Η συντηρητική κατάσχεση, ως ασφαλιστικό μέτρο, επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση υπάρξεως επικειμένου κινδύνου, απειλούντος το επίδικο δικαίωμα και προς αποτροπή αυτού ή επί συνδρομής επειγούσης περίπτωσης, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλαχτικών μέτρων, πριν ή κατά την διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης (άρθρα 682 και 688 ΚΠολΔ).
Εν ανυπαρξία ή μη πιθανολόγηση των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνος, σύμφωνα με τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά προσώπου ή της περιουσίας του διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας.
Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως:
- η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή
- επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (ΜΠρΗρακλ 384/2019, ΜΠρΘεσ 3706/2014, ΜΠρΑΘ 449/2004).
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικείμενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις.
Επείγουσα Περίπτωση
Η ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο (όπως η συντηρητική κατάσχεση), απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση.
Ειδικότερα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιοσδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ).
Επικείμενος Κίνδυνος
Επικείμενος δε κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται από αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως όταν απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αϊτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή:
- εγγυοδοσία (άρθρα 704 επ. ΚΠολΔ),
- προσημείωση υποθήκης (άρθρα 706 ΚΠολΔ),
- συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ),
- δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725 ΚΠολΔ) ή
- σφράγιση (άρθρο 737 ΚΠολΔ).
Ωστόσο, μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η λήψη ασφαλιστικού μέτρου, όπως η συντηρητική κατάσχεση και η εγγραφή προσημείωση υποθήκης.
Εξάλλου, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής καταστάσεως κάποιου προσώπου, γιατί υπό αυτή την εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων -και δη υπό την μορφή της προσημειώσεως υποθήκης ή της συντηρητικής κατασχέσεως- επί πάσης εκκρεμούς αγωγής, ενόψει της ενδεχομένης, κατά την κοινή λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής καταστάσεως του διαδίκου.
Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος, που μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των συγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων, όπως η συντηρητική κατάσχεση και η προσημείωση υποθήκης, νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν, κάποτε, ο απών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης.
Ορισμένο Της Αίτησης
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς δε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση.
Στα ασφαλιστικά μέτρα η αξίωση αυτή του νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική για το λόγο ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη, λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη, της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθίαν απαράδεκτη (ΕφΑΘ 1173/99, ΜΠρΑΘ 20368/87).
Ειδικότερα δε, για το ορισμένο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται έστω και συνοπτικά αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν την συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης και δεν αρκεί η αναφορά στην στερεότυπη διατύπωση του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση συγκεκριμένων, έστω και συνοπτικά, περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (ΕφΑΘ 1173/99).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα ασφαλιστικά μέτρα και τη συντηρητική κατάσχεση.