)

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα εργατικού δικαίου.