Skip to content

Αρθρογραφία

Προστασία Εμπορικού Σήματος Και Πρόσφατη Νομολογία

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Με Απόφαση της Διεύθυνσης Εμπορικών Σημάτων έγινε δεκτή δήλωση Ελληνικής Εταιρείας για την καταχώρηση του ημεδαπού λεκτικού σήματος «ΖARK». 

Κατά της απόφασης αυτής, Αλλοδαπή Εταιρεία που κατέχει το εμπορικό σήμα «ZARA», άσκησε ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (ΔΕΣ) τριτανακοπή, ζητώντας την εξαφάνισή της και τη διαγραφή του πιο πάνω σήματος. 

Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι το μεταγενέστερο σήμα «ZARK» αποτελεί παραποίηση ή άλλως απομίμηση δικών της προγενέστερων σημάτων «ZARA», που αναγράφεται επίσης, με κεφαλαίους λατινικούς χαρακτήρες, καθώς και των κοινοτικών Λεκτικών Σημάτων «ZARA BASIC», «ZARA KIDS», «ZARA HOME», «TEXTURES ZARA», «ZARA REDUCED», «ZARA FOR MUM», τα οποία επίσης κατέχει, ως επίσης και σήματα που χρησιμοποιεί σε μορφή διαφορετική από την καταχωρημένη

Περαιτέρω, υποστήριξε ότι τα προϊόντα που διακρίνουν τα εν λόγω σήματα ταυτίζονται, με αποτέλεσμα να επιτείνεται ακόμη περισσότερο ο, εκ της οπτικής και ηχητικής ομοιότητας των υπό σύγκριση σημάτων, κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού. 

Με απόφασή της, η Δ.Ε.Σ., ομόφωνα, απέρριψε την ανωτέρω τριτανακοπή της αλλοδαπής εταιρείας, με την αιτιολογία ότι από την αντιπαραβολή των ως άνω σημάτων, προκύπτει ότι αυτά διαφοροποιούνται επαρκώς σε οπτικό, ηχητικό και εννοιολογικό επίπεδο και η ταυτότητα στα διακρινόμενα προϊόντα δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην κρίση ότι υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, παρά το γεγονός ότι αυτά διακρίνουν όμοια προϊόντα (ενδύματα και αξεσουάρ αυτών).

Με την προσφυγή που άσκησε  ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ανωτέρω απόφασης της Δ.Ε.Σ., η αλλοδαπή εταιρεία προέβαλε ότι το σήμα «ZARK» έγινε δεκτό κατά παράβαση του νόμου, λόγω του κινδύνου σύγχυσης που δημιουργείται στο καταναλωτικό κοινό, καθότι τα εν λόγω σήματα είναι σχεδόν όμοια ή και ταυτόσημα. 

Το Διοικητικό Πρωτοδικείου Αθηνών δέχθηκε την προσφυγή, αφού έλαβε υπόψη του ότι τα αντιπαραβαλλόμενα λεκτικά σήματα («ZARA» και «ZARK») αποτελούνται αμφότερα αποκλειστικά από λατινικούς χαρακτήρες, διαφέρουν μεν κατά τον αριθμό των συλλαβών (δύο έναντι μίας, αντίστοιχα), πλην όμως, έχουν όμοιους τους τρεις πρώτους χαρακτήρες («ZAR»), η ομόηχη ακολουθία των οποίων επιδρά σημαντικά στη συνολική ηχητική και οπτική εντύπωση που προκαλούν τα δύο σήματα και στον τρόπο αντίληψης αυτών, η δε, διαφοροποίηση των τελικών χαρακτήρων Α και Κ, που είναι αμελητέα στοιχεία σε σχέση με τη συνολική εντύπωση που δημιουργούν αμφότερα τα σήματα, δεν είναι ικανή να τα διαφοροποιήσει επαρκώς, ενόψει και του ότι ο τελικός φθόγγος «Κ» στην κατάληξη της λέξης «ZARK» έχει μειωμένη ηχηρότητα και τα σήματα προσλαμβάνονται, κατά κανόνα, ως όλον, χωρίς περαιτέρω εξέταση των λεπτομερειών τους. 

Η Ελληνική Εταιρεία άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής και, το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την με αρ. 386/2022 Απόφαση του, ανέτρεψε την πρωτοβάθμια απόφαση και επέτρεψε την κατοχύρωση του σήματος «ZARK».

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Νόμος 2239/1994

O ν. 2239/1994 «Περί σημάτων», ο οποίος αποτελεί την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 89/104/ΕΟΚ  («για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων») και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ορίζει, στο άρθρο 1 ότι: 

«Θεωρείται σήμα κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Μπορούν να αποτελέσουν σήμα ιδίως οι λέξεις, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων, τα ψευδώνυμα, οι απεικονίσεις, τα σχέδια, τα γράμματα, οι αριθμοί, οι ήχοι, συμπεριλαμβανομένων των μουσικών φράσεων, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του»., 

στο άρθρο 3 ότι: « 2. Δεν καταχωρούνται επίσης  ως σήματα: β) τα σημεία των οποίων η κατάθεση αντίκειται στην καλή πίστη ή έγινε κακόπιστα….» 

και στο άρθρο 4 ότι: «1. Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση: 

  • α) εάν ταυτίζεται με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία το σήμα έχει δηλωθεί, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα, 
  • β) εάν, λόγω της ταυτότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισής του με το προγενέστερο σήμα, 
  • γ) εάν ταυτίζεται ή ομοιάζει με προγενέστερο σήμα και προορίζεται να διακρίνει προϊόντα  ή υπηρεσίες, που δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον τούτο έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού. 

2. Ως «προγενέστερα σήματα» κατά τον παρόντα νόμο νοούνται: α) τα σήματα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτικών, τα οποία έχουν καταχωρηθεί πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της δηλώσεως του σήματος, … 

3. Σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση : … γ) εάν ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση με σήμα που έχει καταχωρηθεί και χρησιμοποιείται στο εξωτερικό κατά τη στιγμή της καταθέσεως της δηλώσεως, αν αυτή έγινε κακόπιστα από τον αιτούντα. ».

Βασικές Αρχές

H “αρχή της χρονικής προτεραιότητος αποτελεί γενική αρχή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων (χαρακτηριζόμενη ως “ένα από τα θεμέλια του δικαίου των σημάτων“, η ΔΕΚ C 245/02  και ΑΠ 371/2012) και ισχύει όχι μόνο στο εθνικό δίκαιο, αλλά και στο ενωσιακό (άρθρα 29 – 35 του Κανονισμού 40/1994) και διεθνές δίκαιο (άρθρο 4 παρ. 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Μαδρίτης και Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Συμβάσεως της Μαδρίτης, άρθρα 4 και 6 δις της Διεθνούς Συμβάσεως των Παρισίων) της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

Περαιτέρω δε αναφορικώς με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (κοινοτικό σήμα) ισχύει η λεγόμενη “αρχή της συνυπάρξεως” με τα εθνικά σήματα, με τα οποία αυτό συνυπάρχει, επιβαλλόμενης της ίσης μεταχείρισης των δύο συστημάτων (εθνικού και ενωσιακού σήματος), ενώ η “αρχή της ίσης μεταχείρισης” (αρχή της εθνικής μεταχείρισης ή εξομοίωσης των ημεδαπών προς τους αλλοδαπούς) αποτελεί ομοίως βασική αρχή του διεθνούς δικαίου των σημάτων.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν γίνεται δεκτή η καταχώριση σήματος όταν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού

Κίνδυνος συγχύσεως του κοινού, είναι ο κίνδυνος να πιστεύσει το κοινό ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικά συνδεδεμένες μεταξύ τους επιχειρήσεις. 

Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του κοινού πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση στους οποίους περιλαμβάνονται, ιδίως, η ταυτότητα ή ο βαθμός ομοιότητας των σχετικών προϊόντων και η ταυτότητα ή ο βαθμός ομοιότητας (οπτικής, ηχητικής και εννοιολογικής) των σημάτων και ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος, η συνολική δε εκτίμηση συνεπάγεται την αλληλεξάρτησή τους.

Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, παρόμοια είναι τα προϊόντα, τα οποία προορίζονται να διακρίνουν τα συγκρινόμενα σήματα, όταν προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς και απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών. 

Για την εκτίμηση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών, όπως ειδικότερα, η φύση, ο προορισμός, η χρήση, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους.

Το “Σήμα Φήμης”

Περαιτέρω, “Σήμα Φήμης” είναι εκείνο, το οποίο είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που καλύπτει. Κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής, η οποία ανάγεται σε διαπίστωση πραγματικής καταστάσεως, λαμβάνονται υπόψη όλα τα ασκούντα εν προκειμένω επιρροή στοιχεία, όπως, μεταξύ άλλων, το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρησιμοποιήσεώς του, καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η δικαιούχος αυτού επιχείρηση για την προώθησή του. 

Άλλωστε, η φήμη σήματος, δηλαδή το αν αυτό και τα προϊόντα που διακρίνει είναι ευρέως γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, δεν συνιστά νομικό χαρακτηρισμό τού σήματος, αλλά πραγματική κατάσταση και, επομένως, δεν αποκλείεται η φήμη σήματος να αποτελεί «πασίδηλο» γεγονός, το οποίο δεν χρήζει αποδείξεως. 

Για να τύχει της προστασίας του νόμου, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να αποδείξει ότι η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος, λόγω του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης του προγενέστερου σήματος στον δικαιούχο του μεταγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος. 

Για να διαπιστωθεί ότι η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, πρέπει να αποδειχθεί ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποιήσεως του μεταγενέστερου σήματος ή ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον.

Εξάλλου, εναπόκειται στον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος, για το οποίο ζητείται η προστασία που παρέχει το προαναφερόμενο άρθρο να αποδείξει ότι η χρήση του μεταγενέστερου σήματος μπορεί να βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματός του. Προς τούτο, ο δικαιούχος του προγενεστέρου σήματος πρέπει, πάντως, να αποδείξει, βάσει στοιχείων, ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επελεύσεως της προσβολής αυτής στο μέλλον. 

Για το σκοπό αυτό, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να επιτρέπουν να συναχθεί, prima facie, μελλοντικός και μη υποθετικός κίνδυνος βλάβης. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί ιδίως βάσει επαγωγικών σκέψεων που προκύπτουν από ανάλυση των πιθανοτήτων και λαμβάνουν υπόψη τις συνήθεις πρακτικές στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, καθώς και κάθε άλλη περίσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Καλή Και Κακή Πίστη

Εξάλλου, η κατάθεση σήματος, που μοιάζει σημαντικά με προκατατεθέν σήμα άλλης επιχείρησης, έστω και όχι σε βαθμό που να αποτελεί παραποίηση ή απομίμηση αυτού, μπορεί να είναι απαράδεκτη, ως αντίθετη στην καλή πίστη, αν συντρέχουν και άλλες ειδικές περιστάσεις ή συνθήκες, όπως στην περίπτωση κατά την οποία με το προκατατεθέν σήμα διακρίνονται προϊόντα, που απολαύουν ιδιαιτέρως καλής φήμης στο καταναλωτικό κοινό. 

Η εν λόγω κατάθεση γίνεται κακόπιστα, όταν ο καταθέτης τελεί σε γνώση των προαναφερθέντων γεγονότων και επιδιώκει, δια της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω σήματος, αθέμιτη ωφέλεια (“υποκειμενική κακή πίστη”). Όπως γίνεται δεκτό, προϋπόθεση για τον περαιτέρω έλεγχο της τυχόν αντιθέσεως προς την καλή πίστη ή της κακή τη πίστει κατάθεσης σήματος είναι η ύπαρξη σημαντικής ομοιότητας και εξ αυτής, κινδύνου συσχετίσεως αυτών από το οικείο κοινό. 

Εν όψει του εν λόγω σκοπού της, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι προστατεύει το σήμα του αλλοδαπού δικαιούχου από κακόπιστη οικειοποίηση και όταν τα προϊόντα που διακρίνει το σήμα αυτό που έχει καταχωρισθεί και χρησιμοποιείται στο εξωτερικό, δεν είναι ακόμη γνωστά ή δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα κατά τη στιγμή τής (κακοπίστως γενομένης) καταθέσεως, αρκεί το ενδεχόμενο του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων, ως εκ της προοπτικής να καταστούν τα ως άνω προϊόντα γνωστά ή να κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα, ο οποίος κίνδυνος εκτιμάται συνολικά σε κάθε περίπτωση ανάλογα και με το βαθμό ομοιότητας των σημάτων και των διακρινομένων προϊόντων, η δε εν λόγω κατάθεση, γίνεται κακόπιστα, όταν ο καταθέτης τελεί σε γνώση των προαναφερθέντων γεγονότων και επιδιώκει, δια της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω σήματος, αθέμιτη ωφέλεια (“υποκειμενική κακή πίστη”).

