Skip to content

Αρθρογραφία

Πρώτη Νομολογία ΣτΕ Για Υποχρεωτικό Εμβολιασμό & Τεστ Covid

Πρώτη Νομολογία ΣτΕ Για Υποχρεωτικό Εμβολιασμό & Τεστ Covid

ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΥ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΥ ΣΕ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Σύμφωνα με Ανακοίνωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ολομέλεια του ΣτΕ κρίνοντας επί αιτήσεως ακυρώσεως που αφορά τον υποχρεωτικό εμβολιασμό 

  1. των υπηρετούντων στις Ειδικές Μονάδες Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ), και 
  2. του ιατρικού, παραϊατρικού, νοσηλευτικού, υγειονομικού και λοιπού προσωπικού δομών υγείας,

κατέληξε σε αποφάσεις που θα δημοσιευτούν μέχρι τον Απρίλιο του ερχόμενου έτους. Ωστόσο, λόγω της σπουδαιότητας του θέματος, ανακοινώθηκε ότι η κρίση του Δικαστηρίου είναι συνοπτικά η εξής: 

Ι. Επί της αιτήσεως ακυρώσεως που αφορά την ΕΜΑΚ, το Δικαστήριο: 
  1. Έκρινε (ομοφώνως) ότι η προσβαλλόμενη πράξη του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ), καθ’ ο μέρος προβλέπει ότι στις ΕΜΑΚ υπηρετεί μόνον εμβολιασμένο προσωπικό και ορίζει απώτατη προθεσμία προγραμματισμού του εμβολιασμού όσων δεν είχαν εμβολιαστεί ή προγραμματίσει τον εμβολιασμό τους προκειμένου να μην απομακρυνθούν από τις υπηρεσίες αυτές, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη.
  2. Έκρινε (ομοφώνως) ότι η ανωτέρω πράξη δημοσιεύθηκε μεν στον εσωτερικό ιστότοπο του ΠΣ, όφειλε όμως να είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 
  3. Περαιτέρω, το  Δικαστήριο, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που τέθηκαν, προχώρησε στην εξέταση αυτών και έκρινε, μεταξύ άλλων, (με μειοψηφία 3 μελών) ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αντίκειται στις συνταγματικές ή υπερνομοθετικές διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση, διότι:
    • ο εμβολιασμός επιβάλλεται  στους υπαλλήλους του ΠΣ που υπηρετούν στις ΕΜΑΚ προς διασφάλιση της αδιάλειπτης επιχειρησιακής λειτουργίας και της πλήρους υπηρεσιακής διαθεσιμότητας του προσωπικού των εν λόγω υπηρεσιών, που έχουν ειδική αποστολή και ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης καθηκόντων,
    • προβλέπεται από ουσιαστικό νόμο και, ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση  του άρθρου 79 παρ. 13 του ν. 4662/2020 σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσιοδότηση στον Αρχηγό του ΠΣ να θεσπίσει εγκύρως, ως πρόσθετο προσωρινό, υπό περιστάσεις πανδημίας, όρο για την καλή κατάσταση της υγείας των υπηρετούντων στις ΕΜΑΚ, τον εμβολιασμό τους κατά του κορωνοϊού covid-19,
    • στηρίζεται σε έγκυρα επιστημονικά δεδομένα επισήμων φορέων στην Ελλάδα (Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, ΕΟΔΥ) και διεθνώς, σύμφωνα με τα οποία ο εμβολιασμός είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος ελέγχου εξάπλωσης της νόσου, ενώ τα οφέλη των  εμβολίων υπερτερούν των τυχόν παρενεργειών, οι οποίες είναι εξαιρετικά σπάνιες. 
ΙΙ. Επί των αιτήσεων ακυρώσεως που αφορούν το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, το Δικαστήριο:
  1. απέρριψε ορισμένες ως απαράδεκτες. 
  2. Τις υπόλοιπες αιτήσεις απέρριψε  (με μειοψηφία 3 μελών) με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν αντίκειται στις συνταγματικές ή υπερνομοθετικές διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτός: 
    • επιβάλλεται στη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα στο πλαίσιο της συνταγματικής υποχρέωσης για επίδειξη κοινωνικής αλληλεγγύης, ειδικώς δε όσον αφορά το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό λόγω της αυξημένης ευθύνης που έχει ως προς τη διαφύλαξη της υγείας των ασθενών, 
    • προβλέπεται από τον νόμο,
    • στηρίζεται σε έγκυρα επιστημονικά δεδομένα τα οποία αποδέχεται η συντριπτική πλειοψηφία των αρμόδιων επιστημονικών φορέων στην Ελλάδα και διεθνώς, σύμφωνα με τα οποία ο εμβολιασμός αποτελεί βασικό εργαλείο για την ανάσχεση της πανδημίας του κορωνοϊού covid-19 και
    • σύμφωνα με τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα, οι σοβαρές παρενέργειες του εμβολιασμού είναι εξαιρετικά σπάνιες. 

