Skip to content

Αρθρογραφία

Εμπορικός Αντιπρόσωπος & Αποκλειστικός Διανομέας

Κατά τους ισχύοντες ορισμούς, ο αποκλειστικός διανομέας συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο. Αντίθετα ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολαβησης, στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Παρά τη θεμελιώδη αυτή διαφορά, εντούτοις έχει κριθεί νομολογιακά ότι οι δύο παραπάνω μορφές επιχειρηματικής συνεργασίας ταυτίζονται εν πολλοίς στο νομικό πλαίσιο που τις διέπει.

Ορισμοί
Εμπορικός Αντιπρόσωπος

Κατά το ΠΔ 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, ο οποίος καλείται «αντιπροσωπευόμενος», την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις συμβάσεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Διακρίνεται σαφώς από τον παραγγελιοδόχο ή τον μεταπράτη.

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας λοιπόν είναι η σύμβαση με την οποίαν τρίτος, που αποκαλείται εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει έναντι αμοιβής (προμήθειας), σε μόνιμη βάση (για ορισμένο ή αόριστο χρόνο), με την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.

Έτσι, βασικά χαρακτηριστικά της συμβάσεως αυτής είναι 

  • ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της, 
  • η σταθερότητα της σχέσης, 
  • η διάρκεια της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου, 
  • η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία της παροχής του τελευταίου (οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, έχει δική του επαγγελματική στέγη, μπορεί να διατηρεί δίκτυο υπό αντιπροσώπων) και 
  • η ενέργεια του επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, που αποτελεί το κύριο εννοιολογικό στοιχείο της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν είναι σταθερά ούτε ασφαλή.
Αποκλειστικός Διανομέας

Περαιτέρω, σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (προμηθευτής – παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικά για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. 

Η ανωτέρω σύμβαση είναι δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας και μόρφωμα, που εξυπηρετεί τις συναλλακτικές ανάγκες της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, ως απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους.

Πρόκειται, λοιπόν, για απόρροια των άρθρων 5 παρ 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ (αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων), από τα οποία προκύπτει ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να διαπλάσσουν τις έννομες σχέσεις τους σε μεγάλο μέτρο και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα που θέτει ο νόμος

Για τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, ελλείπουν συγκεκριμένες διατάξεις στον Εμπορικό Νόμο που να τη ρυθμίζουν και, επομένως, υφίσταται νομοθετικό κενό. Έτσι, έχει κριθεί ότι εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί εντολής του ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές του ΠΔ  219/1991 κατά το μέρος τους που προσαρμόζονται στη φύση και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης σύμβασης, η οποία ομοιάζει, κατά τα ουσιώδη κρίσιμα σημεία της, με εκείνη της εμπορικής αντιπροσωπείας (ΑΠ 364/2014)

Προς επίρρωση των παραπάνω, πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου ο αντιπρόσωπος καθώς και άλλα πρόσωπα, που διαμεσολαβούν στο εμπόριο κατά την πώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών, όπως ο διανομέας, δεν εμπίπτουν ευθέως στο πεδίο εφαρμογής των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών. Επομένως, από πλευράς κοινοτικού δικαίου είναι εξίσου  επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο, όπως στους αποκλειστικούς διανομείς.

Τα παραπάνω οριζόμενα για τον εμπορικό αντιπρόσωπο, εφαρμόζονται στον αποκλειστικό διανομέα ιδίως αν συντρέχουν οι εξής προϋποθεσεις:

  1. εάν ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του αντισυμβαλλομένου του, έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό αλλά και τον ίδιο βαθμό ένταξης στο δίκτυο διανομής, με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης είχε υπόψη του όταν θέσπισε τις προστατευτικές διατάξεις της άνω Οδηγίας, 
  2. εάν ο διανομεάς συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου όπως ο αντιπρόσωπος, 
  3. εάν αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενο του, 
  4. εάν το πελατολόγιό του, κατά τη σύμβαση, είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της σύμβασης διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο και 
  5. εάν γενικώς η οικονομική δράση του διανομέα και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου. 
Τύπος Σύμβασης

Σύμφωνα με το άρθρο 13 της ανωτέρω Οδηγίας “κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο μέρος, αφού το ζητήσει ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της συμβάσεως, καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα. Η παράγραφος 1 δεν παρεμποδίζει κράτος μέλος να ορίσει ότι η σύμβαση είναι έγκυρη μόνο αν καταρτιστεί εγγράφως”. 

