NFTs Στην Ελλάδα – Νομικό Πλαίσιο & Πνευματικά Δικαιώματα 

NFTs (Non-Fungible Tokens) είναι μοναδικά ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται σε ένα blockchain και διακρίνονται από την ιδιότητα της μη-ανταλλαξιμότητας (non-fungibility).

Είναι, δηλαδή, μια κατηγορία κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό, μη ανταλλάξιμο αντικείμενο ή δικαίωμα, καταγεγραμμένο σε ένα blockchain. 

Παραδείγματα NFTs μπορούν να αποτελέσουν από έργα ψηφιακής τέχνης και συλλεκτικά αντικείμενα, μέχρι μουσική, βίντεο και εικονική ιδιοκτησία σε metaverse

Ταυτόχρονα, όμως, τα NFTs δημιουργούν και νομικές προκλήσεις.

Τούτο διότι δημιουργείται ένα περιβάλλον νομικής αβεβαιότητας, ιδίως όσον αφορά την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, τη φύση της ιδιοκτησίας των NFTs και τις φορολογικές πτυχές αυτών. 

Τεχνική Και Νομική Φύση Των NFTs
Τεχνική Φύση

Όπως προαναφέρθηκε, τα NFTs, είναι μοναδικά ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται σε ένα blockchain. 

Η ονομασία τους προέρχεται από τον όρο «nonfungible » (μη ανταλλάξιμο), που σημαίνει ότι κάθε NFT είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο όμοιο.

Σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα όπως το Bitcoin ή το Ethereum, τα οποία είναι «fungible», δηλαδή «ανταλλάξιμα», (για παράδειγμα ένα Bitcoin μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο Bitcoin ή άλλο περιουσιακό στοιχείο χωρίς απώλεια αξίας), ένα NFT έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν αναντικατάστατο. 

Αυτή η μοναδικότητα πιστοποιείται μέσω της τεχνολογίας blockchain, η οποία λειτουργεί ως ένα αποκεντρωμένο, αμετάβλητο δημόσιο καθολικό.

Περαιτέρω, κάθε NFT περιέχει πληροφορίες που το καθιστούν μοναδικό, όπως τα μεταδεδομένα που περιγράφουν το ψηφιακό περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται (π.χ., μια εικόνα, ένα βίντεο, ένα τραγούδι, μια ανάρτηση στα Social Media, ή ένα αντικείμενο εντός παιχνιδιού). 

Από τεχνική άποψη, ένα NFT αποτελεί ένα έξυπνο συμβόλαιο (smart contract) που περιέχει μεταδεδομένα σχετικά με ένα συγκεκριμένο ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο. Περιέχει, δηλαδή, πληροφορίες που το καθιστούν μοναδικό, 

Αυτά τα μεταδεδομένα περιγράφουν το ψηφιακό περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται  (πχ μια εικόνα, ένα βίντεο, ένα τραγούδι, μια ανάρτηση στα Social Media, ή ένα αντικείμενο εντός παιχνιδιού) και  μπορεί να περιλαμβάνουν πληροφορίες που καθιστούν το NFT μοναδικό, όπως για παράδειγμα  τον τίτλο του έργου, τον δημιουργό, την περιγραφή και ένα σύνδεσμο προς το πραγματικό ψηφιακό αρχείο. 

Η τεχνολογία blockchain εξασφαλίζει την αμεταβλητότητα και την επαληθευσιμότητα αυτών των πληροφοριών (καθώς η ιδιοκτησία ενός NFT καταγράφεται στο blockchain), δημιουργώντας έτσι ένα αδιαμφισβήτητο αρχείο ιδιοκτησίας.

Ένα NFT δεν είναι το ίδιο το ψηφιακό έργο, αλλά ένα πιστοποιητικό ιδιοκτησίας ή μια βεβαίωση που αποδεικνύει ότι κάποιος κατέχει ένα συγκεκριμένο ψηφιακό στοιχείο, με την ιδιότητα του μοναδικού και μη αναπαραγώγιμου, καταγεγραμμένο σε ένα κατανεμημένο καθολικό (blockchain).

Επομένως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κατοχή ενός NFT ΔΕΝ συνεπάγεται την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων του υποκείμενου έργου. 

Ο δημιουργός του ψηφιακού περιεχομένου διατηρεί συνήθως τα πνευματικά δικαιώματα, εκτός αν αυτά μεταβιβαστούν ρητά μέσω συμφωνίας. Το NFT πιστοποιεί την ιδιοκτησία του συγκεκριμένου ψηφιακού «διακριτικού» και όχι του ίδιου του έργου.

Η δημιουργία ενός NFT ονομάζεται «minting» και περιλαμβάνει την καταγραφή του ψηφιακού περιουσιακού στοιχείου στο blockchain. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί ένα μοναδικό αναγνωριστικό και ένα ιστορικό συναλλαγών που μπορεί να επαληθευτεί από οποιονδήποτε. 

Τα NFTs διαπραγματεύονται σε ειδικές πλατφόρμες (marketplaces) χρησιμοποιώντας κρυπτονομίσματα, με τις συναλλαγές να καταγράφονται στο blockchain, εξασφαλίζοντας διαφάνεια και ασφάλεια. Η αξία τους καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, καθώς και από την αντιληπτή μοναδικότητα και την καλλιτεχνική ή ιστορική τους αξία.

Νομική Φύση

Η νομική φύση των NFTs είναι ακόμη υπό συζήτηση παγκοσμίως. Τα NFTs μπορούν να ειδωθούν και ως:

  • Ψηφιακά Περιουσιακά Στοιχεία: Αυτή είναι η πιο κοινή προσέγγιση. Αντιμετωπίζονται ως άυλα κινητά πράγματα, παρόμοια με τις μετοχές ή τα κρυπτονομίσματα, αλλά με την ιδιαιτερότητα της μοναδικότητας.
  • Άδειες Χρήσης: Σε πολλές περιπτώσεις, η αγορά ενός NFT μπορεί να σημαίνει την απόκτηση μιας άδειας χρήσης του υποκείμενου ψηφιακού έργου, χωρίς να μεταβιβάζονται τα πνευματικά δικαιώματα.
  • Δικαιώματα επί Υποκείμενου Έργου: Σπανιότερα, και συνήθως με ειδικές συμβατικές ρυθμίσεις, η ιδιοκτησία ενός NFT μπορεί να συνδέεται με τη μεταβίβαση συγκεκριμένων πνευματικών δικαιωμάτων.
Νομικό Πλαίσιο 
Το Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο 

Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, η ραγδαία εξέλιξη των NFTs προηγείται της νομοθετικής προσαρμογής. 

Συγκεκριμένα, το ελληνικό δίκαιο δεν διαθέτει ειδικό πλαίσιο για τα NFTs και επομένως, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς και οι διατάξεις του Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα:

Όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται αναλογικά το παρακάτω νομικό πλαίσιο:

Ελληνική Νομοθεσία
  • Ν. 2121/1993 «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων»: Αποτελεί το βασικό νομοθέτημα για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενσωματώνοντας τις σχετικές Οδηγίες της ΕΕ.
  • Αστικός Κώδικας: Οι γενικές αρχές του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις ενοχικού δικαίου και αδικοπραξιών βρίσκουν εφαρμογή.
  • Ν. 4967/2022: Ρυθμίζει τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις συναλλαγές NFTs.
Το Νομικό Πλαίσιο Στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε διαδικασία προσαρμογής του νομικού της πλαισίου στις νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των NFTs. Αν και δεν υπάρχει ακόμα ειδική νομοθεσία αποκλειστικά για τα NFTs, σημαντικές Οδηγίες και Κανονισμοί είναι ήδη σε ισχύ ή υπό συζήτηση και επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα τις συναλλαγές με NFTs:

  • Οδηγία 2001/29/ΕΚ (InfoSoc Directive): Εναρμονίζει ορισμένες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ιδίως όσον αφορά την αναπαραγωγή και τη δημόσια διάθεση.
  • Οδηγία 2004/48/ΕΚ (IPR Enforcement Directive): Παρέχει εργαλεία για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών μέτρων, αποζημιώσεων και μέτρων κατά της παραποίησης/απομίμησης.
  • Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR): Οι κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα blockchain περιέχουν αναγνωρίσιμα προσωπικά δεδομένα.
  • Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 (MiCA – Markets in Crypto-Assets Regulation): Αυτός ο κανονισμός, ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ και θα εφαρμοστεί πλήρως από τα τέλη του 2024/αρχές 2025, αποτελεί ορόσημο. Ενώ τα περισσότερα NFTs (ιδιαίτερα τα μοναδικά και μη ανταλλάξιμα) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του MiCA (άρθρο 4 παρ. 2), ο κανονισμός παρέχει ένα πλαίσιο για την εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων και των εκδοτών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να έχουν χαρακτηριστικά παρόμοια με χρηματοοικονομικά μέσα. Είναι σημαντικό να αξιολογείται κατά περίπτωση εάν ένα συγκεκριμένο NFT εμπίπτει στις εξαιρέσεις ή όχι. 
  • O Κανονισμός Της ΕΕ Για Την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act): Αν και δεν αφορά άμεσα τα NFTs, είναι σημαντική για το μέλλον της ψηφιακής δημιουργίας, καθώς η χρήση ΑΙ στη δημιουργία έργων που ενδέχεται να «tokenποιηθούν» θα εγείρει νέα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και δημιουργίας. 
  • Πρόταση Οδηγίας για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (AMLD6): Αν και δεν έχει ακόμη εγκριθεί, αναμένεται να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των κανόνων AML/CFT και σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων δυνητικά και εκείνων που εμπλέκονται σε συναλλαγές NFTs.
Πνευματικά Δικαιώματα & NFTs

Το κεντρικό νομικό ζήτημα που ανακύπτει με τα NFTs είναι η σχέση τους με τα πνευματικά δικαιώματα και την πνευματική ιδιοκτησία

Όπως προαναφέρθηκε ότι η αγορά και κατοχή ενός NFT δεν συνεπάγεται την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων του υποκείμενου έργου, δηλαδή των πνευματικών δικαιωμάτων του ψηφιακού έργου που αντιπροσωπεύει.

Δικαιώματα Δημιουργού & Δικαιώματα Ιδιοκτήτη NFT

Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, και ειδικότερα τον Ν. 2121/1993 «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», ο δημιουργός ενός έργου αποκτά αυτοδικαίως και πρωτογενώς το πνευματικό δικαίωμα επί του έργου του, χωρίς να απαιτείται καμία διατύπωση. 

Το πνευματικό δικαίωμα περιλαμβάνει:

  • Το περιουσιακό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (αναπαραγωγή, διανομή, παρουσίαση στο κοινό, προσαρμογή κ.λπ.).
  • Το ηθικό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας του έργου, διατήρησης της ακεραιότητάς του και προστασίας της προσωπικής σχέσης του δημιουργού με το έργο του.

Όταν ένα ψηφιακό έργο «tokenποιηθεί» ως NFT, ο δημιουργός διατηρεί καταρχήν όλα τα πνευματικά του δικαιώματα, εκτός αν συμφωνηθεί ρητά το αντίθετο. 

Ο αγοραστής του NFT αποκτά την ιδιοκτησία του token και όχι απαραίτητα του υποκείμενου ψηφιακού έργου. 

Αυτό σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του NFT έχει το δικαίωμα να το μεταπωλήσει, να το εμφανίσει ως δική του ιδιοκτησία, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να το αναπαράγει, να το διανείμει, να το τροποποιήσει ή να το χρησιμοποιήσει για εμπορικούς σκοπούς χωρίς την άδεια του δημιουργού.

Φορολογικές Πτυχές των NFTs στην Ελλάδα

Η φορολογική μεταχείριση των NFTs στην Ελλάδα, προφανώς, δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Δεδομένης της απουσίας ειδικής νομοθεσίας, η φορολογική προσέγγιση μπορεί να γίνει μόνο αναλογικά με βάση ήδη υφιστάμενες διατάξεις.

Φορολογία Εισοδήματος

Η πώληση ενός NFT από ιδιώτη μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε ως

  • Κέρδος από μεταβίβαση κεφαλαίου: Εάν η αγοραπωλησία δεν αποτελεί άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, το κέρδος μπορεί να φορολογηθεί ως υπεραξία. Ωστόσο, η φορολόγηση υπεραξίας από κινητές αξίες είναι γενικά μηδενική για ιδιώτες, εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις συστηματικής δραστηριότητας.

είτε ως

  • Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα: Εάν η δραστηριότητα απόκτηση και πώλησης NFTs χαρακτηριστεί ως συστηματική και επαγγελματική, τότε τα κέρδη θα φορολογηθούν ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με τις ισχύουσες φορολογικές κλίμακες για φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η διάκριση μεταξύ «ερασιτεχνικής» και «επαγγελματικής» δραστηριότητας είναι λεπτή και απαιτεί αξιολόγηση κατά περίπτωση.
ΦΠΑ

Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με NFTs (πχ δημιουργία, minting, πώληση σε πλατφόρμες) πιθανότατα υπάγεται σε ΦΠΑ. Η υπαγωγή ή μη εξαρτάται από την ακριβή φύση της υπηρεσίας και τον χαρακτηρισμό του NFT.

Εάν το NFT θεωρηθεί «άυλο αγαθό» ή «υπηρεσία», τότε θα εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ. Η φορολογική αντιμετώπιση του ΦΠΑ στις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και συναφή περιουσιακά στοιχεία εξακολουθεί να είναι θέμα συζήτησης και αναμονής διευκρινίσεων από τις φορολογικές αρχές.

Άμεσα Ζητήματα Προς Ρύθμιση

Οι κυριότερες προκλήσεις που ανακύπτουν και χρήζουν άμεσης ρύθμισης, περιλαμβάνουν:

  • Παραβιάσεις Πνευματικών Δικαιωμάτων: Είναι συχνό φαινόμενο η «tokenποίηση» και πώληση ψηφιακών έργων ως NFTs χωρίς την άδεια του δημιουργού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2121/1993 περί παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων (άρθρα 65 επ.), που προβλέπουν αστικές και ποινικές κυρώσεις.
  • Ο θιγόμενος δημιουργός μπορεί να ζητήσει άρση της προσβολής, παράλειψή της στο μέλλον, αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και καταστροφή των παράνομων αντιγράφων.
  • Άδειες Χρήσης: Για να αποκτήσει ο αγοραστής ενός NFT περισσότερα δικαιώματα επί του υποκείμενου έργου, απαιτείται ρητή συμβατική ρύθμιση με τον δημιουργό. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω άδειας χρήσης (license), η οποία μπορεί να ενσωματωθεί στα metadata του NFT ή να παραπέμπει σε εξωτερικούς όρους χρήσης. Η άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το εύρος των δικαιωμάτων που παραχωρούνται (π.χ., δικαίωμα δημόσιας προβολής, δικαίωμα αναπαραγωγής για προσωπική χρήση, δικαίωμα χρήσης σε εμπορικά προϊόντα κ.λπ.). Πρότυπα όπως το Creative Commons ή ειδικά πρότυπα για NFTs (π.χ., ERC-721 «Immutable Licenses») μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
  • Smart Contracts: Τα smart contracts (έξυπνα συμβόλαια) που ενσωματώνουν τα NFTs μπορούν να περιλαμβάνουν ρήτρες που αυτοματοποιούν την καταβολή δικαιωμάτων (royalties) στον αρχικό δημιουργό κάθε φορά που το NFT μεταπωλείται στην δευτερογενή αγορά. Αυτό ενισχύει το δικαίωμα αμοιβής του δημιουργού.
  • Έλλειψη Προστασίας Καταναλωτή: Οι γενικές διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή ενδέχεται να μην καλύπτουν επαρκώς τις ιδιαιτερότητες των συναλλαγών NFTs, ιδίως όσον αφορά την πληροφόρηση, την απάτη και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Νομικό Πλαίσιο των NFTs στην Ελλάδα και την προστασία των Πνευματικών Δικαιωμάτων 

Αποτελεί η Γεύση Τροφίμου Πνευματική Ιδιοκτησία;

Με την με αριθμό C-310/17 (Levola Hengelo BV κατά Smilde Foods BV), απόφασή του, το Δικαστήριο της ΕΕ, ασχολήθηκε με το κατά πόσο η γεύση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, να κατοχυρωθεί και να προστατευθεί.

Ειδικότερα, Δικαστήριο της Ολλανδίας ρώτησε το ΔΕΕ εάν η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.

Η Κοινοτική Οδηγία 2001/29

Η οδηγία 2001/29 ορίζει, στα άρθρα 2 έως 4, ότι τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά τα «έργα» τους, ένα σύνολο αποκλειστικών δικαιωμάτων και προβλέπει, μια σειρά εξαιρέσεων και περιορισμών στα δικαιώματα αυτά.

Η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του «έργου».

Επομένως, και λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, η έννοια αυτή πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση.

Κατά συνέπεια, η γεύση ενός τροφίμου μπορεί να προστατεύεται βάσει του δικαιώματος του δημιουργού σύμφωνα με την οδηγία 2001/29 μόνον εάν η γεύση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Έννοια & Περιεχόμενο Του Όρου «Έργου»

Συναφώς, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ένα αντικείμενο ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις.

Αφενός, πρέπει το συγκεκριμένο αντικείμενο να είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού.

Αφετέρου, ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, μπορούν να χαρακτηριστούν μόνον τα στοιχεία που αποτελούν την έκφραση της εν λόγω προσωπικής πνευματικής εργασίας

Η Σύμβαση Της Βέρνης & Συνθήκη ΠΟΔΙ

Περαιτέρω το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι η Ένωση, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Βέρνης, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία, της οποίας είναι συμβαλλόμενο μέρος και στην εφαρμογή της οποίας αποσκοπεί η οδηγία 2001/29, να συμμορφώνεται προς τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης της Βέρνης.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα περιλαμβάνουν όλες τις παραγωγές λογοτεχνικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής φύσεως, οιοσδήποτε είναι ο τρόπος και η μορφή εκφράσεως.

Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, αντικείμενο της προστασίας βάσει του δικαιώματος του δημιουργού είναι οι μορφές έκφρασης και όχι οι ιδέες, οι διαδικασίες, οι μέθοδοι λειτουργίας ή οι μαθηματικές έννοιες αυτές καθεαυτές.

Επομένως, η έννοια του «έργου» που διαλαμβάνεται στην οδηγία 2001/29 συνεπάγεται κατ’ ανάγκη έκφραση του προστατευόμενου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού αντικειμένου η οποία να το προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια και αντικειμενικότητα, έστω και αν η έκφραση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη μόνιμη.

Η Ερμηνεία Του ΔΕΕ

Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της προστασίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων που εμπεριέχονται στο δικαίωμα του δημιουργού πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τα αντικείμενα που προστατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Το ίδιο ισχύει για τους ιδιώτες, ιδίως επιχειρηματίες, οι οποίοι πρέπει να μπορούν να προσδιορίσουν με σαφήνεια και ακρίβεια τα προστατευόμενα αντικείμενα τρίτων, ιδίως ανταγωνιστών.

Αφετέρου, η ανάγκη εξαλείψεως κάθε στοιχείου υποκειμενικότητας, βλαπτικής για την ασφάλεια δικαίου, κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του αντικειμένου της προστασίας συνεπάγεται ότι το εν λόγω αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ακριβούς και αντικειμενικής έκφρασης.

Όμως, η δυνατότητα ακριβούς και αντικειμενικού προσδιορισμού δεν υφίσταται όσον αφορά τη γεύση τροφίμου.

Συγκεκριμένα, σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με ένα λογοτεχνικό, εικαστικό, κινηματογραφικό ή μουσικό έργο, που αποτελεί ακριβή και αντικειμενική μορφή έκφρασης, ο προσδιορισμός της γεύσης τροφίμου στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στις γευστικές αισθήσεις και εμπειρίες που είναι υποκειμενικές και μεταβλητές, καθόσον εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από παράγοντες που σχετίζονται με το πρόσωπο που δοκιμάζει το συγκεκριμένο προϊόν, όπως η ηλικία του, οι διατροφικές προτιμήσεις του και οι καταναλωτικές του συνήθειες, καθώς και με το περιβάλλον ή το πλαίσιο στο οποίο δοκιμάζεται το προϊόν αυτό.

Περαιτέρω, ακριβής και αντικειμενικός προσδιορισμός της γεύσης τροφίμου, που να παρέχει τη δυνατότητα διάκρισης της γεύσης αυτής από τη γεύση άλλων προϊόντων του ίδιου είδους, δεν είναι δυνατός με τεχνικά μέσα στο παρόν στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης.

Η Απόφαση Του ΔΕΕ

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε ότι επιβάλλεται το συμπέρασμα, βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, ότι η γεύση τροφίμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29.

Λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως περί ομοιόμορφης ερμηνείας της έννοιας του «έργου» εντός της Ένωσης, επιβάλλεται, επίσης, το συμπέρασμα ότι η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού σε γεύση τροφίμου.

Επομένως, στο ερώτημα του Δικαστηρίου της Ολλανδίας δόθηκε η απάντηση ότι η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.

Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν αναιρούν την προστασία προϊόντων Προστατευομένων Ονοµασιών Προέλευσης (ΠΟΠ) & και Γεωγραφικών Ενδείξεων (ΠΓΕ) τα οποία ενσωματώνουν την γεύση ως χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητάς τους.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία έργων.

Πώληση Με Δοκιμή – Νομικό Πλαίσιο & Δικαιώματα Μερών

Πώληση με δοκιμή, αποτελεί μορφή πώλησης, η οποία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή, ο οποίος είναι ελεύθερος να την εγκρίνει ή να την αποποιηθεί, οπότε θεωρείται ότι καταρτίστηκε από την έγκριση ή ματαιώθηκε από την αποποίηση.

Αναλυτικά, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μεταθέσεως της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 150/2022).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 563 ΑΚΗ πώληση με δοκιμή λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή. Ο αγοραστής είναι ελεύθερος να εγκρίνει ή να αποποιηθεί“.

Χαρακτηριστικά

Η ρυθμιζόμενη από την παραπάνω διάταξη πώληση υπό δοκιμή, αποτελεί μία σύμβαση πώλησης, η οποία περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία του είδους της υπό του ως άνω άρθρου 513 ΑΚ προβλεπομένης σύμβασης.

Η τελική δε ισχύς αυτής, εξαρτάται από το εάν ο αγοραστής την εγκρίνει ή όχι, όμως το πραγματικό της σύμβασης αυτής έχει τελειωθεί, ενώ η επέλευση των αποτελεσμάτων της, σε περίπτωση αμφιβολίας, τελεί υπό την αναβλητική εξουσιαστική αίρεση της έγκρισης του αγοραστή.

Η πώληση υπό δοκιμή, μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρώς, όπως στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται από τα μέρη εκφράσεις του τύπου “για δοκιμή”, ως “δοκιμή” κ.λπ. ή και όταν η τελική απόφαση του αγοραστή, δεν πρέπει κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να αναμένεται, πριν την εξέταση ή τη δοκιμή του πράγματος από αυτόν (αγοραστή).

Ο αγοραστής, είναι απόλυτα ελεύθερος να εγκρίνει ή όχι την πώληση:

  • χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση, και
  • χωρίς να υποχρεώνεται να δοκιμάσει προηγουμένως το πράγμα.

Η εν λόγω ελεύθερη κρίση του δεν προϋποθέτει, ούτε την ύπαρξη ή απουσία οποιωνδήποτε ιδιοτήτων ή ελαττωμάτων του πράγματος, και επομένως ο αγοραστής μπορεί να αποκρούσει την πώληση, έστω κι αν δεν προέβη σε εξέταση ή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη ελαττωμάτων.

Ο αγοραστής έχει ευθύνη για την καταβολή του τιμήματος και ευθύνεται κατά τις διατάξεις μη εκπλήρωσης της σύμβασης μόνο αν έχει καταρτιστεί οριστική σύμβαση πώλησης και όχι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπου εφαρμόζονται οι διατάσεις των άρθρων 197-198 ΑΚ (προσυμβατική ευθύνη).

