Skip to content

Αρθρογραφία

Υπερωρία, Υπερεργασία και Ετοιμότητα Προς Εργασία

Οι ορισμοί του εργατικού δικαίου, ως αφηρημένες έννοιες, συχνά παρερμηνεύονται ή αξιολογούνται υποκειμενικά και ως εκ τούτου λανθασμένα. Στο χώρο της νομικής επιστήμης, αυθεντικός ερμηνευτής του Νόμου, είναι ο Δικαστής. Επομένως, περιεχόμενο της ανάλυσης των όρων του παρόντος αποτελεί η, ομολογουμένως πλούσια, νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων.

Νομικό Πλαίσιο

Οι διατάξεις για τον εργάσιμο χρόνο βρίσκονται στο άρθρο 1 § 2 του ν. 435/1976, από το οποίο προκύπτει ότι :

Η απασχόληση του μισθωτού, υπαλλήλου ή εργάτη, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. 

Επίσης, με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ με την ΥΑ 11770/20.2.1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε σε 40 ώρες.

Στην με αρ. 1/1982 απόφαση του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 ορίζονται τα της αμοιβής για την απασχόληση πέρα από το παραπάνω συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η μη καταβολή του νόμιμου μισθού, συμπεριλαμβανομένων υπερωριών, συνιστά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας που επιφέρει ποινικές κυρώσεις.

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν οι εξής ορισμοί:

Υπερωρία 
Γενικά

Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινιστούν τα χρονικά όρια υπολογισμού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, για τον καθορισμό της υπερωριακής εργασίας, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία. Με την έννοια αυτή, υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέρα των οκτώ ωρών ημερησίως. Υφίσταται δε υπερωριακή εργασία, ακόμα και όταν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας. Τούτο διότι δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες υπερεργασίας εργασίας άλλης ημέρας.

Η υπερωριακή εργασία διακρίνεται και αμείβεται ανάλογα με το χαρακτηρισμό της ως νόμιμης ή παράνομης. Ειδικότερα:

Νόμιμη Υπερωρία

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 εδ. β της από 26-2-75 ΕΓΣΣΕ Ν. 133/75, νόμιμη υπερωριακή εργασία, σε καθεστώς πενθήμερης εργασίας ορίζεται, η πέρα των 45 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών τρίωρη κάθε εβδομάδα εργασία. Το ανωτέρω τρίωρο απασχόλησης θεωρείται ως επιτρεπτό και δεν συμψηφίζεται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης.

Η συγκεκριμένη αμείβεται σύμφωνα  με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο ανάλογα με τον αριθμό των υπερωριών ετησίως (άρθρο 1 του Ν. 435/76).

Παράνομη Υπερωρία

Παράνομη υπερωριακή εργασία ορίζεται αυτή για την οποία δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις του Ν.Δ. 515/70.

Η παράνομη υπερωριακή εργασία, αμείβεται σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 (αδικαιολόγητος πλουτισμός) και την προσαύξηση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.

Ιδιόρρυθμη Υπερωριακή Απασχόληση

Ήδη, μετά την 1η Απριλίου 2001, με την έναρξη του ν. 2874/2000 (αρθρ. 4 παρ. 1), καταργήθηκε η υπερεργασία. ΜΕ τον ίδιο νόμο, η απασχόληση πέρα της 40ης και μέχρι της 43ης ώρας θεωρείται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, η οποία αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. 

Η δε απασχόληση πέραν της 43ης ώρας θεωρείται υπερωριακή. Η νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και μέχρι 120 ώρες ετησίως, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο, επίσης, κατά 50%. Η παράνομη υπερωριακή απασχόληση αμείβεται προσαυξημένη με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. 

Υπερεργασία

Ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόλησή του μισθωτού. Περαιτέρω, σε αυτή υπολογίζεται μόνο η απασχόληση που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης.

Για τις παραπάνω ημέρες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόβλεψη, και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργάσιμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών.

Η πρόσθετη αμοιβή ορίζεται στο ωρομίσθιο του μισθωτού, προσαυξημένο κατά ποσοστό 25%,

Εργασία Σάββατο και Κυριακή

Εαν σε επιχείρηση που εφαρμόζεται η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, ο μισθωτός εργάστηκε και 6η ημέρα την εβδομάδα, η απασχόληση την ημέρα αυτή είναι άκυρη

Τούτο διότι πρόκειται για εργασία παρεχόμενη εκτός των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας, ήτοι σε ημέρα ανάπαυσης. Επομένως δικαιούται γι’ αυτήν αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, έστω και αν κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας εργάστηκε λιγότερες ώρες από το εβδομαδιαίο ωράριο του. Και πάλι, δηλαδή, δεν χωρεί συμψηφισμός.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις 8900/1946 και 25825/1951 ΚΥΑ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του β.δ. 748/1966 προκύπτει ότι:

Η εργασία του μισθωτού την Κυριακή ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωρία στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το τμήμα της που υπερβαίνει το ανώτατο όριο της ημερήσιας απασχόλησης. 

