NFTs Στην Ελλάδα – Νομικό Πλαίσιο & Πνευματικά Δικαιώματα 

NFTs (Non-Fungible Tokens) είναι μοναδικά ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται σε ένα blockchain και διακρίνονται από την ιδιότητα της μη-ανταλλαξιμότητας (non-fungibility).

Είναι, δηλαδή, μια κατηγορία κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό, μη ανταλλάξιμο αντικείμενο ή δικαίωμα, καταγεγραμμένο σε ένα blockchain. 

Παραδείγματα NFTs μπορούν να αποτελέσουν από έργα ψηφιακής τέχνης και συλλεκτικά αντικείμενα, μέχρι μουσική, βίντεο και εικονική ιδιοκτησία σε metaverse

Ταυτόχρονα, όμως, τα NFTs δημιουργούν και νομικές προκλήσεις.

Τούτο διότι δημιουργείται ένα περιβάλλον νομικής αβεβαιότητας, ιδίως όσον αφορά την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, τη φύση της ιδιοκτησίας των NFTs και τις φορολογικές πτυχές αυτών. 

Τεχνική Και Νομική Φύση Των NFTs
Τεχνική Φύση

Όπως προαναφέρθηκε, τα NFTs, είναι μοναδικά ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία που αποθηκεύονται σε ένα blockchain. 

Η ονομασία τους προέρχεται από τον όρο «nonfungible » (μη ανταλλάξιμο), που σημαίνει ότι κάθε NFT είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο όμοιο.

Σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα όπως το Bitcoin ή το Ethereum, τα οποία είναι «fungible», δηλαδή «ανταλλάξιμα», (για παράδειγμα ένα Bitcoin μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο Bitcoin ή άλλο περιουσιακό στοιχείο χωρίς απώλεια αξίας), ένα NFT έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν αναντικατάστατο. 

Αυτή η μοναδικότητα πιστοποιείται μέσω της τεχνολογίας blockchain, η οποία λειτουργεί ως ένα αποκεντρωμένο, αμετάβλητο δημόσιο καθολικό.

Περαιτέρω, κάθε NFT περιέχει πληροφορίες που το καθιστούν μοναδικό, όπως τα μεταδεδομένα που περιγράφουν το ψηφιακό περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται (π.χ., μια εικόνα, ένα βίντεο, ένα τραγούδι, μια ανάρτηση στα Social Media, ή ένα αντικείμενο εντός παιχνιδιού). 

Από τεχνική άποψη, ένα NFT αποτελεί ένα έξυπνο συμβόλαιο (smart contract) που περιέχει μεταδεδομένα σχετικά με ένα συγκεκριμένο ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο. Περιέχει, δηλαδή, πληροφορίες που το καθιστούν μοναδικό, 

Αυτά τα μεταδεδομένα περιγράφουν το ψηφιακό περιεχόμενο με το οποίο συνδέεται  (πχ μια εικόνα, ένα βίντεο, ένα τραγούδι, μια ανάρτηση στα Social Media, ή ένα αντικείμενο εντός παιχνιδιού) και  μπορεί να περιλαμβάνουν πληροφορίες που καθιστούν το NFT μοναδικό, όπως για παράδειγμα  τον τίτλο του έργου, τον δημιουργό, την περιγραφή και ένα σύνδεσμο προς το πραγματικό ψηφιακό αρχείο. 

Η τεχνολογία blockchain εξασφαλίζει την αμεταβλητότητα και την επαληθευσιμότητα αυτών των πληροφοριών (καθώς η ιδιοκτησία ενός NFT καταγράφεται στο blockchain), δημιουργώντας έτσι ένα αδιαμφισβήτητο αρχείο ιδιοκτησίας.

Ένα NFT δεν είναι το ίδιο το ψηφιακό έργο, αλλά ένα πιστοποιητικό ιδιοκτησίας ή μια βεβαίωση που αποδεικνύει ότι κάποιος κατέχει ένα συγκεκριμένο ψηφιακό στοιχείο, με την ιδιότητα του μοναδικού και μη αναπαραγώγιμου, καταγεγραμμένο σε ένα κατανεμημένο καθολικό (blockchain).

Επομένως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κατοχή ενός NFT ΔΕΝ συνεπάγεται την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων του υποκείμενου έργου. 

Ο δημιουργός του ψηφιακού περιεχομένου διατηρεί συνήθως τα πνευματικά δικαιώματα, εκτός αν αυτά μεταβιβαστούν ρητά μέσω συμφωνίας. Το NFT πιστοποιεί την ιδιοκτησία του συγκεκριμένου ψηφιακού «διακριτικού» και όχι του ίδιου του έργου.

Η δημιουργία ενός NFT ονομάζεται «minting» και περιλαμβάνει την καταγραφή του ψηφιακού περιουσιακού στοιχείου στο blockchain. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί ένα μοναδικό αναγνωριστικό και ένα ιστορικό συναλλαγών που μπορεί να επαληθευτεί από οποιονδήποτε. 

Τα NFTs διαπραγματεύονται σε ειδικές πλατφόρμες (marketplaces) χρησιμοποιώντας κρυπτονομίσματα, με τις συναλλαγές να καταγράφονται στο blockchain, εξασφαλίζοντας διαφάνεια και ασφάλεια. Η αξία τους καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση, καθώς και από την αντιληπτή μοναδικότητα και την καλλιτεχνική ή ιστορική τους αξία.

Νομική Φύση

Η νομική φύση των NFTs είναι ακόμη υπό συζήτηση παγκοσμίως. Τα NFTs μπορούν να ειδωθούν και ως:

  • Ψηφιακά Περιουσιακά Στοιχεία: Αυτή είναι η πιο κοινή προσέγγιση. Αντιμετωπίζονται ως άυλα κινητά πράγματα, παρόμοια με τις μετοχές ή τα κρυπτονομίσματα, αλλά με την ιδιαιτερότητα της μοναδικότητας.
  • Άδειες Χρήσης: Σε πολλές περιπτώσεις, η αγορά ενός NFT μπορεί να σημαίνει την απόκτηση μιας άδειας χρήσης του υποκείμενου ψηφιακού έργου, χωρίς να μεταβιβάζονται τα πνευματικά δικαιώματα.
  • Δικαιώματα επί Υποκείμενου Έργου: Σπανιότερα, και συνήθως με ειδικές συμβατικές ρυθμίσεις, η ιδιοκτησία ενός NFT μπορεί να συνδέεται με τη μεταβίβαση συγκεκριμένων πνευματικών δικαιωμάτων.
Νομικό Πλαίσιο 
Το Ελληνικό Νομικό Πλαίσιο 

Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, η ραγδαία εξέλιξη των NFTs προηγείται της νομοθετικής προσαρμογής. 

Συγκεκριμένα, το ελληνικό δίκαιο δεν διαθέτει ειδικό πλαίσιο για τα NFTs και επομένως, εφαρμόζονται αναλογικά οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς και οι διατάξεις του Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα:

Όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται αναλογικά το παρακάτω νομικό πλαίσιο:

Ελληνική Νομοθεσία
  • Ν. 2121/1993 «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων»: Αποτελεί το βασικό νομοθέτημα για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, ενσωματώνοντας τις σχετικές Οδηγίες της ΕΕ.
  • Αστικός Κώδικας: Οι γενικές αρχές του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις ενοχικού δικαίου και αδικοπραξιών βρίσκουν εφαρμογή.
  • Ν. 4967/2022: Ρυθμίζει τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις συναλλαγές NFTs.
Το Νομικό Πλαίσιο Στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε διαδικασία προσαρμογής του νομικού της πλαισίου στις νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των NFTs. Αν και δεν υπάρχει ακόμα ειδική νομοθεσία αποκλειστικά για τα NFTs, σημαντικές Οδηγίες και Κανονισμοί είναι ήδη σε ισχύ ή υπό συζήτηση και επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα τις συναλλαγές με NFTs:

  • Οδηγία 2001/29/ΕΚ (InfoSoc Directive): Εναρμονίζει ορισμένες πτυχές του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ιδίως όσον αφορά την αναπαραγωγή και τη δημόσια διάθεση.
  • Οδηγία 2004/48/ΕΚ (IPR Enforcement Directive): Παρέχει εργαλεία για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών μέτρων, αποζημιώσεων και μέτρων κατά της παραποίησης/απομίμησης.
  • Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR): Οι κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα blockchain περιέχουν αναγνωρίσιμα προσωπικά δεδομένα.
  • Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 (MiCA – Markets in Crypto-Assets Regulation): Αυτός ο κανονισμός, ο οποίος έχει τεθεί σε ισχύ και θα εφαρμοστεί πλήρως από τα τέλη του 2024/αρχές 2025, αποτελεί ορόσημο. Ενώ τα περισσότερα NFTs (ιδιαίτερα τα μοναδικά και μη ανταλλάξιμα) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του MiCA (άρθρο 4 παρ. 2), ο κανονισμός παρέχει ένα πλαίσιο για την εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων και των εκδοτών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να έχουν χαρακτηριστικά παρόμοια με χρηματοοικονομικά μέσα. Είναι σημαντικό να αξιολογείται κατά περίπτωση εάν ένα συγκεκριμένο NFT εμπίπτει στις εξαιρέσεις ή όχι. 
  • O Κανονισμός Της ΕΕ Για Την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI Act): Αν και δεν αφορά άμεσα τα NFTs, είναι σημαντική για το μέλλον της ψηφιακής δημιουργίας, καθώς η χρήση ΑΙ στη δημιουργία έργων που ενδέχεται να «tokenποιηθούν» θα εγείρει νέα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και δημιουργίας. 
  • Πρόταση Οδηγίας για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (AMLD6): Αν και δεν έχει ακόμη εγκριθεί, αναμένεται να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των κανόνων AML/CFT και σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων δυνητικά και εκείνων που εμπλέκονται σε συναλλαγές NFTs.
Πνευματικά Δικαιώματα & NFTs

Το κεντρικό νομικό ζήτημα που ανακύπτει με τα NFTs είναι η σχέση τους με τα πνευματικά δικαιώματα και την πνευματική ιδιοκτησία

Όπως προαναφέρθηκε ότι η αγορά και κατοχή ενός NFT δεν συνεπάγεται την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων του υποκείμενου έργου, δηλαδή των πνευματικών δικαιωμάτων του ψηφιακού έργου που αντιπροσωπεύει.

Δικαιώματα Δημιουργού & Δικαιώματα Ιδιοκτήτη NFT

Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, και ειδικότερα τον Ν. 2121/1993 «Περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», ο δημιουργός ενός έργου αποκτά αυτοδικαίως και πρωτογενώς το πνευματικό δικαίωμα επί του έργου του, χωρίς να απαιτείται καμία διατύπωση. 

Το πνευματικό δικαίωμα περιλαμβάνει:

  • Το περιουσιακό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (αναπαραγωγή, διανομή, παρουσίαση στο κοινό, προσαρμογή κ.λπ.).
  • Το ηθικό δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας του έργου, διατήρησης της ακεραιότητάς του και προστασίας της προσωπικής σχέσης του δημιουργού με το έργο του.

Όταν ένα ψηφιακό έργο «tokenποιηθεί» ως NFT, ο δημιουργός διατηρεί καταρχήν όλα τα πνευματικά του δικαιώματα, εκτός αν συμφωνηθεί ρητά το αντίθετο. 

Ο αγοραστής του NFT αποκτά την ιδιοκτησία του token και όχι απαραίτητα του υποκείμενου ψηφιακού έργου. 

Αυτό σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του NFT έχει το δικαίωμα να το μεταπωλήσει, να το εμφανίσει ως δική του ιδιοκτησία, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να το αναπαράγει, να το διανείμει, να το τροποποιήσει ή να το χρησιμοποιήσει για εμπορικούς σκοπούς χωρίς την άδεια του δημιουργού.

Φορολογικές Πτυχές των NFTs στην Ελλάδα

Η φορολογική μεταχείριση των NFTs στην Ελλάδα, προφανώς, δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Δεδομένης της απουσίας ειδικής νομοθεσίας, η φορολογική προσέγγιση μπορεί να γίνει μόνο αναλογικά με βάση ήδη υφιστάμενες διατάξεις.

Φορολογία Εισοδήματος

Η πώληση ενός NFT από ιδιώτη μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε ως

  • Κέρδος από μεταβίβαση κεφαλαίου: Εάν η αγοραπωλησία δεν αποτελεί άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, το κέρδος μπορεί να φορολογηθεί ως υπεραξία. Ωστόσο, η φορολόγηση υπεραξίας από κινητές αξίες είναι γενικά μηδενική για ιδιώτες, εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις συστηματικής δραστηριότητας.

είτε ως

  • Εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα: Εάν η δραστηριότητα απόκτηση και πώλησης NFTs χαρακτηριστεί ως συστηματική και επαγγελματική, τότε τα κέρδη θα φορολογηθούν ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, με τις ισχύουσες φορολογικές κλίμακες για φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η διάκριση μεταξύ «ερασιτεχνικής» και «επαγγελματικής» δραστηριότητας είναι λεπτή και απαιτεί αξιολόγηση κατά περίπτωση.
ΦΠΑ

Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με NFTs (πχ δημιουργία, minting, πώληση σε πλατφόρμες) πιθανότατα υπάγεται σε ΦΠΑ. Η υπαγωγή ή μη εξαρτάται από την ακριβή φύση της υπηρεσίας και τον χαρακτηρισμό του NFT.

Εάν το NFT θεωρηθεί «άυλο αγαθό» ή «υπηρεσία», τότε θα εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ. Η φορολογική αντιμετώπιση του ΦΠΑ στις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και συναφή περιουσιακά στοιχεία εξακολουθεί να είναι θέμα συζήτησης και αναμονής διευκρινίσεων από τις φορολογικές αρχές.

Άμεσα Ζητήματα Προς Ρύθμιση

Οι κυριότερες προκλήσεις που ανακύπτουν και χρήζουν άμεσης ρύθμισης, περιλαμβάνουν:

  • Παραβιάσεις Πνευματικών Δικαιωμάτων: Είναι συχνό φαινόμενο η «tokenποίηση» και πώληση ψηφιακών έργων ως NFTs χωρίς την άδεια του δημιουργού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2121/1993 περί παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων (άρθρα 65 επ.), που προβλέπουν αστικές και ποινικές κυρώσεις.
  • Ο θιγόμενος δημιουργός μπορεί να ζητήσει άρση της προσβολής, παράλειψή της στο μέλλον, αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και καταστροφή των παράνομων αντιγράφων.
  • Άδειες Χρήσης: Για να αποκτήσει ο αγοραστής ενός NFT περισσότερα δικαιώματα επί του υποκείμενου έργου, απαιτείται ρητή συμβατική ρύθμιση με τον δημιουργό. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω άδειας χρήσης (license), η οποία μπορεί να ενσωματωθεί στα metadata του NFT ή να παραπέμπει σε εξωτερικούς όρους χρήσης. Η άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το εύρος των δικαιωμάτων που παραχωρούνται (π.χ., δικαίωμα δημόσιας προβολής, δικαίωμα αναπαραγωγής για προσωπική χρήση, δικαίωμα χρήσης σε εμπορικά προϊόντα κ.λπ.). Πρότυπα όπως το Creative Commons ή ειδικά πρότυπα για NFTs (π.χ., ERC-721 «Immutable Licenses») μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
  • Smart Contracts: Τα smart contracts (έξυπνα συμβόλαια) που ενσωματώνουν τα NFTs μπορούν να περιλαμβάνουν ρήτρες που αυτοματοποιούν την καταβολή δικαιωμάτων (royalties) στον αρχικό δημιουργό κάθε φορά που το NFT μεταπωλείται στην δευτερογενή αγορά. Αυτό ενισχύει το δικαίωμα αμοιβής του δημιουργού.
  • Έλλειψη Προστασίας Καταναλωτή: Οι γενικές διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή ενδέχεται να μην καλύπτουν επαρκώς τις ιδιαιτερότητες των συναλλαγών NFTs, ιδίως όσον αφορά την πληροφόρηση, την απάτη και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Νομικό Πλαίσιο των NFTs στην Ελλάδα και την προστασία των Πνευματικών Δικαιωμάτων 

Αποτελεί η Γεύση Τροφίμου Πνευματική Ιδιοκτησία;

Με την με αριθμό C-310/17 (Levola Hengelo BV κατά Smilde Foods BV), απόφασή του, το Δικαστήριο της ΕΕ, ασχολήθηκε με το κατά πόσο η γεύση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, να κατοχυρωθεί και να προστατευθεί.

Ειδικότερα, Δικαστήριο της Ολλανδίας ρώτησε το ΔΕΕ εάν η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.

Η Κοινοτική Οδηγία 2001/29

Η οδηγία 2001/29 ορίζει, στα άρθρα 2 έως 4, ότι τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά τα «έργα» τους, ένα σύνολο αποκλειστικών δικαιωμάτων και προβλέπει, μια σειρά εξαιρέσεων και περιορισμών στα δικαιώματα αυτά.

Η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του «έργου».

Επομένως, και λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, η έννοια αυτή πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση.

Κατά συνέπεια, η γεύση ενός τροφίμου μπορεί να προστατεύεται βάσει του δικαιώματος του δημιουργού σύμφωνα με την οδηγία 2001/29 μόνον εάν η γεύση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Έννοια & Περιεχόμενο Του Όρου «Έργου»

Συναφώς, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ένα αντικείμενο ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις.

Αφενός, πρέπει το συγκεκριμένο αντικείμενο να είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού.

Αφετέρου, ως «έργο», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, μπορούν να χαρακτηριστούν μόνον τα στοιχεία που αποτελούν την έκφραση της εν λόγω προσωπικής πνευματικής εργασίας

Η Σύμβαση Της Βέρνης & Συνθήκη ΠΟΔΙ

Περαιτέρω το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι η Ένωση, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Βέρνης, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία, της οποίας είναι συμβαλλόμενο μέρος και στην εφαρμογή της οποίας αποσκοπεί η οδηγία 2001/29, να συμμορφώνεται προς τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης της Βέρνης.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα περιλαμβάνουν όλες τις παραγωγές λογοτεχνικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής φύσεως, οιοσδήποτε είναι ο τρόπος και η μορφή εκφράσεως.

Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, αντικείμενο της προστασίας βάσει του δικαιώματος του δημιουργού είναι οι μορφές έκφρασης και όχι οι ιδέες, οι διαδικασίες, οι μέθοδοι λειτουργίας ή οι μαθηματικές έννοιες αυτές καθεαυτές.

Επομένως, η έννοια του «έργου» που διαλαμβάνεται στην οδηγία 2001/29 συνεπάγεται κατ’ ανάγκη έκφραση του προστατευόμενου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού αντικειμένου η οποία να το προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια και αντικειμενικότητα, έστω και αν η έκφραση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη μόνιμη.

Η Ερμηνεία Του ΔΕΕ

Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της προστασίας των αποκλειστικών δικαιωμάτων που εμπεριέχονται στο δικαίωμα του δημιουργού πρέπει να μπορούν να γνωρίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τα αντικείμενα που προστατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Το ίδιο ισχύει για τους ιδιώτες, ιδίως επιχειρηματίες, οι οποίοι πρέπει να μπορούν να προσδιορίσουν με σαφήνεια και ακρίβεια τα προστατευόμενα αντικείμενα τρίτων, ιδίως ανταγωνιστών.

Αφετέρου, η ανάγκη εξαλείψεως κάθε στοιχείου υποκειμενικότητας, βλαπτικής για την ασφάλεια δικαίου, κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του αντικειμένου της προστασίας συνεπάγεται ότι το εν λόγω αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ακριβούς και αντικειμενικής έκφρασης.

Όμως, η δυνατότητα ακριβούς και αντικειμενικού προσδιορισμού δεν υφίσταται όσον αφορά τη γεύση τροφίμου.

Συγκεκριμένα, σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με ένα λογοτεχνικό, εικαστικό, κινηματογραφικό ή μουσικό έργο, που αποτελεί ακριβή και αντικειμενική μορφή έκφρασης, ο προσδιορισμός της γεύσης τροφίμου στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στις γευστικές αισθήσεις και εμπειρίες που είναι υποκειμενικές και μεταβλητές, καθόσον εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από παράγοντες που σχετίζονται με το πρόσωπο που δοκιμάζει το συγκεκριμένο προϊόν, όπως η ηλικία του, οι διατροφικές προτιμήσεις του και οι καταναλωτικές του συνήθειες, καθώς και με το περιβάλλον ή το πλαίσιο στο οποίο δοκιμάζεται το προϊόν αυτό.

Περαιτέρω, ακριβής και αντικειμενικός προσδιορισμός της γεύσης τροφίμου, που να παρέχει τη δυνατότητα διάκρισης της γεύσης αυτής από τη γεύση άλλων προϊόντων του ίδιου είδους, δεν είναι δυνατός με τεχνικά μέσα στο παρόν στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης.

Η Απόφαση Του ΔΕΕ

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε ότι επιβάλλεται το συμπέρασμα, βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, ότι η γεύση τροφίμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29.

Λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως περί ομοιόμορφης ερμηνείας της έννοιας του «έργου» εντός της Ένωσης, επιβάλλεται, επίσης, το συμπέρασμα ότι η οδηγία 2001/29 αντιτίθεται στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού σε γεύση τροφίμου.

Επομένως, στο ερώτημα του Δικαστηρίου της Ολλανδίας δόθηκε η απάντηση ότι η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην προστασία της γεύσης ενός τροφίμου βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά την οδηγία αυτή και στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να παρέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού στην εν λόγω γεύση.

Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν αναιρούν την προστασία προϊόντων Προστατευομένων Ονοµασιών Προέλευσης (ΠΟΠ) & και Γεωγραφικών Ενδείξεων (ΠΓΕ) τα οποία ενσωματώνουν την γεύση ως χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητάς τους.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία έργων.

Η Προστασία Της Πνευματικής Ιδιοκτησίας Στις Βάσεις Δεδομένων

Η πνευματική ιδιοκτησία στις βάσεις δεδομένων αποτέλεσε πρώτη φορά αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης με την οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1996 (“Database Directive“).

Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 7 του Ν. 2819/2000, ο οποίος τροποποίησε τον Ν. 2121/1993 (“Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα”).

Με τα παραπάνω, θεσπίστηκε ένα καθεστώς διπλής προστασίας για τις βάσεις δεδομένων, δηλαδή, τόσο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι της πρωτότυπης επιλογής ή διευθέτησης των περιεχομένων της βάσης, όσο και του δικαιώματος ειδικής φύσης (sui generis) του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων.

ΕΝΝΟΙΕΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ & ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Βάση Δεδομένων

Βάση δεδομένων (database) νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών, με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο.

Αντικείμενο προστασίας είναι και οι βάσεις δεδομένων οι οποίες λόγω της “επιλογής” ή “διευθέτησης” του περιεχομένου τους αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα.

Ωστόσο, η προστασία αυτή δεν εκτείνεται στο περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων και δεν θίγει κανένα από τα δικαιώματα που υφίστανται στο περιεχόμενο αυτό. 

Επομένως, η έννοια της βάσης δεδομένων καλύπτει κάθε συλλογή, που περιέχει έργα, δεδομένα ή άλλα στοιχεία, τα οποία μπορούν να χωριστούν τα μεν από τα δε, δίχως να επηρεαστεί η αξία του περιεχομένου τους, και περιλαμβάνουν μια μέθοδο ή ένα σύστημα, οποιοσδήποτε φύσης, που καθιστά δυνατή την ανεύρεση έκαστου των συστατικών της στοιχείων (ΔΕΕ C-444/02, Fixtures Marketing).

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις δε της Οδηγίας 96/9/ΕΟΚ, στην έννοια των βάσεων δεδομένων υπάγονται, τόσο οι ηλεκτρονικές (ψηφιακές) βάσεις δεδομένων, όσο και οι μη ηλεκτρονικές (παραδοσιακές) βάσεις δεδομένων.

Δηλαδή, ο όρος βάση δεδομένων πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε είδους συλλογές έργων, λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, μουσικών ή άλλων ή άλλο υλικό, όπως κείμενα, ήχους, εικόνες, αριθμούς, πραγματικά στοιχεία και δεδομένα.

Εξάλλου, η προβλεπόμενη προστασία, βάσει του δικαιώματος του δημιουργού, έχει ως αντικείμενο τη διάρθρωση της βάσης δεδομένων, και όχι το περιεχόμενό της, ούτε, επομένως, τα συστατικά της στοιχεία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι έννοιες “επιλογή” και “διευθέτηση” αφορούν, αντίστοιχα, την επιλογή και τη διαρρύθμιση των δεδομένων, με τα οποία ο δημιουργός της βάσης δεδομένων διαμορφώνει τη διάρθρωσή της. 

Αντίθετα, οι έννοιες αυτές δεν καλύπτουν τη δημιουργία των δεδομένων, που περιέχονται στη βάση αυτή.

Εξυπακούεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία, που αφορούν τις διανοητικές προσπάθειες και την ικανότητα δημιουργίας δεδομένων, καθώς κείνται εκτός της έννοιας της διάρθρωσης.

Εξάλλου, η αναφορά σε “πνευματικά δημιουργήματα”, παραπέμπει στο κριτήριο της πρωτοτυπίας.

Το κριτήριο αυτό πληρούται όταν, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης των δεδομένων που περιλαμβάνει, ο δημιουργός της εκφράζει τη δημιουργική του ικανότητα με πρωτότυπο τρόπο, πραγματοποιώντας ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές και αποτυπώνει, με τον τρόπο αυτό, το “προσωπικό άγγιγμά” του (ΠολΠρΘεσ 2520/2020). 

Δηλαδή, για να προστατευθεί η βάση δεδομένων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να καταδειχθεί μια πρωτοτυπία στην επιλογή ή στην οργάνωση του υλικού της.

Αντίθετα, το εν λόγω κριτήριο δεν πληρούται, όταν η δημιουργία της βάσης δεδομένων υπαγορεύεται από τεχνικές εκτιμήσεις, κανόνες ή δεσμεύσεις, που δεν αφήνουν περιθώριο για δημιουργική ελευθερία.

Σημειωτέον ότι κανένα κριτήριο άλλο από εκείνο της πρωτοτυπίας δεν εφαρμόζεται, προκειμένου να εκτιμηθεί η επιλεξιμότητα βάσης δεδομένων για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού.

