Η Απόφαση 738/2020 Της ΔΕΔ
Με την με αριθμό 738/2020 Απόφασή της, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), εναρμόνισε την άποψη της φορολογικής Διοίκησης για την φύση άτυπης χρηματικής δωρεάς και την έννοια της απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, με την προγενέστερη νομολογία του ΣτΕ.
Τα Πραγματικά Περιστατικά
Θυγατέρα μετέφερε χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό της μητέρας της, προκειμένου η τελευταία να καλύψει τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Παρότι αποδείχθηκε ότι το ποσό πράγματι κατευθύνθηκε σε πληρωμή φόρων, εντούτοις η αρμόδια ελεγκτική αρχή (ΔΟΥ) έκρινε ότι η προαναφερόμενη μεταφορά χρηματικού ποσού συνιστά άτυπη δωρεά χρημάτων και επέβαλε στη θυγατέρα φόρο δωρεάς. Η τελευταία προσέφυγε στην ΔΕΔ.
Νομικό Πλαίσιο
Πότε επιβάλλεται φόρος δωρεάς
Άρθρο 1 ν. 2961/2001: “1. Επιβάλλεται φόρος στις περιουσίες που αποκτήθηκαν αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας και στα κέρδη από λαχεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. 2. Στο φόρο υπόκειται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά περιουσία από κάποια αιτία από αυτές που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο”.
Άρθρο 35 ν. 2961/2001: “Σε φόρο υποβάλλεται: α) η κείμενη στην Ελλάδα οποιασδήποτε φύσεως περιουσία, που δωρίζεται”.
Η Έννοια Της Δωρεάς
Άρθρο 34 ν. 2961/2001: “Κτήση περιουσίας αιτία δωρεάς, για την επιβολή του φόρου είναι: α) αυτή που προέρχεται από δωρεά η οποία συνιστάται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, β) αυτή που προέρχεται από κάθε παροχή, παραχώρηση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου χωρίς αντάλλαγμα, έστω και αν δεν καταρτίσθηκε έγγραφο”.
Προγενέστερη Νομολογία ΣτΕ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει νομολογήσει ότι για να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί άτυπης δωρεάς θα πρέπει να υπάρχει “αληθής απόκτηση περιουσιακών στοιχείων από τον δωρεοδόχο και όχι μόνον κατά το φαινόμενον” (ΣτΕ 43/2006).
Εκ της ερμηνειας αυτής πηγάζουν τρεις βασικές υποχρεώσεις της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου δωρεάς:
- Να αποδείξει ότι έλαβε χώρα παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα (άτυπη δωρεά), για την οποία δεν καταρτίστηκε έγγραφο
- Σε περίπτωση φορολογουμένων με ιδιαίτερο δεσμό (πχ σύζυγοι, τέκνα κλπ), η φορολογική αρχή θα πρέπει επιπλέον να “αποκλείσει αιτιολογημένα” κάθε άλλη πηγή προέλευσης των χρημάτων, που τυχόν ισχυρίζεται ο φορολογούμενος ότι τα χρήματα προήλθαν
- Να διαπιστώσει,και πάλι αιτιολογημένα, ότι η οικονομική κατάσταση εκείνου που φέρεται ως δωρητής, επιτρέπει σε αυτόν την πραγματοποίηση δωρεάς κατά το ίδιο ποσό.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει θέσει ως καθήκον της φορολογικής αρχής να “αποκλείσει αιτιολογημένα” κάθε άλλη πηγή προέλευσης των χρημάτων, χωρίς να δίνει τη δυνατότητα στη φορολογική Διοίκηση να μεταστρέφει το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών κατά τη διάρκεια των φορολογικών ελέγχων.
Περαιτέρω το ΣτΕ, έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι η φορολογική Αρχή φέρει, καταρχήν, το βάρος απόδειξης όλων των στοιχείων που συγκροτούν την παράβαση. Σε περίπτωση δε αντίθετων ισχυρισμών από τον φορολογούμενο και πάλι η φορολογική αρχή είναι εκείνη που έχει το βάρος να διαπιστώσει “κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο” εαν ευσταθούν οι ισχυρισμοί του φορολογούμενου ή όχι.
Μάλιστα το ΣτΕ, σε ανάλογες περιπτώσεις δεν αφήνει κανένα περιθώριο ερμηνιών όταν αναφέρει πως, εαν η Διοίκηση δεν συμμορφώνεται με τα ανωτέρω τότε “η φορολογική αρχή δεν ανταπεξέρχεται στο βάρος απόδειξης της παράβασης” (ΣτΕ 886/2016)
Η Απόφαση Της ΔΕΔ
Με βάση τα παραπάνω, η ΔΕΔ επιβεβαίωσε ότι, ακολουθώντας τη νομολογία του ΣτΕ, προϋπόθεση, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 ν. 2961/2001, είναι η αληθής απόκτηση περιουσιακών στοιχείων από τον δωρεοδόχο και όχι μόνο φαινομενικά.
Στη συνέχεια, υπέδειξε ότι το βάρος της απόδειξης στην περίπτωση αυτή το έχει ο φορολογούμενος.
Έκρινε ότι γίνεται παγίως δεκτό πως, η πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού ενός προσώπου με αντίστοιχη χρέωση του ατομικού λογαριασμού άλλου προσώπου, δεν συνιστά μόνο εκ του λόγου αυτού άτυπη δωρεά του ενός προς τον άλλο.
Ωστόσο, αποφάσισε ότι, στην κρινόμενη περίπτωση, δεν εχώρησε άτυπη δωρεά χρημάτων. Και τούτο διότι η ελεγκτική αρχή, η οποία φέρει το βάρος της απόδειξης, δεν απέδειξε ότι η μεταφορά του εν λόγω χρηματικού ποσού έγινε από χαριστική αιτία (“animus donandi”) αλλά στηρίχθηκε για τον καταλογισμό του φόρου στην στιγμιαία και βραχυχρόνια επαύξηση της περιουσίας της προσφεύγουσας, εξαιτίας της μεταφοράς χρηματικού ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό της.
Ωστόσο, δεν συντρέχει “αληθής” απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον η μεταφορά του εν λόγω χρηματικού ποσού έγινε για την εκπλήρωση οικογενειακών υποχρεώσεων (πληρωμή φόρων).
Έτσι, η απλή πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού δεν φέρει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της άτυπης δωρεάς, εαν δεν επέρχεται ταυτόχρονα επαύξηση περιουσίας, αλλά το υπό κρίση χρηματικό ποσό χρησιμοποιείται για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων της οικογένειας.
Με τα όσα ανέφερε στην παραπάνω απόφαση της η ΔΕΔ, έγινε ένα σημαντικό βήμα προς στον εξορθολογισμό και την, εν τέλει, νομιμότητα της δράση της φορολογικής Διοίκησης. Τούτο δε, δεν αφορά μόνο την περίπτωση δωρεάς αλλά κάθε κίνηση τραπεζικού λογαριασμού την οποία, μέχρι τώρα, η φορολογική αρχή θεωρούσε a priori προσαύξηση περιουσία επιβάλλοντας τον ανάλογο φόρο.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις.