Το Δεδικασμένο Στις Εμπορικές Διαφορές Και Την Πολιτική Δίκη

Δεδικασμένο, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες.

Περαιτέρω, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία.

Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή.

Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1255/2015).

Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί.

Τούτο σημαίνει ότι εμποδίζεται το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων.

Τέλος, κατά το άρθρο 332 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης,

Επενέργεια Δεδικασμένου

Η παραπάνω απαγόρευση αυτή ενεργεί με δύο τρόπους:

  • Κατ’ αρχάς ενεργεί θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη.
  • Επίσης, επενεργεί και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο.
Εξαιρέσεις

Εξαίρεση από την παραπάνω διπλή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση.

Τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης.

Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα.

Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 2028/2014).

Έκταση Δεδικασμένου

Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού.

Έννομη σχέση“, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννoµες συνέπειες.

Επίσης, το δεδικασμένο, εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.

Για να επεκταθεί το δεδικασμένο στο ζήτημα που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη παρεμπιπτόντως, πρέπει το ζήτημα αυτό να αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την κρισιολόγηση του κύριου ζητήματος της διαφοράς της πρώτης δίκης (ΑΠ 266/2022).

Δηλαδή, απαιτείται το μεν παρεμπίπτον ζήτημα να αποτελεί στοιχείο – όρο του πραγματικού του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, στον οποίο θεμελιώνεται το κύριο, ουσιαστικό ή δικονομικό, ζήτημα, το δε κύριο ζήτημα (να αποτελεί) την έννομη συνέπεια του κανόνα αυτού, την οποία δέχθηκε ή απέρριψε το δικαστήριο.

Ζήτημα, που κρίθηκε “παρεμπιπτόντως“, νοείται πάντοτε έννομη σχέση (υπό την έννοια που προεκτέθηκε), δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου.

Το Δεδικασμένο Στη Διαταγή Πληρωμής

Η άσκηση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, δημιουργεί υποχρέωση του καθ’ ου η εκτέλεση-οφειλέτη να προτείνει τις κατά του τίτλου και της απαίτησης ενστάσεις του και γενικά τους ισχυρισμούς του, όπως αυτούς που αφορούν την βασιμότητα της απαίτησης ή του ύψους αυτής.

Η τελεσίδικη επί της ανακοπής απόφαση, έστω απορριπτική, αποτελεί δεδικασμένο, που δεσμεύει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.

Εξάλλου, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου ως προς την επιδικασθείσα απαίτηση και στην περίπτωση που επιδοθεί δύο φορές στον οφειλέτη, και ο οφειλέτης δεν ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής ή αν η ασκηθείσα ανακοπή είναι εκπρόθεσμη.

Στην περίπτωση δε που η διαταγή πληρωμής αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, καθίσταται απαράδεκτη η προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά το κύρος της βάσει αυτής εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, παρόλο που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν με μία από τις δύο ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής ή δεν προβλήθηκαν εμπρόθεσμα ή προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν, έστω και για τυπικούς λόγους, έστω και αν υπάρχει προθεσμία προβολής (ΜΠΠ 363/2021).

Εξάλλου το απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, εκτός βέβαια αν στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί με κύρια αγωγή (γνήσια ένσταση).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε για το δεδικασμένο στις εμπορικές διαφορές και την αστική δίκη.

Πωλήσεις Και Εκθέσεις Καλλιτεχνικών Δημιουργημάτων Από Δ.Υ.

Η δυνατότητα ενός καλλιτέχνη δημοσίου υπαλλήλου (Δ.Υ.) να εκθέτει τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες ή και να πωλεί αυτές, έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τον νομοθέτη, τη νομολογία και τα όργανα της Δημόσιας Διοίκησης.

Ειδικότερα απασχόλησε το ερώτημα εάν οι εκθέσεις και πωλήσεις πνευματικών δημιουργιών αποτελούν εμπορική πράξη.

Κατά συνέπεια, εάν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας του δημοσίου υπαλλήλου και της άσκησης εμπορικής δραστηριότητάς, ή έργου επ’ αμοιβή.