Με βάση την παρεχόμενη από τις διατάξεις αυτές της οδηγίας ευχέρεια ο έλληνας νομοθέτης κατά την αρχική του διατύπωσή όρισε τον έγγραφο τύπο ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του εν λόγω διατάγματος. 

Με το ανωτέρω ορίζονταν ότι “Δια την εφαρμογή του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως. β) Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα”. 

Οι ρυθμίσεις αυτές, όμως, ήταν αντιφατικές, αφού αφενός απαιτούνταν έγγραφος τύπος και αφετέρου δίνονταν το δικαίωμα (από το οποίο μάλιστα τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν) να ζητήσει κάθε μέρος ενυπόγραφο έγγραφο με το περιεχόμενο της συμβάσεως και τις τροποποιήσεις της. 

Ενόψει των ρυθμίσεων αυτών, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καταρτίζεται ατύπως, το δε “ενυπόγραφο έγγραφο” που ανέφερε το ΠΔ, δεν συνιστούσε συστατικό τύπο αλλά προβλέπονταν για λόγους αποδεικτικής διευκολύνσεως των μερών, αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης (AΠ 1301/2006, 635/2004).

Το ζήτημα έλυσε η τροποποίηση του ΠΔ με τον ν. 3557/2007, η οποία ενσωμάτωσε τη νομολογία, με την οποία πλέον ορίζεται ότι “α) Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δεν απαιτείται η τήρηση έγγραφου τύπου. β) Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της”.

Καταγγελία Σύμβασης
Τακτική Καταγγελία

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και αποκλειστικής διανομής μπορεί να είναι είτε ορισμένου είτε αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αορίστου χρόνου (τέτοια αποτελεί και η σύμβαση ορισμένου χρόνου την οποία συνεχίζουν να εκτελούν τα δύο μέρη), λύεται με τακτική καταγγελία από καθένα από τους συμβαλλομένους, με τον οριζόμενο χρόνο προμήνυσης, που είναι :

  • ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, 
  • δύο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, 
  • τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, 
  • τέσσερις μήνες από την αρχή του τέταρτου έτους, 
  • πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και 
  • έξι μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη

Δεν είναι δυνατόν να οριστούν μικρότερες προθεσμίες με συμφωνία των συμβαλλομένων. 

Εξάλλου, στο άρθρο 8 παρ. 8 του ως άνω ΠΔ ορίζεται ότι: «Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεσμιών της παρ. 4, σε περίπτωση κατά την οποία ένα εκ των μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών υποχρεώσεων, καθώς και σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων». 

Από τις διατάξεις αυτές προβλέπεται η τακτική καταγγελία της συμβάσεως αορίστου χρόνου από τον αντιπροσωπευόμενο. Τα αποτελέσματα της λύσεως της συμβάσεως δεν επέρχονται αμέσως από την περιέλευση της σχετικής δηλώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο, αλλά από χρόνο μεταγενέστερο, δηλαδή από την καθοριζόμενη από τις άνω διατάξεις προθεσμία, αναλόγως της διάρκειας της συμβάσεως, πριν από την καταγγελία. 

Μέχρι τη λήξη της προθεσμίας αυτής ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να λαμβάνει προμήθεια (αμοιβή) και σε περίπτωση υπερημερίας του αντιπροσωπευόμενου, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωσης, συνιστάμενης στο διαφυγόν κέρδος που θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το ποσό των προμηθειών που λάμβανε πριν από την καταγγελία, το οποίο μετά πιθανότητος θα εξακολουθούσε να λαμβάνει μέχρι τη λύση της.

Τα παραπάνω, δεν αποκλείουν περαιτέρω αποζημίωση του αντιπροσώπου για άλλους αδικοπρακτικούς λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου.