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, μεταξύ των ως άνω σημάτων, δεν υπάρχει πρόδηλη ταυτότητα, ούτε ουσιώδης οπτική ή ηχητική ομοιότητα, καθόσον το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα στα δύο προς σύγκριση σήματα, τα οποία αμφότερα αναγράφονται με κεφαλαίους λατινικούς χαρακτήρες («ΖARK» και «ΖΑRA») είναι η κατάληξη αυτών, ήτοι το γράμμα «-Κ» και «-Α», αντίστοιχα, οι δε ήχοι που παράγονται από τις δύο λέξεις διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, δεδομένου ότι η κυριαρχούσα ηχητική εντύπωση προσδιορίζεται από την κατάληξη των σημάτων, η οποία διαφέρει («-RΚ» και «-RA»), το δε τελικό γράμμα «-Κ» του σήματος της ελληνικής εταιρείας διαφοροποιεί οπτικώς και ηχητικώς τα δύο σήματα.

H διαφοροποίηση αυτή επιτείνεται από την εκφορά των δύο σημάτων, καθότι εκείνο της ελληνικής εταιρείας είναι μονοσύλλαβο (ZARK), το δε προγενέστερο δισύλλαβο (ΖA-RA).

Λαμβάνεται δε περαιτέρω υπόψη ότι ορισμένα από τα προγενέστερα σήματα της αλλοδαπής εταιρείας, αποτελούνται από δύο λέξεις, ήτοι «ΖARA» και μια δεύτερη, προσδιοριστική, κάθε φορά, του είδους των προϊόντων της, όπως «HOME», «KIDS», «MUM», «ΤΕΧΤΙLES», «BASIC», «REDUCED». 

Εξάλλου, μεταξύ του σήματος της ελληνικής εταιρείας «ZARK», και του προγενέστερου σήματος «ΖΑRΑ», που αποδίδει στην ελληνική γλώσσα τη λέξη «πτυχή, τσαλάκωμα σε ασιδέρωτο ρούχο», δεν υφίσταται εννοιολογική ομοιότητα, όσον αφορά, τουλάχιστον, στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό, που είναι κρίσιμο εν προκειμένω, δεδομένου ότι το μεταγενέστερο σήμα «ZARK» είναι ημεδαπό και δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι αυτή αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα σε άλλη εδαφική περιοχή του εξωτερικού.

Ένας επιπλέον παράγοντας, που συντελεί στην ανυπαρξία του κινδύνου αυτού είναι και οι συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες τα εν λόγω προϊόντα διατίθενται στην αγορά, ήτοι ότι πλέον, μετά τη μακροχρόνια λειτουργία της αλλοδαπής εταιρείας, ο μέσος καταναλωτής με τη συνήθη πληροφόρηση, που είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, γνωρίζει ότι διατίθενται αποκλειστικά στην αλυσίδα καταστημάτων της («ΖARA»), και όχι μέσω καταστημάτων μαζί με άλλα όμοια ή παρόμοια προϊόντα μόδας, διαφορετικών παραγωγών, μεταξύ των οποίων και εκείνων της ελληνικής εταιρείας. 

Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των δύο σημάτων, κατά τη συνολική οπτική, ακουστική και εννοιολογική εντύπωση, για τη διάκριση των όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων, στη συνείδηση του μέσου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, αλλά σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφορών σημάτων και συνήθως είναι αναγκασμένος να ανατρέχει στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του, ώστε να υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως ως προς την προέλευση των προϊόντων από την ίδια επιχείρηση ή από συνδεόμενες μεταξύ του οικονομικώς επιχειρήσεις. 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι στα ως άνω σήματα της αλλοδαπής εταιρείας, κυρίαρχο στοιχείο είναι η λέξη «ZARA», το οποίο χρησιμοποιεί, πάντα, για τη διάκριση των προϊόντων, που παράγει και τα οποία διαθέτει στους καταναλωτές μέσω αλυσίδας λιανικής πώλησης σε όλο τον κόσμο, με πάνω από 2700 καταστήματά της σε εξήντα (60) χώρες και τη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής πώλησης στην Ευρώπη στα καταστήματα μόδας.

