Δεδικασμένο, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες.
Περαιτέρω, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία.
Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή.
Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1255/2015).
Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί.
Τούτο σημαίνει ότι εμποδίζεται το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων.
Τέλος, κατά το άρθρο 332 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης,
Επενέργεια Δεδικασμένου
Η παραπάνω απαγόρευση αυτή ενεργεί με δύο τρόπους:
- Κατ’ αρχάς ενεργεί θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη.
- Επίσης, επενεργεί και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο.
Εξαιρέσεις
Εξαίρεση από την παραπάνω διπλή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση.
Τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης.
Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα.
Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 2028/2014).
Έκταση Δεδικασμένου
Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού.
“Έννομη σχέση“, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννoµες συνέπειες.
Επίσης, το δεδικασμένο, εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.
Για να επεκταθεί το δεδικασμένο στο ζήτημα που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως, πρέπει το ζήτημα αυτό να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης (ΑΠ 266/2022).
Δηλαδή, απαιτείται το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί στοιχείο – όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στον οποίο θεμελιώνεται το κύριο, ουσιαστικό ή δικονομικό, ζήτημα, το δε κύριο ζήτημα (να αποτελεί) την έννομη συνέπεια του κανόνα αυτού, την οποία δέχθηκε ή απέρριψε το δικαστήριο.
Ζήτημα, που κρίθηκε “παρεμπιπτόντως“, νοείται πάντοτε έννομη σχέση (υπό την έννοια που προεκτέθηκε), δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου.
Το Δεδικασμένο Στη Διαταγή Πληρωμής
Η άσκηση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, δημιουργεί υποχρέωση του καθ’ ου η εκτέλεση-οφειλέτη να προτείνει τις κατά του τίτλου και της απαίτησης ενστάσεις του και γενικά τους ισχυρισμούς του, όπως αυτούς που αφορούν την βασιμότητα της απαίτησης ή του ύψους αυτής.
Η τελεσίδικη επί της ανακοπής απόφαση, έστω απορριπτική, αποτελεί δεδικασμένο, που δεσμεύει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.
Εξάλλου, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου ως προς την επιδικασθείσα απαίτηση και στην περίπτωση που επιδοθεί δύο φορές στον οφειλέτη, και ο οφειλέτης δεν ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής ή αν η ασκηθείσα ανακοπή είναι εκπρόθεσμη.
Στην περίπτωση δε που η διαταγή πληρωμής αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καθίσταται απαράδεκτη η προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά το κύρος της βάσει αυτής εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, παρόλο που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν με μία από τις δύο ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής ή δεν προβλήθηκαν εμπρόθεσμα ή προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν, έστω και για τυπικούς λόγους, έστω και αν υπάρχει προθεσμία προβολής (ΜΠΠ 363/2021).
Εξάλλου το απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, εκτός βέβαια αν στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί με κύρια αγωγή (γνήσια ένσταση).
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε για το δεδικασμένο στις εμπορικές διαφορές και την αστική δίκη.