Έτσι, οι ώρες αυτές (του Σαββάτου ή της Κυριακής) δεν συνυπολογίζονται με τις υπόλοιπες ώρες της εβδομάδας για τον προσδιορισμό των ωρών υπερεργασίας ή υπερωρίας της εβδομάδας.

Για την εργασία του Σαββάτου, η οποία είναι άκυρη, αφού παρέχεται εκτός των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή σε ημέρα ανάπαυσης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, έστω και αν κατά τις εργάσιμες ημέρες εργάστηκε λιγότερες ώρες από το εβδομαδιαίο ωράριό του. 

Για δε την εργασία του τις Κυριακές, δικαιούται το ημερομίσθιο αυτού, προσαυξημένο κατά το 75% ή, αν αμείβεται με μισθό, με προσαύξηση 75% του 1/25 του νόμιμου μισθού του. 

Ειδικές ρυθμίσεις ισχύουν για την λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις δύο Κυριακές πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων σύμφωνα με τον νόμο 4177/2013 και την τελευταία Κυριακή κάθε έτους. Τις συγκεκριμένες ημερομηνίες η απασχόληση είναι εκ του νόμου νόμιμη και αμείβεται σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, ήτοι πρόσθετη αμοιβή 75% επί του νόμιμου ωρομισθίου, για όσες ώρες απασχοληθούν.

Ετοιμότητα Προς Εργασία

Κατά πάγια νομολογία, η εργασιακή σχέση προϋποθέτει ενεργή ή θετική παροχή πνευματικής ή σωματικής ανθρώπινης δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο, υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν απλώς δεσμεύεται η ελευθερία του μισθωτού με την υποχρέωση αυτού να παραμένει στον καθοριζόμενο από τον εργοδότη τόπο και χρόνο, για να είναι έτοιμος προς παροχή της εργασίας του, εάν εκ των περιστάσεων παραστεί ανάγκη.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 648,649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των νόμων 3239/1933,1876/1990 και 3755/1957 προκύπτει ότι:

Η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή, φέρει το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας. Εξαιτίας, όμως, της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις ειδικών νόμων ή συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων αναφορικώς προς τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυχτερινή, υπερωριακή ή άλλη εργασία σε ημέρα εορτής ή αναπαύσεως. Τούτο διότι αυτές, εάν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση πλήρους απασχολήσεως ή πάντως διατηρήσεως σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες.

Σε κάθε περίπτωση, νομολογιακά χαρακτηρίζονται ως “σχέσεις ετοιμότητας προς εργασία, η οποία, αναλόγως του βαθμού της ετοιμότητας, διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες:

α) Τη συνηθέστερη στην πρακτική «γνήσια ετοιμότητα προς εργασία». Στη γνήσια ετοιμότητα, ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται, για συγκεκριμένο χρόνο σε ορισμένο τόπο, είτε της επιχείρησης ή και εκτός αυτής, απ’ όπου καλούμενος έχει την υποχρέωση να προσέλθει στον τόπο εργασίας. Ταυτόχρονα οφείλει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση, ώστε να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη. Σε αυτή τη περίπτωση έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον θεωρείται ότι υφίσταται πλήρης απασχόληση. Τούτο διότι, ανεξαρτήτως του εάν τελικά θα παρουσιαστούν περιστατικά για παροχή εργασίας, η κατ’ αυτόν τον τρόπο ετοιμότητα εξομοιούται πλήρως με κανονική εργασία, διότι, εκτός της δέσμευσης της ελευθερίας, υπάρχει και εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού.

β) Τη «μη γνήσια ετοιμότητα» ή «ετοιμότητα κλήσεως». Στην ετοιμότητα αυτή, ο μισθωτός δεν υποχρεούται να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, έχοντας τη δυνατότητα να αναπαύεται ή/και να βρίσκεται εκτός του τόπου εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου. Συγκεκριμένα, δεν εφαρμόζονται, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, οι διατάξεις ειδικών νόμων, συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων αναφορικώς προς τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυχτερινή εργασία, υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά τις νύχτες, εορτές και Κυριακές και την εβδομαδιαία ανάπαυση των εργαζομένων. Εφαρμογή έχει μόνο ο συμφωνηθείς μισθός ή, εάν δεν υφίσταται καν τέτοιος, οι γενικές διατάξεις περί ειθισμένου μισθού.

Στην καθημερινή πρακτική του εργατικού δικαίου, μεταξύ των προαναφερομένων δύο κατηγοριών συναντώνται και «ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας» και μερική εγρήγορση του μισθωτού. Στις περιπτώσεις αυτές αναλόγως των χρονικών διαστημάτων υπολογίζονται και οι αποδοχές του μισθωτού. Σύμφωνα με τη νομολογία, το ζήτημα του προσδιορισμού του είδους ετοιμότητας εργασίας (γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα ή άλλη ενδιάμεση μορφή) είναι πραγματικό και θέμα αποδείξεως των πραγματικών εκείνων περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στη μία ή την άλλη κατηγορία.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που σχετίζεται με την εργατική νομοθεσία.