Skip to content

Αρθρογραφία

Η Αγωγή Αδικαιολόγητου Πλουτισμού

αδικαιολόγητος πλουτισμός

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια.

Προϋποθέσεις

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι 

  • η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη 
  • χωρίς νόμιμη αιτία και 
  • η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. 

Επομένως, ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει 

  1. τη δόση ορισμένης παροχής, 
  2. τη συγκεκριμένη αιτία της παροχής και 
  3. το λόγο για τον οποίο η αιτία είναι μη νόμιμη. 

Αν δεν αποδειχθεί η αιτία την οποία επικαλέστηκε ο ενάγων, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, χωρίς να απαιτείται συγχρόνως να διαπιστωθεί και να μνημονευθεί στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας η διαφορετική αιτία, για την οποία έγινε πραγματικά η ζητούμενη παροχή, γεγονός το οποίο μπορεί να αποτελέσει αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1987). 

Κριτήρια

Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός, που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη. Εξάλλου, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, προϋπόθεση για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, στερείται δε νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής.

Αντίθετα, νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια με αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1136/2019).

Κατά την έκφραση του νόμου δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι αυτός από την περιουσία του οποίου ή με ζημία του οποίου επήλθε ο πλουτισμός σε άλλον χωρίς νόμιμη αιτία. 

Συνήθως τα δύο κριτήρια συμπίπτουν και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο, αρκεί όμως να συντρέχει και οποιοδήποτε απ’ αυτά, αδιάφορο ποιο από τα δύο, για τη θεμελίωση αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. 

Περιπτώσεις

Ωστόσο αν συντρέχουν και τα δύο κριτήρια, αλλά σε διαφορετικά πρόσωπα, δεν έχουν αντίστοιχες αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τα διαφορετικά πρόσωπα, αφού μια τέτοια παραδοχή θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα το λήπτη του πλουτισμού να τον αποδώσει διπλό. 

Έτσι μια μόνο αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γεννιέται και στην περίπτωση αυτή, στο πρόσωπο αυτού που πράγματι ζημιώθηκε. 

Κρίσιμο κριτήριο, δηλαδή, για τον προσδιορισμό του δικαιούχου της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι το ουσιαστικό κριτήριο της ζημίας, αφού αυτό, συγκρινόμενο με το τυπικό κριτήριο της προέλευσης του πλουτισμού, ανταποκρίνεται καλύτερα στο σκοπό του νόμου, που επιβάλλει το αδικαιολόγητο όφελος να αποδοθεί σ’ αυτόν που πράγματι έχει πληγεί. Κατά την ίδια έννοια αν στη σχέση δότη και λήπτη του πλουτισμού παρεμβάλλεται και τρίτο πρόσωπο. 

Οπότε δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ του τρίτου, του δότη και του λήπτη του πλουτισμού, αναλυόμενη συνήθως σε δύο μικρότερες σχέσεις, δηλαδή τη σχέση του τρίτου προς το δότη του πλουτισμού και τη σχέση του τρίτου προς το λήπτη του πλουτισμού, πραγματικά ζημιούμενος και συνεπώς δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ενδέχεται να είναι ο τρίτος, όπως είναι πχ ο φερόμενος εκδότης πλαστογραφημένης κατά την υπογραφή αυτού τραπεζικής επιταγής, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή αυτή, με συνέπεια την απόσβεση ισόποσου χρέους του οπισθογράφου της επιταγής προς τον κομιστή της. 

Εξάλλου, η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση, δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση αποτελεί κατά το άρθρ. 361 του ΑΚ νόμιμη αιτία και μπορεί, λοιπόν, κάθε συμβαλλόμενος, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, να ασκήσει τα δικαιώματά του απ’ αυτή. 

Αξίωση έτσι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως στην περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή κατά το άρθρ. 388 του ΑΚ, και πρέπει τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 2266/2013).

Απόσβεση Υποχρέωσης

Από τη διάταξη του αρθρου 909 ΑΚ, που προκύπτει ότι η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής.

Επομένως το γεγονός της απώλειας ή μείωσης του πλουτισμού συγκροτεί καταχρηστική ένσταση καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας, του οποίου (γεγονότος) το βάρος επίκλησης και απόδειξης φέρει ο εναγόμενος λήπτης του πλουτισμού.

Η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει απώλεια ή μείωση του πλουτισμού μετά την απόκριση αυτού. Οι οικονομικές θυσίες, στις οποίες υποβάλλεται ο πλουτήσας πριν από τον πλουτισμό για την απόκτηση αυτού και ιδίως ανταλλάγματα προγενέστερα του πλουτισμού, που συνδέονται με την απόκτηση αυτού, λαμβάνονται υπόψη, ως λόγος μη ευθύνης του πλουτήσαντος. 

Συνιστούν δηλαδή νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού στα πλαίσια του άρθρου 904 ΑΚ, η επίκληση της οποίας (αιτίας) συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής-από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ευθέως η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ , αφού δεν γεννιέται από την αρχή απαίτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού, και όχι εκείνη του άρθρου 909 AΚ που προϋποθέτει γεννημένη αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Το Δικηγορικό μας Γραφείο, για περισσότερα από 15 χρόνια εξειδικεύεται στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο. Επικοινωνήστε μαζί μας για σας καθοδηγήσουμε και να σας συμβουλεύσουμε σε κάθε θέμα σχετικά με την αναζήτηση απαιτήσεων.