Skip to content

Αρθρογραφία

Επιτροπή Ανταγωνισμού: Πρόστιμα Για Εναρμονισμένες Πρακτικές

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την με αριθμό 767/2022 Απόφασή της, έκρινε σχετικά με έρευνά της για τη διαπίστωση τυχόν εναρμονισμένων πρακτικών των εταιρειών παροχής υπηρεσιών σίτισης που συμμετείχαν στις σχετικές διαγωνιστικές διαδικασίες για την παροχή υπηρεσιών σίτισης μεταναστών/ προσφύγων στις νήσους Χίο και Λέσβο.

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ

Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 3959/2011 περί απαγορευμένης σύμπραξης ή/και εναρμονισμένων πρακτικών, είναι:

  • η ύπαρξη συμφωνίας, εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ επιχειρήσεων ή απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, 
  • αντικείμενο ή αποτέλεσμα της ανωτέρω συμφωνίας, εναρμονισμένης πρακτικής ή απόφασης να είναι ο αισθητός περιορισμός, η παρακώλυση ή η νόθευση του ανταγωνισμού.
Η Έννοια Της «Επιχείρησης»

Ως «επιχείρηση», κατά το δίκαιο προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο ή οικονομική ενότητα που ασκεί εμπορική ή άλλη οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του και από τον τρόπο χρηματοδότησής του. 

Η ύπαρξη επιχείρησης προϋποθέτει αυτονομία οικονομικής δράσης και συνακόλουθα πλήρη ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα. Ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά.

Η Έννοια Της Απαγορευμένης Σύμπραξης («συμφωνία» ή / και «εναρμονισμένη πρακτική»)

Κατά πάγια νομολογία, συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3959/2011, θεωρείται ότι υφίσταται όταν οι επιχειρήσεις, ρητά ή σιωπηρά, εγκρίνουν από κοινού σχέδιο που καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της αμοιβαίας δράσης τους (ή αποχής από τη δράση) στην αγορά

Για τους σκοπούς εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, αρκεί οι επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, κάθε φορά που επιχειρήσεις εκφράζουν κοινή βούληση προς επίτευξη επιδιωκομένων τιμών ή επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων ή κατανομής αγορών/πελατείας.

Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο οι συμμετέχοντες να έχουν εκ των προτέρων συμφωνήσει σε ένα ολοκληρωμένο κοινό σχέδιο. Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της συμφωνίας καταλαμβάνει, όχι μόνον συμβάσεις με τη στενή έννοια του όρου, αλλά και συμφωνίες κυρίων. 

Συμφωνία συνιστά και ο καθορισμός από μέρους των συμμετεχουσών σε μία συνάντηση επιχειρήσεων των «κανόνων παιχνιδιού» για τη συμπεριφορά τους στην αγορά, εφόσον εκφράστηκε η επιθυμία ή η ευχή να ακολουθηθεί η συγκεκριμένη συμπεριφορά. 

Η ύπαρξη συμφωνίας εξάλλου μπορεί να προκύπτει άμεσα ή έμμεσα από τη συμπεριφορά των μερών, μπορεί δε να εφαρμόζεται σε ατελείς συνεννοήσεις, καθώς και σε επιμέρους και υπό όρους συμφωνίες κατά τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία οδηγεί σε συμφωνία. 

Με βάση τα προεκτεθέντα, για την έννοια της συμφωνίας, είναι αδιάφορος ο γραπτός ή προφορικός τύπος, καθώς και ο δεσμευτικός ή μη χαρακτήρας της. Συναφώς, αδιάφορο είναι αν οι εκπρόσωποι που συμμετέχουν στη συμφωνία ήταν εξουσιοδοτημένοι να συνάπτουν συμφωνίες με αντίστοιχο περιεχόμενο.

Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία, χωρίς να φτάνει μέχρι τη σύναψη συμφωνίας, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών. 

Η απαίτηση αυτονομίας δράσης των επιχειρήσεων στην αγορά, που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις, αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη, είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υφιστάμενου ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά. 

Η προϋπόθεση δε της αμοιβαιότητας πληρούται οσάκις η από μέρους ενός ανταγωνιστή αποκάλυψη σε άλλον ανταγωνιστή των μελλοντικών του προθέσεων ή της μελλοντικής του συμπεριφοράς στην αγορά ζητήθηκε από τον δεύτερο ή ο επιχειρηματίας αυτός δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση όταν ο ανταγωνιστής του γνωστοποίησε τις προθέσεις του. 

Κρίσιμο, εν προκειμένω είναι ότι οι ανταγωνιστές εν γνώσει τους δέχονται ή προσχωρούν σε μηχανισμούς συμπαιγνίας που διευκολύνουν τον συντονισμό της εμπορικής τους πολιτικής.

Συναφώς, η έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» περιλαμβάνει δύο στοιχεία – ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό, μεταξύ των οποίων πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια. 

Το υποκειμενικό στοιχείο συνίσταται στην εκδήλωση της βούλησης των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων προς εναρμόνιση και προϋποθέτει τη διαπίστωση αμοιβαίων επαφών μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. 

Ως προς το αντικειμενικό στοιχείο, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει μεν συμπεριφορά των μετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά, δεν συνεπάγεται όμως κατ’ ανάγκην ότι η εν λόγω συμπεριφορά θα πρέπει και να επιφέρει, συγκεκριμένα, το περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτέλεσμα. 

Κατά πάγια ενωσιακή νομολογία, τεκμαίρεται ότι οι επιχειρήσεις που ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους με την έννοια που αναλύεται ανωτέρω, οι οποίες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά, δεν μπορεί παρά να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους ή έλαβαν από τους ανταγωνιστές τους, όταν καθορίζουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. 

Ήτοι, για τις επιχειρήσεις που ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους, με την έννοια που αναλύεται ανωτέρω, και εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά τεκμαίρεται ότι υφίσταται η απαιτούμενη κατά τον νόμο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ εκδήλωσης βούλησης (υποκειμενικό στοιχείο) και συμπεριφοράς (αντικειμενικό στοιχείο) και άρα τεκμαίρεται ότι υφίσταται «εναρμονισμένη πρακτική» μεταξύ τους.

Στο βαθμό που η μετέχουσα στη συνεννόηση επιχείρηση συνεχίζει να δραστηριοποιείται στην οικεία αγορά, το σχετικό τεκμήριο εφαρμόζεται έστω και αν η συνεννόηση προκύπτει από μία και μόνο επαφή των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων – ενισχύεται δε οσάκις οι επαφές λαμβάνουν χώρα σε τακτά διαστήματα επί μακρά χρονική περίοδο.

Επιπλέον, η συμμετοχή επιχειρήσεων σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθούν σαφώς στις συμφωνίες αυτές, αποτελεί επαρκή απόδειξη της συμμετοχής και της ευθύνης των εν λόγω επιχειρήσεων στη σύμπραξη – ανεξαρτήτως του αν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις συμμορφώθηκαν τελικά με τα αποτελέσματα/ συμφωνηθέντα στις σχετικές συναντήσεις. 

Η αποστασιοποίηση και μόνο, ήτοι η δημόσια διαφοροποίηση της θέσης μιας επιχείρησης από τα συμφωνηθέντα, σηματοδοτεί την παύση της συμμετοχής μιας επιχείρησης στη σύμπραξη.

Τέλος, μια σύμπραξη μπορεί να συνιστά ταυτόχρονα συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του νόμου, και ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν είναι κρίσιμος για τη στοιχειοθέτηση τυχόν παράβασης.

Παρεμπόδιση, Περιορισμός ή Νόθευση Ανταγωνισμού
Αντικείμενο Της Συμφωνίας ή/και Εναρμονισμένης Πρακτικής

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 του Ν. 3959/2011 μνημονεύει ρητά, ως περιοριστικές του ανταγωνισμού, συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες κατανέμουν τις αγορές ή τις πηγές εφοδιασμού ή καθορίζουν τις τιμές αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής.

Συμφωνίες/ εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενό τους τον περιορισμό του ανταγωνισμού θεωρούνται εκείνες οι οποίες είναι από τη φύση τους ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. 

Στις οριζόντιες συμφωνίες/ εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνονται, σαφώς, και οι σχετικές τον καθορισμό των τιμών ή τον περιορισμό της διάθεσης. Κατά τη σχετική αξιολόγηση του αντικειμένου της σύμπραξης, δεν απαιτείται αντι-ανταγωνιστική πρόθεση, αλλά αρκεί το αντικειμενικά ενδεχόμενο αντι-ανταγωνιστικό αποτέλεσμα

Εφόσον το αντι-ανταγωνιστικό αποτέλεσμα είναι αντικειμενικά ενδεχόμενο, η σύμπραξη είναι απαγορευμένη, έστω και αν οι συμπράττοντες δεν αποσκοπούν στο αποτέλεσμα αυτό.

Εξάλλου, εφόσον μία σύμπραξη που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εμπίπτει στις απαγορευτικές διατάξεις της παρ. 1 των άρθρων 1 Ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ κατά τα προεκτεθέντα, η εν τοις πράγμασι μη εφαρμογή της (εν όλω ή εν μέρει), όπως αντίστοιχα και η μη συμμόρφωση (εν όλω ή εν μέρει) προς τα συμφωνηθέντα, δεν ασκούν κατά νόμο επιρροή στην διαπίστωση της παράβασης, ούτε και συνιστούν λόγο απαλλαγής – ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι η εκάστοτε επιχείρηση μπορεί να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της. 

Η επίκληση αμυντικών επιχειρημάτων, όπως η τυχόν απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, το δυσχερές οικονομικό περιβάλλον ή ακόμη και η άγνοια ότι πτυχές της συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής μπορούσαν να θεωρηθούν παράνομες, δεν απαλλάσσουν τους αυτουργούς της παράβασης από τη διάπραξή της. 

Ούτε, επίσης, απαλλάσσει από την ευθύνη τις συμπράττουσες εταιρίες η τυχόν πεποίθησή τους ότι ενεργούσαν σύμφωνα με τον νόμο. Εξάλλου ο παραβατικός χαρακτήρας μιας σύμπραξης δεν αναιρείται επειδή επιδιώκεται με αυτήν και κάποιος νόμιμος σκοπός. 

Με άλλα λόγια, μια σύμπραξη δύναται να συνιστά εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού, ακόμη και στην περίπτωση που εξυπηρετεί και άλλους (θεμιτούς ή/και νόμιμους) σκοπούς. Συναφώς, εφόσον διαπιστώνεται το περιοριστικό αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί το τυχόν επιχειρηματικό συμφέρον των συμβαλλόμενων. 

Είναι, δηλαδή, αδιάφορο το ζήτημα αν η συμμετοχή κάποιας επιχείρησης στην εν λόγω σύμπραξη, για την οποία υπάρχουν έγγραφες αποδείξεις, υπαγορεύθηκε από συγκεκριμένους εμπορικούς λόγους ή ήταν κατ’ εκτίμηση οικονομικά λογική ή πρόσφορη.

Περιορισμός Παραγωγής ή Διάθεσης

Οι συμφωνίες περιορισμού της παραγωγής συνιστούν πρόδηλο περιορισμό του ανταγωνισμού και είναι το κλασσικό μέσο διατήρησης ή αύξησης επιπέδου τιμών, καθότι, εάν εξέλιπαν οι συμφωνίες αυτές, οι τιμές θα ήταν χαμηλότερες και κατά τούτο πιο ανταγωνιστικές. Στην εν λόγω απαγόρευση εμπίπτει κάθε περιορισμός ή έλεγχος της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών.

Μια ειδική περίπτωση περιορισμού παραγωγής ανακύπτει όταν αυτή συνδυάζεται με συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας. Συγκεκριμένα, δυο μέρη συμφωνούν περιορισμό ή διακοπή της παραγωγής και λαμβάνουν τα προϊόντα της συμφωνίας από το άλλο μέρος κατά τρόπο αποκλειστικό. 