Εξ άλλου, (με ισχυρή μειοψηφία 5 μελών) κρίθηκε ότι η αναστολή εργασίας χωρίς την καταβολή του συνόλου των αποδοχών είναι συνταγματικώς ανεκτή

Κρίθηκε επίσης αφ’ ενός ότι η υποχρέωση εμβολιασμού μόνο του ιατρικού, παραϊατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας σε σχέση με άλλες κατηγορίες εργαζομένων και αφ’ ετέρου ότι η προβλεπόμενη διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου της συμμόρφωσης με την υποχρέωση εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού δεν παραβιάζει τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 

ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΕΣΤ COVID & ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ 

Σύμφωνα με την με αριθμό 1386/2021 ΣτΕ (Δ’ Τμήμα) Απόφαση του ΣτΕ η υποχρέωση διενέργειας και η ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματος test (rapid ή Self) για τη διάγνωση του ιού covid 19 δεν παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος και το δίκαιο της ΕΕ, ούτε παραβιάζει τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας. Ειδικότερα:

Ιστορικό

Κατόπιν της από 23.4.2021 γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας κατά του κορωνοϊού Covid-19 και κατ’ επίκληση της ανάγκης σταδιακής αποκατάστασης της εύρυθμης λειτουργίας των υπηρεσιών του δημοσίου τομέα χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, εκδόθηκε ΚΥΑ, με την οποία προβλέφθηκε η υποχρεωτική διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου στο προσωπικό του Δημοσίου ως προϋπόθεση προσέλευσης και παροχής εργασίας με φυσική παρουσία

Ορίστηκαν δε, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής: 

… Ο διαγνωστικός έλεγχος νόσησης διενεργείται υποχρεωτικά μία (1) φορά την εβδομάδα, πριν από την προσέλευση του εργαζόμενου/ης προς παροχή εργασίας με φυσική παρουσία και έχει ισχύ για μία (1) εβδομάδα από την ημέρα διενέργειάς του… 

… Η Γενική Γραμματεία Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα (Γ.Γ.Α.Δ.Δ.Τ.) του Υπουργείου Εσωτερικών αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και στην ανώνυμη εταιρεία … «ΗΔΙΚΑ ΑΕ» τα στοιχεία των υποχρεωτικά υποβαλλόμενων σε διαγνωστική δοκιμασία ελέγχου απασχολούμενων. Η απαιτούμενη ταυτοποίηση των ανωτέρω στοιχείων διενεργείται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης. Υπεύθυνος επεξεργασίας των ανωτέρω δεδομένων ορίζεται η ΗΔΙΚΑ ΑΕ...” 