Μια βάση δεδομένων δεν θα είναι πρωτότυπη, εάν δεν υπάρχει καμία επιλογή στο υλικό ή αν η διευθέτηση γίνεται με κριτήρια αυτονόητα (π.χ. όλοι οι πολίτες ενός Δήμου ή όλα τα ονόματα με αλφαβητική σειρά).

Η σημαντική εργασία και η ικανότητα δημιουργίας, που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων δεν μπορούν, αυτές καθ’ εαυτές, να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους προστασία, εάν δεν εκφράζουν πρωτοτυπία ως προς την επιλογή ή τη διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτήν δεδομένων. 

Συλλεκτικά Έργα

Τέλος, προκειμένου για τα “συλλεκτικά έργα“, η πρωτοτυπία αναζητείται, διαζευκτικά, είτε στην επιλογή του περιεχομένου τους, είτε στη διευθέτησή του. Η επιλογή του περιεχομένου μίας συλλογής μπορεί να είναι ενδεικτική ή να επιδιώκει πληρότητα. 

Εδώ τα ζητούμενα είναι δύο, η ακρίβεια, αφενός, και, αφετέρου, η πληρότητα των πληροφοριών. Στη βάση δεδομένων ζητούμενο του τρόπου διευθέτησης είναι η ευχερέστερη αναζήτηση και μετάδοση της πληροφορίας. 

Κατά τα λοιπά, οι εναλλακτικοί τρόποι της διευθέτησης, όπως άλλωστε και της επιλογής του περιεχομένου της συλλογής, τελούν σε συνάρτηση, αφενός προς τη φύση του περιεχομένου και αφετέρου προς τη σκοπούμενη χρήση της συλλογής, αυτές καθορίζουν εξ αντικειμένου την έκταση της ελευθερίας του δημιουργού.

Κατασκευαστής Βάσης Δεδομένων

Κατασκευαστής Βάσης Δεδομένων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία και επωμίζεται τον κίνδυνο των επενδύσεων (“επιχειρηματικό ρίσκο”) στη βάση δεδομένων. 

Σημειώνεται ότι δεν θεωρείται κατασκευαστής ο εργολάβος βάσης δεδομένων, ήτοι το πρόσωπο (πχ προγραμματιστής) το οποίος ανέλαβε την κατασκευή με σύμβαση έργου, για λογαριασμό του επιχειρηματία (κατασκευαστή) ή και του δημιουργού.

Εξαγωγή Δεδομένων

Ως Εξαγωγή Δεδομένων θεωρείται η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υλικό φορέα με οποιοδήποτε μέσο ή με οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την άδεια του κατασκευαστή της.

Τούτο συμβαίνει όταν γίνεται μεταφορά ολόκληρου ή μέρους του περιεχομένου της επίμαχης βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, όταν δηλαδή ολόκληρο ή μέρος του περιεχομένου της βάσης δεδομένων επαναλαμβάνεται αυτούσιο και σε άλλο σημείο που δεν έχει σχέση με την αρχική βάση δεδομένων.

Επαναχρησιμοποίηση Δεδομένων

Επαναχρησιμοποίηση Δεδομένων νοείται η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές. 

Το ουσιώδες ή επουσιώδες της αφαίρεσης/επαναχρησιμοποίησης της βάσης δεδομένων μπορεί να κριθεί είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά.

Η εξαγωγή και η επαναχρησιμοποίηση επουσιώδους μέρους της βάσης δεδομένων επιτρέπεται ελεύθερα, αρκεί όμως να μην είναι επανειλημμένη και συστηματική και να μη θίγει το δικαίωμα του κατασκευαστή ή να μην συγκρούεται με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων.

Ωστόσο, η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην Κοινότητα από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου στην Κοινότητα. 

Τέλος, ο δανεισμός στο κοινό δεν συνιστά πράξη εξαγωγής ή επαναχρησιμοποίησης.

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 
Προστασία Πνευματικής Ιδιοκτησίας Δημιουργού

Υποκείμενο προστασίας, κατά το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο δημιουργός του. 

Ως “δημιουργός βάσης δεδομένων” νοείται το φυσικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών προσώπων, που έχει δημιουργήσει τη βάση δεδομένων ή, εφόσον επιτρέπεται από τη νομοθεσία, το νομικό πρόσωπο, που ορίζεται ως δικαιούχος από τη νομοθεσία αυτή. 

Ωστόσο, κατά το ελληνικό δίκαιο μόνο τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να είναι δημιουργοί, ενώ τα νομικά πρόσωπα μπορούν μόνο δευτερογενώς να αποκτήσουν την ιδιότητα του δικαιούχου. 

Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει: 

  • την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, 
  • τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της βάσης δεδομένων, 
  • οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της στο κοινό.
  • οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό, 
  • οποιαδήποτε αναπαραγωγή, διανομή, ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση στο κοινό των αποτελεσμάτων των πράξεων της μετάφρασης, προσαρμογής, διευθέτησης και οποιαδήποτε άλλης μετατροπής, που αναφέρονται παραπάνω. 

Παραταύτα, ο νόμιμος χρήστης βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της μπορεί να εκτελέσει χωρίς άδεια του δημιουργού, οποιαδήποτε από τις παραπάνω πράξεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την πρόσβαση στο περιεχόμενο της βάσης δεδομένων και την κανονική χρησιμοποίησή της. 

Τέλος, συμφωνίες αντίθετες προς τις ρυθμίσεις των παραπάνω, είναι άκυρες.

Προστασία Πνευματικής Ιδιοκτησίας Κατασκευαστή

Σύμφωνα με το άρθρο 45Α του Ν. 2121/1993, αναγνωρίζονται δικαιώματα ειδικής φύσης και στους κατασκευαστές βάσεων δεδομένων. Σκοπός της αναγνώρισης αυτής είναι η παροχή πρόσφορης προστασίας των βάσεων δεδομένων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αμοιβή του κατασκευαστή τους.

Η ανάγκη αναγνώρισης του ειδικού δικαιώματος στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων συνίσταται στο ότι, για την κατασκευή βάσεων δεδομένων, απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των εν λόγω βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους.

Το συγκεκριμένο δικαίωμα ειδικής φύσης (sui generis) χορηγείται στον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων με την προϋπόθεση ότι για τη δημιουργία της, ήτοι την απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης, πραγματοποιήθηκε μία σημαντική-ουσιώδης, είτε από ποσοτική, είτε από ποιοτική άποψη, επένδυση.

Το ειδικής φύσης αυτό δικαίωμα δεν κατατάσσεται, ούτε στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ούτε στα συγγενικά δικαιώματα (ΑΠ 1051/2015). 

Ειδικότερα, ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά. 

Τούτο δε, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση. 

Το παραπάνω δικαίωμα, ισχύει ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω βάση δεδομένων ή το περιεχόμενό της προστατεύεται με τις διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία ή με άλλες διατάξεις. 

Η προστασία βάσει του συγκεκριμένου δικαιώματος δεν θίγει ενδεχόμενα δικαιώματα επί του περιεχομένου τους. Το δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων μπορεί να μεταβιβαστεί με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα ή να παραχωρηθεί η εκμετάλλευσή του με άδεια ή σύμβαση.

Εξάλλου, δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση ούτε επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.

Η πρακτική σημασία της προστασίας με το ειδικό αυτό δικαίωμα είναι μεγάλη, γιατί καλύπτονται οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας ή για τις οποίες υπάρχει αμφιβολία ως προς την προστασία αυτή, όπως οι περιπτώσεις βάσεων δεδομένων με καθαρά αριθμητικά στατιστικά στοιχεία, με διευθύνσεις, απλοί κατάλογοι κ.λπ. 

