Η ατελής ή λευκή επιταγή είναι ένας από τους συνηθέστερους τρόπους εξασφάλισης απαιτήσεων στο εμπόριο. Υποκαθιστά άλλες μορφές εγγύησης, όπως πχ την εγγυητική επιστολή. Προτιμάται στις συναλλαγές διότι αφενός είναι ανέξοδη, αφετέρου σε πολλές περιπτώσεις δίδεται χωρίς να υπάρχει το ανάλογο χρηματικό αντίκρισμα. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται η έλλειψη ρευστότητας του εκδότη και διευκολύνει το cash flow των μερών.
Η “εγγύηση” η οποία εξασφαλίζει ο λήπτης αφορά στα δικαιώματα που ενσωματώνονται στο αξιόγραφο και στις δυνατότητες που αυτά δίνουν. Έτσι, σε περίπτωση αθέτησης της πληρωμής, ο λήπτης μπορεί να πετύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής και την έναρξη εκτελεστικής διαδικασίας άμεσα. Ταυτόχρονα συντρέχουν και ποινικές ευθύνες του εκδότη.
Νομική Φύση
Ως ατελές αξιόγραφο, η λευκή επιταγή, “κανονικά” θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 182 του Αστικού Κώδικα. Δηλαδή, η ατέλεια θα έπρεπε να επιφέρει την ακυρότητά της επιταγής ως αξιογράφου και την ταυτόχρονη δυνατότητα μετατροπής του είδους της δικαιοπραξίας σε άλλη (πχ αναγνώριση χρέους).
Εντούτοις, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του νόμου 5960/1933 “Περί Επιταγής“, ορίζεται ότι:
“εάν επιταγή, ατελής κατά την έκδοση, συμπληρώθηκε εναντίον αυτών που συμφωνήθηκαν, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή, εκτός αν αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή αν, κατά την κτήση της, διέπραξε βαρύ πταίσμα”.
Από τη διάταξη, αυτή προκύπτουν δύο δεδομένα:
1. Ότι ο ίδιος ο νόμος περί επιταγών, αναγνωρίζει την ατελή επιταγή ως νόμιμη και παράγουσα τα έννομα αποτελέσματα της “τέλειας” επιταγής.
Περαιτέρω, η νομολογία όρισε τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις με τις οποίες η επιταγή μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία. Προβλέπεται, λοιπόν, ότι η επιταγή εκδίδεται και κυκλοφορεί νόμιμα εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
– η επιταγή φέρει την (απλή) υπογραφή του εκδότη,
– η επιταγή εκδόθηκε με την πρόθεση να δημιουργηθεί θεληματικά ατελής επιταγή,
– η επιταγή μπορεί να συμπληρωθεί από τον λήπτη, με βάση την συμφωνία που έγινε μεταξύ των μερών.
2. Ότι δεν επιτρέπεται στον εκδότη της επιταγής να αντιτάξει κατά του κομιστή το επιχείρημα ότι εξέδωσε λευκή επιταγή και ο λήπτης την συμπλήρωσε ενάντια στη μεταξύ τους συμφωνία.
Η μόνη δυνατότητα που έχει ο εκδότης είναι να αποδείξει ότι ο κομιστής γνώριζε και ενήργησε κακόπιστα. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να αντιταχθεί από τον εκδότη η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων, με την σαφή προϋπόθεση ότι αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή εάν διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα.
Έτσι, σε περίπτωση που ο κομιστής δεν γνώριζε, δεν ήταν δηλαδή κακόπιστος, ο εκδότης οφείλει να πληρώσει την επιταγή. Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή θεσπίστηκε για την προστασία των συναλλαγών και των καλόπιστων τρίτων.
Περίπτωση Πλαστογράφησης
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 “Περί Επιταγής“, ορίζεται ότι:
“τα από την επιταγή εναγόμενα πρόσωπα δεν μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή ενστάσεις, που στηρίζονται σε προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές, έκτος αν ο κομιστής, κατά την απόκτηση της επιταγής, ενήργησε με γνώση προς βλάβη του οφειλέτη”.
Δηλαδή, στον παραπάνω κανόνα του απαραδέκτου των ενστάσεων, που προτείνονται από πρόσωπα τα οποία ευθύνονται από επιταγή, κατά του κομιστή αυτής, δεν περιλαμβάνονται οι λεγόμενες απόλυτες ενστάσεις (ή ενστάσεις απόλυτης ακυρότητας).
Τούτο διότι οι ενστάσεις αυτές δεν στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εναγομένου μετά του εκδότη ή των προηγουμένων κομιστών. Τέτοια είναι και η ένσταση πλαστογραφίας, η οποία προτείνεται κατά παντός κομιστή, έστω και καλής πίστεως.
Επομένως, σε περίπτωση πλαστογραφίας ο εκδότης μπορεί να αρνηθεί νόμιμα να πληρώσει την επιταγή, έστω και εάν ο κομιστής είναι καλόπιστος.
Με βάση τα παραπάνω, εύλογα τίθεται το ερώτημα:
Πως αντιμετωπίζεται η περίπτωση όπου ο λήπτης της ατελούς επιταγής, τη συμπληρώσει με όρους διαφορετικούς των συμφωνηθέντων; Συνιστά η πράξη αυτή του λήπτη πλαστογραφία της επιταγής;
Κατα πάγια νομολογία του Α.Π., σε περίπτωση που αφέθηκε στην επιταγή συγκεκριμένο κενό τεκμαίρεται ότι υπήρξε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία για τη συμπλήρωσή της από τον κομιστή. Η μη τήρηση της συμφωνίας αυτής, δεν αποτελεί πλαστογράφηση της επιταγής.
Τούτο διότι πλαστογράφηση υπάρχει μόνο σε περίπτωση “νόθευσης” του εγγράφου.
Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, πλαστογράφηση υπάρχει μόνο εαν συμπληρωθεί ατελής επιταγή, για την οποία υπάρχει ρητή συμφωνία περί μη συμπλήρωσής της. Εαν δεν υφίσταται τέτοια συμφωνία, δεν νοείται νόθευση της επιταγής .
Παράδειγμα: Επιταγή εκδόθηκε χωρίς να αναγράφεται ποσό. Η συμφωνία ήταν ότι, εαν δεν καταβληθεί από τον εκδότη ποσό ύψους 3.000, μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία, ο λήπτης μπορούσε να τη συμπληρώσει και να την θέσει σε κυκλοφορία ή να την εμφανίσει προς πληρωμή. Ο λήπτης, ωστόσο, συμπλήρωσε ποσό ύψους 6.000 Ευρώ, την οπισθογράφησε και την κυκλοφόρησε. Η πράξη του αυτή δεν συνιστά πλαστογράφηση της επιταγής (Α.Π. 963/2019 – Α1, Πολιτικές).
Επομένως, παρότι οι διατάξεις για την ατελή ή λευκή επιταγή μπορεί να διευκολύνουν τον εκδότη, προκειμένου να εγγυηθεί χωρίς την απαιτούμενη ρευστότητα, εντούτοις δεν τον προστατεύουν από αντισυμβατικές πρακτικές του λήπτη.
Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε για κάθε θέμα αξιογράφων.