Έκτακτη Καταγγελία

Η έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ή αποκλειστικής διανομής αορίστου χρόνου, προβλέπεται για σπουδαίο λόγο. Σε αυτή μπορεί να προβεί είτε ο αντιπροσωπευόμενος, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του αντιπροσώπου, είτε ο αντιπρόσωπος, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται δηλαδή πταίσμα που να πηγάζει από τις πράξεις ή παραλείψεις αντιστοίχως των ανωτέρω που να αποτελεί σπουδαίο λόγο και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος αυτού και της καταγγελίας, στην οποίαν προβαίνει ο εκάστοτε καταγγέλλων. Τούτο επιβάλλεται από τη γενικότερη κατεύθυνση των ρυθμίσεων αυτών.

Αποζημίωση Εμπορικού Αντιπροσώπου & Αποκλειστικού Διανομέα

Στο άρθρο 9 παρ. 1 του ως άνω ΠΔ ορίζεται ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.

Τούτο εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, σε συνδυασμό και με την τυχόν ρήτρα μη ανταγωνισμού, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης,. Η αποζημίωση, κατά ποσό, δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.

Η χορήγηση εξάλλου, της αποζημίωσης αυτής δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Η Αποζημίωση Πελατείας

Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων: εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας. Αυτοί δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. 

Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος ή ο αποκλειστικός διανομέας, δηλαδή απαιτείται :

α) Η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, 

Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών με αυτούς. 

β) Η διατήρηση και μετά την λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς

Αντίστοιχα διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον παραγωγό από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός  αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον παραγωγό πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι` αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του παραγωγού. 

γ) Η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης

Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας που παραμένει στον παραγωγό μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η αντίστοιχη ωφέλειά του και η δημιουργία κέρδους για τον αντιπρόσωπο, αν συνεχιζόταν η σύμβαση. 

Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 α του ΠΔ 219/1991, ως ωφέλεια επί εμπορικής αντιπροσωπείας νοείται, ό,τι ωφελεί τον αντιπροσωπευόμενο από τη διάρκειά της και διατηρείται απ’ αυτόν μετά τη λύση της σύμβασης. Ως αμοιβή δε νοείται η προμήθεια, την οποία εισπράττει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τον αντιπροσωπευόμενο, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου, ενώ ως προμήθεια θεωρείται η μικτή προμήθεια, χωρίς την αφαίρεση των οργανωτικών και διοικητικών δαπανών λειτουργίας της επιχείρησης του εμπορικού αντιπροσώπου.

Την έννοια της αμοιβής στην σύμβαση αποκλειστικής διανομής, στην οποία ο διανομέας ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του, καταλαμβάνει το κέρδος το οποίο εισπράττει ο τελευταίος από την μεταπώληση του προϊόντος στο όνομα και για λογαριασμό του, και ως τέτοιο θεωρείται, σε περίπτωση ανάλογης εφαρμογής των περί εμπορικής αντιπροσωπείας διατάξεων του π.δ. 219/1991 και επί συμβάσεως διανομής, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το μικτό κέρδος, ως συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα από την εκτέλεση της συμβάσεως. 

Στο κέρδος μπορεί να καταλογιστεί και η αμοιβή την οποία εισπράττει ο προμηθευτής ή διανομέας από τις υπηρεσίες που προσφέρει υποχρεωτικά για την εκτέλεση της σύμβασης της εμπορικής αντιπροσωπείας ή διανομής, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές μετά τη λύση της σύμβασης μεταφέρονται στον αντιπροσωπευόμενο και διατηρούνται απ’ αυτόν ως ωφέλεια του τελευταίου, ο οποίος εισπράττει πλέον την αντίστοιχη αμοιβή από τις υπηρεσίες αυτές. 

Προϋποθέσεις

Κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ως άνω ΠΔ «Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης ή ανόρθωσης ζημίας της προηγουμένης παραγράφου, εάν δεν γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα του», ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου :

«Η αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος, δεν οφείλεται

  1. Όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητος εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο, 
  2. όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός αν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητας του, 
  3. όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενον, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας».