Στην Ελλάδα τα σήματα αυτά είναι ευρέως γνωστά ως σήμα προϊόντων, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης και την έντονης προβολής των ευρείας κατανάλωσης προϊόντων αυτών πανελλαδικά, ιδιαίτερα καλή φήμη στη συνείδηση, όχι μόνο του μέσου καταναλωτή παρόμοιων προϊόντων, αλλά του μέσου Έλληνα καταναλωτή γενικώς, κατά τα κοινά τοις πάσι. 

Το παραπάνω σήμα χρησιμοποιείται στην Ελλάδα πολλά χρόνια, έχει καθιερωθεί στις εμπορικές συναλλαγές και στο καταναλωτικό κοινό και αποτελεί σαφές και γνωστό διακριτικό εξατομίκευσης της επιχείρησής της και της προέλευσης των προϊόντων της αυτών, έχοντας καταστήσει το παραπάνω σήμα της «ZARΑ» σήμα φήμης στην Ελλάδα.

Όμως, δεν προκύπτει ότι η οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή των προϊόντων, για τα οποία έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο αυτό σήμα φήμης, έχει μεταβληθεί λόγω της χρησιμοποίησης του μεταγενέστερου σήματος ή υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επέλθει τέτοια μεταβολή στο μέλλον, δεδομένου, μάλιστα, ότι η ελληνική εταιρεία λειτουργεί μεν, από το έτος 1985 με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως αθλητικών ειδών και από το 1988, ειδών ενδύσεως και υποδήσεως), για τη σήμανση των οποίων χρησιμοποιεί την ένδειξη «ZARK», όμως, η δραστηριότητά της, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, περιορίζεται μόνο σε δύο (2) καταστήματα στο Αγρίνιο και τη Λαμία και την προμήθεια εγχώριων εμπόρων. 

Έτσι, παρά τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του σήματος «ZARΑ», τη μακροχρόνια χρήση του και τη σταθερή προτίμηση των προϊόντων μόδας της από το καταναλωτικό κοινό, δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης ή συσχέτισης με το μεταγενέστερο σήμα «ZARK», ως προς την προέλευση των προϊόντων από την επιχείρηση της αλλοδαπής εταιρείας ή ως προς τη διασύνδεση των επιχειρήσεών τους, δηλαδή δεν δημιουργείται στο καταναλωτικό κοινό η συνειρμική εντύπωση ότι η δικαιούχος του προγενέστερου σήματος «ZARA» βρίσκεται σε κάποιου είδους οικονομικό και οργανωτικό δεσμό με την ελληνική επιχείρηση. 

Επιπλέον, από τη χρήση του μεταγενέστερου σήματος της «ZARK» δεν βλάπτεται ο διακριτικός χαρακτήρας ή η φήμη του σήματός της, ενώ η ελληνική εταιρεία δεν επωφελείται από την έλξη, τη φήμη και το κύρος του σήματος της πρώτης, ούτε εκμεταλλεύεται την πολυετή εμπορική προσπάθειά της για την οικοδόμηση και την εδραίωση της φήμης της, χωρίς να καταβάλει κανένα χρηματικό αντίτιμο και χωρίς να μοχθήσει προς τούτο, ήτοι δεν προσβάλλει το σήμα φήμης «ZARΑ», το οποίο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη, απολαμβάνει διευρυμένης προστασίας, αφού δεν συντρέχει ούτε ομοιότητα, ούτε κίνδυνος συσχέτισης των δύο ως άνω σημάτων. 

Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δημιουργείται εν προκειμένω, στο μέσο καταναλωτή κίνδυνος σύγχυσης σχετικά με την προέλευση των αντίστοιχων προϊόντων από τις επιχειρήσεις των διαδίκων ή έστω προσέγγισής τους ως οικονομικά συνδεδεμένες μεταξύ  τους επιχειρήσεις. 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με τα εμπορικά σήματα.