Έννοια “Ποσοτικής ή Ποιοτικής Επενδύσεως

Ως προς το ζήτημα της ουσιώδους ποσοτικής ή ποιοτικής επενδύσεως το Δικαστήριο της ΕΕ, έχει αποφανθεί ως εξής: 

  • Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την απόκτηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση υφιστάμενων στοιχείων και τη συγκέντρωσή τους στην εν λόγω βάση, ενώ δεν περιλαμβάνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των στοιχείων που συναποτελούν το περιεχόμενο μιας βάσης δεδομένων. 
  • Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με τον έλεγχο του περιεχομένου της βάσης δεδομένων σημαίνει τα μέσα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξασφαλισθεί η πιστότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην εν λόγω βάση, για τον έλεγχο της ακρίβειας των αναζητουμένων στοιχείων, κατά τη δημιουργία της βάσεως αυτής, καθώς και κατά την περίοδο λειτουργίας της. 
  • Η έννοια της επένδυσης που συνδέεται με την παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να αποκτήσει η εν λόγω βάση τη λειτουργία επεξεργασίας των πληροφοριών, ήτοι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συστηματική ή μεθοδική διευθέτηση των στοιχείων που περιέχονται στη βάση αυτή καθώς και την οργάνωση της δυνατότητας ατομικής πρόσβασης στα στοιχεία αυτά.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΤΗ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Οι ρυθμίσεις που αφορούν το δικαίωμα του δημιουργού βάσης δεδομένων, καθώς και το δικαίωμα ειδικής φύσης του κατασκευαστή βάσης δεδομένων δεν επιτρέπεται να θίγουν τις διατάξεις που διέπουν άλλα δικαιώματα, ιδίως:

  • το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας
  • τα συγγενικά δικαιώματα ή άλλα δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υφίστανται επί των δεδομένων, των έργων ή άλλων στοιχείων ενσωματωμένων σε βάση δεδομένων, 
  • τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα σήματα, τα σχέδια και υποδείγματα, 
  • την προστασία των εθνικών θησαυρών, πολιτιστικών αγαθών και αρχαίων έργων, 
  • το δίκαιο του ανταγωνισμού, το εμπορικό απόρρητο, 
  • την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, 
  • το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, καθώς και 
  • την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα ή το ενοχικό δίκαιο.
Ειδικά για τον Κατασκευαστή Βάσης Δεδομένων

Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί να εμποδίσει το νόμιμο χρήστη της βάσης να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί επουσιώδη μέρη του περιεχομένου της αξιολογούμενα ποιοτικά ή ποσοτικά για οποιονδήποτε σκοπό. Ειδικότερα:

Δικαιώματα Χρήστη

Ο νόμιμος χρήστης της βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί, χωρίς την άδεια του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων, να εξάγει ή και/να επαναχρησιμοποιήσει ουσιώδες μέρος του περιεχομένου της:

  • όταν πρόκειται για εξαγωγή, για εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο μη εμπορικό σκοπό, 
  • όταν πρόκειται για εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή για σκοπούς  διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.

Το παραπάνω δικαίωμα των χρηστών ισχύει από την περάτωση της κατασκευής της βάσης δεδομένων και λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία περάτωσης, εκτός εαν η βάση δεδομένων τροποποιήθηκε ουσιαστικά, οπότε το σχετικό δικαίωμα ανανεώνεται για επιπλέον 15 έτη.

Περιορισμοί Χρήστη

Ο νόμιμος χρήστης βάσης δεδομένων που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού με οποιονδήποτε τρόπο δεν μπορεί

  • να εκτελεί πράξεις που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης αυτής ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της, 
  • να προξενεί ζημία στους δικαιούχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων για τα έργα ή τις ερμηνείες ή εκτελέσεις που περιέχονται στην εν λόγω βάση δεδομένων.

Τέλος, συμφωνίες αντίθετες προς τις παραπάνω ρυθμίσεις, είναι άκυρες.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗ ΒΑΣΕΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Δημιουργός βάσης δεδομένων

Ο δημιουργός βάσης δεδομένων προστατεύεται με βάση το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, οι πνευματικοί δημιουργοί αποκτούν πάνω στο έργο τους πνευματική ιδιοκτησία που περιλαμβάνει:

  • Το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου (“περιουσιακό δικαίωμα“) και
  • Το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (“ηθικό δικαίωμα“).

Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει:

  • Την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων
  • Τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της
  • Οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων στο κοινό
  • Οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό
Κατασκευαστής βάσης δεδομένων

Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων προστατεύεται με ένα ειδικής φύσης (sui generis) δικαίωμα. Ο κατασκευαστής έχει το δικαίωμα να απαγορεύει:

  • την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.
Διαφορές
Περιεχόμενο Προστασίας

Στον Δημιουργό προστατεύεται η πρωτοτυπία και η δημιουργικότητα στην επιλογή ή διευθέτηση του περιεχομένου, ενώ στον Κατασκευαστή προστατεύεται η επένδυση (οικονομική, χρονική, τεχνική) για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων.

Νομική Υπόσταση

Ο Δημιουργός είναι πάντα φυσικό πρόσωπο ενώ ο Κατασκευαστής μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Φύση του Δικαιώματος

Ο Δημιουργός έχει πλήρη δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα), ενώ Κατασκευαστής έχει ειδικής φύσης δικαίωμα που αφορά κυρίως την προστασία της επένδυσής του.

Διάρκεια Προστασίας

Στον Δημιουργό η προστασία διαρκεί όπως και τα άλλα έργα πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ στον Κατασκευαστή το δικαίωμα λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία περάτωσης ή της πρώτης διάθεσης στο κοινό.

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Οι γενικές αστικές κυρώσεις που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση προσβολής οιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, εφαρμόζονται και στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού βάσης δεδομένων, καθώς και του δικαιώματος ειδικής φύσης του κατασκευαστή.

Περαιτέρω, ως προς τις ποινικές κυρώσεις προβλέπεται ποινή τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, για κάθε περίπτωση που κάποιος, χωρίς δικαίωμα, προβαίνει σε προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων, καθώς και σε εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων χωρίς άδεια του κατασκευαστή.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού και του κατασκευαστή στις Βάσεις Δεδομένων.

Κληρονόμοι Πνευματικών Δικαιωμάτων & Κληρονομικό Δικαίωμα

Σύμφωνα με το ν. 2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», το δικαίωμα στην πνευματική δημιουργία μπορεί κατά το περιουσιακό του περιεχόμενο (περιουσικό δικαίωμα) να αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, δηλαδή μεταβίβασης ή εκμετάλλευσής του, με τη μορφή της άδειας ή σύμβασης εκμετάλλευσης.

Για το ηθικό δικαίωμα προβλέπεται το αμεταβίβαστο εν ζωή, ήτοι ο δημιουργός έργου του λόγου ή της τέχνης, ακόμη και αν μεταβιβάσει το σύνολο των εξουσιών του περιουσιακού του δικαιώματος, διατηρεί το αντίστοιχο επί του έργου ηθικό δικαίωμα.

Το Κληρονομικό Δικαίωμα Στην Πνευματική Ιδιοκτησία

Μετά τον θάνατο του δημιουργού το δικαίωμα στην πνευματική του δημιουργία περιέρχεται στους κληρονόμους του και προστατεύεται απο τις σχετικές διατάξεις.

Ειδικά δε για το ηθικό δικαίωμα προβλέπεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να το ασκούν σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού, εφόσον τέτοια θέληση έχει ρητά εκφραστεί.

Συνακόλουθα, ως προς την αμοιβή των δημιουργών, που με σύμβαση είχαν μεταβιβάσει ή παραχωρήσει κλπ. το περιουσιακό τους δικαίωμα σε άλλους, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 32 επ. του ν. 2121/1993.

Ειδικότερα, το άρθρο 32 καθιερώνει ως γενικό κανόνα την ποσοστιαία αμοιβή για κάθε δικαιοπραξία που αφορά το περιουσιακό δικαίωμα των κληρονόμων.

Η διάταξη του συγκεκριμένου άρθρου για την ποσοστιαία αμοιβή, καθώς και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις των επόμενων άρθρων, έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα, διότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 του ιδίου νόμου, το οποίο προβλέπει καταρχήν την ακυρότητα των αντίθετων συμφωνιών. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο κληρονομούμενος δεν άσκησε το σχετικό δικάιωμα, καθώς μπορούν να το ασκήσoυν οι κληρονόμοι ακόμη και πρώτη φορά.

Συνακόλουθα, σε περίπτωση που πληγεί το κύρος των συμβάσεων που αφορούν το περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού συνεπεία των ανωτέρω περιστάσεων και επανέλθουν στην έννομη σφαίρα αυτού όλες οι εξουσίες της πνευματικής ιδιοκτησίας που είχαν μεταβιβάσει σε τρίτο πρόσωπο, ο δημιουργός όπως και ο κληρονόμος αυτού, μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματος επί του πνευματικού έργου, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον.

Τούτο διότι η εμπορική εκμετάλλευση που εξακολουθεί να γίνεται από τον τρίτο χωρίς την άδεια του δικαιούχου είναι παράνομη και έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 65 του παραπάνω νόμου (βλ. ΠολΠρΑθ 1257/2014, ΕφΑθ 3835/2007).

Νομική Φύση Μεταβίβασης Και Συνέπειες

Κατά πάγια νομολογία, στη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος δεν έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις που αφορούν την μεταβίβαση της κυριότητος ενσωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων, όπου πράγματι ο μεταβιβάζων αποξενώνεται οριστικά από το δικαίωμά του επί του πράγματος.

Αντίθετα από τη φύση των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως δικαιωμάτων με αντικείμενα άυλα αγαθά και όχι πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 947 ΑΚ, συνεπάγεται ότι για τη μεταβίβασή τους εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, ανάλογα οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την εκχώρηση απαιτήσεων.

Η νομική η φύση των δικαιωμάτων από το πνευματικό έργο περιέχει ιδιαίτερα στοιχεία, όπως το αμεταβίβαστο του ηθικού δικαιώματος, καθώς και τη διάρκεια προστασίας της πνευματικής δημιουργίας (70 χρόνια από το θάνατο του δημιουργού).

Τα στοιχεία αυτά της νομικής φύσης, δεν επιτρέπουν την εκμετάλλευση του περιουσιακού δικαιώματος στο πνευματικό έργο κι αν ακόμη έχει καταρτισθεί σύμβαση για την πλήρη μεταβίβασή του.

Το παραπάνω, είναι αυτό ακριβώς που διαφοροποιεί ουσιωδώς την μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικού έργου, από την μεταβίβαση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων.

Επομένως, δεν μπορεί να θεωρείται αποπερατωμένη η μεταβιβαστική σύμβαση, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τις συμβάσεις μεταβίβασης πράγματος ή εκμετάλλευσης. Τέτοια αποπεράτωση υφίσταται μόνο, αν παρέλθει η παραπάνω διάρκεια προστασίας του πνευματικού έργου (ΑΠ 1141/2023).

Φορολογική Αντιμετώπιση Κληρονομικού Δικαιώματος
Φόρος Κληρονομιάς Και Όχι Εισοδήματος

Γίνεται δεκτό, ότι τα πνευματικά δικαιώματα από έργο αποβιώσαντα που θα εισπράξουν οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, υπόκεινται σε φόρο κληρονομιάς και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος.

Υποχρεωτική Υπαγωγή Σε ΦΠΑ

Επιπλέον, η είσπραξη ποσών από κληρονόμους πνευματικών δικαιωμάτων, συνιστά άσκηση οικονομικής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών υπαγόμενης στον ΦΠΑ, εκτός αν αφορά ποσό κατώτερο των 10.000 Ευρώ ετησίως.

Υποχρέωση Τήρησης Βιβλίων

Η υπαγωγή των κληρονόμων πνευματικών δικαιωμάτων σε ΦΠΑ, έχει ως αποτέλεσμα την γέννηση της υποχρέωσης των κληρονόμων για δήλωση έναρξης εργασιών και την εκπλήρωση όλων των φορολογικών υποχρεώσεων που αυτή επιφέρει.

Ασφαλιστική Αντιμετώπιση

Τέλος, με δεδομένο ότι η ασφάλιση είναι καθαρά προσωποπαγής, με παλαιότερο έγγραφο του πρώην ΟΑΕΕ, είχε γίνει δεκτό ότι υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα από την χρήση πνευματικών δικαιωμάτων τους, είναι μόνο οι ίδιοι οι πνευματικοί δημιουργοί και όχι τα πρόσωπα στα οποία τυχόν περιήλθαν δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών. Επομένως, οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, δεν έχουν υποχρέωση ασφάλισης.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το Κληρονομικό Δικαίωμα στην Πνευματική Ιδιοκτησία.

Συμβάσεις API licensing (Άδεια Χρήσης APIs) – Νομικό Πλαίσιο

API licensing (Αδειοδότηση APIs) είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένας πάροχος API παραχωρεί την άδεια χρήσης του API σε τρίτους, καθορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη χρήση αυτή.

Επομένως, μια “άδεια χρήσης” API αποτελεί μια σύμβαση που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Παρόχου και του Χρήστη/Καταναλωτή API, ρυθμίζοντας την πρόσβαση, τη χρήση, την τροποποίηση και την περαιτέρω διανομή των λειτουργιών και των δεδομένων που παρέχονται μέσω του API.

Νομική & Τεχνική Φύση Των API 

Από τεχνική άποψη, ένα API (Application Programming Interfaces – Διεπαφές Προγραμματισμού Εφαρμογών – APIs) ορίζεται ως ένα σύνολο πρωτοκόλλων, εργαλείων και ρουτινών για την οικοδόμηση εφαρμογών λογισμικού. 

Δηλαδή το API, κατά τεχνική έννοια, συνιστά ένα σύνολο προκαθορισμένων μεθόδων, οδηγιών και κανόνων που επιτρέπουν σε μία εφαρμογή να επικοινωνεί ή να αλληλεπιδρά με άλλη εφαρμογή ή σύστημα. Οι APIs διασφαλίζουν τη δυνατότητα άντλησης λειτουργικότητας ή δεδομένων από τρίτα πληροφοριακά περιβάλλοντα.

Εν ολίγοις, είναι ένα «συμβόλαιο» (σύμβαση) που περιγράφει τις λειτουργίες και τις μεθόδους αλληλεπίδρασης με ένα συγκεκριμένο λογισμικό σύστημα. 

Από νομική σκοπιά, ένα API αποτελεί ένα σύνολο αντικειμένων πνευματικής ιδιοκτησίας, μεταβιβαζόμενο με την σύμβαση (“άδεια”) παραχώρησης χρήσης. 

Πνευματική Ιδιοκτησία Των API

Ως σύνολο αντικειμένων πνευματικής ιδιοκτησίας, το API είναι πολυσύνθετο. 

Έτσι, ενώ ο κώδικας που υλοποιεί το API προστατεύεται σαφώς από νομικό πλαίσιο για τα πνευματικά δικαιώματα, η «δομή, ακολουθία και οργάνωση» (structure, sequence, and organization – “SSO”) ενός API, δηλαδή το σύνολο των δηλώσεων και των μεθόδων που επιτρέπουν την αλληλεπίδραση, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων νομικών διαμαχών. 

Google LLC κατά Oracle America, Inc.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Google LLC v. Oracle America, Inc. (2021), έκρινε ότι η αντιγραφή ενός τμήματος ενός API για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας μπορεί να εμπίπτει στο δόγμα της «δίκαιης χρήσης» (fair use).

Τούτο σημαίνει ότι ένας χρήστης API έχει το δικαίωμα να αντιγράψει και να ιδιοποιηθεί τμήμα ενός API, με μόνη προϋπόθεση ότι η ιδιοποίηση γίνεται για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας. 

Ευρωπαϊκό & Ελληνικό Δίκαιο

Σύμφωνα με τον Ν. 2121/1993, ο οποίος ενσωματώνει στο εσωτερικό δίκαιο την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ περί της νομικής προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ένα API υπάγεται στο νομικό πλαίσο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. 

Τούτο διότι ενσωματώνει κώδικα, δομή, ακολουθίες εντολών, τεχνική τεκμηρίωση (documentation) καθώς και άλλες εκφράσεις δημιουργικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα:

  • Η τεκμηρίωση API (documentation) και ο πηγαίος/αντικειμενικός κώδικας προστατεύονται ως έργα λογισμικού.
  • Η διάρθρωση (structure), η ονοματολογία συναρτήσεων, ακόμη και το σχήμα ανταλλαγής δεδομένων (data schema) μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθούν εκφράσεις πνευματικής ιδιοκτησίας.

Ωστόσο, η ίδια η διαλειτουργικότητα μεταξύ δύο συστημάτων, εξαιρείται της προστασίας.

Διαφορές Συμβάσεων API licensing Και SaaS

Παρότι συχνά συγχέονται, η άδεια χρήσης API (API License) και η υπηρεσία λογισμικού ως υπηρεσία (Software as a Service – SaaS) διαφέρουν στη νομική τους φύση και στην πρακτική εφαρμογή τους. 

Αφενός, η σύμβαση SaaS αποτελεί κατ’ ουσίαν σύμβαση παροχής υπηρεσιών, κατά την οποία ο πάροχος διαθέτει πρόσβαση σε λογισμικό που εκτελείται απομακρυσμένα (cloud-based), χωρίς να μεταβιβάζει κανένα στοιχείο του κώδικα ή των αρχείων εγκατάστασης στον χρήστη.  Ο χρήστης δεν αποκτά κανένα δικαίωμα χρήσης επί του λογισμικού καθαυτού, παρά μόνο τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των λειτουργιών του μέσω browser ή άλλης διεπαφής.

Αφετέρου, η άδεια API επιτρέπει σε τρίτους να ενσωματώσουν λειτουργικότητες σε δικές τους εφαρμογές ή υποδομές, συνήθως με τη μορφή προγραμματιστικών κλήσεων (calls) σε back-end servers του παρόχου. Η άδεια αυτή μπορεί να έχει χαρακτήρα εμπορικής εκμετάλλευσης, ιδίως όταν επιτρέπεται η πώληση ή ενσωμάτωση της λειτουργικότητας API σε προϊόντα τρίτων. 

Συνοπτικά, το SaaS αποτελεί υπηρεσία, ενώ η API license συνιστά άδεια εκμετάλλευσης τεχνολογικού πόρου και, συνεπώς, υπάγεται σε διαφορετικούς κανόνες δικαίου.

Ορολογία και Βασικές Έννοιες Συμβάσεων API licensing

Πάροχος API (API  Provider): Η οντότητα που κατέχει, αναπτύσσει, συντηρεί και διαθέτει το API.

Χρήστης/Καταναλωτής API (API User/Consumer): Η οντότητα που χρησιμοποιεί το API για να ενσωματώσει τις λειτουργίες του στις δικές της εφαρμογές ή πλατφόρμες.