Εάν τα μέρη είναι και δυνητικοί ανταγωνιστές, ανακύπτει ζήτημα παράβασης του 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, έχει κριθεί ότι η ύπαρξη κρίσης στην αγορά δεν δύναται να άρει τον παραβατικό χαρακτήρα μιας σύμπραξης.

ΑΡΘΡΟ 101 ΣΛΕΕ – ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΕΝΔΟΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Αντίστοιχη με τη διάταξη του άρθρου 1 του N. 3959/2011 είναι η διάταξη του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ). Μοναδική επιπλέον προϋπόθεση της εκ παραλλήλου εφαρμογής της ενωσιακής διάταξης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003, σε σχέση με τη διάταξη του εθνικού δικαίου αποτελεί αυτή της δυνατότητας σοβαρής επίδρασης στο ενδοενωσιακό εμπόριο, η τυχόν πλήρωση της οποίας θα πρέπει να εξεταστεί στην κρινόμενη υπόθεση. 

Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια σύμπραξη να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επίδραση στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, με τρόπο αισθητό.

Έτσι, το ενδοενωσιακό εμπόριο μπορεί να επηρεαστεί σε περιπτώσεις, στις οποίες η οικεία αγορά είναι η εθνική αγορά ή τμήμα της, και σε κάθε περίπτωση σημαντικό τμήμα της εσωτερικής αγοράς. 

Στην περίπτωση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο αισθητός χαρακτήρας του επηρεασμού εκτιμάται ιδίως κατ’ αναφορά προς τη θέση και τη σημασία των μερών στην αγορά των σχετικών προϊόντων, τη φύση της συμφωνίας ή της πρακτικής και τη φύση των καλυπτόμενων προϊόντων/υπηρεσιών. 

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι συμφωνίες που καλύπτουν περισσότερα του ενός κράτη-μέλη ή συμφωνίες που αφορούν σε προϊόντα που εύκολα εισάγονται/ εξάγονται δύνανται να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν από τη φύση τους το ενδοενωσιακό εμπόριο.

Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ανακοίνωσή της de minimis επισημαίνει ότι οι συμφωνίες μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), όπως αυτές ορίζονται στην εκάστοτε ισχύουσα Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δε δύνανται καταρχήν να επηρεάσουν το ενδοενωσιακό εμπόριο

Βάσει της σχετικής Σύστασης στην έννοια των ΜΜΕ περιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις των οποίων:
  • ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. € ή 
  • το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού τα 43 εκατ. € και οι οποίες 
  • απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζόμενους, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι μισθωτοί όσο και οι εταίροι που ασκούν τακτική δραστηριότητα εντός της επιχείρησης και προσπορίζονται οικονομικά πλεονεκτήματα από αυτή. 

Η απουσία επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών-μελών τεκμαίρεται από το γεγονός ότι οι δραστηριότητες των ΜΜΕ έχουν συνήθως τοπικό ή το πολύ περιφερειακό χαρακτήρα. Οι ΜΜΕ εντούτοις μπορούν να εμπίπτουν στις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, όταν ασκούν διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα. 

Τέλος, οι συμφωνίες που έχουν τοπικό χαρακτήρα δε δύνανται, αυτές καθαυτές, να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών, ακόμα και αν η τοπική αγορά βρίσκεται σε συνοριακή περιοχή.

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι παραβατικές πρακτικές αφορούν σε σύναψη συμφωνιών με καθαρά τοπικό χαρακτήρα, καθώς αφορούσαν στην παροχή υπηρεσιών σίτισης μεταναστών/ προσφύγων μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών στις νήσους Λέσβο και Χίο, που αποτελούν μικρό μέρος της ελληνικής επικράτειας, εκτιμάται, δυνάμει και των ανωτέρω αναφερομένων, ότι δεν δύνανται να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών και συνεπώς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω

Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμα σε όλες τις ελεγχόμενες εταιρείες πού ξεπέρασαν συνολικά τις 300.000 Ευρώ

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε ζητήματα ανταγωνισμού.