Από τις διατάξεις αυτές, αλλά και από πάγια νομολογία (ΜονΕφΑθ 249/2020), προκύπτει ότι ο αντιπρόσωπος βαρύνεται με την απόδειξη των παραπάνω ουσιαστικών προϋποθέσεων για καταβολή αποζημιώσεως (πρόκειται για εύλογη αποζημίωση), η οποία οφείλεται σε κάθε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως και, συνεπώς, και λόγω της παρόδου της διάρκειας της με τις εξαιρέσεις του άρθρου 9 παρ. 3. Η αποζημίωση εξαρτάται και από το ότι ο εντολέας διατηρεί κατά τη λύση της συμβάσεως ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες, νέους ή παλαιούς. Η διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως κατά τρόπον ευρύ, ώστε να μην οδηγήσει σε αναίρεση της σχετικής αξιώσεως του αντιπροσώπου. 

Έτσι, ουσιαστικά οφέλη διατηρούνται όχι μόνον όταν επιβιώνουν οι συμβάσεις που κατάρτισε ο εμπορικός αντιπρόσωπος (διαρκείς συμβάσεις) αλλά και όταν, έστω κατά τρόπον έμμεσο, με τις ενέργειες του αντιπροσώπου υπάρχει δυνάμει πελατεία για τον αντιπρόσωπο (κύκλος υποψηφίων αγοραστών, καθιέρωση της επιχείρησης του αντιπροσώπου στη σχετική αγορά κλπ). 

Γενικότερα, αρκεί για τη συζητούμενη προϋπόθεση ότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει, από τη δραστηριότητα του αντιπροσώπου και μετά τη λύση συμβάσεως, προοπτικές κέρδους από την πελατεία. Η οφειλομένη αποζημίωση, εξαρτώμενη από τις άνω προϋποθέσεις, πρέπει να είναι εύλογη, το ύψος της οποίας όμως δεν μπορεί να υπερβεί τα ποσά του προαναφερθέντος άρθρου 9 παρ. 1. Το ύψος της ωφέλειας του αντιπροσωπευομένου, η διάρκεια της συμβάσεως και άλλα αντικειμενικά περιστατικά προσδιορίζουν το μέγεθος της σχετικής αποζημιώσεως. Η αξίωση για εύλογη αποζημίωση δεν δημιουργείται εάν η λήξη της αντιπροσωπείας οφείλεται σε καταγγελία για υπαίτια παράβαση εκτελέσεως των υποχρεώσεων ή σε υπαίτιες έκτακτες περιστάσεις, εάν η λήξη επήλθε με καταγγελία του αντιπροσώπου μη οφειλομένη σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου ή εάν η λήξη οφείλεται σε μεταβίβαση της συμβάσεως από τον αντιπρόσωπο σε άλλον.

Λοιπές Αξιώσεις

Σε περίπτωση καταχρηστικής, χωρίς υπαιτιότητα καταγγελίας της σύμβασης, ο αντιπρόσωπος ή ο διανομέας δικαιούται τη νόμιμη αποζημίωση του άρθρου 8 του ΠΔ 219/199.  

Περαιτέρω, σε περίπτωση τυχόν υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς δικαιούται επιπλέον και την προκληθείσα κατ’ αιτιώδη συνάφεια τυχόν αποθετική ζημία. Επιπροσθέτως, δεν αποκλείεται να θεμελιώνεται ταυτόχρονα αδικοπρακτική ευθύνη εξαιτίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς που θεμελιώνει αξίωση για ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην προσβολή της φήμης της και στην παρακώλυση της οικονομικής και εμπορικής ανάπτυξης του αντιπροσώπου ή διανομέα.

Τέλος, κατά πάγια νομολογία (ΟλΑΠ 15/2013), υφίσταται η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του ΠΔ 219/1991 σε κάθε δυνατή περίπτωση και επομένως η επιδίκαση της προβλεπόμενης από τα αποζημίωσης που δικαιολογείται. Συνεπώς τα ανωτέρω αναφερόμενα βρίσκουν εφαρμογή, εκτός της σύμβασης αποκλειστικής διανομής και αντιπροσωπείας, σε συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising), ή πρακτορείας, με βασικό κριτήριο τον βαθμό ένταξης του εμπορικού διαμεσολαβητή στην επιχειρηματική οργάνωση του προμηθευτή όταν συντρέχουν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τις επιχειρηματικές σας συμβάσεις.