Κατόπιν, δημόσια υπάλληλος η οποία ήταν υποχρεωμένη να υποβάλλεται σε διαγνωστικό έλεγχο μία φορά την εβδομάδα ως προϋπόθεση για την προσέλευση στην εργασία της, άσκησε αίτηση ακύρωσης υποστηρίζοντας ότι είναι αντισυνταγματικό αλλά και ενάντια στο ενωσιακό δίκαιο:

  1. Αφενός η υποχρέωση υποβολής σε αυτοδιαγνωστικό έλεγχο επ’ απειλή περικοπής των αποδοχών της,
  2. Αφετέρου η επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας της 
Ως προς το ζήτημα της υποχρέωσης υποβολής σε αυτοδιαγνωστικό τεστ

Το ΣτΕ, ακολουθώντας παγιωμένη πλέον νομολογία, έκρινε ότι το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος (“Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος”) δεν απαγορεύει την επιβολή υγειονομικών μέτρων ως προϋπόθεση για την παροχή εργασίας, όταν τούτο επιβάλλεται για την προστασία της δημόσιας υγείας και τηρούνται τα όρια της αρχής της αναλογικότητας, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά. 

Συνεπώς, η άρνηση συμμόρφωσης προς το επίδικο μέτρο και η προσέλευση στον τόπο εργασίας χωρίς την προηγούμενη διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου και δήλωση του αποτελέσματός του, δηλαδή με νόμιμο όρο που έχει τεθεί για την παροχή της εργασίας με φυσική παρουσία υπό όρους υγειονομικής ασφάλειας, συνιστά μη νόμιμη παροχή εργασίας, η έννομη συνέπεια της οποίας δεν παρίσταται προδήλως δυσανάλογη.

Τούτο διότι περιορίζεται στην περικοπή ή μη καταβολή των αποδοχών για όσο χρόνο ο εργαζόμενος αρνείται να συμμορφωθεί με το νομίμως επιβληθέν υγειονομικό μέτρο, χωρίς να προβλέπονται πειθαρχικού χαρακτήρα συνέπειες. Η δε απομάκρυνση και μη αποδοχή της εργασίας από εργαζόμενο που δεν έχει τηρήσει το υγειονομικό μέτρο έχει προστατευτικό και όχι κυρωτικό χαρακτήρα. 

Εξάλλου, επιβαλλόμενο αδιακρίτως σε όλους τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τους φορείς του δημοσίου τομέα που παρέχουν εργασία με φυσική παρουσία, το μέτρο αυτό δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας

Τέλος, ακριβώς επειδή είναι προσωρινοί και σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας οι περιορισμοί που το επίμαχο υγειονομικό μέτρο συνεπάγεται στα δικαιώματα της αιτούσας προς προστασία της δημόσιας υγείας αλλά και της υγείας των άλλων, και κυρίως όσων ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, κατά την προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημικής νόσου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια της αιτούσας.

Ως προς το ζήτημα της επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας

Το ΣτΕ έκρινε ότι, από τις διατάξεις του εθνικού και ενωσιακού δικαίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. 

Τούτου έπεται ότι η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δεν αποτελεί τη μοναδική νομική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας τους, ακόμη και όταν αυτή αφορά σε δεδομένα υγείας. 

Αντιθέτως, και τα ειδικά αυτά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας ή για την εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης υπευθύνου επεξεργασίας σχετιζόμενης με την υγεία. 

Εν προκειμένω, η ανάγκη προστασίας της υγείας των εργαζομένων και των χρηστών κατά την επάνοδο των δημοσίων υπηρεσιών σε καθεστώς κανονικής λειτουργίας, υπό συνθήκες πανδημίας, και αποτροπής της περαιτέρω διασποράς του μεταδοτικού ιού στην κοινότητα προς διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, αποτελεί επαρκή νομική βάση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, για την επεξεργασία δεδομένων (απλών και υγείας) των απασχολουμένων στο Δημόσιο κατά τη δήλωση του αποτελέσματος του διαγνωστικού ελέγχου στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και τη διαχείρισή του προς τον σκοπό του προσδιορισμού των υποχρέων, της διανομής των αυτοδιαγνωστικών μέσων, αλλά και της άμεσης ενημέρωσης των οικείων διευθύνσεων προσωπικού για την κατάσταση της υγείας τους και τη δυνατότητά τους να παράσχουν εργασία με φυσική παρουσία υπό όρους υγειονομικής ασφάλειας.

