Skip to content

Αρθρογραφία

Η Δικαιοδοσία Στις Διεθνείς Εμπορικές Συμβάσεις

Ζητήματα Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στις Εμπορικές Συμβάσεις 

Το ζήτημα της δικαιοδοσίας στις διεθνείς εμπορικές συμβάσεις, απασχολεί σε περιπτώσεις εμπορικών διαφορών οι οποίες εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας. Σε εμπορικές, δηλαδή, διαφορές που εφάπτονται σε περισσότερες της μιας εννόμων τάξεων, όπως μπορεί να είνια μια διεθνής σύμβαση χερσαίας ή θαλλάσιας μεταφοράς.

Αυτό συμβαίνει συνηθέστατα, όταν τα συμβαλλόμενα μέρη εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες. Στην περίπτωση αυτή, για την επίλυση της διαφοράς, πρέπει να αναζητηθεί τόσο το δίκαιο που θα εφαρμοστεί όσο και αρμόδιο Δικαστήριο που θα επιληφθεί (“διεθνής δικαιοδοσία του forum”).

Γενικός Κανόνας

Η απάντηση στα ζητήματα της δικαιοδοσίας του forum, απαντώνται στον Κανονισμό 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000 “Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις” (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι). 

Με τις διατάξεις του Κανονισμού καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία ή η έδρα του εναγομένου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2:

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των Δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους”.

Ο υποκειμενικός αυτός σύνδεσμος, η κατοικία δηλαδή, οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Έτσι αυτός δεν ισχύει και δεν εφαρμόζεται, όταν ο εναγόμενος, δεν έχει κατοικία ή έδρα εντός της Ε.Ε. Τούτο δε ακόμα και αν αυτός έχει την ιθαγένεια της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή η διεθνής δικαιοδοσία του forum κρίνεται με βάση το αυτόνομο εθνικό δικονομικό δίκαιο. 

Επομένως, τα πρόσωπα που έχουν κατοικία ή έδρα στο έδαφος κράτους μέλους, καταρχήν ενάγονται στα Δικαστήρια του κράτους αυτού. “Καταρχήν”, διότι υπάρχει η επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του Κανονισμού, που καθιερώνει συντρέχουσες με την κατοικία του εναγομένου ειδικές ή αποκλειστικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας. Ταυτόχρονα συντρέχουν και ανεξάρτητες από την κατοικία του, διαφορετικές αποκλειστικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας.

Τέλος, ιδιαίτερη σημασία, λόγω της σχεδόν πάγιας εφαρμογής της στις διεθνείς εμπορικές συμβάσεις, παρουσιάζει η δυνατότητα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας.

Ρήτρα Παρέκτασης Δικαιοδοσίας

Σύμφωνα με την Αρχή της Αυτοτέλειας των Συμβάσεων, που που διέπει το πνεύμα του Κανονισμού 44/2001, τα μέρη έχουν διευρυμένη αυτονομία και δυνατότητα επιλογών στις εμπορικές συναλλαγές. Στην αυτονομία αυτή, εντάσσεται και η ευχέρεια καθορισμού του αρμόδιου για την εκδίκαση των μεταξύ τους εμπορικών διαφορών, Δικαστηρίου. Επομένως, στον Κανονισμό προβλέπεται ότι, η γενική και οι συντρέχουσες ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις που θεσπίζονται, υποχωρούν εφόσον η βούληση των μερών επιλέγει ως αρμόδιο Δικαστήριο άλλο από εκείνο που υποδεικνύει η εφαρμογή του.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23 του παραπάνω Κανονισμού:

Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα Δικαστήριο ή τα Δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το Δικαστήριο αυτό ή τα Δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί : 

α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση.

β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις.

γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα”. 

Επομένως προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το Δικαστήριο που θα προσφύγουν σε περίπτωση εμπορικής διαφοράς, εφόσον συμφωνήσουν για αυτό, εγγράφως, με σύμβαση. Η εμπορική αυτή σύμβαση καταρτίζεται σύμφωνα με τις αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου. Με τη σύμβαση αυτή, τα μέρη παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του Κανονισμού περί διεθνούς δικαιοδοσίας και αποφασίζουν εκείνα να υποβάλουν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο της επιλογής τους. Με τον τρόπο αυτό, το επιλεχθέν Δικαστήριο καθίσταται αυτομάτως φορέας διεθνούς δικαιοδοσίας. 

Εξάλλου, με ίδια διαδικασία τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να αποκλείσουν τη δικαιοδοσία ορισμένου Δικαστηρίου (αρνητική ρήτρα παρέκτασης). 

Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή υπό δύο προϋποθέσεις:

  1. ότι τουλάχιστον ο ένας από τους συμβαλλομένους έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους και, 
  2. ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ως αρμόδιο ένα Δικαστήριο ή Δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους. 
Νομική φύση της ρήτρας παρέκτασης δικαιοδοσίας

Η συμφωνία παρέκτασης αποτελεί δικονομική σύμβαση, που έχει άμεσες, αποκλειστικά δικονομικές, συνέπειες, αφού αποκλείει ή θεμελιώνει την τοπική αρμοδιότητα και δι’ αυτής τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος Δικαστηρίου.

Νομολογιακά έχει κριθεί ότι, όπως κάθε σχετική ρήτρα, ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών. Ταυτόχρονα, η συναίνεση αυτή θα πρέπει να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια. 

Η έννοια “συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας” ερμηνεύεται αυτόνομα, με βάση το Ενωσιακό Δίκαιο και χωρίς παραπομπή σε διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάποιου από τα κράτη της κατοικίας ή της έδρας των συμβαλλομένων.

Εφαρμοστέο δίκαιο της ρήτρας παρέκτασης δικαιοδοσίας

Η εμπορική σύμβαση με ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων των κρατών μελών της Ε.Ε. κρίνεται αποκλειστικά από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ αποκλείεται η εφαρμογής των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικονομικού δικαίου. Η κρίση αυτή αφορά τόσο το επιτρεπτό της καταρτισης όσο και τον τύπο των εμπορικών αυτών συμφωνιών. Αυτό προκύπτει από την αρχή της αυτοτελειας των διεθνών εμπορικών συμβάσεων, που διαπνέει τον ανωτέρω Κανονισμό.

Επομένως, η τήρηση του  επιβαλλόμενου από τον Κανονισμό τύπου συνεπάγεται άνευ ετέρου την κατάρτιση της συμφωνίας παρέκτασης. Με τον τρόπο αυτό και με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη εμπορική σύμβαση είναι αποκλειστικά δικονομικού περιεχομένου, αποκλείεται κατ’ αρχήν η εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου για τη διαπίστωση της συμπτώσεως των δηλώσεων βούλησης των μερών.

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί ολοσχερώς η εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, εφόσον ανακύψουν ζητήματα, η ρύθμιση των οποίων απαιτεί την εφαρμογή κανόνων ουσιαστικού δικαίου.

Τούτο διότι έχει κριθεί ότι οι κανόνες του άρθρου 23 του Κανονισμού αποτελούν ταυτόχρονα και ουσιαστικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, των οποίων η εφαρμογή προηγείται της τυχόν εφαρμογής τόσο των κανόνων συγκρούσεως, όσο και των αντίστοιχων ουσιαστικών κανόνων του δικάζοντος Δικαστηρίου.

Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα της αντιμετώπισης των θεμάτων που τυχόν ανακύψουν και αφορούν στο ουσιαστικό περιεχόμενο και κύρος της ρήτρας παρέκτασης, τα οποία δεν είναι δυνατό να ρυθμισθούν υπό των διατάξεων του άρθρου 23 του Κανονισμού. Έχει κριθεί ότι στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της εννόμου τάξεως του δικάζοντος Δικαστηρίου (“lex fori”). Περαιτέρω, για την διευκόλυνση του κρίνοντος Δικαστηρίου σχετικά με την εγκυρότητα της σύμβασης παρεκτασης, κρίθηκε ότι επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων της εννόμου τάξεως του δικάζοντος Δικαστηρίου, στο σύνολο των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων αυτής.

Με τον τρόπο αυτό, σε αγωγή που φέρεται προς εκδίκαση στο παρεκτεινόμενο Δικαστήριο, αυτό θα κρίνει το κύρος και την ισχύ της συμφωνίας παρέκτασης λαμβάνοντας υπόψη τους δικονομικούς και ουσιαστικούς κανόνες της εννόμου τάξεως, στην οποία ανήκει.

Αντίθετα, στην περίπτωση που η αγωγή ασκηθεί σε Δικαστήριο, το οποίο κατά τη συμφωνία παρεκτάσεως στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, τότε ο έλεγχος του κύρους της συμφωνίας θα γίνει κατά τους αντίστοιχους κανόνες της εννόμου τάξεως του παρεκτεινόμενου Δικαστηρίου. 

Ζητήματα μη επαρκούς προσδιορισμού αρμοδιότητας

Ζήτημα ανέκυψε με τον όρο “συμφώνησαν“, που αναφέρει ο Κανονισμός (“εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως”), καθώς ανακύπτει το ερώτημα εαν θα πρέπει να είναι κατά τέτοιο τρόπο διατυπωμένη η ρήτρα επιλογής διεθνούς δικαιοδοσίας, ώστε μόνον από το κείμενό της να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια και σαφήνεια το έχον την διεθνή δικαιοδοσία Δικαστήριο.

Έχει κριθεί από την Ελληνική Νομολογία (Α.Π. 768 / 2019) ότι αρκεί η ρήτρα να προσδιορίζει τα αντικειμενικά στοιχεία, ως προς τα οποία τα μέρη ήρθαν σε συμφωνία, για να επιλέξουν το Δικαστήριο ή τα Δικαστήρια, στα οποία θέλουν να υποβάλουν τις διαφορές, που έχουν ανακύψει ή θα ανακύψουν. 

Ωστόσο, τα παραπάνω αντικειμενικά στοιχεία της εμπορικής συμβασης, θα πρέπει να είναι διατυπωμένα με αρκετή σαφήνεια προκειμένου να παρέχουν στον δικάζοντα Δικαστή τη δυνατότητα να καθορίσει αν αυτός αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Θα πρέπει επίσης να μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. 

Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι για να καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενο μιας τέτοιας συμφωνίας απαιτείται η ερμηνεία αυτής. Επομένως, το επόμενο ζήτημα που αναφύεται είναι η ανεύρεση των κριτηρίων και του εφαρμοστέου δικαίου, με τα οποία θα μπορέσει το Δικαστήριο να προχωρήσει στην απαραίτητη ερμηνεία.

Κριτήρια ερμηνείας της ρήτρας παρέκτασης δικαιοδοσίας

Από τη γραμματική και τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 23 προκύπτει ότι κατά τον Κανονισμό προτεραιότητα έχει η πραγματική βούληση των συμβαλλομένων. Επομένως, η ερμηνεία της ρήτρας παρέκτασης πρέπει να γίνει κατά το εφαρμοστέο δίκαιο, στο ουσιαστικό περιεχόμενο της ρήτρας.

Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτον χρησιμοποιείται ως “εργαλείο” ερμηνείας ο ίδιος ο Κανονισμός και δευτερευόντως το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστή ή οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της εννόμου τάξεως του παρεκτεινομένου Δικαστηρίου. Τέλος, εφόσον υπάρχει αναφορά στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, στην οποία εμπεριέχεται η ρήτρα παρέκτασης, εφαρμόζεται αναλόγως. Έχει κριθεί, εξάλλου, ότι η βέλτιστη πρακτική είναι η διασταλτική ερμηνεία της ρήτρας, έτσι ώστε να καταλαμβάνονται όλες οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν. 

Κατά πάγια πρακτική, σύμφωνα με την Αρχή της Εγκυρότητα της Δικαιοπραξίας (“favor validitatis”) σε περίπτωση αμφιβολίας για το κύρος της ρήτρας, πρέπει να προτιμάται η εγκυρότητα αυτής. Και τούτο διότι βάσει της γενικής αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως, οι συμβαλλόμενη με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους να καθορίσουν το Δικαστήριο που επιθυμούν να επιληφθεί της εμπορικής τους διαφοράς. Επομένως, η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι ειδικότεροι λόγοι νομίμου προσβολής της.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ανεξάρτητα από τη διατύπωση της ρήτρας, αυτή καταλαμβάνει όλες τις διαφορές που θα ανακύψουν από την εμπορική σύμβαση.

Η ρήτρα παρέκτασης δικαιοδοσίας κατά την Ελληνική Νομολογία

Η νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων έχει κρίνει σχετικά με τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της ρήτρας παρέκταση περιπτωσιολογικά τα παρακάτω:

  • άρθρο 23 παρ. 1 α’

Αρκεί η γραπτή επιβεβαίωση να προέρχεται μόνο από τον ένα συμβαλλόμενο. Μοναδική προϋπόθεση είναι ότι η επιβεβαίωση αυτή απεστάλη στον αντισυμβαλλόμενο, ο οποίος δεν διετύπωσε εγκαίρως αντίρρηση. Δηλαδή απεδέχθη σιωπηρά. Δεν εξετάζεται ποιος ωφελείται από την ρήτρα παρέκτασης.

  • άρθρο 23 παρ. 1 γ’ 

Πληρούται η τυπική εγκυρότητα της ρήτρας παρέκτασης “όταν ακολουθείται συμπεριφορά συγκεκριμένη, που τηρείται κατά κανόνα και τακτικώς κατά τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου τύπου από τους επιχειρηματίες του εμπορικού κλάδου στον οποίο ασκούν τη δραστηριότητά τους οι συμβαλλόμενοι”. 