Διαφορά Με Διαλυτική Αίρεση

Αντιθέτως, αν η έγκριση ή όχι του αγοραστή αναφέρεται στην αντικειμενική χρησιμότητα πράγματος, που πωλήθηκε για ορισμένο σκοπό ή στην ύπαρξη ορισμένων ιδιοτήτων ή προκειμένου για μηχάνημα, “αν ευρεθεί να λειτουργεί καλώς“, τότε η έγκριση ή όχι εξαρτάται από αντικειμενικά κριτήρια.

Επομένως, ο αγοραστής δεσμεύεται στο να εγκρίνει, όταν το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι αντικειμενικά θετικό, οπότε δεν πρόκειται για πώληση με δοκιμή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά για πώληση υπό διαλυτική αίρεση (άρθ. 202 ΑΚ), ότι το πράγμα που πωλείται θα είναι κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή θα λειτουργεί καλώς.

Σε αυτήν την περίπτωση, η σύμβαση έχει πλήρως καταρτιστεί και τα έννομα αποτελέσματα της έχουν επέλθει, με την επιφύλαξη όμως δικαιώματος υπαναχώρησης για τον αγοραστή (ΑΠ 743/2023).

Πρόταση Πώλησης Με Δοκιμή

Τέλος, δοκιμή του προς πώληση πράγματος, δυνατόν να συμφωνείται και σε πρόταση για κατάρτιση συμβάσεως πωλήσεως ή προσυμφώνου πώλησης.

Στην περίπτωση αυτή, η οποία διακρίνεται σαφώς από τις προηγούμενες, δεν υπάρχει πώληση, ούτε αίρεση αλλά η πώληση καταρτίζεται μεταγενέστερα με την αποδοχή της προτάσεως εκ μέρους του αγοραστή.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την πώληση με δοκιμή.

ΣτΕ: Αντισυνταγματική Η Απενεργοποίησης ΑΦΜ Για Φοροδιαφυγή

Με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (Ολομ.) 869/2025, το ανώτατο ακυρωτικό, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η αναστολή (απενεργοποίηση) ΑΦΜ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

Ειδικότερα, η Φορολογική Διοίκηση, το έτος 2015, αποφάσισε την αναστολή χρήσης ΑΦΜ Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ) για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. α΄ υποπερ. iv της Πολ. 1200/ 2015 αποφάσεως της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, ήτοι λόγω διαπιστώσεως φοροδιαφυγής όσον αφορά τον Φ.Π.Α., κατά το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013).

Η ανωτέρω ΙΚΕ προσέφυγε στο ΣτΕ, το οποίο έκρινε τα παρακάτω.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το νομοθετικό πλέγμα της συγκεκριμένης υπόθεσης, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, είναι:

  • Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, και ειδικότερα τα άρθρα 10 και 11 στα οποία ρυθμίζονται, αντίστοιχα, η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου.
  • Ο Κανονισμός (Ε.Ε.) 904/2010 του Συμβουλίου, ο οποίος ενσωματώθηκε στον ΚΦΔ.
  • Η Πολ. 1200/2.9.2015 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός διαδικασίας αναστολής του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών» στην οποία, ορίζονται μεταξύ άλλων, ότι:

«Η Φορολογική Διοίκηση αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. για διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών στις περιπτώσεις που: α) υφίστανται στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή. Ως στοιχεία τέτοια νοούνται: i … iv. η διαπίστωση φοροδιαφυγής όσον αφορά το Φ.Π.Α., κατά την έννοια και τα όρια του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. όπως ισχύει … β) Α.Φ.Μ. για οποιοδήποτε λόγο καθίσταται από τη Φορολογική Διοίκηση “απενεργοποιημένος” και φέρει τη σχετική ένδειξη στο Υποσύστημα Μητρώου των Φορολογουμένων στο ΤΑΧIS»

  • Το άρθρο 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΕ

Το ΣτΕ, στην απόφασή του, έκρινε ότι με την παραπάνω συνταγματική διάταξη παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία.

Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων.

Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

Περαιτέρω, επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.

Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως.

Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο ενεργεί η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα.

Η αναφερθείσα ουσιαστική ρύθμιση μπορεί να υπάρχει τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

Προϋποθέσεις Νομοθετικής Εξουσιοδότησης

Ωστόσο, όταν το αντικείμενο της ρύθμισης αφορά την οργάνωση επαγγέλματος ή την άσκηση οικονομικής ελευθερίας ή ατομικού δικαιώματος, προκειμένου να είναι ανεκτή η ρύθμισή τους με υπουργική απόφαση (ή πράξη άλλου οργάνου της διοίκησης), πρέπει, πάντως, η ουσιαστική ρύθμιση του θέματος να διαγράφεται, έστω σε γενικές γραμμές, στην εξουσιοδοτική ή άλλη διάταξη.

H απαίτηση αυτή επιβάλλεται λόγω της ανάγκης διασφάλισης της αρμοδιότητας του νομοθετικού οργάνου και περαιτέρω συμβάλλει στην ενίσχυση του κράτους δικαίου και ειδικότερα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, λόγω της οριοθέτησης του πλαισίου εντός του οποίου δύναται να κινείται η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση.

Η προβλεπόμενη δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης να αναστέλλει την χρήση αριθμού φορολογικού μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του, μεταξύ άλλων, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος διαπράττει φοροδιαφυγή, συνιστά βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του εν λόγω φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Απόφαση Περί Αντισυνταγματικότητας

Η ρύθμιση αυτή του νόμου, για την οποία, παρέχεται εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να ορίζει με απόφασή του «περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης αριθμού φορολογικού μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης» δεν περιέχει την αναγκαία, λόγω της σημασίας του ρυθμιζόμενου ζητήματος, ουσιαστική ρύθμιση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, με την πρόβλεψη των αναγκαίων εγγυήσεων και τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για την ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων σε περίπτωση φοροδιαφυγής, εφόσον δεν τίθενται όρια στην αρμοδιότητά του.

Περαιτέρω, η ουσιαστική ρύθμιση δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τις λοιπές ρυθμίσεις του ίδιου ή άλλου νόμου, διότι καμία διάταξη δεν περιέχει τέτοιες ρυθμίσεις.

Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε το ΣτΕ, οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4174/2013, κατά το μέρος που προβλέπουν την δυνατότητα αναστολής της χρήσης του Α.Φ.Μ. ή απενεργοποίησης αυτού σε περίπτωση φοροδιαφυγής και παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. για τον ορισμό περιπτώσεων αναστολής ή απενεργοποίησης του Α.Φ.Μ. και των συνεπειών της αναστολής και της απενεργοποίησης (σε περίπτωση φοροδιαφυγής), αντίκεινται στο άρθρο 43 παρ. 2 περ. β του Συντάγματος.

Κατόπιν τούτων, οι διατάξεις της Πολ. 1200/2015 απόφασης της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκαν με την Πολ. 1088/2017 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., καθ’ ο μέρος αναφέρονται στην αναστολή χρήσης και στην απενεργοποίηση Α.Φ.Μ. λόγω φοροδιαφυγής, βασιζόμενες σε αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι μη νόμιμες και ανίσχυρες.

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Κατά την αντίληψη του νομοθέτη, η αναστολή χρήσης του αριθμού φορολογικού μητρώου δεν συνιστά επιβολή κύρωσης για παράβαση διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά έχει προεχόντως τον χαρακτήρα διοικητικού μέτρου και περαιτέρω δεν συνδέεται αμέσως με συγκεκριμένο φορολογικό βάρος, κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας.

Συνεπώς, η διαφορά που ανακύπτει από την προσβολή τέτοιας πράξης υπάγεται, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, η κατ’ άρθρο 63 του ν. 4174/2013 ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως.

Επομένως, αίτηση ακυρώσεως, για την οποία δεν έχει προηγηθεί η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, ασκείται παραδεκτά.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με την απενεργοποίησης ΑΦΜ λόγω φοροδιαφυγής.