Όροι Παροχής Υπηρεσιών (Terms of Service – ToS): Οι συμφωνηθέντες όροι που διέπουν τη χρήση μιας πλατφόρμας ή υπηρεσίας, εντός των οποίων συχνά ενσωματώνονται ή παραπέμπονται οι ειδικοί όροι αδειοδότησης του API.

Πολιτική Ορθής Χρήσης (Acceptable Use Policy – AUP): Οι συμβατικές προβλέψεις που καθορίζουν τις επιτρεπόμενες και απαγορευμένες πρακτικές κατά τη χρήση του API, με έμφαση σε ζητήματα ασφάλειας, νόμιμης χρήσης και αποφυγής κατάχρησης.

Συμφωνία Επιπέδου Υπηρεσιών (Service Level Agreement – SLA): Η συμβατική συμφωνία σχετικά με: α) τις ελάχιστες εγγυημένες επιδόσεις, β) τη διαθεσιμότητα, γ) το χρόνο απόκρισης και δ) την υποστήριξη, που παρέχεται από τον Πάροχο API.

Κατηγορίες Αδειών Χρήσης API (API licensing)

Οι άδειες χρήσης APIs διακρίνονται, αναλόγως του επιπέδου περιορισμών και του επιχειρηματικού μοντέλου. Οι βασικότερες εξ’ αυτών, κατηγοριοποιούνται ως εξής:

Ανοικτές Άδειες (Open Licenses)

Εφαρμόζονται συχνά σε APIs που προορίζονται για ευρεία ανάπτυξη και συνεργασία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι άδειες Creative Commons (π.χ., CC BY) ή οι άδειες λογισμικού ανοιχτού κώδικα (π.χ., Apache 2.0, MIT License). 

Βασική κατηγορία ανοικτών αδειών αποτελούν τα API που παρέχονται από δημόσιους φορείς (π.χ. gov.gr). Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1024 για τα Ανοικτά Δεδομένα, η οποία ενθαρρύνει τη διάθεση δεδομένων μέσω APIs υπό ανοικτές άδειες.

Στο πλαίσιο αυτό, τα APIs οφείλουν να πληρούν ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές, ενώ απαγορεύεται η επιβολή αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση.

Εμπορικές/Ιδιόκτητες Άδειες (Commercial/Proprietary Licenses)

Αποτελούν την πλειονότητα των αδειών. Είναι ειδικά διαμορφωμένες για να προστατεύουν τα συμφέροντα του Παρόχου και να καθορίζουν λεπτομερώς τη χρήση. Σε αυτές εντάσσονται οι άδειες με βάση τον όγκο κλήσεων (usage-based licensing), οι συνδρομητικές άδειες, ή οι άδειες που περιορίζουν τη χρήση σε συγκεκριμένες εφαρμογές ή πλατφόρμες κλπ.

Άδειες Freemium

Συνδυάζουν στοιχεία των παραπάνω, προσφέροντας μια βασική δωρεάν βαθμίδα χρήσης με περιορισμένες λειτουργίες ή όρια κλήσεων, καθώς και επί πληρωμή πακέτα για προηγμένες δυνατότητες. Οι όροι για τη δωρεάν βαθμίδα συνήθως περιλαμβάνουν ρήτρες που αποθαρρύνουν την εμπορική χρήση χωρίς αναβάθμιση.

OEM / Embedded licenses

Οι άδειες με τις οποίες παραχωρείται σε τρίτους το δικαίωμα ενσωμάτωσης του API σε δικές τους υπηρεσίες.

Ελάχιστοι Όροι Συμβάσεων API licensing

Μια σύμβαση API licensing (δλδ μια “άδεια χρήσης”) περιλαμβάνει συνήθως, μεταξύ άλλων:

1. Το Πεδίο Εφαρμογής της Άδειας (Scope of License)

Με αυτό καθορίζεται ρητά το επιτρεπόμενο εύρος χρήσης του API (π.χ., αποκλειστική/μη αποκλειστική, μεταβιβάσιμη/μη μεταβιβάσιμη, ανακλητή/μη ανακλητή άδεια), τον επιδιωκόμενο σκοπό (π.χ., ανάπτυξη εφαρμογών, όχι ανταγωνιστικά προϊόντα), τους γεωγραφικούς περιορισμούς και τυχόν περιορισμούς στον αριθμό των τελικών χρηστών ή των κλήσεων.

2. Ζητήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IP Rights)

Η σύμβαση οφείλει να προβλέπει ότι όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί του API, η τεκμηρίωσή του και τα σχετικά εμπορικά σήματα παραμένουν στην αποκλειστική κυριότητα του Παρόχου. Θα πρέπει να περιλαμβάνει ρητές απαγορεύσεις για αντίστροφη μηχανική (reverse engineering), αποσυμπίληση (decompilation) ή οποιαδήποτε προσπάθεια ανακάλυψης του πηγαίου κώδικα ή της υποκείμενης αρχιτεκτονικής.

3. Τους Περιορισμούς Χρήσης και Την Πολιτική Ορθής Χρήσης (Usage Restrictions & AUP)

Είναι αναγκαίο να συμφωνηθούν λεπτομερείς ρυθμίσεις για τον τρόπο χρήσης του API και την αποτροπή κατάχρησης. 

Αυτές, συνηθέστερα, περιλαμβάνουν:

  • Όρια Κλήσεων (Rate Limits): Μέγιστος αριθμός αιτημάτων ανά μονάδα χρόνου.
  • Απαγορευμένες Χρήσεις: Κατάλογος δραστηριοτήτων που απαγορεύονται ρητά (π.χ., spamming, DDOS επιθέσεις, χρήση για παράνομους σκοπούς, παραβίαση δικαιωμάτων τρίτων, ανταγωνιστική ανάλυση κλπ).
  • Απαιτήσεις Ασφαλείας: Υποχρεώσεις για τον Χρήστη σχετικά με την ασφαλή διαχείριση των κλειδιών API, των διαπιστευτηρίων και την προστασία των δικών του συστημάτων.
  • Αποποίηση Εγγυήσεων (Disclaimer of Warranties): Ο Πάροχος σχεδόν πάντα παρέχει το API “ως έχει” (as-is), χωρίς εγγυήσεις για αδιάλειπτη λειτουργία, ακρίβεια, απουσία σφαλμάτων, ή καταλληλότητα για συγκεκριμένο σκοπό. Τούτο, βέβαια, περιορίζει δραστικά την ευθύνη του Παρόχου.
  • Περιορισμός Ευθύνης (Limitation of Liability): Τίθεται ανώτατο όριο στο ποσό της αποζημίωσης που μπορεί να διεκδικήσει ο Χρήστης από τον Πάροχο σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής. Συχνά αποκλείονται οι έμμεσες, παρεπόμενες ή αποθετικές ζημίες (απώλειες κερδών/δεδομένων κλπ).
  • Αποζημίωση (Indemnification): Ο Χρήστης αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον Πάροχο για τυχόν αξιώσεις, ζημίες ή έξοδα που προκύπτουν από (α) παραβίαση των όρων της άδειας από τον Χρήστη, (β) χρήση του API με τρόπο που παραβιάζει δικαιώματα τρίτων (π.χ. πνευματικά δικαιώματα, προσωπικά δεδομένα), ή (γ) αμέλεια ή δόλο του Χρήστη.
  • Διακοπή και Καταγγελία (Termination): Περιγράφει τους όρους υπό τους οποίους η άδεια μπορεί να τερματιστεί. Ο Πάροχος συνήθως διατηρεί το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης, ενώ ο Χρήστης μπορεί να έχει δικαίωμα καταγγελίας με προειδοποίηση.
4. Την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων (Data and Privacy)

Με δεδομένο ότι η παροχή πρόσβασης μέσω API σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά πράξη επεξεργασίας κατά τον κανονισμό GDPR και τον νόμο 4624/2019, η σύμβαση API licensing πρέπει να ορίζει:

  • Τον ρόλο κάθε μέρους (Υπεύθυνος Επεξεργασίας / Εκτελών την Επεξεργασία).
  • Τους τύπους δεδομένων που μπορούν να προσπελαστούν ή να ανταλλαχθούν.
  • Τους σκοπούς επεξεργασίας.
  • Τις υποχρεώσεις ασφάλειας δεδομένων (τεχνικά και οργανωτικά μέτρα).
  • Τις διαδικασίες για τη διαχείριση αιτημάτων υποκειμένων δεδομένων και την αντιμετώπιση παραβιάσεων.
  • Τις απαιτήσεις για τη διασυνοριακή μεταφορά δεδομένων.

Τέλος, η ύπαρξη μηχανισμών πιστοποίησης (π.χ. OAuth, token-based authentication), καθώς και η κρυπτογράφηση δεδομένων κατά την ανταλλαγή, είναι χρήσιμα πρακτικά μέτρα για τη σχετική συμμόρφωση.

5. Συμφωνίες SLA (Service-Level Agreement) 

Η σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει πρόβλεψη επιπέδων εξυπηρέτησης (SLA). Ενδεικτικά :

  • την εγγυημένη διαθεσιμότητα (“Uptime“), 
  • τους χρόνους απόκρισης,  
  • τα ελάχιστα επίπεδα απόδοσης και 
  • την τεχνική υποστήριξη.
6. Την Προστασία Εμπορικών Μυστικών και Ζητήματα Αθέμιτου Ανταγωνισμού

Τέλος, η σύμβαση API licensing πρέπει να προστατεύει τα εμπορικά μυστικά που ενδεχομένως αποκαλύπτονται μέσω του API και να αποτρέπει τη χρήση του API για σκοπούς αθέμιτου ανταγωνισμού ή δημιουργίας ανταγωνιστικών προϊόντων που εκμεταλλεύονται την υποδομή του Παρόχου. Τούτο διότι, τα APIs συχνά ενσωματώνουν επιχειρησιακή λογική (business logic) ή εμπιστευτικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής μιας επιχείρησης.

Συνεπώς, ο πάροχος API οφείλει να συμβληθεί με επιπλέον συμβάσεις εχεμύθειας (NDA) και περιορισμών χρήσης, διασφαλίζοντας ότι οι πληροφορίες που καθίστανται προσβάσιμες μέσω του API δεν θα χρησιμοποιηθούν για ανταγωνιστικούς ή μη εξουσιοδοτημένους σκοπούς.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το API licensing.

Domain Name: Κατοχύρωση, Προστασία & Νομοθεσία

Το domain name («όνομα περιοχής» ή «όνομα χώρου») είναι ένα αλφαριθμητικό στοιχείο το οποίο εκχωρείται προς χρήση σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο με σκοπό την χρήση, από το συγκεκριμένο πρόσωπο ή με την συναίνεσή του, πρωτοκόλλων ή υπηρεσιών του Διαδικτύου.

Νομικά, το domain name είναι μία διαρκής ενοχική σχέση με περιουσιακή διάσταση και αξία, χωρίς να δημιουργείται και απόλυτο, αποκλειστικό δικαίωμα (ΕφΑθ 2801/2022).

Εξάλλου, το domain name έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως «το μέσο ή το εισιτήριο για την είσοδο στο διαδίκτυο» (ΑΠ 1561/2024).

Τούτο διότι, βασική προϋπόθεση για την είσοδο ενός επαγγελματία στο διαδίκτυο, αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση ενδιαφερομένων, πελατών και η κατάρτιση συναλλαγών.

Χαρακτηριστικά

Το domain name, κατ’ ουσία, επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήση του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης.

Με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών ακόμη και η κατάρτιση συναλλαγών.

Έτσι, ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, έρχεται σε επαφή με τα δημοσιευμένα, στην ιστοσελίδα που επιλέγει, δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα.

Το domain name αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μία ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία, διαιρείται δε σε τρία μέρη.

Η τελευταία από τις λέξεις, κατά κανόνα συγκεκριμένη, αποτελεί και το σημείο αναφοράς, συνήθως της χώρας αρχειακής καταχώρησης του domain name του χρήστη (π.χ. gr = Greece κ.λπ.) ή της βασικής ιδιότητας του (π.χ. org = Organization).

Σύμφωνα με τον “Κανονισμό Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη .gr ή .ελ.” της ΕΕΤΤ η διαδικασία Εκχώρησης και Καταχώρησης Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr ή .ελ στο σύνολό της, ξεκινά με την υποβολή της Δήλωσης Καταχώρησης στον Καταχωρητή και λήγει με την Εκχώρηση Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr ή .ελ.

Νομική Φύση

Το domain name δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ταυτιστεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα.

Τούτο διότι καθώς αποτελεί απλώς και μόνο τμήμα μίας τεχνικής διαδικασίας, η τήρηση της οποίας απαιτείται για την ηλεκτρονική περιήγηση στο διαδίκτυο. Μόνη η καταχώριση στην Αρχή Καταχώρισης, άλλωστε, δεν δημιουργεί οιοδήποτε δικαίωμα σε διακριτικό γνώρισμα ή σήμα.

Πρέπει, ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτό λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο. 

Τούτο διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά, εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία.

Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιοσδήποτε ονομασίας, όσο γνωστή και φημισμένη και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημιές στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία.

Για τη διαφύλαξη έτσι των νομίμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο domain name μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος.

Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι domain name στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων ορίων παροχής domain name για κάθε χρήση αλλά και της επιβαλλόμενης συντομίας για του είδους αυτού την επικοινωνία.

Προστασία

Ενόψει των ανωτέρω, το domain name θα πρέπει να απολαμβάνει προστασίας αντίστοιχης με εκείνη των διακριτικών γνωρισμάτων του άρθρου 13 του ν. 146/1914.

Εξάλλου, και ένα διακριτικό γνώρισμα θα πρέπει να προστατεύεται (εφόσον βεβαίως πληρούνται οι αναφερόμενες στη συνέχεια προϋποθέσεις προστασίας του) από τη χρήση ενός ονόματος πεδίου, παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε χρονικά η καταχώρηση αυτού στο διαδίκτυο.

Ωστόσο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, υπό τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, οι ιδιαιτερότητες του διαδικτύου και συγκεκριμένα:

  • της παγκοσμιότητας του διαδικτύου ως μέσου ενημέρωσης,
  • της μοναδικότητας των ηλεκτρονικών διευθύνσεων,
  • της πεπερασμένης δυνατότητας συνδυασμών διευθύνσεων,
  • του ιδιόρρυθμου συστήματος καταχώρισης των ονομασιών, κατά το οποίο η εξυπηρέτηση των αιτήσεων γίνεται κατά τη σειρά άφιξής τους,

χωρίς διενέργεια προληπτικού ελέγχου, αρκεί να μην έχει χορηγηθεί το συγκεκριμένο όνομα σε άλλον αιτούντα (First Come First Served).

Ακόμη, δεν αποκλείεται domain name να αποτελεί επωνυμία μιας επιχείρησης, αν αυτή δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

Αρχή Χρονικής Προτεραιότητας

Ωστόσο, η καταχώριση στο διαδίκτυο δεν παρέχει οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι των μη καταχωρημένων σε αυτό διακριτικών γνωρισμάτων και το αντίστροφο, ήτοι, η διαδικτυακή προτεραιότητα δεν υπερισχύει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας (ΔΕΕ C-245/02), όπως αυτή ισχύει στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας για την προστασία σημάτων.

Έτσι, σε κάθε περίπτωση προσβολής διακριτικού γνωρίσματος από domain name τρίτου, η χρονική προτεραιότητα κρίνεται με βάση το χρονικό σημείο γένεσης του δικαιώματος επί του διακριτικού γνωρίσματος.

Δηλαδή, για την χρονική προτεραιότητα, δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο της καταχώρησης στο μητρώο των domain names, αλλά η έναρξη χρήσης της ένδειξης στις επιχειρηματικές συναλλαγές.

Νομική Βάση Προστασίας

Υπό το πλαίσιο αυτό, η καταχώριση γνωστού ξένου διακριτικού γνωρίσματος ως domain name ενδέχεται να συνιστά αθέμιτο παρεμποδιστικό ανταγωνισμό, κατ’ άρθρο 1 του Ν. 146/1914, ενώ δεν αποκλείεται ότι μπορεί να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 του Ν. 146/1914, όταν το διακριτικό γνώρισμα χρησιμοποιείται στο διαδίκτυο (ΑΠ 371/2012).

Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κ.λ.π. και domain name θα αρθεί κατ’ αρχάς, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας κατά τα εν γένει ισχύοντα. Τούτο, όμως, στο μέτρο που το προσβαλλόμενο διακριτικό γνώρισμα δεν αποτελεί γνώρισμα (π.χ. σήμα φήμης).

Η νομική βάση της προστασίας, θεμελιώνεται είτε μέσω της διάταξης του 13 του ν. 146/1914 είτε του άρθρου 38 του ν. 4679/2020, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση παροχής προστασίας κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914, ιδίως στην περίπτωση που ένα όνομα χώρου κατατίθεται κακόπιστα. 

Κριτήρια 

Έτσι, το ομοειδές του domain name αλλά και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα, σαφώς συνηγορεί υπέρ της κατάφασης της προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος.

Ο κίνδυνος σύγχυσης, ωστόσο, πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει η εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα η προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας.

Απαιτείται, όμως, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει τουλάχιστον κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις, και τούτο διότι η έλλειψη κάθε σχέσης των οικονομικών κλάδων δραστηριότητας θα έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα παραπλάνησης ενός αμελητέου τμήματος των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, το οποίο δεν θα επαρκούσε για την αποδοχή του κινδύνου σύγχυσης (ΑΠ 1609/2014).

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με το νομικό πλαίσιο του domain name.