Νομοθεσία

Σύμφωνα με τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως ισχύει σήμερα μετά την αναθεώρησή του με τον Ν. 5149/2024 ισχύουν τα εξής:

  1. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.
  2. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο (…).
  3. Δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
Θέση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Προϋποθέσεις

Περαιτέρω, όπως έχει γίνει δεκτό από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) με την υπ’ αριθμ. 436/2012 Γνωμοδότηση της Ολομέλεια Διακοπών αυτού, οι προϋποθέσεις έκδοσης από τη Διοίκηση της προβλεπόμενης άδειας για άσκηση εξωυπηρεσιακής επαγγελματικής δραστηριότητας με αμοιβή, είναι σωρευτικά οι εξής:

  1. Η άδεια να αφορά σε συγκεκριμένο έργο ή εργασία, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς από τον υπάλληλο στη αίτησή του (τόπος, χρόνος, είδος και συνθήκες απασχόλησης).
  2. Το ιδιωτικό έργο ή εργασία να συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου, θα πρέπει δηλαδή να συνάδει με το αντικείμενο της αρμοδιότητας που ασκεί, να μην συγκρούεται το ιδιωτικό συμφέρον του υπαλλήλου προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, γενικότερα, να μη μειώνει το κύρος της.
  3. Το κατά τα ανωτέρω, εκτός του νομίμου ωραρίου λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, αιτηθέν από τον υπάλληλο ιδιωτικό έργο ή εργασία να ασκείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην παρακωλύει ή επηρεάζει την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του και την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του.

Ο έλεγχος της συνδρομής των κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεων εναπόκειται στην  ουσιαστική  κρίση  του  εκάστοτε  επιλαμβανόμενου  υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο, προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτήσεων των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων, προβαίνει στην αξιολόγησή τους και κατ’ επέκταση, στην αποδοχή τους ή μη, με βάση τα, κατά περίπτωση τεθέντα ενώπιόν του πραγματικά στοιχεία (βλ και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 391/2010, 447/2009, 462/2008).

Η γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου προβλέπεται ως ουσιώδης τύπος της ανωτέρω διαδικασίας, αφού με αυτήν διαπιστώνεται, αφενός μεν, η συμβατότητα του έργου ή της εργασίας με την υπηρεσιακή ιδιότητα του αιτουμένου υπαλλήλου και το κύρος της υπηρεσίας, αφετέρου δε, η δυνατότητα του τελευταίου να τα εκτελέσει χωρίς να παρεμποδίζεται η ομαλή εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, καθώς και εάν μπορεί να γίνει σε τόπο και χρόνο που δεν θα επηρεάσουν τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί στα κύρια καθήκοντά του.

Ασυμβίβαστο

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ad hoc με αρ. 81/2021 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. αναφέρεται πως :

«…γίνεται δεκτό ότι κύριος σκοπός του καλλιτέχνη είναι η δημιουργία, με ικανοποίηση της αντίστοιχης φιλοδοξίας του, ενώ το οικονομικό μέρος είναι γι’ αυτόν παρεπόμενο στοιχείο, φέρει δε η πώληση των έργων από τον ίδιο τον δημιουργό τους και κατά την οικονομική της ακόμα πλευρά, τον χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ξένης προς την εμπορία.

Κατά συνέπεια, η από τον καλλιτέχνη πώληση των δικών του καλλιτεχνικών του δημιουργημάτων δεν αποτελεί εμπορική πράξη, καθόσον δεν έχει τα γνωρίσματα της εμπορικής πράξης, προσβλέποντας είτε στην χειροτεχνία, είτε στη διαμεσολάβηση»

Τα ανωτέρω ακολουθούν την παγία νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, κάνοντας μάλιστα η Γνωμοδότηση ρητή αναφορά στην με αρ. 669/1994 απόφαση του Αρείου Πάγου καθώς και στην με αρ. 953/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Η παραπάνω με αρ. 81/2021 Γνωμοδότηση κατέληξε στην εξής απάντηση προς τη Διοίκηση:

«… η από τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, κατασκευή και πώληση καλλιτεχνικών δημιουργημάτων … δεν συνιστούν άσκηση εμπορίας κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 του ΥΚ. Οι λοιπές προϋποθέσεις όμως για τη χορήγηση από τη Διοίκηση της σχετικής άδειας στους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, … ανήκει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης».

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την δυνατότητα καλλιτέχνη δημοσίου υπαλλήλου να εκθέτει ή να πωλεί τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες.

Αμοιβή Μηχανικού Για Έκδοση Οικοδομικής Άδειας

Κατά τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Επομένως, προκύπτει ότι και η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου.

Τούτο διότι με τη σύμβαση αυτή οι συμβαλλόμενοι (μηχανικός και ιδιοκτήτης) αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα παραδόσεως της μελέτης που εκπονήθηκε και των σχεδίων που συντάχθηκαν ως και στο αποτέλεσμα της επιβλέψεως, που είναι η κατά τα συμβατικά στοιχεία, την επιστήμη και τους κανόνες της τέχνης έντεχνη, εμπρόθεσμη και οικονομική εκτέλεση των επιμέρους εργασιών του όλου έργου και όχι στην εργασία που καταβάλλεται για την εκτέλεση αυτών, ως περιεχόμενο της σχετικής συμβάσεως.

Τέλος, με τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθ. 694 ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. 

Χρόνος Καταβολής Αμοιβής

Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 104 του Π.Δ. 696/1974:

Δια τα ιδιωτικά έργα η πλήρης αμοιβή της μελέτης δέον να κατατίθεται, κατά τας κειμένας διατάξεις, προ της υποβολής της συνταχθείσης μελέτης προς έγκριση ή έκδοση της τυχόν απαιτουμένης αδείας“,

Επομένως, από τα παραπάνω συνάγεται ότι, κατά παρέκκλιση της διατάξεως του άρθρου 694 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, κατά την οποία, η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου, επί μελετών ιδιωτικών έργων, οι οποίες υποβάλλονται προς έγκριση ή έκδοση αδείας από αρμοδία αρχή, η αμοιβή του μηχανικού καθίσταται απαιτητή, όταν ολοκληρωθεί η εκπόνηση της μελέτης, ανεξαρτήτως παραδόσεως αυτής προς τον εργοδότη, και κατατίθεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο προ της υποβολής της μελέτης προς έγκριση ή έκδοση αδείας (ΑΠ 724/2019).

Συνεπώς, η συμβατική υποχρέωση του μηχανικού για την έκδοση οικοδομικής άδειας εξαντλείται με την εκπόνηση των σχετικών μελετών και δεν περιλαμβάνει τελική έκδοσης αυτής.

Δηλαδή, ακόμα και στην περίπτωση που η οικοδομική άδεια δεν εκδοθεί, ο μηχανικός δικαιούται να λάβει τη νόμιμη αμοιβή του για την εκπόνηση των μελετών που του ανατέθηκαν.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικό με τη νόμιμη αμοιβή μηχανικού.

Η Ευθύνη Του Παραγωγού Για Ελαττωματικά Προϊόντα

Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα καθορίζεται από τον Ν. 2251/1994 (“Προστασία των Καταναλωτών”), όπως αυτός ισχύει σήμερα, μετά την κωδικοποίηση του με την Υπ. Απόφαση 5338/2018.

Ο παραπάνω νόμος, ενσωματώνει τις κοινοτικές προβλέψεις των Οδηγιών 85/374/ΕΟΚ και 93/13/ΕΟΚ.

Έννοια Καταναλωτή

Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα. 

Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα, σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν την διοχετεύει σε τρίτους (Ολ. ΑΠ 13/2015). 

Εξ’ αντιδιαστολής προκύπτει ότι η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα δεν καταλαμβάνει εταιρείες (νομικά πρόσωπα), καθώς και συναλλαγές για τις οποίες εκδόθηκε τιμολόγιο (και όχι απόδειξη).

Έννοια Προϊόντος

Από τη διατύπωση του άρθρου 6 του ως άνω Νόμου προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της ευθύνης του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα, ως προϊόν θεωρείται κάθε κινητό πράγμα, δηλαδή κάθε ενσώματο αντικείμενο ( όπως το ορίζει η ΑΚ 947), ακόμη και αν έχει ενσωματωθεί ως συστατικό σε άλλο πράγμα κινητό ή ακίνητο. 

Ειδικότερα προβλέπεται πως προϊόντα θεωρούνται και τα κινητά πράγματα που ενσωματώθηκαν ως συστατικά σε άλλα πράγματα κινητά ή ακίνητα.  Προϊόντα θεωρούνται, εξάλλου, οι φυσικές δυνάμεις, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο.

Επίσης, υπάγεται στην εφαρμογή του Νόμου κάθε προϊόν που προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές, ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινούργιο είτε μεταχειρισμένο ή ανασκευασμένο. 

Δεν αποτελούν προϊόντα τα οποία καλύπτονται από τον Νόμο, τα μεταχειρισμένα προϊόντα που διατίθενται ως αντίκες ή ως προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανασκευαστούν πριν από τη χρήση τους, εφόσον ο προμηθευτής ενημερώνει σχετικώς τον καταναλωτή.

Ελαττωματικό Προϊόν

Ελαττωματικό, είναι ένα προϊόν το οποίο δεν παρέχει την προβλεπόμενη απόδοση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ή και την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών και, ιδίως, της εξωτερικής εμφάνισής του, της αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. 

Επίσης, σε κάθε πώληση ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει στον καταναλωτή τα αγαθά με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα.

Δηλαδή, ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορίας και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε (ΑΠ 1359/2018). 

Επίσης, δεν είναι ελαττωματικό ένα προϊόν για μόνο το λόγο ότι μεταγενέστερα τέθηκε σε κυκλοφορία άλλο τελειότερο.. 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο το προϊόν παρέχει την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις και ιδίως η εξωτερική εμφάνιση, η ευλόγως αναμενόμενη χρησιμοποίηση και ο χρόνος θέσεως του προϊόντος σε κυκλοφορία. 

Τρόπο παρουσίασης του προϊόντος (ή διαφορετική εξωτερική εμφάνιση του προϊόντος) αποτελούν και οι ενδείξεις κινδύνου και πρόληψης, οι οδηγίες ασφαλούς χρήσης, οι κάθε είδους ανακοινώσεις που δημιουργούν στους αγοραστές του προϊόντος συγκεκριμένες προσδοκίες, όσον αφορά την παρεχόμενη ασφάλεια κ.λπ. 

Ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό ή μη ελαττωματικότητας του προϊόντος θα πρέπει να δίδεται στις οδηγίες χρήσης ή προφύλαξης με τις οποίες συνοδεύει το προϊόν ο παραγωγός, οι οποίες πρέπει να είναι εύκολα κατανοητές, σαφείς και πλήρεις. 

Εξάλλου ως εύλογα αναμενόμενη χρησιμοποίηση του προϊόντος νοείται η αντικειμενικά αναμενόμενη χρησιμοποίησή του, δηλαδή η κοινωνικά πρόσφορη ή πιθανή και όχι μόνο η χρησιμοποίηση που είναι σύμφωνη με τον προορισμό του.

Συνεπώς ο παραγωγός οφείλει να υπολογίζει και το ενδεχόμενο λανθασμένης χρήσης του πράγματος, όχι όμως και κατάχρησής του. 

Ασφαλές Προϊόν

Ασφαλές θεωρείται το προϊόν το οποίο, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας της και της θέσης αυτού σε λειτουργία, της εγκατάστασής του και των αναγκών συντήρησής του, ή δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει κινδύνους ήσσονος σημασίας, που είναι συνυφασμένοι με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των ακόλουθων στοιχείων:

  • των χαρακτηριστικών του προϊόντος και ιδίως της σύνθεσης, της συσκευασίας, των οδηγιών συναρμολόγησης, της εγκατάστασης και της συντήρησής του,
  • των επιπτώσεων που έχει το προϊόν σε άλλα προϊόντα, εφόσον, ευλόγως, μπορεί να προβλεφθεί ότι το προϊόν αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα,
  • της παρουσίασης του προϊόντος, της επισήμανσής του, των προειδοποιήσεων κινδύνου και των οδηγιών χρήσης και διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας ή πληροφορίας σχετικής με το προϊόν,
  • των κατηγοριών καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω της χρησιμοποίησης του προϊόντος, ιδίως των ανηλίκων και των ηλικιωμένων.

Ρητά προβλέπεται ότι η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή προμήθειας άλλων προϊόντων, χαμηλότερης επικινδυνότητας, δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως μη ασφαλούς ή επικινδύνου.

Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού προϊόντος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από την χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. 

Έννοια Παραγωγού

Ο παραπάνω Νόμος ορίζει ευρύτατα την έννοια του παραγωγού (του ευθυνόμενου δηλαδή προς αποζημίωση) και περιλαμβάνει όχι μόνο τον πραγματικό παραγωγό, αλλά και άλλα πρόσωπα, που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και διανομής, καθώς απώτερος σκοπός του νομοθέτη ήταν να μπορεί ο ζημιωθείς σε κάθε περίπτωση να βρει κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο, προς το οποίο να είναι δυνατόν να προβάλει της αξιώσεις του. 

Ειδικότερα ορίζεται ότι ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα.

Επίσης, ευθύνεται όπως ο παραγωγός και κάθε πρόσωπο το οποίο εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας.

Στην έννοια του πραγματικού παραγωγού, δηλαδή του προσώπου – φυσικού ή νομικού – στην κατασκευαστική δραστηριότητα του οποίου αποδίδεται το προϊόν, υπάγονται ο παραγωγός του τελικού προϊόντος, ο παραγωγής της πρώτης ύλης και ο παραγωγός συστατικού μέρους που ενσωματώθηκε στο τελικό προϊόν. 

Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, σε αγορά αυτοκινήτου κρίθηκε ότι και ο διανομέας θεωρείται “παραγωγός”.

Τέλος, ο Νομος θέλοντας να προστατεύσει πλήρως τον καταναλωτή σε περίπτωση όπου η ανεύρεση του παραγωγού είναι δυσχερής προβλέπει πως όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, κάθε προμηθευτής του προϊόντος θεωρείται παραγωγός, εκτός αν μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή εκείνου που του προμήθευσε το προϊόν.

Ευθύνη Παραγωγού

Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 του άνω νόμου. 

Η ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του.

Απορρέει έτσι άμεσα από το νόμο συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση, η παράβαση της οποίας αποτελεί παράβαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, που επισύρει αυτόνομα την αδικοπρακτική ευθύνη των παραγωγών προμηθευτών.

Ο παραγωγός του τελικού προϊόντος ευθύνεται για όλα τα ελαττώματα τα οποία παρουσιάζει το προϊόν, ακόμη και όταν το ελάττωμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή στην παραγωγική διαδικασία, αλλά βαρύνει τμήμα του προϊόντος προερχόμενο από άλλο επιχειρηματία, από τον οποίο το παρήγγειλε και το προμηθεύτηκε. 

Αντιθέτως, ο παραγωγός συστατικού πράγματος ευθύνεται κατά τις διατάξεις του νόμου υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το ελάττωμα που προκάλεσε τη ζημία εκπορεύεται από το συγκεκριμένο συστατικό μέρος πράγματος. 

Η ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα αποσκοπεί στη διαφύλαξη της σωματικής και περιουσιακής ακεραιότητας των καταναλωτών (διαφέρον ακεραιότητας) από προσβολές εξαιτίας ελαττωματικών προϊόντων (ΑΠ 891/2013). 

Βάρος Απόδειξης
Βάρος Απόδειξης Καταναλωτή

Ο ενάγων, δηλαδή ο καταναλωτής, έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημιώσεως και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης

Το αίτιο όμως της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων, και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. 

Γίνεται έτσι δεκτό, με ανάλογη εφαρμογή του αρθ. 925 ΑΚ, που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προελεύσεως των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και αντίθετα έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ή σε υπαιτιότητα προσώπων για τα οποία ευθύνεται (αρθ. 71 και 922 ΑΚ). 

Έτσι με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται, κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΕφΑθ 47/2006). 

Βάρος Απόδειξης Παραγωγού

Αντίθετα, για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιούμενων προσώπων, πρέπει αυτοί να επικαλεστούν και να αποδείξουν την συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητάς τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική. 

Τέλος, η ζημία, που κατά το χρόνο αυτό πρέπει να αποκατασταθεί, περιορίζεται στο θάνατο και τη σωματική βλάβη προσώπων, καθώς επίσης και στη βλάβη η καταστροφή κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος, εφόσον τούτο προοριζόταν κατά τη φύση του και πράγματι από τον ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση. 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά στην ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα .