Skip to content

Αρθρογραφία

Εμπράγματη Εξασφάλιση Εμπορικών Απαιτήσεων – Ενέχυρο

Η ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ

Ο Αστικός Κώδικας (ΑΚ) γνωρίζει δύο είδη δικαιωμάτων εμπράγματης ασφάλειας: το Ενέχυρο (ΑΚ 1209 επ.) και την Υποθήκη (ΑΚ 1257 επ.) με αντικείμενο κυρίως ακίνητο ή επικαρπία ακινήτου. Εκτός όμως από τις τυπικές αυτές μορφές εμπράγματης ασφάλειας στην πράξη έχουν αναπτυχθεί και άλλες άτυπες (δηλαδή μη ρυθμιζόμενες από τον Νόμο) μορφές Εμπράγματης ασφάλειας. Τέτοιες είναι για παράδειγμα: 

– η καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας κινητού συνήθως αλλά και ακινήτου, 

– η καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεως για εξασφάλιση απαιτήσεως χρηματικής (ή αποτιμητής σε χρήμα) και 

– το σύμφωνο επιφυλάξεως ή παρακρατήσεως κυριότητος (ΑΚ 532).

ΕΝΝΟΙΑ ΕΝΕΧΥΡΟΥ & ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Το ενέχυρο και η υποθήκη (όπως είπαμε δικαιώματα εμπραγμάτου ασφάλειας) είναι περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα που παρέχουν στον δικαιούχο την εξουσία προνομιακής ικανοποιήσεως χρηματικής – ή σε χρήμα αποτιμητής – απαιτήσεώς του από την αξία – συνήθως είναι το πλειστηρίασμα – του βαρυνόμενου με αυτά πράγματος. Είναι δικαιώματα αξίας. Για να υπάρχει, δηλαδή, δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας πρέπει να υπάρχει χρηματική (ή σε χρήμα αποτιμητή) απαίτηση του δικαιούχου, η προνομιακή ικανοποίηση της οποίας εξασφαλίζεται με το δικαίωμα αυτό. Για αυτό νομικά λέμε ότι το ενέχυρο και η υποθήκη είναι παρεπόμενα δικαιώματα, εξαρτώνται δηλαδή από το κύριο δικαίωμα που είναι η ασφαλιζόμενη απαίτηση, και συνεπώς ακολουθούν την πορεία αυτής. 

Λειτουργία:

Αρχή της προλήψεως. Ο οφειλέτης ικανοποιεί όποιον από τους δανειστές επιλέξει αφήνοντας ετέρους ανικανοποίητους.

Αρχή σύμμετρης ικανοποιήσεως. Χρησιμοποιείται σε περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως χωρίς κανενός είδους ασφάλεια σε ισχύ.

Αρχή της προνομιακής ικανοποιήσεως των εμπραγμάτων ασφαλιζομένων απαιτήσεων. Υπερισχύει της άνω αρχής καθότι σε περίπτωση αναγκαστικής εκτελέσεως ο δανειστής που προέβλεψε και σύστησε κάποια μορφή ασφαλείας εις βάρος του οφειλέτη, θα ικανοποιηθεί προνομιακά (δηλαδή πριν από τις απαιτήσεις των υπολοίπων δανειστών).

Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, η σημασία της εμπραγμάτου ασφάλειας είναι μεγάλη στην οικονομική ζωή: Ο οφειλέτης εξασφαλίζοντας με ενέχυρο ή υποθήκη το δανειστή του, επιτυγχάνει δανειοδότηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Ο δανειστής, έχοντας εξασφαλίσει την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, πρόθυμα προβαίνει σε δανειοδότηση κλπ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Αρχή του Παρεπομένου: Όπως προαναφέρθηκε τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να συσταθούν ή να υπάρξουν χωρίς ασφαλιζόμενη απαίτηση. Έτσι εμφανίζεται η μεν ασφαλιζομένη απαίτηση ως το κύριο δικαίωμα, το δε δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας ως το παρεπόμενο. 

Αρχή του αδιαιρέτου: Με αυτή εκφράζεται το αδιαίρετο της υποθηκικής ή ενεχυρικής ευθύνης και υπεγγυότητας. Δηλαδή το δικαίωμα της εμπράγματης ασφάλειας καταλαμβάνει ολόκληρο το βαρυνόμενο πράγμα και ασφαλίζει ολόκληρη την απαίτηση.

Ειδικότερα: 

→ Το δικαίωμα της ασφάλειας βαρύνει ολόκληρο το πράγμα που αποτελεί αντικείμενό της, δεν δύναται να βαρύνει μέρος μόνο του πράγματος ή της αξίας του εκτός και αν είναι ιδανικό.

→ Μέχρι να εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς το χρέος εξακολουθεί η υπεγγυότητα ολοκλήρου του βαρυνομένου πράγματος. Αν εξοφληθεί μερικά η απαίτηση το ενέχυρο και η υποθήκη εξακολουθούν να βαρύνουν ολόκληρο το πράγμα, και δεν περιορίζονται σε μέρος του πράγματος ή της αξίας του που καλύπτει την υπόλοιπη απαίτηση.

→ Αν το πράγμα διαιρεθεί σε περισσότερα αυτοτελή πράγματα, κάθε ένα από αυτά είναι υπέγγυο για ολόκληρο το χρέος.

→ Αν η ασφαλιζόμενη απαίτηση διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα, για κάθε της απαιτήσεως ευθύνεται ολόκληρο το βαρυνόμενο πράγμα.

→ Αν για την ίδια απαίτηση συσταθεί ασφάλεια σε περισσότερα πράγματα, μέχρι να εξοφληθεί ολοσχερώς η απαίτηση κάθε βαρυνόμενο πράγμα είναι υπέγγυο για αυτήν.

ΕΝΕΧΥΡΟ

Το Ελληνικό Δίκαιο αναγνωρίζει τρεις μορφές ενεχυρίασης απαιτήσεως:

– Το κοινό ενέχυρο απαιτήσεως το οποίο διέπεται από τις διατάξεις από τον Αστικό Κώδικα ΑΚ άρθρα 1248 επ.

– Το ειδικό (εμπορικό ή τραπεζικό) ενέχυρο απαιτήσεως που ρυθμίζεται από τα άρθρα 35 επ. του ν.δ. 17 Ιουλίου – 13 Αυγούστου 1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιριών”.

– Το ενέχυρο που συστήνεται σε κινητά πράγματα χωρίς παράδοση του πράγματος (Πλασματικό Ενέχυρο) σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2844/2000, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 13 Οκτωβρίου 2001.

Συνοπτικά:

α- Για την ενεχυρίαση απαιτήσεως σύμφωνα με τον ΑΚ χρειάζεται απαραιτήτως: i- Ενεχυρική σύμβαση που θα καταρτισθεί με έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό βέβαιης χρονολογίας (ΑΚ 1247 εδ. β΄ & γ΄) και ii- επιπλέον γνωστοποίηση της ενεχυρίασης από τον ενεχυριαστή στον οφειλέτη της ενεχυριαζομένης απαιτήσεως (ΑΚ 1248).

Με την γνωστοποίηση η οποία αντιστοιχεί στην παράδοση του ενεχυριάσματος επί ενεχυριάσεως πράγματος, συντελείται η σύσταση του ενεχύρου, εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν η δημοσιότητα της ενεχυρίασης και ο ενεχυριαστής αποξενώνεται από την εξουσία να εισπράξει την απαίτηση (ΑΚ 1252 & 1254). Ο ΑΚ 1251 επ., ρυθμίζουν διεξοδίκως τον τρόπο είσπραξης της ενεχυρασμένης απαίτησης ανάλογα με το αν έληξε ή όχι το ασφαλισμένο χρέος, πριν αυτή καταστεί απαιτητή.

β- Το ενέχυρο του ν.δ. 1923 προϋποθέτει ότι η ενεχυρίαση της απαιτήσεως γίνεται υπέρ τράπεζας ή ανώνυμης εταιρίας που της χορηγήθηκε άδεια εφαρμογής του νομοθετήματος τούτου. Η σύσταση αυτού του ειδικού ενέχυρου απαίτησης διαφέρει από την ανωτέρω ρύθμιση του ΑΚ στα εξής σημεία: i- Η ενεχυριακή σύμβαση μπορεί να καταρτισθεί και με απλό ιδιωτικό έγγραφο (αρ. 36 § 2), ii- αντίγραφο της σύμβασης ενεχυριάσεως πρέπει να επιδοθεί στον οφειλέτη (αρ. 39 § 2), iii- η επίδοση και άρα η γνωστοποίηση που επέρχεται με αυτή, μπορεί να γίνει και από την ενεχυρούχο πιστώτρια τράπεζα, αφού το αρ. 39 § 2 δεν κάνει σχετική διάκριση. Η είσπραξη της ενεχυρασμένης απαίτησης μπορεί να γίνεται από μόνη της δανείστρια τράπεζα, χωρίς τη σύμπραξη του ενεχυραστή, ανεξάρτητα από το αν έληξε ή όχι το ασφαλισμένο χρέος (αρ. 44).

γ- Ο άνω Νόμος επέτρεψε τη σύσταση ενεχύρου σε κινητό πράγμα και χωρίς παράδοση της κατοχής του, εφόσον η έγγραφη συμφωνία ενεχυραστή (κυρίου του πράγματος) και δανείστριας τράπεζας εγγραφεί σε δημόσια βιβλία. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι ο ενεχυραστής να είναι επιχείρηση ή επαγγελματίας, και η ασφάλεια να παρέχεται για τις ανάγκες της επιχείρησης ή του επαγγέλματος και μόνο. Διάρκεια αυτού είναι συνήθως δέκα έτη πλην των τυχών παρατάσεων.

Εντός της συμβάσεως συνάψεως του εν λόγω ενεχύρου πρέπει υποχρεωτικά να αναφέρονται τα εξής: 

i- Το ύψος της ασφαλιζομένης απαίτησης και το ποσό που αυτή ασφαλίζεται. I

i- Λεπτομερή περιγραφή του ενεχυραζομένου πράγματος.

iii- Τον τόπο που θα βρίσκεται το ενεχυραζόμενο πράγμα με την ακριβή διεύθυνσή του. Αν πρόκειται για μετακινούμενο κατά τον προορισμό του πράγμα, τότε αναφέρεται αντί του τόπου το είδος της χρήσης του και 

iv- Τη διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του ενεχυριαστή.

Αντικείμενο ενεχυρίασης:

– Όλα τα κινητά πράγματα ΕΚΤΟΣ από χρήματα, αξιόγραφα, αντικείμενα οικοσκευής και κινητά αυτοτελώς υποθηκευόμενα όπως για π.χ. αεροσκάφη, πλοία κλπ.

– Επίσης εμπορεύματα, επαγγελματικός εξοπλισμός και πάγιο, γεωργικά μηχανήματα, αυτοκίνητα, πρώτη ύλη, κατεργασμένα ή ημικατεργασμένα προϊόντα κλπ.

Δημοσίευση του ενεχύρου:

Αυτή συντελείται με κατάθεση σχετικού εντύπου στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της έδρας της επιχείρησης ή της κατοικίας του ενεχυραστή, ή αν δεν υπάρχει τότε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Το έντυπο περιέχει τα εξής:

– Τα δημογραφικά και στατικά στοιχεία του ενεχυραστή και του δανειστή.

– Τη συμφωνία ενεχυρίασης του πράγματος.

– Την ασφαλιζομένη απαίτηση και το ύψος της.

– Το ενεχυραζόμενο πράγμα

– Τον τόπο που θα βρίσκεται αυτό ή το είδος της χρήσης του αν το πράγμα είναι κινητό.

– Τη διεύθυνση της έδρας ή της κατοικίας του ενεχυριαστή.

Κατόπιν, το έντυπο υπογράφεται από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη και βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής. Ο ενεχυροφύλακας συντάσσει και υπογράφει πάνω στο έντυπο πράξη κατάθεσης που αριθμείται κατά χρονολογική σειρά. 

Υποχρεώσεις του ενεχυραστή, ο οποίος διατηρεί την κατοχή και χρήση του πράγματος, είναι συνοπτικά οι ακόλουθες:

– Να ανέχεται τακτικά ή όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος έλεγχο του ενεχυρούχου δανειστή για την ύπαρξη και την κατάσταση του ενεχυρασμένου πράγματος. Ο έλεγχος διενεργείται από δικαστικό επιμελητή που ορίζεται από τον δανειστή.

– Να μη μεταβιβάζει την κυριότητα του ενεχυρασμένου πράγματος και να μην παραδίδει για οποιαδήποτε την κατοχή σε τρίτο. Επίσης, να μη μεταφέρει αυτό σε άλλο τόπο ή να μεταβάλλει το είδος της χρήσεως αυτού, χωρίς τη συναίνεση του δανειστή.

Αντικείμενο του ενέχυρου πράγματος είναι κινητό πράγμα. Ακόμη και ομάδα πραγμάτων μπορεί να δοθεί ενέχυρο. Το αντικείμενο του ενεχύρου πρέπει να μπορεί να ρευστοποιηθεί.

Προστασία:

Όταν λήξει η ασφαλιζόμενη απαίτηση και ο προσωπικός οφειλέτης δεν την εξοφλεί, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει τις εξής δυνατότητες:

~Να στραφεί με αναγκαστική εκτέλεση κατά του προσωπικού οφειλέτη, όπως κάθε εγχειρόγραφος (ήτοι άνευ ασφάλειας, ανέγγυος) δανειστής. Στην περίπτωση αυτή διατρέχει τον κίνδυνο αν μεν υπάρχουν άλλοι ενεχυρούχοι δανειστές να ικανοποιηθεί μετά από αυτούς, αν δε υπάρχουν άλλοι εγχειρόγραφοι δανειστές να ικανοποιηθεί σύμμετρα με αυτούς.

~Να στραφεί με αναγκαστική εκτέλεση κατά του ενεχυρικού οφειλέτη (που συνήθως είναι και ο προσωπικός οφειλέτης, μπορεί όμως και να είναι και τρίτος) ασκώντας την εξουσία που απορρέει από το δικαίωμα του ενεχύρου για εκποίηση του ενεχυράσματος με πλειστηριασμό και προνομιακή έναντι των εγχειρογράφων και των μεταγενεστέρων ενεχυρούχων δανειστών ικανοποίηση της απαίτησής του από το πλειστηρίασμα.

Προϋποθέσεις: α/ Ουσιαστικές προϋποθέσεις είναι i- η ασφαλιζόμενη απαίτηση να είναι απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, ii- η ασφαλιζόμενη απαίτηση να είναι χρηματική ή να έχει μετατραπεί σε χρηματική, iii- μη εξόφληση της ασφαλιζομένης απαίτησης. β/ Δικονομικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στη διαδικασία του πλειστηριασμού και της εκτελέσεως.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για να σας συμβουλεύσουμε σχετικά με την εμπράγματη εξασφάλιση των απαιτήσεών σας.