Έτσι έχει κριθεί ότι πληρούται η τυπική εγκυρότητα της ρήτρας, όταν οι έμποροι που συμβάλλονται έχουν στο παρελθόν συνάψει εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους ή με άλλους συμβαλλόμενους που ασκούν δραστηριότητα στο συγκεκριμένο εμπορικό κλάδο. Ομοίως όταν, στον εν λόγω κλάδο, μια ορισμένη συμπεριφορά ακολουθείται κατά κανόνα και σταθερά κατά τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου είδους, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ως παγιωμένη πρακτική. 

Για τη θεμελίωση “συνήθειας” δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη παρόμοιας συμπεριφοράς ούτε εντός συγκεκριμένων χωρών, ούτε εντός όλων των κρατών-μελών, ούτε και απαιτείται, περαιτέρω, τυχόν δημοσιότητα που προσδίδουν ενδεχομένως ενώσεις ή ειδικευμένοι οργανισμοί στα έντυπα που περιλαμβάνουν ρήτρα παρέκτασης.

Ένα (συνηθισμένο) παράδειγμα, συνομολογημένης και έγκυρης ρήτρας παρέκτασης αρμοδιότητας είναι αυτή που εμπεριέχεται εγγράφως σε τιμολόγια τα οποία αποστέλλει προς πληρωμή το ένα συμβαλλόμενο μέρος προς το άλλο. Μοναδική προϋπόθεση είναι τα τιμολόγια αυτά να εξοφλούνται επανειλημμένως και αδιαμαρτύρητα.

Ειδική περίπτωση παρέκτασης δικαιοδοσίας

Περαιτέρω, ειδικότερη περίπτωση παρέκτασης, η οποία αξίζει να αναφερθεί λόγω της δικονομικής σπουδαιότητας, προβλέπεται στο άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού, στο οποίο ορίζεται ότι:

Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία”. 

Η παραπάνω διάταξη επιτρέπει στον εναγόμενο να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία οποιουδήποτε Δικαστηρίου, έστω και αναρμόδιου, ενώπιον του οποίου αυτός ενάγεται. Τούτο λαμβάνει χώρα ατύπως, με την σιωπηρή συγκατάθεση του εναγόμενου να δικαστεί από αυτό.

Η συμπεριφορά, δηλαδή, του εναγομένου, ο οποίος παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η σε βάρος του αγωγή, χωρίς να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, δημιουργεί τεκμήριο σιωπηρής παρεκτάσεως αυτής. 

Η σιωπηρή μάλιστα παρέκταση θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία, ακόμη και αν προϋπήρξε ρητή παρέκταση κατά τους όρους του άρθρου 23, δηλαδή με έγγραφη συμφωνία η οποία καθόριζε διαφορετικό αρμόδιο Δικαστήριο.

Περαιτέρω έχει κριθεί ότι η άσκηση ανταγωγής (ή οποιουδήποτε άλλου ενδίκου βοηθήματος) ενώπιον διεθνώς αναρμόδιου Δικαστηρίου, θεωρείται σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού. 

Εφαρμογή Κανονισμού

Ο Κανονισμός 44/2001, ως πράξη του παράγωγου ενωσιακού δικαίου έχει γενική ισχύ, αναπτύσσει πλήρη δεσμευτικότητα και παράγει άμεσες έννομες συνέπειες στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών. Υπερτερεί και παραμερίζει τους αντίστοιχους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, ανεξαρτήτως αν η διεθνής δικαιοδοσία του forum αμφισβητείται ή όχι. Επομένως, οι κανόνες που θέτει δεσμεύουν τον εθνικό Δικαστή του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιλαμβάνεται. Για αυτόν, ο Κανονισμός αποτελεί ημεδαπό και όχι αλλοδαπό δίκαιο και οφείλει να τον εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως, τόσο με την έναρξη της δίκης όσο και σε κάθε στάση της.

Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή αποκλειστικά σε εμπορικές συμβάσεις. Ειδικότερα, κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, δεν βρίσκουν εφαρμογή σε εργασιακές, καταναλωτικές και ασφαλιστικές συμβάσεις, στις οποίες έχει νομολογηθεί ότι η ασθενέστερη θέση του ενός συμβαλλομένου (εργαζόμενου, καταναλωτή ή ασφαλισμένου) επιτρέπει περιορισμένη μόνον αυτονομία. Επομένως εκεί, δεν είναι δυνατή η παρέκταση αρμοδιότητας.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα που αφορά τις εμπορικές συμβάσεις.