Εξάλλου, η επεξεργασία οργανώνεται βάσει ειδικού κανονιστικού πλαισίου που προβλέπει, κατ’ αρχήν, τον σκοπό, τους δημόσιους φορείς που είναι υπεύθυνοι επεξεργασίας και εκτελούντες την επεξεργασία, τα δεδομένα που επιτρέπεται να υπαχθούν σε επεξεργασία, τον χρόνο διατήρησής τους, τεχνικά μέτρα ασφάλειας (για την ακρίβεια των στοιχείων, την ταυτοποίηση των χρηστών, την αυθεντικοποίηση και διαχείριση των εγγράφων κ.λπ.), ενώ ενημέρωση των υποκειμένων σχετικά με την επεξεργασία, τα δικαιώματά τους και τις διευθύνσεις προσωπικού στις οποίες ανακοινώνονται τα δεδομένα περιέχεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Κανονισμού και του ν. 4624/2019, η επαρκής τήρηση των οποίων δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται από την αιτούσα. 

Γνώμη Μειοψηφίας

Κατά τη γνώμη, όμως, του Παρέδρου Ι. Μιχαλακόπουλου, η περαιτέρω επιβολή στους δημοσίους υπαλλήλους της υποχρεώσεως να δηλώνουν το αποτέλεσμα του αυτοδιαγνωστικού ελέγχου αποκλειστικά και μόνο σε ηλεκτρονικώς τηρουμένη, συγκεντρωτική βάση δεδομένων, συνιστά εξαιρετικά δραστική -λόγω του μέσου που επιλέγεται – επεξεργασία δεδομένων και αντίκειται προς την αρχή της αναλογικότητας

Πράγματι, αν σκοπός του επιβληθέντος μέτρου είναι -και δεν μπορεί παρά να είναι – η προστασία της υγείας προσώπων που δυνητικά θα κινδύνευαν από την φυσική παρουσία νοσούντων υπαλλήλων στον χώρο εργασίας, θα αποτελούσε αναγκαίο και ικανό μέσο προς τούτο η απευθείας έγγραφη γνωστοποίηση από τους υπαλλήλους προς τα αρμόδια πρόσωπα (Δ/νσεις Προσωπικού κ.λπ.) του αποτελέσματος του ελέγχου, ώστε αυτά τα πρόσωπα να προβούν κατόπιν τούτου στις διαγραφόμενες από την Κ.Υ.Α. ενέργειες, εφόσον συντρέχει περίπτωση. 

Ούτε εκτιμήσεις στατιστικού χαρακτήρα, αναγόμενες στην συγκεντρωτική παρακολούθηση κρουσμάτων της νόσου, μέσω (και) της επίμαχης βάσεως δεδομένων, θα ήσαν ικανές να δικαιολογήσουν (αυτοτελώς ή συντρεχόντως με άλλες) τέτοιας εκ τάσεως και εντάσεως επέμβαση σε ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. 

Συνεπώς, σύμφωνα με τη γνώμη της μειοψηφίας, η ΚΥΑ θα έπρεπε να ακυρωθεί, ακριβώς διότι δεν προβλεπει εναλλακτικά, ως ήσσον επαχθές μέτρο, τουλάχιστον την δυνατότητα των δημοσίων υπαλλήλων να προβαίνουν απευθείας, με σχετική έγγραφη υπεύθυνη δήλωσή τους, στην αναφορά του αποτελέσματος του ελέγχου προς τα αρμόδια όργανα της Υπηρεσίας (πράγμα που συνιστά και εν τέλει εκπλήρωση του υπαλληλικού καθήκοντος). 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα μέτρα covid Στην εργασία.