Skip to content

Αρθρογραφία

Η Ασφάλιση Αστικής Επαγγελματικής Ευθύνης Επιχειρήσεων

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2496/1997, “με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλομένου της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου … να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων του νόμου, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)”.

Δικαιώματα

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 25 που ορίζει ότι “Η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη“, συνάγεται ότι η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης δημιουργεί σχέση μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων και συνεπώς από αυτήν γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του ή του ασφαλισμένου. 

Ο τρίτος ζημιωθείς, που έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή ευθέως, παρά μόνο με πλαγιαστική αγωγή κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, στο άρθρο 26 § 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμον υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από το /ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική (ΑΠ 746/2020).

Η Προσεπίκληση Του Ασφαλισμένου

Ο λήπτης της ασφάλισης έχει δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης από τον ασφαλιστή με τη διαδικασία της προσεπίκλησης στην ανοιγείσα δίκη. 

Προσεπίκληση, είναι η διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης επιτρέπεται σε τρεις μόνο περιπτώσεις και, ανάμεσα σε άλλες, του υπόχρεου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, δηλ, του καλουμένου “δικονομικού εγγυητή” ήτοι του ασφαλιστή (άρθρο 88 ΚΠολΔ). 

Στην τελευταία αυτή περίπτωση επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο :

  • όλου ή μέρους εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγομένου κύριας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο ή 
  • αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα. 

Από τα παραπάνω συνάγεται περαιτέρω, ότι για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, σύμφωνα με το νόμο ή σύμβαση, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά του προσεπικαλουμένου. 

Απαιτείται δηλ. στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκουμένη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, με την έννοια ότι μόνον εάν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (πρώτη), αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την δεύτερη κατά του προσεπικαλουμένου (ΑΠ 1105/2017).

Περιορισμοί – Εξαιρέσεις

Με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ασφαλιστικού νόμου 2496/1997 ορίζεται ότι “κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών“. 

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει κατ’ αρχήν ότι το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω ασφαλιστικού νόμου αποτελούν ρυθμίσεις “ημιαναγκαστικού” δικαίου (ΑΠ 18/2015), με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό δεν μπορεί να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνο να διευρυνθούν.

Με τον κανόνα αυτό του ημιαναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων του ασφαλιστικού νόμου εκδηλώνεται για λόγους γενικότερου συμφέροντος η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος.

Πράγματι στη σύγχρονη ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου καταναλωτή, δηλαδή του προσώπου που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, ενόψει του ότι στην περίπτωση αυτή ελλείπει η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών με ενδεχόμενη συνέπεια τη φαλκίδευση της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας.

Περαιτέρω όμως με την ίδια διάταξη εισάγονται δύο εξαιρέσεις από τον προαναφερόμενο κανόνα, όπως αναφέρεται παρακάτω.

Εξαιρέσεις Για Την Επαγγελματική Ασφάλιση

Η πρώτη αναφέρεται σε διαφορετικού περιεχομένου ειδικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού, όπως είναι οι περιπτώσεις: 

  • του άρθρου 7 παρ. 3, που επιτρέπει, για την κάλυψη των εξόδων από τη λήψη εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή ή μείωση της ζημίας, τα οποία βαρύνουν κατά το νόμο τον ασφαλιστή, αντίθετη συμφωνία, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, 
  • του άρθρου 7 παρ. 6, σύμφωνα με την οποία με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, 
  • του άρθρου 14 παρ. 4, κατά την οποία, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, μπορεί να συμφωνηθεί η απαλλαγή του ασφαλιστή στο μέτρο που από υπαιτιότητα των υποχρέων ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος (κατά του τρίτου που προξένησε τη ζημία), 
  • του άρθρου 18 παρ. 4, που επιτρέπει τη συμβατική τροποποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού για την ανοικτή ασφάλιση, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, 
  • του άρθρου 19 παρ. 5, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα συμβατικής τροποποίησης των ρυθμίσεων του νόμου για την ασφάλιση πυρκαγιάς, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. 

Χαρακτηριστικό των περιπτώσεων της εν λόγω εξαίρεσης, με την οποία ο νομοθέτης απομακρύνεται από τον προαναφερόμενο κανόνα, είναι, όπως γίνεται φανερό, η ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης

Ασφαλιση Μεταφοράς 

Η δεύτερη εξαίρεση αναφέρεται στις ασφαλίσεις μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης και στη θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών, ως εξ ορισμού εμπορικές ασφαλίσεις, οι οποίες κατονομάζονται περιοριστικά. 

Πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις εμπορικής ασφάλισης μεγάλων επαγγελματικών κινδύνων, στις οποίες προκρίνεται από το νομοθέτη για τη διαμόρφωση των όρων των ασφαλιστικών αυτών συμβάσεων να αναπτυχθεί πλήρως η συμβατική ελευθερία των μερών, αδέσμευτη από τους προστατευτικούς υπέρ του ασφαλισμένου περιορισμούς του ν. 2472/1997, η λειτουργία των οποίων δεν βρίσκει εδώ δικαιολογητική βάση, εφόσον μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει, ενόψει ιδίως του αντικειμένου της ασφάλισης και της επαγγελματικής δραστηριότητας του λήπτη της ασφάλισης, η ιδιωτική αυτονομία με όρους ουσιαστικά διαπραγματικής ισοδυναμίας. 

Υποχρέωση Γνωστοποίησης

Έτσι στις συγκεκριμένες αυτές μορφές ασφάλισης, όπως είναι και η ασφάλιση πίστωσης από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου, μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί με ειδικό όρο του ασφαλιστηρίου ότι ο ασφαλισμένος οφείλει να γνωστοποιήσει εγγράφως στην ασφαλιστική εταιρία την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης μέσα σε ορισμένη προθεσμία από αυτή και ότι αν ο ασφαλισμένος δεν τηρήσει την υποχρέωση αυτή, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του για καταβολή του ασφαλίσματος. 

Το κύρος του όρου αυτού δεν θίγεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2496/1997, από την οποία συνάγεται ότι στις περιπτώσεις της ιδιωτικής ασφάλισης η παράλειψη της υποχρέωσης που επιβάλλεται στον ασφαλισμένο προς αναγγελία της επέλευσης του κινδύνου στον ασφαλιστή μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται είτε νόμιμα είτε συμβατικά, δεν συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του προς καταβολή του ασφαλίσματος, αλλά μπορεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να γεννήσει υποχρέωση του ασφαλισμένου προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία ενδεχομένως υπέστη ο ασφαλιστής εξ αιτίας της παράλειψης αυτής. 

Η διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 33, δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις πιο πάνω εξαιρετικές περιπτώσεις ασφάλισης και δεν μπορεί να εκτοπίσει, ενόψει και του ότι δεν είναι αναγκαστικού δικαίου, την ειδική συμφωνία των μερών για απαλλαγή του ασφαλιστή. Η πιο πάνω απαλλαγή, πρέπει να σημειωθεί ότι επέρχεται ανεξάρτητα από την επίδραση που άσκησε η παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης του ασφαλισμένου σε οποιαδήποτε ζημία του ασφαλιστή, εκτός εάν η απαλλαγή αυτή συνδέθηκε από τα μέρη με την επέλευση τέτοιας ζημίας ή την έκταση αυτής (Ολ Α.Π. 14/2013).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά την ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης της επιχείρησής σας.