Skip to content

Αρθρογραφία

Η Διάκριση Των Μισθωτών σε Υπαλλήλους και Εργάτες

Η σωστή διάκριση και ο χαρακτηρισμός στη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων σε υπαλλήλους και εργάτες είναι κομβική σημασίας τόσο κατά την διάρκεια της εργασιακής σχέσης όσο και στη λήξη της. Τούτο διότι η εργατική νομοθεσία προβλέπει διαφορετική αντιμετώπιση των υπαλλήλων από τους εργάτες είτε σε όρους αμοιβής και απασχόλησης είτε στην νόμιμη δικαιούμενη αποζημίωση.

Ειδικότερα οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, οι κατά καιρούς Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσει Εργασίας αλλά και οι κλαδικές, επαγγελματικές ή επιχειρησιακές, ορίζουν ως κατώτερα ποσά ημερομισθίου ή μηνιαίου μισθού, υψηλότερα για τους υπαλλήλους από ότι για τους εργάτες. Αναλογικά, το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης είναι επίσης υψηλότερο για τους υπαλλήλους από ότι είναι για τους εργάτες.

Επομένως, κάποιος εργαζόμενος, ο οποίος τη στιγμή της απόλυσης αποζημιώνεται από την επιχείρηση ως εργάτης μπορεί, εφόσον ισχυριστεί ότι παρείχε εργασία υπαλλήλου, να ζητήσει την επιδίκαση της διαφοράς της αποζημιώσεως, όπως και τη διαφορά ανάμεσα στις καταβληθείσες και τις καταβλητέες αμοιβές, υπερωρίες ή υπεργασία.

Αυτό το ενδεχόμενο δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής εταιρειών και επιχειρήσεων, διότι μπορεί να ανακύψει ως ζήτημα πολλά χρόνια μετά από έναν τυχόν λανθασμένο χαρακτηρισμό κατά τη στιγμή της πρόσληψης. Ταυτόχρονα, η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας ενδέχεται να επισύρει ποινικές κυρώσεις για εκπροσώπους και διοικούντες εταιριών ή επιχειρήσεων.

Νομικό Πλαίσιο

Το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου 3514/1928, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του νόμου 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.Δ. 2655/1953, ορίζει ότι:

Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος Νόμου θεωρείται παν πρόσωπον κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ’ αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν“. 

Κριτήριο Διάκρισης

Το νόημα της παραπάνω διάταξης είναι ότι η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή ως υπαλλήλου εξαρτάται αποκλειστικά από το είδος της παρεχόμενης εργασίας. Ειδικότερα η διακριση τυποποιείται ως εξής:

– Εργασία προσιδιάζουσα σε εργάτη θεωρείται εκείνη η οποία προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας.

– Εργασία προσιδιάζουσα σε υπάλληλο θεωρείται εκείνη στην οποία προέχει κατά κύριο λόγο το πνευματικό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή η εργασία παρίσταται ως προϊόν πνευματικής καταβολής και προϋποθέτει ως εκ τούτου και ανάλογη κατάρτιση, εμπειρία και υπευθυνότητα.

Σε κάθε περίπτωση, κριτήριο της διάκρισης του μισθωτού ως υπαλλήλου ή εργάτη είναι το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι ο χαρακτηρισμός αυτής στη σχετική σύμβαση εργασίας

Εξάλλου είναι προφανές και γίνεται δεκτό από τα δικαστήρια, ότι σε οποιαδήποτε τεχνική εργασία συνυπάρχει ταυτόχρονα και το πνευματικό στοιχείο και απαιτεί την αναγκαία εμπειρία και κατάρτιση. Ωστόσο, η συνδρομή κατά προέχοντα λόγο του πνευματικού στοιχείου, είναι αυτή που καθορίζει τα όρια.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου “Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού”.

Ωστόσο, όπως έχει επίσης νομολογήσει περιπτωσιολογικά ο Άρειος Πάγος η εκτέλεση μιας εργασίας με αποκλειστική ευθύνη του εκτελούντος μισθωτού, χωρίς την εποπτεία και τις οδηγίες άλλου, δεν χαρακτηρίζει μόνο αυτό την εργασία ως υπαλλήλου, εάν δεν συντρέχει και η υπεροχή του πνευματικού στοιχείου.

Ομοίως, δεν αρκούν ούτε τυχόν επιμέρους εργασίες ως προς τις οποίες ο μισθωτός επιδεικνύει καθοριστικής σημασίας πρωτοβουλία. Ούτε η εξαιρετική απόδοσή του ως προς την ποιότητα της εργασίας. Τούτο διότι οι πρωτοβουλίες αυτές τεκμηριώνουν μεν την ύπαρξη του εν λόγω πνευματικού στοιχείου αλλά, όπως προαναφέρθηκε, αυτό είναι αυτονόητο ότι ενυπάρχει σε οποιαδήποτε τεχνική εργασία. Επομένως δεν επαρκούν τα παραπάνω για να θεμελιώσουν την απαιτούμενη υπεροχή του πνευματικού στοιχείου κατά προέχοντα λόγο, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να στοιχειοθετείται η έννοια του υπαλλήλου, 

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι οι έννοιες του υπαλλήλου και του εργάτη είναι νομικές και ως εκ τούτου η κρίση των πραγματικών περιστατικών για την απόδοση του σχετικού χαρακτηρισμού απαιτεί νομική προσέγγιση ανά περίπτωση.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που σχετίζεται με την εργατική νομοθεσία.